, ,

Τα Φτερά της Πεταλούδας

Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και η ομίχλη, είχε ρίξει το θολό πέπλο της πάνω από την πόλη. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και οι υγροί δρόμοι σε εκείνη την περιοχή ήταν σχεδόν άδειοι.

Η Κάρλα, διέσχιζε με το αμάξι της την τεράστια, κρεμαστή γέφυρα για να φτάσει στο λιμάνι. Τα φανάρια που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά, φώτιζαν απόκοσμα τη διαδρομή της. Η ομίχλη την εμπόδιζε να δει τι υπήρχε πέρα από μερικά μέτρα, δίνοντάς της την εντύπωση πως σε λίγο θα συναντούσε το χάος. Η μελωδία από το τραγούδι «Creep» των Radiohead «πλημμύρισε» το αυτοκίνητο.

«But I’m a creep… I’m a weirdo… What the hell am I doin’ here?», σιγοτραγούδησε κι εκείνη μαζί τους και δυνάμωσε την ένταση.

Γνώριζε πολύ καλά τι γύρευε εκεί. Συνέχισε να οδηγεί. Μερικές σταγόνες έπεσαν πάνω στο παρμπρίζ. Λαμπύρισαν μέσα στο σκοτάδι κι έμειναν εκεί, ακίνητες, σαν αυτοκόλλητα κρύσταλλα.

Προσπέρασε μια μεγάλη ταμπέλα με την επιγραφή «Προς τη νήσο Corall», σταμάτησε στην άκρη του δρόμου κι έσβησε τη μηχανή. Άρπαξε το σακίδιό της από τη θέση του συνοδηγού και άνοιξε την πόρτα. Η ομίχλη όρμησε μέσα. Και τότε, λες και τη ρούφηξε όλη το αμάξι, το τοπίο μπροστά της καθάρισε. Λίγα μέτρα πιο πέρα βρισκόταν η προβλήτα. Ένα μικρό σκάφος ήταν δεμένο και ανεβοκατέβαινε στο νερό. Ένας σωματώδης άντρας στεκόταν δίπλα του και ήταν στραμμένος προς το μέρος της. Το κίτρινο αδιάβροχό του γυάλιζε κάτω από τα φώτα, ενώ το κεφάλι του ήταν χωμένο μέσα στην κουκούλα. Οι σκιές έπεφταν πάνω του και δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του. Τον πλησίασε με σταθερό βήμα και στάθηκε απέναντί του. Μια αστραπή έσκισε το σκοτάδι. Το πρόσωπό του φωτίστηκε, αποκαλύπτοντας μια ουλή από τη μια άκρη του στόματός του μέχρι το αυτί κι ένα αφύσικα γουρλωμένο, δεξί, γαλάζιο μάτι. Ήταν γυάλινο.

«Είσαι σίγουρη ότι θες να ταξιδεύσεις με τέτοιο καιρό;», την ρώτησε.

Εκείνη ένιωσε μερικές σταγόνες να πέφτουν στο πρόσωπό της. Ένευσε.

«Ωραία! Η ευθύνη δική σου κοπελιά!», της είπε και κράτησε ένα ζευγάρι κλειδιά μπροστά στα μάτια της.

Η Κάρλα τα πήρε χωρίς δισταγμό και τα έκλεισε στη χούφτα της.

«Σίγουρα ξέρεις να οδηγείς αυτό το μαραφέτι; Εγώ δεν πρόκειται να ‘ρθω μαζί σου», ανασήκωσε τα φρύδια.

Η Κάρλα ένευσε και πάλι.

«Καλή τύχη λοιπόν! Αν και… πρέπει να είσαι πραγματικά πολύ τυχερή για να τα καταφέρεις!», της πέταξε.

Χαμογέλασε και τότε η Κάρλα παρατήρησε πως του έλειπαν μερικά δόντια.

Τον παρακολούθησε να απομακρύνεται και τον είδε να χάνεται μέσα στην ομίχλη που υπήρχε λίγα μέτρα πίσω της. Μια βροντή έσπασε την εκκωφαντική σιωπή που επικρατούσε και μερικές ακόμα σταγόνες έπεσαν στο μέτωπό της. Πήδησε στο σκάφος κι άφησε το σακίδιο στο πάτωμα. Ένα δυνατό κύμα την τράνταξε. Κράτησε την ισορροπία της και γονάτισε. Ο κρύος αέρας μαστίγωνε το πρόσωπό της και της έριχνε συνεχώς την κουκούλα. Σταμάτησε να μπαίνει στον κόπο να την φοράει συνέχεια. Οι κρύες σταγόνες του νερού που την πιτσιλούσαν συνεχώς, έκαναν το δέρμα της να τσούζει.

Τη στιγμή που έφτασε στη στεριά, το σκοτάδι είχε πυκνώσει. Τράβηξε το σκάφος και το ακινητοποίησε στην άμμο. Έβγαλε το σακίδιο, το έριξε στην πλάτη και κοίταξε γύρω της. Μια απέραντη αμμουδιά με μαλακή άμμο απλωνόταν από άκρη σε άκρη. Ένα δάσος βρισκόταν λίγα μέτρα πίσω από την ακτή. Ήταν το ιδανικό μέρος για κάποιον που θα ήθελε να απολαύσει εξωτικές διακοπές, μακριά από τον πολιτισμό. Αν ήταν καλοκαίρι. Κι αν αυτός ο «κάποιος», δεν ήταν η Κάρλα. Κι αν το νησί αυτό, δεν χρησίμευε πλέον μόνο για έναν συγκεκριμένο σκοπό.

Έσφιξε τη ζώνη από το πανωφόρι της για να προστατευτεί από το κρύο, φόρεσε ξανά την κουκούλα, άναψε τον φακό του κινητού της κι έκανε ένα γύρο με το βλέμμα της. Προχώρησε προς το δάσος. Είχε μελετήσει πολλές φορές τη διαδρομή που θα έπρεπε να ακολουθήσει.

Το κρύο έγινε ακόμα πιο τσουχτερό. Ομίχλη απλώθηκε και πάλι. Τα κλαδιά των δέντρων έμοιαζαν σαν σκίτσα μέσα στη λευκή θολούρα. Οι φυλλωσιές τους είχαν ακαθόριστο σχήμα. Τα ξερά φύλλα θρυμματίζονταν κάτω από τα πόδια της.

«Φτου και βγαίνω!», αντήχησε μια μακρινή φωνή μέσα στο μυαλό της.

Έκλεισε τόσο σφιχτά τα μάτια, που όταν τα ξανάνοιξε δάκρυσαν. Έστριψε δεξιά και συνέχισε να προχωράει. Σταμάτησε ύστερα από λίγο και κοίταξε το έδαφος. Τα φύλλα ήταν περισσότερα σε εκείνο το σημείο. Έμοιαζαν λες κι έκρυβαν κάτι από κάτω. Γονάτισε κι άρχισε να τα ανακατεύει με τα χέρια, μέχρι που το έπιασε. Ήταν ένα μεγάλο κογχύλι. Το άρπαξε και το ακούμπησε στο αυτί της.

«Κάρλα!», άκουσε μια παιδική φωνή. «Κάρλα!»

Κατέβασε απότομα το κογχύλι και η σιωπή επανήλθε.

«But I’m a creep…», σιγοψιθύρισε.

«Youre a creep!», αντήχησε μέσα στη σιωπή.

Στάθηκε ακίνητη. Θυμήθηκε δυο παιδικά χέρια πιασμένα μεταξύ τους και χαρούμενες φωνές. Θυμήθηκε τον ήλιο του καλοκαιριού πάνω στο πρόσωπό της. Συνέχισε να προχωράει. Η ομίχλη τώρα είχε πυκνώσει ακόμα πιο πολύ. Σταμάτησε και κοίταξε και πάλι το έδαφος. Ένα ακόμα κογχύλι ξεπρόβαλε μέσα από το πυκνό στρώμα των φύλλων. Έσκυψε και το μάζεψε.

«I’m a weirdo…», ψιθύρισε λίγο πριν το φέρει στο αυτί της.

«Youre a weirdo!», της φώναξε εκείνο κοροϊδευτικά.

Το κατέβασε απότομα και το πέταξε μακριά.

«Weirdoweirdoweirdo!», αντήχησε δυνατά μέσα στο έρημο δάσος.

Κάθισε μέσα στον σωρό από τα φύλα και κάλυψε τα αυτιά της.

«What the hell am I doing here…», μουρμούρισε, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της.

«Κάρλα!», άκουσε μια φωνή. «Φρικιό!», της φώναξε και πάλι.

«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να συνεχίσεις;», αντήχησε η φωνή του άντρα στην προβλήτα.

Κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε.

«Δεν μοιάζετε! Εσύ κι αυτή δεν μοιάζετε! Είσαι φρικιό!», ακούστηκε η φωνή.

«Δώσε μου την κούκλα!»

«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να συνεχίσεις;»

«Ναι!», φώναξε δυνατά η Κάρλα και άνοιξε τα μάτια.

Αμέσως οι φωνές σώπασαν. Σηκώθηκε.

***

Η Ρεμπέκα Σμιθ, καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα της δίπλα στο παράθυρο και κουνιόταν νωχελικά. Το βλέμμα της ήταν χαμένο στο κενό και το μυαλό της εγκλωβισμένο στον δικό του κόσμο. Ήταν έγκλειστη στην ψυχιατρική κλινική «Mind», της νήσου «Corall», εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που είχε χάσει την κόρη της. Η επαφή που είχε με την πραγματικότητα ήταν ελάχιστη.

Εκείνη τη στιγμή πόρτα του δωματίου άνοιξε.

«Κυρία Σμιθ, ήρθε η ώρα να σας δώσω το χάπι σας».

Ο νοσηλευτής την πλησίασε και γονάτισε μπροστά της. Έτεινε ένα κουταλάκι με ένα χάπι προς το μέρος της. Εκείνη άνοιξε μηχανικά το στόμα. Στη συνέχεια, της έδωσε λίγο νερό με το ποτήρι που κρατούσε και η γυναίκα κατάπιε το χάπι. Εκείνος χαμογέλασε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Η Ρεμπέκα δεν την είχε προσέξει ποτέ, μέχρι εκείνη την ώρα.

«Καληνύχτα κυρία Σμιθ», είπε ο νοσηλευτής κι απομακρύνθηκε.

Εκείνη παρέμεινε στην κουνιστή καρέκλα κι έκλεισε τα μάτια. Οι τελευταίες σκηνές που θυμόταν ξεκάθαρα από τη ζωή της, επαναλαμβάνονταν συνεχώς μέσα στο μυαλό της. Ήταν φθινόπωρο, έβρεχε κι εκείνη βρισκόταν με την κόρη της μέσα σε μια βάρκα. Η βάρκα αναποδογύρισε και το κορίτσι ανασύρθηκε νεκρό. Μόνο εκείνη επέζησε.

«Είστε σίγουρη ότι θέλετε να προχωρήσετε με τέτοιο καιρό;», την είχε ρωτήσει ο άνθρωπος δίπλα στη λίμνη.

Κι εκείνη είχε πει «ναι».

Σήμερα ήταν μια ιδιαίτερη μέρα. Χαμογέλασε θλιμμένα.

Το δωμάτιο ήταν σιωπηλό. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν το τρίξιμο που έκανε η πολυθρόνα καθώς κουνιόταν στο πάτωμα. Ένα ξαφνικό, ρυθμικό «ταπ» «ταπ», την έκανε να ανοίξει απότομα τα μάτια. Είχε αρχίσει να βρέχει. Στην αρχή πιο σιγανά, όσο όμως περνούσε ή ώρα η βροχή δυνάμωνε. Το τζάμι γέμισε σταγόνες﮲ σταγόνες, που έμοιαζαν με δάκρυα. Σήκωσε αργά αργά το χέρι και το άγγιξε. Η πόρτα άνοιξε και πάλι.

«Κυρία Σμιθ», ήταν ο νοσηλευτής. «Έχετε έναν επισκέπτη».

Εκείνη είδε μια φιγούρα να καθρεφτίζεται στο τζάμι και την πόρτα να κλείνει πίσω της. Η Κάρλα την πλησίασε και γονάτισε μπροστά της. Η Ρεμπέκα την κοίταξε χωρίς να την αναγνωρίζει.

«Γεια σου μητέρα», της είπε ψυχρά.

«Έλινορ;», ψιθύρισε εκείνη με βουρκωμένα μάτια κι άπλωσε το τρεμάμενο χέρι της για να της χαϊδέψει το μάγουλο.

Η Κάρλα το έπιασε στον αέρα. Το κατέβασε αργά και το απόθεσε στην αγκαλιά της. Η γυναίκα την κοιτούσε απορημένη. Η κοπέλα ξεκούμπωσε το πανωφόρι της και τράβηξε προς τα κάτω τη λαιμουδιά της μπλούζας. Η Ρεμπέκα γούρλωσε τα μάτια μπροστά σε ένα σημάδι που θύμιζε φτερά πεταλούδας. Άρχισε να τρέμει ολόκληρη.

«Το θυμάσαι αυτό το σημάδι μητέρα;», την ρώτησε και σηκώθηκε όρθια. «Το σημάδι του διαβόλου όπως έλεγες; Γέννησες δίδυμα, το θυμάσαι αυτό;»

Η γυναίκα προσπαθούσε να μιλήσει, αλλά δεν έβγαιναν λέξεις από το στόμα της, παρά μόνο άναρθρες κραυγές. Η Κάρλα άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε στο δωμάτιο.

«Μόνο που το ένα σου παιδί, είχε την ατυχία να γεννηθεί με ένα σημάδι﮲ αυτό που εσύ έλεγες το ‘Σημάδι του διαβόλου’. Εξαιτίας αυτού του σημαδιού με αποκαλούσες φρικιό! Μόνο η Έλινορ ήταν κόρη σου. Μόνο εκείνη! Εγώ ήμουν ένα μίασμα! Ένα φρικιό και τίποτα παραπάνω! Ένα βάρος! Θυμάσαι τι μέρα είναι σήμερα μητέρα;»

Γονάτισε και πάλι μπροστά της. Η Ρεμπέκα την κοίταξε έντρομη στα μάτια.

«Σήμερα είναι τα γενέθλιά μας! Τα γενέθλιά της! Είναι η μέρα που επέλεξες για να δώσεις τέλος στη δική μου ζωή! Εκείνη την ημέρα όμως, πήρες το λάθος κορίτσι μαζί σου στη λίμνη. Εκείνη την ημέρα, σκότωσες το λάθος παιδί!»

Η Ρεμπέκα κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά.

«Όχι…», κατάφερε να ψελλίσει.

«Ναι!», έκανε έντονα η Κάρλα. «Ήταν ιδέα της Έλινορ», πρόσθεσε και άρχισε και πάλι να βηματίζει. «Μου είπε πως αν αλλάζαμε ρόλους, αν εκείνη έπαιρνε τη θέση μου κι εγώ τη δική της, θα έβλεπες πόσο ίδιες ήμασταν και θα αγαπούσες κι εμένα. Βλέπεις… δεν υπολόγιζε αυτό που ήθελες να κάνεις. Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα εγώ στο κρεβάτι της κι εκείνη στο δικό μου. Μου έδωσε και την κούκλα της, εκείνη την κούκλα που της έκανες δώρο και δεν άφηνες εμένα να την αγγίξω για να μην τη μολύνω. Το πρωί σε άκουσα που ήρθες στο δωμάτιο και την πήρες. Της μιλούσες γλυκά και προς στιγμήν νόμισα πως έπιασε το σχέδιό μας, πως είχες αρχίσει να με αγαπάς. Σας ακολούθησα μέχρι τη λίμνη. Σε είδα να μπαίνεις μαζί της μέσα στη βάρκα, παρά τον άσχημο καιρό. Και σε είδα, να την ρίχνεις στο νερό και να την πνίγεις! Και μετά αναποδογύρισες τη βάρκα για να φανεί σαν ατύχημα!»

«Όχι… όχι… όχι…», ψέλλιζε η Ρεμπέκα.

«Δεν αναρωτήθηκες γιατί τόσα χρόνια η Έλινορ δεν ήρθε να σε επισκεφθεί; Επειδή είναι νεκρή! Τόσο καιρό, νόμιζες ότι είχες σκοτώσει την Κάρλα, αλλά είχες σκοτώσει την Έλινορ! Μόνο που… παρόλο που με μισούσες, ούτε εσύ η ίδια δεν άντεξες την πράξη σου και κατέληξες εδώ μέσα, κι εγώ σώθηκα. Με έσωσε η Έλινορ άθελά της!»

Βουβά δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλα της Ρεμπέκα.

«Εγώ όμως δεν είμαι σαν εσένα…», συνέχισε σιγανά η Κάρλα. «Ήρθα να σου προσφέρω μια ευκαιρία να σώσεις την ψυχή σου».

Η Ρεμπέκα την κοίταξε έντρομη. Η Κάρλα γονάτισε και πάλι μπροστά της. Πήρε τα χέρια της μητέρας της και τα έβαλε στον λαιμό της. Τα μάτια της Ρεμπέκα άστραψαν. Άρχισε να τη σφίγγει.

«Κυρία Σμιθ», ο νοσηλευτής είχε ανοίξει και πάλι την πόρτα.

Το πρόσωπο της Ρεμπέκα, είχε πάρει μια παρανοϊκή έκφραση καθώς προσπαθούσε να πνίξει την κόρη της.

«Κυρία Σμιθ», επανέλαβε ο νοσηλευτής.

Εκείνη δεν του έδωσε σημασία.

«Είστε σίγουρη ότι θέλετε να συνεχίσετε;»

Η Ρεμπέκα την έσφιξε ακόμα πιο δυνατά.

«Είστε σίγουρη;», επανέλαβε εκείνος.

Εκείνη δυνάμωσε ακόμα πιο πολύ τη λαβή της. Ένα ανατριχιαστικό κρακ, ακούστηκε. Το κεφάλι της Ρεμπέκα, έγειρε αλλόκοτα προς το πλάι. Τα χέρια της έπεσαν άψυχα. Τόση ώρα, έσφιγγε τον δικό της λαιμό κι όχι της κόρης της. Η Κάρλα, ήταν απλά γονατισμένη μπροστά της και την κοιτούσε.

Σηκώθηκε και πλησίασε τον νοσηλευτή που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. Βγήκαν μαζί στον φωτεινό διάδρομο και τον διέσχισαν. Ένας άντρας με λευκά μαλλιά και δέρμα και καταγάλανα μάτια τους περίμενε στο τέρμα.

«Γεια σου Κάρλα», της είπε ήρεμα. «Η μητέρα σου δυστυχώς, δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που της έδωσες. Είναι δική μου τώρα».

Η κοπέλα ένευσε. Άνοιξε το σακίδιό της κι έβγαλε μια πάνινη κούκλα.

«Μου είχες πει, πως θα της την δώσεις», είπε και την έτεινε προς το μέρος του.

Εκείνος την κράτησε στα χέρια του.

«Η Έλινορ δεν είναι μαζί μου», της είπε ήρεμα. «Θα φροντίσω όμως η κούκλα να φτάσει σε εκείνη».

«Σε ευχαριστώ», είπε η Κάρλα κι άρχισε να απομακρύνεται.

Τα φώτα στον διάδρομο άρχισαν να σβήνουν πίσω της. Ο Damon και ο Ντέιβιντ, χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι που τους τύλιξε.

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: