Όχι ότι θα ξεχάσω τη γέννα του γιού μας. Δεκαεφτά ώρες με πόνους και ο μικρούλης δεν ήθελε να βγει. Η επισκληρίδιος όμως δεν με άφησε να ζήσω ό,τι έζησα στη γέννα της κόρης μας. Το ραντεβού ήταν προγραμματισμένο, καθώς το κοριτσάκι μας ήταν στην τριακοστή όγδοη εβδομάδα και στον υπέρηχο φαινόταν ότι ήταν ήδη 3,5 κιλά.
– Πρέπει να γεννήσεις με τεχνητούς πόνους. Το παιδί είναι ήδη μεγάλο και εσύ έχεις μικρή λεκάνη, είπε ο γιατρός.
Ετοιμάσαμε τη βαλίτσα μου και ξεκινήσαμε για το νοσοκομείο. Αφού με προετοίμασαν κατάλληλα, με έβαλαν στο δωμάτιο για τις ωδίνες. Με συνέδεσαν στο μηχάνημα και άρχισαν σταδιακά να “ρίχνουν” στο σώμα μου το φάρμακο που θα μας οδηγούσε για ακόμη μια φορά στην ευτυχία, ενώ ταυτόχρονα έλεγχαν τους παλμούς της μπέμπας και τους δικούς μου. Μοναδικό το συναίσθημα του ακούσματος των παλμών να χτυπάνε ταυτόχρονα!
Στα μάτια του συζύγου διέκρινα δέος και φόβο. Περίμενε πώς και πώς να έρθει το κοριτσάκι μας στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα φοβόταν γιατί ένιωθε ανήμπορος να με βοηθήσει και να κάνει τον χρόνο να περάσει γρήγορα. Στο δωμάτιο δεν ήμασταν μόνοι. Νομίζω ότι πέρασαν τρεις γυναίκες, σαν επισκέπτες, που μέσα σε λίγη ώρα γέννησαν και έφυγαν.
“Πώς είναι δυνατόν, να έρχονται, να γεννάνε και εγώ να είμαι ακόμα εδώ;” αναρωτιόμουν.
Η ίδια απορία είχε “ζωγραφιστεί” και στο πρόσωπο του συζύγου μου, ειδικά όταν διαπίστωσε ότι στα μηχανήματα οι ενδείξεις ήταν ίδιες, άρα και οι πόνοι και παρόλα αυτά εγώ δεν αντιδρούσα καθόλου, την ίδια στιγμή που η προσωρινή μου “συγκάτοικός” έβριζε γιατί δεν άντεχε.
Κάποια στιγμή, ο γιατρός μπήκε στον χώρο και τα μάτια μας τον κοίταξαν γεμάτα απορία, παρότι το χαμόγελο δεν είχε σβηστεί από το πρόσωπό μου.
“Ακόμα γελάς;” με ρώτησε κι ενώ δεν πρόλαβα να απαντήσω συνέχισε λέγοντας, “άρα δεν ήρθε η ώρα να γεννήσουμε”.
Δεν θα πω ψέματα, ένα μικρό παράπονο με έπιασε μετά από τόσες ώρες στο κρεβάτι, αλλά τι να έκανε και αυτός; Θυμάμαι το μόνο που του είπα, πάντα χαμογελαστή, ήταν “γιατρέ, δεν θέλω ούτε επισκληρίδιο, ούτε τοπική αναισθησία. Θέλω να ζήσω όλη τη γέννα!”
“Είσαι σίγουρη;” με ρώτησε, με χαραγμένη την αμφιβολία και την απορία στο πρόσωπό του.
“Ναι! Το μόνο που θέλω είναι να αφήσεις στην αγκαλιά μου τη μικρή μας μέχρι το τέλος της διαδικασίας” απάντησα, ενώ το χαμόγελο δεν έφευγε από το πρόσωπό μου.
Η ώρα περνούσε και ο οργανισμός μου δεν ανταποκρινόταν. Το μόνο που ένιωθα ήταν μια πίεση χαμηλά, αλλά η μπέμπα μας δεν ήθελε ακόμα να κάνει τη μεγάλη έξοδο. Είχε κάτσει πεισματικά μέσα στην κοιλιά μου και απολάμβανε την ηρεμία και την προστασία που της παρείχε. Αυτό όμως δεν ήταν αποδεκτό από τη μαία που πηγαινοερχόταν, ελπίζοντας ότι έφτασε η ώρα.
“Θα σου βάλουμε μια ουσία να μπορέσει να αντιδράσει ο τράχηλός σου” μου είπε.
“Όχι” απάντησα. “Αυτό που χρειάζεται είναι καθετήρας. Αν χαλαρώσω θα γεννήσω”
“Δεν ξέρεις εσύ!” ήταν η άμεση αντίδρασή της, με ύφος που δεν χωρούσε αμφισβήτηση, ενώ ταυτόχρονα ένιωσα το φάρμακο να κυλάει στο σώμα μου.
Μετά από λίγα λεπτά ο οργανισμός μου άρχισε να αντιδράει περίεργα. Το ταβάνι γύριζε, εγώ έκανα εμετούς και ο σύζυγός μου ήταν μέσα στην αμηχανία, καθώς δεν ήξερε τι να κάνει. Μόλις τα είδε όλα αυτά η μαία, σταμάτησε τη διαδικασία των τεχνητών πόνων και είπε ότι έπρεπε να ηρεμήσω και μετά να ξεκινήσουμε πάλι. Από τη στιγμή εκείνη και μετά θυμάμαι λίγα πράγματα.
Ένας καθετήρας, τον οποίο είχα ζητήσει, έκανε όλη τη «δουλειά». Χρειάστηκαν περίπου δέκα λεπτά για να εμφανιστεί το μικροσκοπικό κεφαλάκι της μπέμπας μας! Επειδή όμως, όπως σας είπα, δεν θυμάμαι πολλά, ζήτησα από τον σύζυγό μου να μου περιγράψει ακριβώς τι είχε γίνει. Μου είπε ότι τα τελευταία δύο τρία λεπτά, έλεγα στον γιατρό ότι θέλω να κάνουμε επισκληρίδιο, λόγω πόνων και εκείνος είπε ότι γεννούσαμε και δεν προλαβαίναμε για κάτι τέτοιο. Παρεμπιπτόντως, αυτό το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού ποτέ δεν το κατάλαβα.
Στη μνήμη μου έχω τον εαυτό μου να είναι στο κρεβάτι του χειρουργείου, ενώ όλος ο χώρος ήταν γεμάτος πράσινο χρώμα. Απέναντι μου ένα μικρό, υπέροχο πλασματάκι να το κουνάει ο γιατρός να κλάψει και μετά να το βάζει απαλά στην αγκαλιά μου, έχοντας πάνω του ό,τι θύμιζε την κοιλιά της μανούλας. Δεν θυμάμαι πόσο ήταν η διάρκεια της ολοκλήρωσης της διαδικασίας, ούτε αν πόνεσα ή όχι, καθώς όλη την ώρα χάιδευα το απαλό σωματάκι της και απολάμβανα τη μωρουδίστικη μυρωδιά της.
Έτσι, όταν κάποιες φορές με ρωτάνε αν πόνεσα, δεν ξέρω τί να απαντήσω! Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι η στιγμή που κράτησα στην αγκαλιά μου τη μικρούλα μας ήταν μοναδική και δεν σκέφτομαι κανένα πόνο και καμιά δυσκολία που ίσως πέρασα. Αναμφίβολα και να γύριζε ο χρόνος πίσω, πάλι το ίδιο θα ήθελα να ζήσω, ώστε να κρατήσω στην αγκαλιά μου την υπέροχη κόρη μας!
The butterfly’s touch