,

Μικρές αλλαγές

Μόνη ξανά. Μόνη για λίγο. Μόνη για πάντα και από πάντα. Για πάντα; Μαζί με όλους εγώ μόνη. Με παρέα μόνη, στο σπίτι μόνη. Στο σπίτι ειδικά και χρησιμοποιημένη. Ναι, χρησιμοποιημένη. Είμαι μόνη μου και το ραδιόφωνο παίζει παλιές ροκ επιτυχίες. Θυμάμαι τα νιάτα μου. Τότε που ένιωθα ότι η ζωή ήταν όλη μπροστά μου. Τότε που διασκέδαζα, φλέρταρα και γέλαγα. Έλεγα να τελειώσω το πανεπιστήμιο, μια καλή καριέρα και οικογένεια. Πάντα αγαπούσα τα παιδιά και ήθελα μεγάλη οικογένεια. Βιάστηκα όμως και όταν ο έρωτας μου χτύπησε την πόρτα, δεν δίστασα και προχώρησα στο γάμο. Ο Άγγελος δεν ήθελε να εργαστώ. Ήταν έλεγε, λίγο παλιομοδίτης σ’ αυτό και ήθελε να είναι αυτός που θα προσφέρει στο σπίτι. Για τα  μέσα εγώ, τα έξω εκείνος. Δεν το σκέφτηκα καν. Τον αγαπούσα πολύ. Ο γιός μας, ήρθε μετά από πέντε χρόνια. Δύσκολη εγκυμοσύνη και μια ακόμη πιο δύσκολη γέννα. Δεν μου επέτρεψε να κάνω άλλα παιδιά. Όνειρο κι αυτό.

Ένα χρησιμοποιημένο δοχείο. Δοχείο παραγωγής καθαριότητας, παρασκευής φαγητού, πλυμένων και σιδερωμένων ρούχων, διαβασμένου παιδιού, ευτυχισμένου παιδιού, δρομολογίων παιδιού, καλής διάθεσης, προθυμίας, φροντίδας, ευσυνειδησίας και υπευθυνότητας. Μόνο που τώρα, συνειδητοποιώ ότι η ανταμοιβή μου είναι απλώς η ευτυχία των άλλων και ότι κάπου στο δρόμο έχασα εμένα. Γιατί αλλιώς ξεκίνησα και αλλού βρίσκομαι τώρα. Και αισθάνομαι μόνη, δεδομένη, άδεια, αόρατη. Που δεν με βλέπω ούτε καν εγώ. Καλύτερα, έτσι κι αλλιώς και να μ’ έβλεπα, δε θα μ’ αναγνώριζα.

Είμαι μόνη μου. Ο Γιαννάκης στα Αγγλικά και ο Άγγελος δεν έχει γυρίσει ακόμη. Πάλι άργησε. Όλο αργεί τελευταία και δεν μιλάμε όπως πρώτα. Δεν με κοιτάζει όπως πρώτα. Δεν κάνουμε έρωτα πια. Πώς καταλήξαμε εδώ; Γιατί δεν έχει έρθει ακόμη; Πού είναι; Τηλεφώνησα στο γραφείο του. Μου είπαν ότι έχει φύγει εδώ και δυο ώρες. Το κινητό του κλειστό. Δεν αντέχω  άλλο. Κοιτάχτηκα στο καθρέφτη. Μια κουρασμένη γυναίκα. Αχτένιστη, θαμπό δέρμα, κόκκινα μάτια και μαύροι κύκλοι. Πού είναι το κορίτσι που ήμουν κάποτε;  Χτενίστηκα και βάφτηκα. Καλύτερα. Άλλαξα ρούχα και έβαλα λίγο άρωμα. Πολύ καλύτερα. Τριάντα οκτώ χρονών, είμαι νέα ακόμη. Μπορώ να αλλάξω τη ζωή μου. Μπορώ;

Το κλειδί στη πόρτα. Ήρθε. Πήγα προς το χολ. Με κοίταξε αδιάφορα, σαν να ήμουν αόρατη.

«Το παιδί;».

«Στα Αγγλικά. Άργησες!»

«Είχα δουλειά».

«Πάλι εκτός γραφείου; Τηλεφώνησα και μου είπαν ότι έχεις φύγει εδώ και ώρα».

Κοκκίνησε και τα μάτια του άστραψαν. «Δεν κατάλαβα, έλεγχο μου κάνεις;»

«Απλά ανησύχησα. Δεν είναι ανάγκη ν’ αρπάζεσαι».

«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για ‘μένα. Το φαΐ είναι έτοιμο;».

Έβγαλε το σακάκι του και άρχισε να λύνει την γραβάτα του προσπερνώντας με.  Τον ακολούθησα.

«Έτοιμο είναι. Μισό λεπτό, Άγγελε. Συμβαίνει κάτι; Όλο αργείς τελευταία».

«Έλεος πια, ακόμα δεν μπήκα στο σπίτι κουρασμένος, και με πιάνεις απ’ τα μούτρα. Ρωτάς κι εμένα;».

«Συμβαίνει κάτι;», επέμεινα.

«Τι να συμβαίνει δηλαδή; Όρεξη έχεις μου φαίνεται».

«Μα γιατί αργείς; Πού ήσουν;»

Σταμάτησε να αλλάζει και γύρισε προς το μέρος μου. Το ύφος του ήταν σκοτεινό και η φωνή του άρχισε να υψώνεται επικίνδυνα.

«Ανάκριση μου κάνεις;  Σου είπα, είχα δουλειά. Τι δεν καταλαβαίνεις; Εσύ καλά κάθεσαι στο σπιτάκι σου χωρίς να κάνεις τίποτα. Εγώ όμως τραβιέμαι όλη μέρα για να μη σας λείψει το παραμικρό. Κι όταν γυρίζω ξεθεωμένος, τι έχω; Ανάκριση τρίτου βαθμού!».

Και ξαφνικά, σαν να με πρόσεξε για πρώτη φορά απ’ τη στιγμή που μπήκε, μου πέταξε:

«Τι έκανες στη μούρη σου; Πώς είσαι έτσι; Απόκριες έχουμε;»

«Μιας και δεν κάνω τίποτα όλη μέρα, είπα να γίνω κλόουν, μπας και με προσέξεις» απάντησα.

Θα έβαζα τα κλάματα αν ξαφνικά δεν έμπαινε το παιδί.

«Μαμά, μπαμπά, γιατί φωνάζετε; Μέχρι έξω ακούγεστε!»

Πότε μπήκε; Κοίταξα φευγαλέα τον Άγγελο, που είχε ήδη στρέψει την προσοχή του στον μικρό. Το βλέμμα του μαλάκωσε και χαμογέλασε.

«Καλώς το παλικάρι μου! Πώς ήταν η μέρα σου σήμερα;».

«Μπαμπά, γιατί φωνάζατε; Τσακωνόσαστε;»

Τα μάτια του παιδιού τεράστια και έσφιγγε νευρικά τα χέρια του.

«Δεν φωνάζαμε αγόρι μου. Όχι. Μιλούσαμε. Απλά μιλούσαμε. Παίζει και το ραδιόφωνο και μιλούσαμε δυνατά για να ακουστούμε».

«Μαμά;» γύρισε προς το μέρος μου. Ήθελε επιβεβαίωση. Τα μάτια μου γλύκαναν.

«Ναι, αγόρι μου. Έτσι όπως τα λέει ο μπαμπάς σου είναι. Μην τρομάζεις.  Άντε πλύνε τα χέρια σου και πάμε να φάμε».

Τα χειλάκια του τρεμούλιασαν και ψιθύρισε «μπαμπά, δεν θέλω να φύγεις απ’ το σπίτι».

«Να φύγω; Γιατί να φύγω;».

«Να και στης Μαιρούλας φωνάζανε οι γονείς της και ο μπαμπάς της έφυγε απ’ το σπίτι. Τελείως. Τον βλέπει τώρα μόνο τα Σαββατοκύριακα. Μπαμπά δεν θέλω να σε βλέπω μόνο τα Σαββατοκύριακα».

Ο  Άγγελος κάθισε στις φτέρνες του και κοίταξε τον γιό του ίσια στα μάτια. «Μ’ αρέσει το σπίτι μας και δεν σκοπεύω να φύγω. Να είσαι σίγουρος ότι θα με βλέπεις συνέχεια».

«Άντε πλύνε τα χεράκια σου» μπήκα στη μέση εγώ.

Μας κοίταξε  δύσπιστα, ανασήκωσε τους ώμους του και πήγε στο μπάνιο.

Αγριοκοίταξα τον Άγγελο και πήγα στη κουζίνα. Καθίσαμε να φάμε με τον Γιαννάκη, να μονοπωλεί τη συζήτηση με το εκπληκτικό γκολ που έβαλε, όταν ξαφνικά γύρισε και μου είπε:

«Μαμά, φαίνεσαι αλλιώτικη σήμερα. Πολύ όμορφη και μυρίζεις ωραία! Έγινε κάτι που δεν ξέρω;»

«Ναι, είπα ενθουσιασμένη. Έγινε κάτι πολύ σημαντικό. Από Δευτέρα πιάνω δουλειά».

Τελικά μπορώ. Μπορώ να γίνω ορατή σε ‘μένα. Κοίταξα δίπλα μου τα αποσβολωμένα πρόσωπα και συνέχισα χαρούμενα:

«Θα χρειαστεί βέβαια να γίνουν κάποιες αλλαγές. Όπως για παράδειγμα, θα χρειαστώ καινούρια ρούχα και αξεσουάρ για το γραφείο – δεν γίνεται να πηγαίνω με τις φόρμες -, θα πρέπει να πάρουμε γυναίκα για το σπίτι δυο φορές το μήνα, να ειδοποιήσουμε το σχολείο να πηγαίνει το σχολικό τον Γιαννάκη στη γιαγιά στο σχόλασμα και οπωσδήποτε βοήθεια, πρακτική βοήθεια στο σπίτι από σένα, Άγγελε, οπότε καλό θα ήταν να επιστρέφεις νωρίτερα στο σπίτι. Πολύ νωρίτερα. Αλήθεια, από μαγείρεμα πώς τα πας;».

Τελικά μπορώ. Μπορώ να γίνω ορατή ΚΑΙ στους άλλους.

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: