Μία τέτοια παράξενη νύχτα όλα τα περιμένεις. Η καταιγίδα έξω μαίνεται από νωρίς, μα δεν είναι μονάχα αυτό. Είναι θαρρείς και μας πολεμάει ο ουρανός για να μας τιμωρήσει, για να μας εκδικηθεί για όσα βλέπει, για όσα ξέρει, για όσα έχουμε κάνει. Με λύσσα και με ορμή, οι στάλες της βροχής ενώνονται και σχηματίζουν καταρράκτες. Το χώμα δεν προλαβαίνει να τραβήξει το νερό και παντού ολόγυρα κυλούν ποταμοί που παρασέρνουν ό,τι βρεθεί στο πέρασμά τους. Ο θόρυβος είναι τρομακτικός. Κι εκείνοι οι κεραυνοί, σαν φωνές άγριες που μας καταλογίζουν όλο το άδικο και το κακό που έχουμε κάνει. Σα βλαστημιές που πέφτουν επάνω στα κεφάλια μας. Με μια ματιά από το παραθύρι, βεβαιώνεσαι πως κανένας δεν θα γλιτώσει μία τέτοια νύχτα. Άνοιξαν για τα καλά οι ουρανοί και παλεύουν να μας πνίξουν. Μα είναι και φορές που δεν ξέρεις να πεις με σιγουριά, ποιος κινδυνεύει πιο πολύ; Όποιος βρεθεί έξω; Ή όποιος είναι μέσα; Γιατί η κόλαση η ίδια δεν μπορεί ποτέ να είναι καταφύγιο…
Με σκέψεις σαν και τούτες πέρασε τη νύχτα ο Παύλος. Το ένιωθε το άδικο, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έκανε λάθη, πολλά λάθη. Και τώρα ετοιμαζόταν να τα διορθώσει με ένα ακόμα λάθος. Γιατί βαθιά μέσα του το ήξερε πως ήταν λάθος. Απλώς είχε την ελπίδα πως μπορεί να και να μην ήταν. Εκείνη την ψεύτρα την ελπίδα, που σε κοροϊδεύει κατάμουτρα και γελάει μαζί σου, γιατί ξέρει καλά πως στην απελπισία σου επάνω ψάχνεις να πιαστείς από οτιδήποτε.
Δυο δρόμους παρακάτω, ο Ανδρέας ένιωθε σαν θηρίο στο κλουβί τη νύχτα εκείνη. Όχι για τη νύχτα, μα για τη μέρα που ξημέρωνε. Τα λόγια της ακόμα βούιζαν στα αφτιά του:
«Τον Παναγή θα τον παντρευτώ! Αύριο θα ‘ρθει να με ζητήσει. Σε παρακαλώ μείνε μακριά μου, να χαρείς…»
Να χαρεί… Τι μπορούσε να χαρεί από ‘κει και πέρα; Χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια του. Στα ξαφνικά. Η Μυρσίνη, η δικιά του Μυρσίνη; Χρόνια ολόκληρα αγαπιόταν. Και πάνω που ετοιμαζόταν να πάει να τη ζητήσει από τον πατέρα της, του ανακοίνωσε πως θα το κάνει κάποιος άλλος. Κι εκείνη το δέχτηκε, έτσι απλά. Κι ύστερα έφυγε τρέχοντας και τον άφησε να τον χτυπούν οι κεραυνοί κατακέφαλα, ώσπου ξεκίνησε η καταιγίδα. Κι εκείνος έμεινε εκεί να τρέχει επάνω του το νερό, θαρρείς και θα ξεπλενόταν ποτέ το αίμα που έσταζε η καρδιά του. Δεν το χωρούσε ο νους του. Πώς ήταν δυνατόν να τον προδώσει έτσι; Η Μυρσίνη του;
***
Η ημέρα που πέρασε…
Εκείνο το μεσημέρι ο πατέρας της Μυρσίνης είχε γυρίσει στο σπίτι βαρύς και αμίλητος. Η μάνα της που κατάλαβε πως ερχόταν η φουρτούνα, έστειλε τη Μυρσίνη στο φούρνο, τάχα πως ξέχασε να πάρει ψωμί. Η Μυρσίνη έφυγε αμέσως γιατί κατάλαβε πως ήθελαν να μείνουν μόνοι. Μα σαν έφτασε στην αυλόπορτα θυμήθηκε πως δεν πήρε μαζί της λεφτά. Γύρισε γρήγορα ντροπιασμένη που θα διέκοπτε την κουβέντα τους. Μα καθησυχάστηκε στη σκέψη πως μπορεί και να μην την έπαιρναν χαμπάρι. Ίσα που θα άνοιγε την πόρτα και θα έπαιρνε το πορτοφόλι της μάνας της από το συρτάρι που ήταν δίπλα στην είσοδο και θα έφευγε γρήγορα.
Μα εκείνοι όντως δεν την κατάλαβαν και συνέχισαν να μιλούν. Κι όταν άκουσε το όνομά της δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό. Κοντοστάθηκε και κρυφάκουσε:
«Όλα θα χαθούν. Τίποτα δεν έχει μείνει. Θα μείνουμε στον δρόμο Καλλιόπη…»
«Και θα θυσιάσουμε τη Μυρσίνη μας Παύλο μου;»
«Θα τη ρωτήσουμε μονάχα. Δεν θα την πιέσουμε. Πού ξέρεις, μπορεί και να θέλει.»
«Δεν θέλει. Η καρδιά της είναι δοσμένη αλλού…»
«Πού το ξέρεις εσύ;»
«Μάνα είμαι Παύλο, κάτι ξέρω κι εγώ.»
«Καλλιόπη, η μόνη λύση είναι αυτός ο γάμος. Ο Γιώργης θέλει να με βοηθήσει, με το αζημίωτο βέβαια. Ξέρει καλά πως η ένωση των επιχειρήσεών μας θα είναι χρυσωρυχείο στο μέλλον. Ο γιος του λέει πως αγαπά τη Μυρσίνη μας από καιρό…»
«Σαχλαμάρες! Για να σε δέσει χειροπόδαρα με τη συγγένεια το λέει Παύλο μου, δεν το βλέπεις;» «Και να το βλέπω Καλλιόπη μου δεν έχω άλλη επιλογή. Κι ύστερα, καλή οικογένεια είναι, κι ο Παναγής καλό παιδί φαίνεται…»
«Ναι δεν λέω, αλλά η καρδιά…»
«Η καρδιά σ’ αυτές τις ηλικίες πάει κι έρχεται. Ας τη ρωτήσουμε μονάχα τουλάχιστον. Μπορεί και να θέλει, πού ξέρεις;»
«Πώς φτάσαμε ως εδώ μωρέ Παύλο μου;»
«Εκείνο το αναθεματισμένο το δάνειο με κατέστρεψε Καλλιόπη μου…»
Η Μυρσίνη ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν. Με κόπο την κρατούσαν όρθια. Δεν ήθελε να μείνει να ακούσει άλλα. Με τρεμάμενο χέρι πήρε το πορτοφόλι και βγήκε από την πόρτα αθόρυβα, όπως είχε μπει. Αδύνατον να πάει στον φούρνο σε αυτή την κατάσταση. Τα βήματά της την οδήγησαν στην πίσω αυλή. Μπήκε μέσα στο αποθηκάκι, έκλεισε την πόρτα πίσω της και βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Αυτό χρειαζόταν, σκοτάδι.
Αμέσως ήταν θαρρείς και μπήκε σε λειτουργία το μυαλό της. Άρχισε να συνδυάζει τα γεγονότα, να καταλαβαίνει… Η βαριά διάθεση του πατέρα της. Τα κρυφά δάκρυα της μάνας της. Τα χρυσαφικά, που από παιδί της άρεσε να φοράει κρυφά και να κοιτάζεται στον καθρέφτη, που όλο και λιγόστευαν στη μπιζουτιέρα. Τα μαλλιά του πατέρα της που άσπρισαν απότομα μέσα σε λίγες εβδομάδες. Κι εκείνος ο αντιπαθητικός ο Παναγής που την έτρωγε με τα μάτια του κάθε φορά που συναντιόταν. Η τελευταία του κουβέντα που της είχε ανακατέψει τα σωθικά, τώρα αντηχούσε μέσα στο κεφάλι της: «Ό,τι θέλω εγώ το παίρνω!»
Ύστερα ερχόταν η σκέψη του Ανδρέα της και την ζάλιζε, τη βασάνιζε, έσβηνε όλα τα άλλα. Τι να έκανε; Δεν μπορούσε να αφήσει την οικογένειά της να φτάσει στην καταστροφή. Αν ήταν στο χέρι της η σωτηρία τους, πώς μπορούσε να τους την αρνηθεί;
Δάκρυα καυτά ανέβαιναν στα μάτια της, μα δεν τους επέτρεπε να κυλήσουν. Δεν ήταν ώρα. Τα άφησε να την πνίξουν, να κάψουν τον λαιμό της και να ματώσουν την καρδιά της, μα δεν κύλησαν. Έλειπε ώρα. Δεν έπρεπε να αργήσει άλλο. Προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της, πήγε ως τον φούρνο, πήρε ένα ψωμί, αποφεύγοντας την κυρά Μαρία που προσπάθησε να της πιάσει την κουβέντα και γύρισε στο σπίτι της. Με μια βαθιά ανάσα και μια αποφασιστική κίνηση, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
Βρήκε τον πατέρα της στο τραπέζι της κουζίνας να κοιτά το κενό με άδειο βλέμμα και τη μάνα της να κόβει σαλάτα, προσπαθώντας να κρύψει τα κόκκινα μάτια της.
«Συγγνώμη που άργησα! Η κυρά Μαρία μου έπιασε την κουβέντα. Την ξέρετε τώρα την κυρά Μαρία…» είπε σιγανά.
Ο πατέρας της την έπιασε απαλά από το χέρι.
«Κάθισε λίγο κόρη μου που θέλω κάτι να σου πω…»
Η Μυρσίνη με την άκρη του ματιού της είδε το γεμάτο απόγνωση βλέμμα της μάνας της. Σαν υπνωτισμένη κάθισε απέναντι από τον πατέρα της. Η μάνα της δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Ο Παύλος ίσα που πρόλαβε να της αναφέρει δειλά την πρόθεση του Παναγή κι εκείνη αμέσως τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση με ένα «Εντάξει».
Η Καλλιόπη γύρισε σαστισμένη και κοίταξε την κόρη της. Το μαχαίρι που κρατούσε μάτωσε το δάχτυλό της, μα δεν την ένοιαζε. Τα παράτησε όλα όπως ήταν και πήγε κοντά στην κόρη της.
«Τι είπες θυγατέρα μου;»
«Είπα εντάξει μάνα.»
«Είσαι σίγουρη; Θα παντρευτείς τον Παναγή;»
«Ναι μάνα.» αποκρίθηκε ανέκφραστη.
«Αν δεν θέλεις…» ψέλλισε ο Παύλος.
«Θέλω! Μην ανησυχείτε, καλό παιδί είναι ο Παναγής. Δεν είναι;»
«Ναι, ναι…» είπε ο Παύλος σκεφτικός.
Δεν είπαν άλλα λόγια. Έφαγαν αμίλητοι κι ύστερα ο καθένας απομονώθηκε.
Η Καλλιόπη καθάριζε την κουζίνα, χαμένη στις σκέψεις και τις ανησυχίες της. Ο Παύλος κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρα δήθεν για να κοιμηθεί, όπως έκανε κάθε μεσημέρι, μα το μυαλό του γύριζε σε χίλια δυο μονοπάτια. Η Μυρσίνη μπήκε στο μπάνιο, άνοιξε το νερό και χώθηκε από κάτω. Τότε μονάχα άφησε τη φουρτούνα της ψυχής της να ξεσπάσει. Τα δάκρυα χάνονταν στο νερό που κυλούσε στο πρόσωπό της. Οι λυγμοί πνίγονταν στον ήχο του νερού που χτυπούσε τη λευκή πορσελάνη.
Ως το απόγευμα όλα είχαν δρομολογηθεί. Ο Παναγής θα ερχόταν την επόμενη κιόλας ημέρα, με την οικογένειά του, να την ζητήσει. Η Μυρσίνη ξέκλεψε λίγο χρόνο από τα ψώνια της προετοιμασίας και συνάντησε τον Ανδρέα. Τον Ανδρέα της. Για τελευταία φορά. Έκανε την καρδιά της πέτρα και του μάτωσε τη δική του. Μα δεν άντεξε να του δώσει εξηγήσεις. Δεν άντεξε να τον κοιτάζει στα μάτια για πολλή ώρα. Του έριξε τη μαχαιριά και εξαφανίστηκε. Κι ας μίσησε τον εαυτό της γι’ αυτό. Η άγρια νεροποντή που είχε μόλις ξεκινήσει, έμοιαζε σαν μικρές ψιχάλες μπροστά στην καταιγίδα που έκρυβε μέσα της η Μυρσίνη. Κι όταν γύρισε στο σπίτι πήρε από τα χέρια της μάνας της τα ασημικά και βάλθηκε να τα τρίβει με μανία για να γυαλίσουν. Ο πατέρας της είχε από ώρα κλειστεί στην κρεβατοκάμαρα πάλι, δήθεν πως κουράστηκε από τις ετοιμασίες. Μα όλοι ήξεραν πως ο Παύλος πάλευε με τους δικούς του δαίμονες…
***
Η ημέρα που ήρθε…
Ξημέρωσε, μα η Μυρσίνη δεν είχε κλείσει ούτε λεπτό τα μάτια της. Ήταν σίγουρη πως ούτε κι ο Ανδρέας θα είχε ησυχάσει στιγμή. Πώς μπόρεσε να του το κάνει αυτό; Μα και τι να έκανε; Έπρεπε. Έτσι κι αλλιώς δεν θα είχε νόημα να στηρίξει τη δική της ευτυχία επάνω στην καταστροφή της οικογένειάς της. Προσπαθούσε να μένει απασχολημένη, να μη σκέφτεται. Και οι ατελείωτες δουλειές που έπρεπε να γίνουν βοήθησαν σε αυτό. Ούτε που κατάλαβε για πότε ήρθε η ώρα που χτύπησε η πόρτα. Πριν να ανοίξει κοίταξε τη μάνα της κι έπειτα τον πατέρα της. Κανονικά αυτή θα έπρεπε να είναι μέρα χαράς για το σπίτι τους. Μα τίποτα στα πρόσωπά τους δεν θύμιζε χαρά.
Σαν υπνωτισμένη η Μυρσίνη ακολουθούσε τα βήματα που έπρεπε. Κέρασε φτιαγμένο από τα χεράκια της γλυκό του κουταλιού. Γέμισε τα ποτήρια με δροσερό νερό από την κανάτα. Πρόσφερε το σπιτικό λικέρ ρόδι. Βοήθησε τη μάνα της να στρώσει το τραπέζι με το καλό σερβίτσιο. Ώσπου κάθισαν όλοι για φαγητό και κάπου εκεί ξεκίνησε η κουβέντα. Μα η Μυρσίνη δεν άκουγε τίποτα. Ένα βουητό στα αφτιά της δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί. Μόνο έγνεφε και χαμογελούσε άχνα, σαν αυτόματο. Κάποια στιγμή κατάλαβε πως όλα θα πρέπει να συμφωνήθηκαν, γιατί τα ποτήρια σηκώθηκαν ψηλά και άρχισαν να τσουγκρίζουν το ένα με το άλλο. Ο Παναγής την κοίταζε με εκείνο το αχόρταγο βλέμμα που της προκαλούσε αναγούλα. Ένιωσε να πνίγεται. Δεν την έφτανε το οξυγόνο, δεν γέμιζαν πνευμόνια της. Έπρεπε να βγει λίγο έξω να πάρει αέρα. Βρήκε πρόφαση την κανάτα του κρασιού που είχε αδειάσει.
«Θα πάω να γεμίσω το κρασί, με συγχωρείτε» είπε και σηκώθηκε απότομα.
«Κάθισε κόρη μου, θα πάω εγώ!» είπε η μάνα της μα κάτι στο βλέμμα της Μυρσίνης την έκανε να παγώσει στη θέση της.
«Όχι μάνα αρκετά κουράστηκες εσύ σήμερα! Σε δυο λεφτά θα ‘μαι πίσω…» είπε βιαστικά κι αμέσως πήγε προς την πόρτα, φόρεσε το παλτό της και άρπαξε την ομπρέλα.
Σαν άνοιξε την πόρτα και τη χτύπησε στο πρόσωπο ο κρύος αέρας, ένιωσε να ξυπνά απότομα από τον λήθαργο που είχε πέσει. Έσφιξε επάνω της την άδεια κανάτα και άνοιξε την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι της. Η καταιγίδα είχε κοπάσει, μα η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Λίγο πριν να ανοίξει την πόρτα της αποθήκης, της φάνηκε πως κάτι είδε να σαλεύει πίσω από τις τριανταφυλλιές. Στάθηκε και προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα της στο μισοσκόταδο. Ο ήχος του κρύσταλλου που έγινε χίλια κομμάτια μπροστά από τα πόδια της, χάθηκε μέσα στον θόρυβο της βροχής. Όχι δεν έκανε λάθος!
Έμειναν για λίγες στιγμές παγωμένοι να κοιτούν ο ένας τον άλλον, από μακριά. Μα η απόσταση όλο και λιγόστευε χωρίς να το καταλαβαίνουν. Δεν άντεξε άλλο να αντιστέκεται η Μυρσίνη. Όλες οι δυνάμεις που την κρατούσαν μακριά του, την είχαν εγκαταλείψει. Τώρα μόνο να την σπρώχνουν κοντά του ένιωθε. Δεν ήθελε πολύ για να πέσει στην αγκαλιά του. Έμειναν για λίγο με τα κορμιά τους ενωμένα να τα χτυπά η βροχή, χωρίς να μιλούν. Μα εκείνος έσπασε πρώτος τη σιωπή.
«Γιατί; Γιατί αγάπη μου;»
Και τότε η Μυρσίνη, σαν να συνήλθε απότομα, έκανε ένα βήμα πίσω.
«Μη με ρωτάς σε παρακαλώ. Φύγε! Φύγε μακριά μου και ξέχνα με!»
«Μυρσίνη τι λες; Πώς να σε ξεχάσω; Πώς να φύγω; Αν ήξερα πως αγαπάς αυτόν αντί για μένα, ίσως και να μπορούσα. Τότε θα έφευγα. Μα εσύ…»
«Τον αγαπώ!» ψέλλισε.
«Τι είπες;» τα μάτια του στένεψαν.
«Τον αγαπώ…» ματωμένα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.
«Όχι…» η ανάσα του έβγαινε βαριά.
«Φύγε σε παρακαλώ!» ένας λυγμός η φωνή της.
«Λες ψέματα!» το βλέμμα του θαρρείς θα την σκότωνε.
«Φύγε Ανδρέα…»
Η φωνή του Παναγή από μακριά την έκανε να τιναχτεί.
«Μυρσίνη!» σαν βρισιά ακουγόταν το όνομά της στο στόμα του.
«Φύγε σε παρακαλώ!» ψιθύρισε και τον κοίταζε ικετευτικά.
«Δεν τον αγαπάς…» έλεγε κουνώντας το κεφάλι δεξιά – αριστερά.
«Φύγε Ανδρέα!» σαν σπαραγμός ήταν τώρα η φωνή της.
Πανικός είχε αρχίσει να την κυριεύει καθώς η φωνή του Παναγή όλο και πλησίαζε.
Σαν χαμένος ο Ανδρέας πισωπάτησε κι ύστερα άρχισε να τρέχει, ώσπου χάθηκε στο σκοτάδι. Κι εκείνη έμεινε εκεί, σαν να είχαν καρφωθεί τα πόδια της στη γη, να τον κοιτά να ξεμακραίνει, ανήμπορη να κουνηθεί.
Το άγγιγμα του Παναγή στον ώμο της, την έκανε να ξεφωνίσει.
«Τι κάνεις μέσα στη βροχή;» τη ρώτησε και της φάνηκε πως τα μάτια του είχαν μια απόκοσμη γυαλάδα.
«Ε… τίποτα… Κάτι άκουσα και πήγα να δω αν είναι όλα καλά στο κοτέτσι. Πέφτει καμιά φορά η σκεπή από τη βροχή και…»
«Μα έγινες μούσκεμα καλή μου! Έλα μαζί μου, θα κρυώσεις!» είπε και την έβαλε κάτω από την ομπρέλα του, μα η Μυρσίνη είχε την αίσθηση πως τα λόγια που έβγαιναν από τα χείλη του δεν ταίριαζαν με την διάθεσή του.
Και το χέρι του της έσφιξε λίγο παραπάνω το μπράτσο ή ήταν ιδέα της;
Την οδήγησε απαλά προς την αποθήκη, μα σαν έφτασαν στην πόρτα την έσπρωξε, σχεδόν την πέταξε μέσα.
«Παναγή…» πρόλαβε να ψελλίσει αποσβολωμένη, μα δεν την άφησε να μιλήσει. Στεκόταν μπροστά της σαν τον διάβολο τον ίδιο.
«Άκου να δεις παλιοθήλυκο! Από ‘δω και πέρα, εγώ είμαι ο άντρας σου! Ο κύρης σου! Το κατάλαβες; Τόσο καιρό με περιφρονούσες και τώρα που έχετε την ανάγκη μας, είναι καλός ο Παναγής ε; Μα θα με δεις και από την καλή και από την ανάποδη έτσι και δεν συμμορφωθείς. Όσο για τον μορφονιό σου, σύντομα δεν θα ‘χει πόδια για να ξανάρθει να σε βρει, γιατί θα του τα κόψω!»
Η Μυρσίνη αγρίεψε, κινήθηκε προς το μέρος του και κάτι πήγε να πει, μα ένα δυνατό χαστούκι την έκανε να χάσει την ισορροπία της και να βρεθεί πεσμένη κατάχαμα. «Σκασμός! Τώρα μιλάω εγώ! Αν νομίζεις πως θα σ’ αφήσω να με ντροπιάζεις έτσι, είσαι γελασμένη…»
Ούτε που κατάλαβε ο Παναγής πώς βρέθηκε κολλημένος στον τοίχο, με τον Ανδρέα να τον κρατά από τα πέτα και να τον τραντάζει δυνατά!
«Τόλμησες να σηκώσεις το βρωμόχερό σου επάνω της;» κι αμέσως μια γροθιά στο στομάχι τον έκανε να διπλωθεί στα δύο.
Η Μυρσίνη ακόμα πεσμένη στο πάτωμα έτρεμε σαν το ψάρι. Δεν είχε προλάβει να συνειδητοποιήσει και πολλά όταν είδε τον πατέρα της να τρέχει μέσα στην αποθήκη και να τραβάει τον Ανδρέα από την μέση για να τον απομακρύνει από τον Παναγή.
«Ευτυχώς που ήρθες… Αυτός εδώ… Η κόρη σου…» προσπάθησε να πει βήχοντας ο Παναγής, ακόμα διπλωμένος από τον πόνο.
«Η κόρη μου δεν είναι για τα μούτρα σου! Χάσου από δω τώρα!» φώναξε και με μια δυνατή σπρωξιά τον έβγαλε από την αποθήκη σαν σκουπίδι.
Ύστερα γύρισε στον Ανδρέα που στεκόταν απέναντί του ευθυτενής, περήφανος κι ας ήταν μούσκεμα από τη βροχή:
«Μπορώ να μιλήσω για λίγο στην κόρη μου ιδιαιτέρως;»
«Η Μυρσίνη δεν φταίει σε τίποτα!»
«Θα τα πούμε όλα, μα στην ώρα τους. Έλα για λίγο μαζί μου Μυρσίνη» είπε και την πήρε από το χέρι στο διπλανό δωματιάκι.
Έκλεισε την πόρτα και στάθηκε αντίκρυ της.
«Συγνώμη κόρη μου!» ψιθύρισε και τα μάτια του αμέσως βούρκωσαν.
«Πατέρα τι λες;»
«Δεν έπρεπε να το σκεφτώ καν… Συγνώμη…»
«Πατέρα…»
«Σώπα. Σώπα, τίποτα μη λες! Εγώ φταίω για όλα. Μα μας λυπήθηκε ο Θεός και το πρόλαβε το άδικο.»
«Μα τι θα γίνει με…»
«Σσστ μη νοιάζεσαι για τίποτα εσύ. Εγώ θα τα κανονίσω όλα. Τρέχα τώρα στο παλικάρι σου! Αυτός ο λεβέντης σού αξίζει. Όποτε είναι έτοιμος να του πεις να ‘ρθει να σε ζητήσει!»
Η Μυρσίνη δεν πίστευε στα αφτιά της. Αγκάλιασε τον πατέρα της σφιχτά κι ύστερα έβγαλε φτερά και έτρεξε…