,

Σ’ ακολουθώ

Ο ήλιος έπεφτε στο πρόσωπο του Θάνου, αφήνοντας σκιές παράλληλα με τα δάκρυα χαράς που έσταζαν πάνω στο πτώμα του εισβολέα.

“Σας ευχαριστώ” επαναλάμβανε ξανά και ξανά στους αστυνομικούς που πυροβόλησαν τον νεαρό άντρα που εισέβαλε στο διαμέρισμά του. Κοιτούσε το πρόσωπο του νεκρού πλημμυρισμένο στο αίμα από τη σφαίρα που τον πέτυχε στο κεφάλι. Τώρα το μόνο που έπρεπε να κάνει ο Θάνος είναι να πει πειστικά τη δικαιολογία που είχε σκεφτεί.

Η ιδέα του είχε έρθει ένα μεσημέρι που γυρνούσε στο κέντρο της πόλης, ψάχνοντας έμπνευση για το επόμενο βιβλίο του. Το μυαλό του είχε στερέψει, σαν να είχε ξεχάσει να φτιάχνει ιστορίες. Ήταν κοντά στα σαράντα πλέον και τα έσοδα από τις προηγούμενες πωλήσεις ήταν λιγοστά. Οι φίλοι του είχαν αποκατασταθεί επαγγελματικά και ήθελε και αυτός να καταξιωθεί.

Εκείνη τη μέρα λοιπόν, είδε ένα ζευγάρι να μαλώνει και από τη συζήτηση κατάλαβε ότι ο λόγος ήταν η απιστία. Απρόσμενα αποφάσισε να τους ακολουθήσει, να μάθει τι συνέβη και πώς θα καταλήξει. Να πάρει την ιστορία τους.

Οι επόμενοι μήνες περιλάμβαναν καθημερινή παρακολούθηση, ηχογραφήσεις, φωτογραφίες και υλικό πλούσιο για να συνθέσει μια ιστορία για ένα ερωτικό τρίγωνο. Έτσι ο Θάνος ξεκίνησε να ψάχνει ιστορίες. Έπαιρνε τα όπλα του, μολύβι, χαρτί, φωτογραφική μηχανή, καπέλο, γυαλιά και έμπαινε μυστικά στις ζωές των αγνώστων που συναντούσε.

Κάθε βράδυ που γύριζε σπίτι, έβαζε μουσική, ουίσκι, άπλωνε μισογραμμένα χαρτιά, μολύβια με αιχμηρές μύτες και έγραφε. Είχε χροιές να περιγράψει, ανθρώπους να σκηνοθετήσει, αισθήματα να παίξει, τα είχε όλα εκεί. Τα σγουρά μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, από την έκσταση θεωρούσε, τα μάτια του σκούρυναν, βάθυνε το πράσινο, γέμισαν από κάτω μαύρους κύκλους, από την ένταση, θεωρούσε.

Λίγους μήνες μετά, βγήκε ραντεβού με μια όμορφη κοπέλα, τη Μαίρη. Ήπιαν μπύρες στο στέκι του και στο τέλος της βραδιάς, ανανέωσαν το ραντεβού τους για το επόμενο Σαββατοκύριακο. Την είδε να απομακρύνεται από κοντά του, ρίχνοντας κλεφτές ματιές και χαμόγελα πίσω από τον ώμο της. Το βοριαδάκι χόρευε στα μαύρα μαλλιά της και το φόρεμα της ανέμιζε και αυτό. Ο Θάνος στεκόταν ακόμα έξω από το μπαρ όταν αναρωτήθηκε, όχι πόσο τυχερός ήταν που γνώρισε αυτήν την γυναίκα, αλλά γιατί δεν την ακολούθησε. Περπάτησε βιαστικά προς την κατεύθυνσή της, άνοιξε το βήμα του ενώ ψαχούλευε τις τσέπες στο σακάκι του, να δει αν είχε φέρει μαζί του την κάμερα. Πρόλαβε και γλίστρησε πίσω της στο σκοτεινό στενό και εκείνη έβγαλε το κινητό για να προσποιηθεί ότι μιλάει με κάποιον. Είχε την αίσθηση ότι κάποιος την ακολουθούσε. Η κοπέλα σταμάτησε ξανά κάποια στιγμή, μάλλον για να κουμπώσει το παλτό της.

«Ευτυχώς που κράτησα αρκετή απόσταση», σκέφτηκε ο Θάνος.

Είχε το σημειωματάριο στο τρεμάμενο του χέρι και μανιωδώς κατέγραφε πώς ένιωθε, πώς χτυπούσε η καρδιά του, πώς ίδρωνε το μέσα του και έσταζε η αδρεναλίνη στο αίμα του. Τα γράμματα του έμοιαζαν με καρδιογράφημα από το τράνταγμα του βηματισμού του, αλλά σίγουρα θα έβγαζε άκρη στο σπίτι. Δεν ήταν ώρα να ανησυχεί για αυτό. Έγραψε τη λέξη «χώμα» για να θυμηθεί τη μυρωδιά του χειμώνα που τον μπούκωσε συνδυαστικά με την παγωμένη του ανάσα. Έγραψε τη λέξη «ψύχος» για να κρύψει εκεί την ανατριχίλα που του προκαλούσε η νέα του εμπειρία. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο φεγγάρι, δεν φαινόταν από τη συννεφιά και το φαντάστηκε ολοστρόγγυλο. Έγραψε «κύκλος» και συνέχισε.

«Άφησε με!», ούρλιαξε η γυναίκα και ο Θάνος γούρλωσε τα μάτια.

Δεν πίστευε την τύχη του, ένας άλλος άντρας την άρπαξε από την τσάντα και την τραβολογούσε πέρα δώθε στο σοκάκι. Η διαίσθησή της ήταν αληθινή. Της πήρε την τσάντα, την έσπρωξε και την έριξε στο δρόμο.

«Το ρολόι, το ρολόι είναι πανάκριβο, γιατί δεν το πήρε;» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Θάνος και ακολούθησε τον ληστή όταν είδε την γυναίκα να εξαφανίζεται. Έτρεχε παράλληλά του, με κομμένη την ανάσα και έβγαζε κουνημένες φωτογραφίες στο σκοτάδι. Σκεφτόταν ότι μάλλον η Μαίρη ήταν καλά αφού κατάφερε να σηκωθεί και να φύγει.

Ο νεαρός άντρας πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα, κοντός αλλά ευκίνητος και φορούσε φαρδιά ρούχα που έκρυβαν το σωματότυπ’π του. Ο Θάνος στο επόμενο στενό, λαχανιασμένος από το τρέξιμο, μάζεψε τη δύναμή του, πετάχτηκε απότομα πάνω στον ληστή και τον έριξε κάτω.

«Το ρολόι», μουρμούρισε ο Θάνος και έπιασε με τα δύο χέρια το κεφάλι του που χτύπησε στον δρόμο.

«Ποιος είσαι εσύ; Είσαι τρελός;» ρώτησε ο νεαρός άντρας.

«Γιατί δεν της πήρες το ρολόι; Ξέρεις πόσο κοστίζει;»

«Τι είναι αυτά που λες; Είσαι σοβαρός; Τι θέλεις;» κούνησε τα χέρια του στον αέρα.

«Με λένε Θάνο και θέλω να σε προσλάβω».

Ο νεαρός άντρας γέλασε και σκούπισε το αίμα στα χείλη του.

«Να με προσλάβεις για ποιο λόγο;»

«Απάντησέ μου γιατί δεν πήρες το ρολόι».

«Δεν το σκέφτηκα», απάντησε ο νεαρός και ανασήκωσε τους ώμους.

«Πόσο αφελής είναι αυτός ο ληστής. Ό,τι ακριβώς χρειάζομαι», σκέφτηκε ο Θάνος. «Θέλεις να βγάλεις λεφτά;» τον ρώτησε.

«Πόσα;»

«Πολλά! Σύντομα θα είμαι πλούσιος, με τη δική σου συμβολή. Είναι το ιδανικό κλείσιμο για την ιστορία μου. Είμαι συγγραφέας βλέπεις. Θα προσποιηθείς ότι ληστεύεις το διαμέρισμά μου. Πριν φτάσει η αστυνομία θα έχεις εξαφανιστεί. Θα μοιραστούμε την επιτυχία του βιβλίου μου».

«Ας είναι, άλλωστε ήθελα καιρό να κάνω κάτι διαφορετικό», συμφώνησε ο άντρας που αμέσως οραματίστηκε τη νέα του ζωή μακριά από τη νύχτα.

«Δες που βρήκα και κάτι κοινό μαζί του», ξαφνιάστηκε ο Θάνος.

Κάθισαν στα σκαλιά μιας εγκαταλελειμμένης μονοκατοικίας και κατέγραψαν το σχέδιο τους στο σημειωματάριο του Θάνου. Συμφώνησαν την ημέρα, την ώρα, το σημείο από το οποίο θα μπει ο ληστής στο διαμέρισμα, τα αντικείμενα που επιτρεπόταν να ψάξει ή να σπάσει. Ένας φάκελος με μετρητά θα ήταν μέσα στο κομοδίνο στο υπνοδωμάτιο.

«Θεώρησέ τα ως προκαταβολή», είπε ο Θάνος.

Υπολόγισαν δέκα με είκοσι λεπτά μέχρι να φτάσει η αστυνομία στο διαμέρισμα με βάση την απόσταση που βρισκόταν το τμήμα της περιοχής.

«Ας φύγουμε τώρα, γιατί μπορεί η γυναίκα να πήρε τους μπάτσους».

«Εντάξει», συμφώνησε ο Θάνος. «Και το όνομά σου είναι…;»

«Να με λες Σουγιά», είπε και έδειξε το μαχαίρι που φυλούσε στο μπουφάν του.

«Όχι, όχι δεν θα το χρειαστείς αυτό», αγχώθηκε ο Θάνος.

Το επόμενο Σάββατο, 9 το πρωί, ο Σουγιάς ξεκίνησε την αποστολή του πηγαίνοντας στο διαμέρισμα του Θάνου. Η Μαίρη, ξεκίνησε και εκείνη για τα πρωινά της ψώνια, αποφασισμένη να περάσει πρώτα από την είσοδο της πολυκατοικίας που είχαν συναντηθεί. Θα ακύρωνε το βραδινό τους ραντεβού και θα τον ξεφτίλιζε πρόσωπο με πρόσωπο μιας και δεν απαντούσε όλη τη βδομάδα το κινητό του. Ακόμα και μετά την επίθεση που δέχτηκε εκείνο το βράδυ, το πρώτο άτομο που κάλεσε για στήριξη ήταν αυτός. Φυσικά έδωσε όλα του τα στοιχεία στην αστυνομία που ήρθε για έρευνα μετά την ληστεία.

Φτάνοντας στο κατώφλι, πάτησε το κουδούνι αρκετές φορές αλλά δεν της άνοιξε. Φεύγοντας άκουσε ένα δυνατό θόρυβο από το διαμέρισμα και κοιτώντας στον πρώτο όροφο, είδε το παράθυρο σπασμένο. Άκουσε φωνές και κάποιον να ουρλιάζει. Κάλεσε από το κινητό της την αστυνομία και περίμενε να έρθουν.

“Όχι ρε, δεν είχαμε πει το παράθυρο! Πας καλά;» φώναζε εξαγριωμένος ο Θάνος.

«Συμβαίνουν αυτά, στόχευα τον τοίχο».

«Πάλι καλά που δεν πετάχτηκε το βάζο κάτω στον δρόμο, ανόητε! Πρόσεχε, αν είναι δυνατόν, θα μας καταλάβουν!» ούρλιαζε ο Θάνος.

«Πρόσεχε πώς μου μιλάς, είπα ήταν ατύχημα. Χάρη σου κάνω, μη το ξεχνάς», είπε ο Σουγιάς και προσποιήθηκε ότι ψαχούλευε την ντουλάπα πετώντας ρούχα δεξιά και αριστερά.

«Χάρη; Δεν σε πληρώνω καημένε; Ακόμα τσάντες θα λήστευες στους δρόμους», γέλασε ο Θάνος.

«Καλά σε είχα πει τρελό», έσφιξε τα δόντια του ο Σουγιάς.

«Αστυνομία! Ανοίξτε την πόρτα!»

«Ωχ, οι μπάτσοι, τόσο γρήγορα;» τράβηξε τα μαλλιά του ο Θάνος.

«Ανοίξτε αμέσως!»

«Όχι, μην ανοίξεις, δεν ξαναπάω φυλακή για κανένα λόγο».

«Φύγε από το μπαλκόνι του διπλανού, όπως είχαμε πει. Γρήγορα, θα τους καθυστερήσω στην πόρτα!»

Ο Σουγιάς άρπαξε από το κομοδίνο την προκαταβολή και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Ο Θάνος τακτοποίησε τα μαλλιά του, ίσιωσε την μπλούζα του, ξεφύσηξε και πλησίασε την πόρτα.

«Ρε, ο δίπλα έχει πίτμπουλ!» τον σταμάτησε ο Σουγιάς ορμώντας πάλι στο διαμέρισμα και σκουντούφλησε στο πάτωμα. «Δεν το ήξερες; Ωραίο σχέδιο, τι να σου πω!»

«Είναι παρεξηγημένα ζώα».

«Πού θα κρυφτώ τώρα;»

«Πήγαινε στο μπάνιο και θα τους διώξω. Μην προσπαθήσεις να πηδήξεις από το παράθυρο, θα σκοτωθείς. Μείνε μέσα μέχρι να φύγουν».

«Καλησπέρα, κύριοι, τι συμβαίνει;» χαμογέλασε παγωμένα ο Θάνος.

«Διατάραξη κοινής ησυχίας, κύριε. Όλα καλά εδώ;»

«Φυσικά», άνοιξε διάπλατα τα χέρια.

«Είστε σίγουρος; Το παράθυρο στην τζαμαρία σας είναι σπασμένο. Το σπίτι άνω κάτω», τέντωσε το λαιμό ο αστυνομικός και κοίταξε τριγύρω.

«Ναι, ε…»

«Αυτό που ακούγεται από το μπάνιο σας, κύριε, τι είναι; Είναι κάποιος άλλος μαζί σας;»

«Όχι, ε, όχι…», μουρμούρισε ο Θάνος και από μέσα του έβριζε το Σουγιά.

«Μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά;»

Ο Θάνος έγνεψε καταφατικά και οι δύο αστυνομικοί τον παραμέρισαν και μπήκαν μέσα.

«Αφήστε με, γαμώτο!» φώναζε ο Σουγιάς ενώ οι αστυνομικοί τον έβγαλαν σηκωτό από το μπάνιο.

«Θέλουν να σου μιλήσουν μόνο», προσπάθησε να τον ηρεμήσει ο Θάνος που ήδη κατέγραφε στο μυαλό του τους διαλόγους.

Οι αστυνομικοί δεν κατάφερναν να τον συνεφέρουν και τον τραβολογούσαν πέρα δώθε. Ο Σουγιάς ξεγλίστρησε το δεξί του χέρι και τράβηξε το μαχαίρι από το μπουφάν του. Μαχαίρωσε τον έναν αστυνομικό στον ώμο και τον άλλο στο πρόσωπο.

Τρεις ακόμα αστυνομικοί όρμησαν στο διαμέρισμα ζητώντας του μάταια να πετάξει κάτω το μαχαίρι. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, μπήκε τελευταίος. Ήταν ένας πενηντάρης, σκυθρωπός, γκριζομάλλης με πυκνά φρύδια. Είχε τα χέρια στις τσέπες του κουστουμιού του και έδωσε διαταγή να πυροβολήσουν τον άντρα με το σουγιά.

Ο Θάνος έπεσε στα γόνατα λέγοντας ξανά και ξανά «ευχαριστώ».

Ο πενηντάρης στάθηκε πάνω από το πτώμα, έβγαλε το σημειωματάριο του και κοίταξε αυστηρά το Θάνο.

«Έχουμε να συζητήσουμε για όλα αυτά, κύριε συγγραφέα».

C.C.

Απάντηση


%d