,

Η Γαρυφαλιά

Η Γαρυφαλιά Βουρλά 1880 περίπου

Η ζωή κυλούσε για τον Ιωακείμ και τη Σοφία, άλλοτε γρήγορα, άλλοτε αργά, ανακατεύοντας γεύσεις, μυρωδιές και μελωδίες, Ανατολής και Δύσης.
Η Σοφία ήταν δεκαεννέα όταν έχασαν το πρώτο τους παιδί από κοκίτη, πέντε μηνών! Τους στάθηκαν πολύ και η Γαρυφαλιά και τα κορίτσια της. Η Σοφία του ήταν πολύ αγαπημένη με τα αδέλφια της, τη Φώτω την Καλομοίρα και τη μικρούλα Χρύσα, αλλά και τον αδελφό της Νίκο. Και με τη Γαρυφαλιά η σχέση του Ιωακείμ ήταν πολύ καλύτερη.
Έκαναν ομηρικούς καβγάδες, αλλά εκτιμούσε τη γνώμη της και κάποιες φορές την άκουγε. Κάποιες φορές…Κι αυτός δεν ήταν εύκολος άνθρωπος! Η Γαρυφαλιά έλεγε ότι ο γαμπρός της ήταν πολύ αυστηρός, αλλά παραδεχόταν ότι αγαπούσε πολύ και φρόντιζε την κόρη της. Και ο Ιωακείμ είχε καταλάβει το δύσκολο χαρακτήρα της και γνωρίζοντας την ιστορία της την κατανοούσε.
Η Γαρυφαλιά ήταν κόρη ενός σαμαρά και μιας μαμής. Σε μια εποχή που δεν ήταν οι γιατροί προσιτοί σε όλους, μια καλή μαμή ήταν περιζήτητη και έβγαζε πολλά χρήματα.
Σαν μοναχοκόρη τους, την είχαν μοσχοαναθρέψει. Καλομαθημένη, ισχυρογνώμων, όπως ήταν, δεν είχε κάνει καμιά χειρωνακτική εργασία. Δεν ήξερε από δουλειές του σπιτιού. Όλα στα χέρια της τα είχε, εκείνη μόνο διάβαζε ότι βιβλίο και ρομάντζο έπεφτε στα χέρια της.
Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου και προσπάθησε η μαμή να την καλοπαντρέψει, η Γαρυφαλιά έδιωχνε τους γαμπρούς με έπαρση. Απελπισμένοι οι γονείς της, απορούσαν ποιος θα βρεθεί να την πάρει! Από πλούσιο σόι δεν ήταν, καλόβολη δεν ήταν, νοικοκυρά δεν ήταν! «Πρέπει να βρεθεί ένα παλικάρι, νοικοκύρης να ξέρει από δουλειές του σπιτιού αλλιώς θα μπαϊλντίσει με δαύτη!», σκέφτηκε η μαμή.
Απέναντι από το σπίτι τους στα Βουρλά, έμενε ένα νέο ζευγάρι με μικρά παιδιά, και μαζί τους έμενε και ένας νεαρός, αδελφός του άντρα, όπως έμαθε η μαμή. Τον έβλεπε που μετά τη δουλειά βοηθούσε στο σπίτι , καθάριζε και ψώνιζε. «Να καλό παλικάρι για τη Γαρυφαλιά.» είπε! Κανόνισε για τα προξενιά αλλά η Γαρυφαλιά ανένδοτη! «Εγώ δεν παντρεύομαι εργάτη, θα πάρω αυτόν που θα μου κάνει δώρο σειρές τα χρυσά βραχιόλια στα χέρια» έλεγε. Η μητέρα της απαντούσε ότι θα της έκανε με τη δουλειά της όσα βραχιόλια χρυσά ήθελε, αρκεί να παντρευόταν. Έτσι την έπεισε!
Ο Γιώργος Καραμιχάλης ήταν το τελευταίο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας που ορφάνεψε. Τα ανήλικα παιδιά μοιράστηκαν σε συγγενείς η στα μεγαλύτερα παντρεμένα αδέλφια. Έτσι και εκείνος βρέθηκε στα Βουρλά στον αδελφό του, όπου η νύφη του τον έβαζε να κάνει δουλειές. Φυσικά μετά τον γάμο δεν ασχολήθηκε ξανά με το σπίτι. Κυνηγούσε το μεροκάματο, πότε στα καπνά , πότε στη σταφίδα.
Το πρώτο τους παιδί η Σοφία ήταν έξι μηνών όταν πέθανε η μαμή. Η Γαρυφαλιά προσγειώθηκε βάναυσα στην πραγματικότητα. Πολύ νέα, λεχώνα και άμαθη, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές. Άνοιξε τα σεντούκια της προίκας της και άρχισε να μοιράζει στις γειτόνισσες με αντάλλαγμα τις δουλειές που δεν ήξερε να κάνει. «Κυρά Μαρίτσα δείξε μου πως κάνεις τα παστά. Κυρία Ελένη βοήθησε με στο στρώσιμο των χαλιών» και πάει λέγοντας…Οι τσεβρέδες, τα μεταξωτά, τα κεντητά της, οι δαντέλες, προσπάθησε να κρατήσουν όσο γινόταν περισσότερο. Όσο να μάθει από την αρχή ότι χρειαζόταν για να βγάλει το χειμώνα ένα νοικοκυριό.
Η μικρή Σοφία δεν πήγε ποτέ σχολείο. Βοηθούσε στη ανατροφή των μικρότερων αδελφών της. Μόνο το αρχικό του ονόματός της αναγνώριζε και όπου έβλεπε Σ να το όνομα μου, έλεγε. Και η Γαρυφαλιά μόλις ξεπεταγόταν το ένα μωρό, έμενε έγκυος στο άλλο. Ένας εγγονός της έλεγε χρόνια αργότερα ότι μάλλον είχε κάνει δεκαέξι παιδιά αλλά έζησαν τα πέντε! (Υπερβολικό νούμερο ακόμα και για την βρεφική θνησιμότητα της εποχής).
Μετά τη Σοφία γεννήθηκαν ο Νίκος, η Φωτώ, η Καλομοίρα και η Χρύσα.
Το περιστατικό που θυμόταν η Σοφία με τον Ιωακείμ να περνάει στη σκάλα σαν φορείο από το παράθυρό της και να φωνάζουν μαχαίρωσαν τον Σμυρνιό, είχε γίνει γύρω στα 1893.
Τότε είχε πέσει θανατικό στη Σμύρνη και ο Ιωακείμ ήταν ξέμπαρκος. Στα τέλει του 19ου αιώνα στον Ελλαδικό χώρο και στο παράλια της Μ Ασίας οι επιδημίες μαλάριας, πανώλης, ευλογιάς, χολέρας και άλλων παιδικών μολυσματικών ασθενειών, ήταν πολύ συχνές. Οι συνθήκες διαβίωσης άθλιες, ειδικά για το χαμηλών εισοδημάτων πληθυσμό, εμβόλια δεν υπήρχαν και δεν είχαν πρόσβαση σε φάρμακα πάντα.
Σε μια τέτοια συγκυρία ο Ιωακείμ με πολλούς άλλους βρέθηκε για εποχιακό μεροκάματο στο μάζεμα σταφίδας. (Μεγαλύτερη εξαγωγή της εποχής στην Αγγλία και Γαλλία). Κάποιος από την παρέα δεν φερόταν καλά στις κοπέλες. Ο εικοσάχρονος Ιωακείμ είχε αυστηρό ηθικό κώδικα και του έκανε παρατήρηση. «Δεν ντρέπεσαι να φέρεσαι σαν κορτάκιας; Είμαστε σε ξένο τόπο για δουλειά». Εκείνος θίχτηκε και έβγαλε μαχαίρι και τον μαχαίρωσε στην κοιλιά.
Λίγα χρόνια από το περιστατικό αυτό η οικογένεια ήρθε στη Σμύρνη την εργατομάνα, όπως πολλοί από όλα τα μέρη. Ο Γιώργος Καραμιχάλης δούλευε στις Μεγάλες Ταβέρνες σαν σερβιτόρος. Ο Νίκος και τα μεγαλύτερα κορίτσια δούλευαν στα καπνά.
Εκεί είδε και συμπάθησε την Καλομοίρα το αφεντικό τους και θέλησε να την μορφώσει. Η Καλομοίρα παρακολούθησε το Ομήρειο που ήταν ισάξιο του Αρσάκειου. Ήταν η μόνη από τα παιδιά της Γαρυφαλιάς που πήρε καλή μόρφωση και ήταν καλή στο ράψιμο και στο κέντημα.
Και η Σοφία παρακαλούσε να μάθει ράψιμο, αλλά η μητέρα της της έλεγε πως ότι ήθελε θα της το έραβε η Καλομοίρα.
Την εποχή που η Σοφία αρραβωνιάστηκε και ετοιμαζόταν να παντρευτεί, η Γαρυφαλιά ήταν πάλι λεχώνα. Συμφώνησε να θηλάζει και ένα άλλο μωρό για μιάμιση λίρα τη μέρα. Η μητέρα ήταν ψυχοκόρη σε ένα πολύ πλούσιο σπίτι, είχε παντρευτεί κρυφά και δεν ήθελε να μάθουν για το μωρό. Έγινε λοιπόν τροφός του η Γαρυφαλιά.
Δεν ήξερε όμως ότι το μωρό ήταν άρρωστο (ίσως ευλογιά). Μολύνθηκε το γάλα της και αρρώστησε και εκείνη και το μωρό της το οποίο πέθανε. Αναγκάστηκε να δώσει το ξένο μωρό που και αυτό πέθανε μακριά της. Η ίδια έχασε την όρασή της από το ένα μάτι αλλά κεντούσε ως τα βαθιά γεράματά της.
Ξέροντας αυτά ο Ιωακείμ και αφού έχασαν το πρώτο τους μωρό, θυμήθηκε τα λόγια ενός μεγάλου γιατρού που αγωνιζόταν με τις μολυσματικές ασθένειες που ξεσπούσαν συχνά στην Πούντα. Του έκανε τα έπιπλα του νέου του σπιτιού και εκείνος του εξηγούσε ότι θα ήταν καλύτερα να βρει σπίτι στην Ευρωπαϊκή οδό μακριά από τον Αγ Νικόλαο και τα χανάκια στο Μέλητα ποταμό, στο «Τσάϊ» (cay στα τούρκικα).Οι συνθήκες υγιεινής ήταν καλύτερες. Αυτό θα έκανε λοιπόν θα δούλευε και θα προσπαθούσε να φύγει πιο κοντά στην εξευρωπαϊσμένη Σμύρνη.
Πράγματι μέχρι το 1908, είχαν αποκτήσει τον Κώστα, την Σταυρία και τον Γιώργο. Νοίκιαζαν στον Αγ Τρύφωνα κοντά στο γήπεδο του «Απόλλωνα» την ομάδα που αγαπούσε και παρακολουθούσε την άνθησή της. Η ζωή τους κυλούσε όπως για όλους τους Έλληνες της Μ. Ασίας που αν και υπόδουλοι, δεν είχαν την νοοτροπία του ραγιά, αλλά του Ευρωπαίου, με τις βόλτες στο Βουλεβάρτο στα κέντρα, στα Θαλάσσια Λουτρά, το Ποδηλατοδρόμιο και τις εκδρομές με τα καραβάκια στο Κοκάργιαλι και το Κορδελιό.
Ο Ιωακείμ και η Σοφία γεμάτοι προσμονή για το αύριο χαίρονταν μια αυλή παιδιά. Η Καλομοίρα μεγάλωνε , παίζοντας με τη αδερφή της Σοφίας τη Χρύσα , τα παιδιά τα δικά τους και των δύο αδελφών του Ιωακείμ . Σε λίγο έμελλε να προστεθούν και τα μωρά της Φωτώς. Μόνο καμμιά φορά το βλέμμα του Ιωακείμ γύρναγε κατά το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας αλλά έμενε μόνο για λίγο. Οι πιο πολλές σειρήνες του ήταν στη στεριά σε αυτό το γυναικόκοσμο με το χαρούμενο βουητό.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: