,

Ερατώ η τρελοερατούσα

«Το μήνυμα αυτό αφορά τον κ. Καλύβα. Ονομάζομαι Παπαδάκη και σας καλώ εκ μέρους της Τράπεζας Π… για προσωπικό σας ζήτημα. Παρακαλώ καλέστε με στο 213… το συντομότερο δυνατόν από τις 08.00 το πρωί έως τις 08.00 το βράδυ για να ενημερωθείτε». Κάθε μέρα το ίδιο πράγμα. Έξι συνεχόμενες ώρες, οκτώ με δύο. Μ’ ένα πεντάλεπτο διάλειμμα. Έξι ώρες συνεχόμενες με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά. Και κάπως έτσι ξεκινάνε έτσι οι μέρες της. Πρώτα το άγχος να χτυπήσει τη κάρτα ακριβώς στις 8.00 και μετά οι έξι  ώρες στο κολαστήριο. Είχε βέβαια και το διάλειμμα. Πεντάλεπτο. Ίσα-ίσα για ένα τσιγάρο. Πολλές φορές κι αυτό μισό. Κι όλα αυτά για 450 ευρώ το μήνα. Και πάλι καλά σκεφτόταν, θα έκανε υπομονή. Έπρεπε να το κάνει. Θα το άντεχε. Έπρεπε να αντέξει.

Πολλές φορές σκεφτόταν την παλιά της δουλειά και την έπιανε το παράπονο. Ήταν αυτή που μιλούσε με Λονδίνο, με Ρότερνταμ, με Βαρκελώνη. Ήταν αυτή που διοργάνωνε τα σεμινάρια της εταιρείας. Ήταν αυτή που έφτιαχνε τα δελτία τύπου. Η ίδια που διοργάνωνε τα πάρτι και τις δεξιώσεις της εταιρείας. Η ίδια που επέλεγε τα δώρα των συνεργατών. Ήταν η υπεύθυνη των Δημοσίων Σχέσεων. Και μετά ήρθε η κρίση και οι περικοπές και τέλος η μείωση προσωπικού. Πολυτέλεια το τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και απλά το κατάργησαν. Κι έτσι βρέθηκε χωρίς δουλειά στα 32 της και παρόλο που χτύπησε πολλές πόρτες, δεν βρήκε τίποτα αντάξιο των προσόντων της. Τα έξοδα όμως έτρεχαν και έπρεπε πάση θυσία να βρει κάτι. Να μπαίνουν κάποια χρήματα στη τσέπη της. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, η μόνη δουλειά που της προέκυψε ήταν αυτή. Τηλεφωνήτρια σε εισπρακτική εταιρεία. Προς το παρόν. Αλλά και πάλι η δουλειά δεν είναι ντροπή. Αλλά μερικές φορές είναι. Προς το παρόν. Μα έλα που το «προς το παρόν» μετράει ήδη 10 μήνες. Και όχι ότι δεν ψάχνει παράλληλα. Και όχι ότι δεν έχει μιλήσει σε όλους…

Κι αυτό το «ποιηματάκι» ήταν το εύκολο μέρος. Γιατί αυτό σήμαινε ότι ο ενδιαφερόμενος έλειπε. Αντίθετα, αν ήταν εκεί και υπήρχε συνδιάλεξη, εισέπραττε όλη τη δυστυχία και την κατάθλιψη του κόσμου. Τι ανεργία, τι προβλήματα υγείας, τι θάνατοι, τι βρισιές, τι απελπισία, τι αγανάκτηση… Όλη η θλίψη και η μιζέρια περασμένες σ’ ένα καλώδιο τηλεφώνου. Κι εκείνη ασυγκίνητη έπρεπε να πιέζει, να απαιτεί να πληρωθεί η τράπεζα. Μα πώς; Θα τους έπαιρνε απ’ το χεράκι;  Κι αυτό να γίνεται έξι ώρες ασταμάτητα. Η μία κλήση πίσω απ’ την άλλη. Α συγγνώμη, έχει κι ένα πεντάλεπτο διάλειμμα. Και να ελέγχεται απ’ τη προϊσταμένη και απ’ τους «από πάνω» αν «τα λέει» σωστά και να δέχεται επιπλήξεις επειδή δεν πιέζει τους «πελάτες» όπως πρέπει.

Άδειες ώρες απ’ τη ζωή της. Ώρες λευκές, ψυχοφθόρες, ατέλειωτες. Και όσο και να κοιτάει το ρολόι – με τρόπο πάντα – οι δείκτες κινούνται βασανιστικά αργά. Και επειδή η δουλειά είναι σε μεγάλο βαθμό μηχανική, γιατί οι «πελάτες» είτε απουσιάζουν, είτε απλά δεν σηκώνουν το τηλέφωνο, αφήνει το μυαλό της να ξεφεύγει. Και ονειρεύεται τι θα κάνει μετά τις 14.00 που χτυπάει πάλι κάρτα για το σχόλασμα. Πράγματα μικρά, απλά, καθημερινά, που όμως εκείνη τη στιγμή της φαίνονται πολύτιμα. Όπως να πιει ένα καφέ με μια φίλη, να χαζέψει τις βιτρίνες, να πάει κομμωτήριο, να περπατήσει στην βροχή. Συνηθισμένα πράγματα, αλλά και τόσο σημαντικά. Γιατί η ζωή της ξεκινάει μετά τις 14.00.   Όταν μπει στο σπίτι της, θα βάλει στη γάτα της τη Μπιζού να φάει, θα συμμαζέψει λίγο και μετά θα πάρει τηλέφωνο τον Νίκο να κανονίσουν για το βράδυ. Όχι τίποτα σπουδαίο δηλαδή, να, κάτι θα μαγειρέψει να φάνε και θα δουν καμιά ταινία χουχουλιάζοντας στον καναπέ με την Μπιζού στην αγκαλιά της να γουργουρίζει.

Άνοιξε το ραδιόφωνο και ξεκίνησε τις δουλειές της σιγοτραγουδώντας. Σκεφτόταν ότι έρχονται Χριστούγεννα και ότι θα πρέπει να στολίσει το σπίτι. Αχ και να έπαιρνε μερικές μέρες άδεια τα Χριστούγεννα και να πήγαιναν με το Νίκο στα χιόνια. Έστω και για δυο-τρεις μέρες. Ο Νίκος θα έπαιρνε εύκολα άδεια απ’ τη δουλειά του, εκείνη όμως; Σιγά να μην της δίνανε. Αξίζει όμως να το παλέψει. Έχει ανάγκη να ξεσκάσει λίγο. Ο Νίκος δεν θα της χαλούσε το χατίρι. Έτσι κι αλλιώς κι αυτός τον τελευταίο καιρό είναι κάπως αλλιώτικος. Άκεφος, βαρύς, λιγομίλητος. Κουρασμένος κι αυτός. Μια εκδρομούλα θα τους έκανε καλό. Μωρέ θα του μίλαγε απόψε κιόλας. Θα φτιάξει και παστίτσιο, το αγαπημένο του φαγητό και θα πεταχτεί να πάρει κι ένα μπουκάλι κρασί. Τέλεια.

Το φαγητό μπήκε στο φούρνο και έβαζε το μπουφάν της για να πάει να πάρει το κρασί, όταν χτύπησε το κινητό της. Ήταν η κολλητή της η Σοφία. Η μόνη που την αποκαλούσε Ερατούσα. Τρελοερατούσα για την ακρίβεια.

«Σοφάκι! Τι νέα;»

«Τρελοερατούσα, τα καλύτερα!»

«Για πες!»

«Λοιπόν, πρόσεξε καλά, γιατί θα τα πω μια φορά. Ο Παπαγεωργίου, managing director της Nostos Maritime, καλός συνεργάτης μας, ζητάει υπάλληλο. Του μίλησα ήδη για σένα και σου έκλεισα ραντεβού για αύριο στις 12.00.»

«Τι λες τώρα;»

«Ναι, ο τύπος θέλει μια κοπέλα για βοηθό του, αλλά να κάνει και κάποιες δημόσιες σχέσεις και ν’ αναλάβει το τμήμα προσωπικού. Μην τρομάζεις. Ως βοηθός του θα κάνεις λίγα πράγματα, μέχρι τώρα μόνος του τα έκανε.»

«Τι λες τώρα;»

«Α κι έχω ακούσει ότι πληρώνει καλά… οπότε κάνε παιχνίδι. Πώς σου φαίνεται;»

«Τι λες τώρα;»

«Ο.Κ. Τρελοερατούσα, κανόνισε να πάρεις άδεια απ’ τη “θεάρεστη” εργασία σου και πήγαινε αύριο στις 12.00. Και ελπίζω μέχρι τότε να μπορείς να λες κάτι παραπάνω από το «τι λες τώρα;».

«Σοφάκιιιιι! Δεν έχω λόγια… Είσαι… Είσαι… Σ’ ευχαριστώ πολύ, πολύ, πολύ!!!»

«Δόξα τω Θεώ αλλάξαμε λεξιλόγιο! Θα σου στείλω σε μήνυμα αργότερα τη διεύθυνση. Καλή επιτυχία φιλενάδα. Πάρε με να μου πεις πως τα πήγες. Φιλάκια.»

«Φιλάκια!»

Τελικά υπάρχει Θεός σκέφτηκε καθώς έβγαινε απ’ το σπίτι. Τώρα που θα έρθει ο Νίκος έχει να του πει τόσα ευχάριστα νέα. Πόσος καιρός έχει περάσει που είχε να του πει κάτι ευχάριστο; Πήγε σχεδόν χορεύοντας στο μίνι μάρκετ.

Χτύπησε το κουδούνι τη στιγμή που έβγαζε το ταψί απ’ το φούρνο. Το σπίτι είχε μοσχομυρίσει. Μωρέ μπράβο συγχρονισμός, σκέφτηκε. Δεν είχε απορία για το ποιος μπορεί να ήταν. Μια ματιά στην Μπιζού αρκούσε. Καμπούριασε τη ράχη της για δέκα δευτερόλεπτα και μετά πήγε και τρίφτηκε στα πόδια της νιαουρίζοντας. Για κάποιο λόγο, που μόνο η ίδια μπορεί να γνωρίζει, αυτό το γλυκύτατο κατά τ’ άλλα γατί, ήταν μόνιμα σε επιφυλακή όταν βρισκόταν εκεί ο Νίκος. Η Ερατώ που ήξερε τους κώδικές της, αναγνώριζε τα απειλητικά νιαουρίσματα της Μπιζού και την ανήσυχη στάση του σώματός της. Εδώ που τα λέμε ούτε κι ο Νίκος τη συμπαθούσε ιδιαίτερα. Αδιαφορούσε παντελώς, για χάδι δε, ούτε συζήτηση, μάλλον για κλωτσιά τον έκοβε. Έτσι η Ερατώ, σε ρόλο διαιτητή, φρόντιζε να κρατάει τις ισορροπίες και τις σχέσεις τους σ’ ένα είδος μόνιμης ανακωχής.

Άνοιξε την πόρτα και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί.

«Έλα αγάπη μου, βγάλε το μπουφάν σου και βολέψου. Έχω να σου πω.»

«Κι εγώ έχω να σου πω…»

Κάτι δεν της άρεσε στον τόνο του. Τον κοίταξε καλύτερα.

«Συμβαίνει κάτι; Φαίνεσαι κάπως.»

«Θα σου πω.»

«Ωραία, κάτσε να βάλω λίγο κρασί και τα λέμε. Α, σου μυρίζει κάτι; Ελπίζω να πεινάς πολύ! Εγώ πάντως πεινάω σαν λύκος.»

Η Ερατώ γύρισε με δυο ποτήρια κρασί και κάθισε στον καναπέ. Η Μπιζού έδωσε ένα σάλτο και στρογγυλοκάθισε στην αγκαλιά της.

«Έλα, κάτσε, τι στέκεσαι όρθιος; Ποιος θ’ αρχίσει; Εσύ ή εγώ;»

«Καλύτερα… εγώ», είπε δύσθυμα ο Νίκος.

«Πες μου λοιπόν.»

«Κοίτα… το ξέρεις…  σ’ αγαπώ και σε νοιάζομαι, αλλά τον τελευταίο καιρό… δεν ξέρω… περνάω μια φάση.»

«Φάση; Τι φάση; Δεν κατάλαβα κάτι.»

«Ναι, η αλήθεια είναι ότι είχες τα δικά σου. Δεν κατάλαβες. Και εκεί είναι το θέμα.» Η φωνή του τώρα ανέβηκε ένα τόνο. Δεν φώναζε, αλλά έγινε πιο σταθερή, πιο σίγουρη.

«Βλέπεις… κουράστηκα… βαρέθηκα. Δεν πάει άλλο. Νιώθω να πνίγομαι. Να ασφυκτιώ.»

Η καρδιά της Ερατώς βούλιαξε.

«Κουράστηκες… βαρέθηκες; Από «εμάς»;»

«Από εμάς, απ’ τη μιζέρια μας; Δεν ξέρω… δεν ξέρω τίποτα πια. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω χρόνο. Και χώρο.»

«Τι προσπαθείς να μου πεις Νίκο;»

«Δεν… δεν μπορώ άλλο. Δεν μπορώ πια να συνεχίσω έτσι. Αυτό προσπαθώ να σου πω. Δεν αντέχω άλλο.»

«Καλά, έτσι ξαφνικά σ’ έπιασαν τα υπαρξιακά σου; Γιατί δεν μου μίλησες πιο πριν;»

«Είχες τα δικά σου…»

«Νίκο, υπάρχει άλλη.»

«Όχι, όχι πως σου ήρθε;»

«Νίκο δεν ήταν ερώτηση. Διαπίστωση ήταν.»

«Μα, κάνεις λάθος.»

«Δεν κάνω λάθος. Υπάρχει άλλη. Παραδέξου το.»

«Το μόνο που θέλω είναι ν’ αλλάξει κάτι στη ζωή μου. Να ζήσω κάτι διαφορετικό.»

Έριξε ένα γρήγορο βλέμμα ολόγυρα κι αναστέναξε σαν να βιαζόταν.

Η Ερατώ θύμωσε.

«Για να πετάς στα σκουπίδια όσα ζήσαμε, πρέπει να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό», ειρωνεύτηκε.

Ο Νίκος έμεινε ανέκφραστος στην σπόντα της.

«Να ξέρεις, πως πάντα θα σε νοιάζομαι και για ότι χρειαστείς θα είμαι δίπλα σου.»

«Αλίμονο», μουρμούρισε η Ερατώ και μετά κάπως άσχετα του πέταξε, «κρίμα στο παστίτσιο».

«Δεν πειράζει έτσι κι αλλιώς δεν πείναγα. Κοίτα, πρέπει να πηγαίνω τώρα.»

«Να μη σε κρατάω λοιπόν. Την πόρτα τη ξέρεις.»

Η πόρτα έκλεισε πίσω του κι η Ερατώ έμεινε ακίνητη στον καναπέ χαϊδεύοντας την Μπιζού. Χρειαζόταν χρόνο να χωνέψει αυτό που μόλις προηγήθηκε. Η Μπιζού της έγλειψε το χέρι. Ένιωσε σαν παρηγοριά την κίνησή της. «Μείναμε οι δυο μας κορίτσι μου», της είπε. Δεν ήθελε να κλάψει. Όχι, προδομένη και πληγωμένη ένιωθε.  Και θυμωμένη. Εξοργισμένη. Κι είχε κι αυτή την συνέντευξη αύριο, με τι ψυχολογία θα πήγαινε;

Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον. Πήρε τηλέφωνο την Σοφία.

« Έλα Τρελοερατούσα. Τώρα θα σου έστελνα την διεύθυνση της εταιρείας.»

«Ο Νίκος με παράτησε.»

«Τιιι; Πότε; Γιατί;»

Η κουβέντα τους κράτησε κάμποση ώρα με τα απαραίτητα σχόλια, όλες τις πιθανές  εκλογικεύσεις, δικαιολογίες, υποθέσεις, ενοχικά σύνδρομα και όλα τα σχετικά, πότε με πίκρα, πότε με παράπονο, πότε με σαρκασμό. Η ψυχοθεραπεία που μόνο οι πολύ καλές φίλες μπορούν να προσφέρουν, φαίνεται να απέδωσε κάπως και η Ερατώ ηρέμησε λίγο.

Μετά την κουβέντα με τη Σοφία, η Ερατώ πήγε τα ποτήρια στη κουζίνα. Εκεί όπως είδε το πυρέξ με το παστίτσιο της ήρθε να το πετάξει στα σκουπίδια όπως ήταν, αλλά μετά όταν το στομάχι της της θύμισε ότι ήταν όλη μέρα νηστική, το ξανασκέφτηκε. «Τι στα κομμάτια; Τόσο κόπο έκανα». Έκοψε ένα κομμάτι και το συνόδευσε με το υπόλοιπο κρασί. Ένιωθε ακόμα παγωμένη μέσα της, αλλά το κρασί την βοήθησε να χαλαρώσει λίγο. Θα έκανε κι ένα ζεστό μπάνιο και ίσως να κατάφερνε να κοιμηθεί, γιατί αύριο είναι η μεγάλη μέρα. Στην πραγματικότητα μόλις έπεσε στο κρεβάτι, εξουθενωμένη ψυχικά, βυθίστηκε σ’ ένα βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα.

Μπήκε στη πρώτη καφετέρια που βρήκε μπροστά της, παρήγγειλε το καφεδάκι της και πήρε αμέσως τη Σοφία τηλέφωνο.

«Τι έγινε Τρελοερατούσα, τελείωσες;»

«Ναι ρε φιλενάδα. Την πήρα την δουλειά!»

«Μπράβο βρε! Ήμουν σίγουρη.»

«Δεν ξέρεις πόσο σε ευγνωμονώ που με σκέφτηκες.»

«Σιγά… τίποτα δεν έκανα. Άκουσα για τη θέση και στο ‘πα. Τίποτ’ άλλο!

«Όχι και τίποτα! Να σου πω όμως, αύριο θα πάω απ’ το κολαστήριο να δηλώσω και επισήμως την παραίτησή μου και να πληρωθώ όσα δικαιούμαι. Υπολογίζω να πάρω καλά λεφτά. Στη καινούρια δουλειά αρχίζω με τον καινούριο χρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι έχω ένα μήνα στη διάθεσή μου να αποτοξινωθώ. Από όλους και όλα. Ξέρεις, σκεφτόμουν να πηγαίναμε μαζί εκείνη την εκδρομή στα χιόνια. Τι λες; Μπορείς να πάρεις άδεια;»

«Ερατούσα μες στο μυαλό μου είσαι. Το σκεφτόμουνα χθες μετά που κλείσαμε. Λοιπόν Αράχοβα ή Καλάβρυτα;»

«Ξέρω κι εγώ; Αράχοβα μάλλον. Κάτσε μόνο γιατί έχω και τη Μπιζού. Κάπου πρέπει να την αφήσω.»

«Αχ Τρελοερατούσα μου το μόνο εύκολο. Το μόνο εύκολο.»

«Για πες, έχεις καμιά ιδέα;»

«Και βέβαια. Στον Νίκο. Δεν σου είπε ότι θα είναι δίπλα σου σε ό,τι χρειαστείς; Να που τον χρειάζεσαι.»

«Είσαι τρελή; Αφού μισούνται. Θα αλληλοσπαραχθούν.»

«Αυτό ακριβώς φιλενάδα. Αυτό ακριβώς. Άσε την Μπιζού να πάρει το αίμα σου πίσω. Ξέρει αυτή ακριβώς τι πρέπει να κάνει.»

Η Ερατώ ξέσπασε σε ακράτητα γέλια μέχρι που δάκρυσε. Είχε καιρό να γελάσει έτσι.

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


%d