Έξι εγγόνια. Μεγάλωσαν στο χωριό. Κάθε Πάσχα και καλοκαίρι, με το που έκλειναν τα σχολεία, τα μάζευαν και τα πέντε και τα έστελναν πακέτο στον παππού και τη γιαγιά. Την πιο μικρή πάντα κάποιος τη συνόδευε, ή η άλλη της γιαγιά ή η μητέρα της. Τα υπόλοιπα πέντε έμεναν όλα μαζί σε ένα δωμάτιο, στη σάλα. Ξεσήκωναν το σπίτι από τις φωνές, τα γέλια, τις χαρές, τους τσακωμούς. Μα ο παππούς και η γιαγιά για αυτές τις στιγμές ζούσαν, που το σπίτι έπαιρνε ζωή για λίγο, μέχρι να ξαναμείνουν πάλι οι δυο τους να βγάλουν το χειμώνα.
Εκεί έκαναν τις πρώτες τους ζαβολιές, ειδικά το τρίτο εγγόνι στη σειρά ήταν ο πρώτος ταραξίας και μέγας ηθοποιός. Ο τέταρτος, ο πιο ήσυχος, ήταν το αγαπημένο εγγόνι της γιαγιάς. Από μωρό που το στέλνανε στο χωριό, δεν ακουγόταν παιδί, λέγανε, στο σπίτι τους. Σαν το παπί τους ακολουθούσε όπου πήγαιναν.
Εκεί ανέλαβαν τις πρώτες τους ευθύνες. Η πρώτη, η μεγάλη, η αδερφή του ταραξία, ήταν αυτή που τα έβαζε στη σειρά και έκανε όλες τις δουλειές για να βοηθά τη γιαγιά. Η δεύτερη, η αδερφή του ήσυχου, είχε το όνομα της γιαγιάς και την εύνοιά της. Ήταν η πρωτότοκη του μεγάλου της γιου, καλομαθημένη, αλλά πρόσεχε και εκείνη τα μικρότερα. Η πέμπτη, το μοναχοπαίδι της πρώτης της κόρης, που άργησε πολύ να έρθει, ήταν η αγαπημένη του παππού. Και το στερνοπούλι, η έκτη, τα παρακολουθούσε από μωρό και βιαζόταν να μεγαλώσει για να κάνει ό,τι και τα μεγαλύτερα και να την παίρνουν μαζί τους βόλτα.
Δυο αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Μαζί κοιμόντουσαν στα ντιβάνια, μαζί έτρωγαν, μαζί έκαναν μπάνιο κάθε Σάββατο στη σκάφη με το κανάτι, μαζί έβγαιναν βόλτα, μαζί έπαιζαν, μαζί γυρνούσαν. Μπορεί να μη βλεπόντουσαν συχνά στην Αθήνα τον υπόλοιπο χρόνο, αλλά όταν έφταναν στο χωριό ήταν σαν να συνέχιζαν από εκεί που είχαν μείνει. Μαζευόντουσαν τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά σε οικογενειακά τραπέζια, όλοι γύρω από τον παππού και τη γιαγιά, αλλά δεν ένιωθαν όπως στο χωριό. Εκεί ήταν ελεύθερα, χωρίς γονείς, στη φύση, στη ξεγνοιασιά τους, μόνα με την παιδικότητά τους. Εκεί έζησαν τις πρώτες φιλίες και τους πρώτους τους έρωτες, όλα τους. Μαζί τα συζητούσαν τα βράδια και ξαγρυπνούσαν και φώναζε η γιαγιά από το πρωί ότι μεσημέριασε για να σηκωθούν. Εκεί ενηλικιώθηκαν όλα τους, κράτησαν τις φιλίες τους, πένθησαν τους χαμένους παιδικούς έρωτές τους και έφτιαξαν τις δικές τους οικογένειες.
Ο παππούς και η γιαγιά πρόλαβαν να δουν δισέγγονα. Οι τρεις μήνες καλοκαιρινών διακοπών στο χωριό έγιναν δέκα-δεκαπέντε μέρες το περισσότερο και ο παππούς και η γιαγιά είχαν δίπλα τους πλέον τα συνταξιοδοτημένα παιδιά τους και όχι τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους για να παίρνουν ζωή. Και έζησαν χρόνια πολλά και καλά, γεμάτα ευτυχισμένες στιγμές, αλλά και δύσκολες, αλλά πάντα όλοι μαζί και ενωμένοι.
Τα πρωτοξάδελφα, όμως, την απώλεια δεν την ήξεραν, δεν την έμαθαν ποτέ, δεν την ένιωσαν. Μέχρι που ήρθε η στιγμή να κλείσει πρώτος τα μάτια του ο παππούς. Μεγάλη εβδομάδα, λίγο πριν ανταμώσουν πάλι όλοι μαζί για Πάσχα. Με το που πάτησε το πόδι του στην αυλή του σπιτιού, η καρδιά του σταμάτησε. Λες και περίμενε να φτάσει στο σπίτι του για να φύγει, για να εισπνεύσει το οξυγόνο του χωριού για τελευταία φορά. Εκείνο το Πάσχα ήταν διαφορετικό. Μαζεύτηκαν όλα τους στην κουζίνα, χωρίς συζύγους και παιδιά, τα έξι τους μονάχα, γύρω από τη ξυλόσομπα και ξαγρύπνησαν πάλι όπως παλιά, λέγοντας ιστορίες με τον παππού και τα έξι εγγόνια του. Ήξεραν πως είχε ζήσει όλα όσα ήθελε, με αξιοπρέπεια, περηφάνια, καλοσύνη, ευγένεια, ήθος. Αξίες που πέρασσε σε όλους τους και όλες αυτές οι αναμνήσεις τους άφηναν μια γλυκόπικρη γεύση για τη ζωή. Γιατί μπορεί ο παππούς να έφυγε πλήρης ημερών, ένιωθαν όμως για πρώτη φορά τον πόνο της απώλειας. Ένιωθαν πώς είναι να χάνουν έναν δικό τους άνθρωπο, ότι μεγαλώνουν, ότι δεν είναι πια παιδιά. Ότι το χωριό που πάντα τους θύμιζε τη νιότη τους, τώρα θα ήταν διαφορετικό. Η γιαγιά ήταν ήδη διαφορετική. Όσο σκληρή γυναίκα και αν ήταν, μέσα σε μια μέρα έχασε το στήριγμα της ζωής της. Έπεσε για ύπνο νωρίς στο διπλανό δωμάτιο και αυτά προσπαθούσαν να συζητούν σιγά να μην την ενοχλήσουν, αλλά ήθελαν να πιστεύουν ότι τα ακούει για να της δίνουν κουράγιο.
Την επομένη, τον αποχαιρέτησε όλο το χωριό, κηδεύοντάς τον στο νεκροταφείο στην είσοδο του χωριού, που κανένας από την οικογένεια τόσα χρόνια δεν έμπαινε γιατί δεν υπήρχε λόγος.
Το καλοκαίρι ήρθε γρήγορα και φτάνοντας στο χωριό η πρώτη στάση ήταν το νεκροταφείο πλέον για να ανάψουν το καντηλάκι του παππού, που ποτέ δεν άφηναν η γιαγιά και οι κόρες σβηστό. Δεν μαζεύτηκαν όλοι μαζί, δεν συνέπεσαν οι άδειες. Αλλά όλοι έμαθαν τα μαντάτα για την αγαπημένη εγγόνα του παππού. Μετάσταση στον πνεύμονα και το κεφάλι. Αυτό το κακό που πάλευε με σθένος τα τελευταία χρόνια δεν την άφηνε να ηρεμήσει και να φτιάξει τη ζωή της όπως ονειρευόταν. Θα το παλέψει και άλλο, έλεγαν όλα τους, είναι δυνατό το κορίτσι, θα το νικήσει. Λίγη ακόμα υπομονή με τις χημειοθεραπείες, λίγο ακόμη κουράγιο και μετά θα κάνουμε ένα τρικούβερτο γλέντι στο γάμο της, που θα χορέψει όλο το χωριό.
Τον Νοέμβριο βάφτιζε ο τέταρτος εγγονός, ο ήσυχος, το δεύτερο παιδί του και κανένα από τα ξαδέρφια δεν εμφανίστηκε. Το κορίτσι έπαθε κρίση επιληψίας το προηγούμενο βράδυ, μπήκε στο νοσοκομείο. Δεν τον ενημέρωσαν για να μη του χαλάσουν τη χαρά. Όσο δεν έβλεπε κανέναν τους όμως, κατάλαβε. «Ας είναι, δεν πειράζει για τη βάφτιση. Το κορίτσι να γίνει γρήγορα καλά. Θα γίνει. Πρέπει να γίνει. Είναι πολύ μικρή ακόμα. Έχει όλη τη ζωή μπροστά της. Πολλοί τα καταφέρνουν να νικήσουν αυτό το διάολο πλέον, η επιστήμη έχει προχωρήσει. Δε μπορεί να πάει τίποτα στραβά».
Τον Ιανουάριο, ανήμερα της γιορτής του γιου της δεύτερης, λίγο πριν από το παιδικό πάρτυ, μαθαίνουν ότι έφυγε η γιαγιά. Αυτή τη μέρα έτυχε, για να τη θυμάται για πάντα η εγγόνα με το όνομά της. Εννέα μήνες άντεξε μονάχη. Εννέα μήνες χωρίς τον παππού, να βλέπει τη μεγάλη της κόρη να μαραζώνει από την αρρώστια του μονάκριβου κοριτσιού της. Κανείς, ποτέ, δεν της το είχε πει, αλλά η γιαγιά το γνώριζε. Όλα τα ήξερε και ας μη μιλούσε. Ήξερε να διαβάζει τα μάτια τους και τις ψυχές τους. Έφυγε ήρεμη, κηδεύτηκε κοντά στον παππού, χωρίς ξαγρύπνιες και εξιστόρηση αναμνήσεων από τα εγγόνια για εκείνη. Άλλωστε έλειπε το ένα και το μυαλό όλων ήταν στο να τα καταφέρει το κορίτσι. Η δεύτερη απώλεια τους ήρθε πιο ομαλή. Ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Το σπίτι, ο κήπος, τα λουλούδια της γιαγιάς δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδια. Οι Δεκαπενταύγουστοι δε θα γιορτάζονταν πια με κόσμο στην αυλή και γεμάτα τραπέζια για τη γιορτή του παππού και της γιαγιάς και της εγγόνας. Έχασαν τους ανθρώπους που τους μεγάλωσαν, αλλά θα τους είχαν πάντα στην καρδιά τους να τους συντροφεύουν. Τώρα που ήταν οι δυο τους εκεί ψήλα, δε χρειάζονταν κανέναν άλλο. Με τη σειρά θα αντάμωναν με τους υπολοίπους, στην ώρα τους.
Το κορίτσι δεν καλυτέρευε. Μπήκε στο νοσοκομείο, ενημερώθηκαν όλοι και για 3 μέρες γέμισε ο διάδρομος από κόσμο που ήθελε να συμπαρασταθεί, να προσευχηθεί, να δώσει κουράγιο, να απαλύνει τον πόνο των γονιών, να προσπαθήσει με τον τρόπο του να αλλάξει κάτι, να παρακαλά να γίνει ένα θαύμα. Τα πρωτοξάδελφα πρώτη φορά αντάμωσαν με παγωμένο το αίμα, με μάτια βουρκωμένα, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, περιμένοντας σιωπηλά, έξω από το δωμάτιο του κοριτσιού που βαριανάσαινε και πονούσε. Το στερνοπούλι δεν ήρθε. Δεν άντεχε. Η τρυφερή της ψυχή δε μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση. Η μεγάλη έζησε το μαρτύριο των τελευταίων μηνών στο πετσί της. Δίπλα στη θεία-μάνα και στη ξαδέρφη-κόρη, κάθε στιγμή. Τα δυο αδέλφια, τα αγαπημένα της γιαγιάς, μάθαιναν απλά νέα και αρνιόντουσαν να δεχτούν ότι δε θα τα καταφέρει, ότι μπορεί να συμβεί αυτό που περίμεναν πλέον όλοι. Ακόμα και την τελευταία στιγμή, την ώρα που την είδαν για τελευταία φορά, δεν μπορούσαν να αποδεχτούν ότι θα ήταν η τελευταία φορά. Ο μικρός ταραξίας, το κακό παιδί της οικογένειας, που πρόσφατα είχε γίνει πατέρας ενός κοριτσιού, μαλάκωσε, αλλά είχε και αυτός ένα βλέμμα κενό μπροστά σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση που ζούσαν όλοι οι αγαπημένοι τους. Φίλοι και συγγενείς ήταν όλοι εκεί.
Ξημερώματα 20ης Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Ευτυχίας (!), το κορίτσι τους ηρέμησε πια και βρήκε τη γαλήνη στην αγκαλιά του αγαπημένου της παππού και της γιαγιάς.
Η κηδεία στο χωριό, ήταν το πιο τραγικό γεγονός που είχαν ζήσει, ένα γεγονός που τους σημάδεψε και θα τους συνόδευε στην υπόλοιπη ζωή τους. Αυτή η απώλεια πόνεσε μέχρι και τα πέτρινα σπίτια του χωριού. Η κραυγή της μάνας έφτασε μέχρι τη Μονή Αιμυαλών που είχε βαφτιστεί το κορίτσι 30 χρόνια πριν.
Η είσοδος στο χωριό, από τότε, σταματούσε στο νεκροταφείο για κανονική επίσκεψη. Με φρέσκες, μυρωδάτες ανθοδέσμες και γλάστρες. Πρώτα στον παππού και τη γιαγιά και μετά στο κορίτσι. Στο μπαλκόνι της, όπως το λέγανε, κάθονταν και συζητούσαν με τις ώρες, όπως τότε που ήταν παιδιά. Αγνάντευαν μαζί της τη θέα στο απέναντι βουνό, μύριζαν τα λουλούδια από τις γλάστρες της που φρόντιζαν καθημερινά οι δικοί της και της λέγανε τα νέα τους. Πίστευαν πως ο πόνος και η θλίψη θα τους αποξενώσει, πως θα αμαύρωνε όλη τους την αγάπη για την οικογένεια και το χωριό, πως θα τους απομακρύνει, γιατί κανένας τους δε θα μπορούσε να την αντέξει. Γνώρισαν την απώλεια με το χειρότερο τρόπο. Όμως, όποτε έβρισκαν ευκαιρία, όλοι τους, ο δρόμος, τους οδηγούσε εκεί. Στο μπαλκόνι της. Και μετά στη μαυροφορεμένη θεία που περίμενε πάντα καρτερικά τα υπόλοιπα «παιδιά» της να της φέρουν λίγη παρηγοριά με τον ερχομό τους.
Έπειτα από τρία χρόνια, μαζεύτηκαν πάλι όλοι μαζί για Πάσχα. Θείες, θείοι και ξαδέρφια με παιδιά, με και χωρίς συζύγους. Ακόμα πιο ώριμοι, πιο συνειδητοποιημένοι, με τον πόνο ριζωμένο και χωνεμένο πια. «Μακάρι να σας έβλεπα πιο συχνά. Δεν περνά η ώρα. Ο χρόνος εδώ είναι αλύπητος, περνά απελπιστικά αργά. Όταν έρχεστε, παίρνουν ζωή τα σπίτια μας. Τώρα καταλαβαίνω τον παππού και τη γιαγιά που σας αναζητούσαν συνεχώς».
Από τα πέντε εγγόνια, μόνο η μικρή ήταν φρεσκοπαντρεμένη με ένα παιδί από το διπλανό χωριό, πήρε παπούτσι από τον τόπο της. Η μεγάλη χωρισμένη εδώ και χρόνια, τα δυο αγόρια σε διάσταση με τις νύφες, η δεύτερη χώρισε και αυτή, όλοι τους με παιδιά. Κοιτάχτηκαν, μίλησαν με τα μάτια, άλλωστε τα είχαν συζητήσει αναλυτικότατα μήνες πριν κατέβουν στο χωριό, τα είχαν συμφωνήσει, είχαν κάνει τα κουμάντα τους και ήταν έτοιμα να ανακοινώσουν την απόφασή τους.
«Θεία, το κορίτσι μας πάντα έλεγε να ζούμε τη ζωή μας και να ευχαριστιόμαστε τις στιγμές με τα παιδιά μας. Λες και κάτι ήξερε, λες και ένιωθε ότι ήθελε να μας αφήσει με τις συμβουλές της. Να φεύγουμε από όπου δεν μας αρέσει, έλεγε, από όπου δεν περνάμε καλά. Να μη χαριζόμαστε σε κανέναν. Και επειδή όλοι μας, μόνο εδώ περνάμε καλά, μόνο εδώ βρίσκουμε την αγάπη που αποζητούμε, μόνο με την οικογένειά μας νιώθουμε δυνατοί να προχωρήσουμε, αποφασίσαμε να μείνουμε μόνιμα στο χωριό, μαζί σας. Τα βάλαμε κάτω, τα σκεφτήκαμε, έχουμε στα σκαριά ιδέες για οικογενειακή επιχείρηση, θα τα καταφέρουμε. Όλοι μαζί. Για το κορίτσι μας. Στο χωριό μας.»