,

Το Χριστουγεννιάτικο Ψωμί

«Γιαγιά, γιατί τον παππού τον έλεγαν Αϊ-Φούρναρη;» ρώτησε η Ναταλία τη γιαγιά της, όταν την πήρε από το σχολείο.

Η γιαγιά Καλλιόπη κοίταξε χαμογελώντας τον ουρανό εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Εκείνη τη μέρα, στο σχολείο του χωριού που πήγαινε η μικρή Ναταλία, μοίρασαν γλυκά ψωμάκια με τη συνταγή του Αϊ-Φούρναρη. Ένα κοριτσάκι είπε στη Ναταλία ότι ήταν η συνταγή του παππού της.

«Όντως, έτσι τον φώναζαν. Ήμουν μικρό κοριτσάκι όταν τον γνώρισα και όλοι τον φώναζαν με το όνομά του. Αργότερα όμως συνέβη κάτι μαγικό και κανείς δεν τον είπε ξανά Παντελή».

Η Ναταλία περίμενε ανυπόμονα στο κατώφλι του σπιτιού της μέχρι να ανοίξει την πόρτα η μαμά της. Η Ζωή φορούσε ένα ριχτό φόρεμα και είχε ανέμελα τα μαλλιά της. Έβαλε το δάχτυλο μπροστά από το στόμα για να τις προειδοποιήσει ότι το μωρό κοιμόταν.

«Μανούλα», ψιθύρισε η Ναταλία και έπεσε στην αγκαλιά της.

«Αγάπη μου, πλύνε τα χεράκια και γρήγορα στο τραπέζι, τώρα που είναι ζεστό το φαγητό» είπε στην κόρη της. «Ήταν καλή στο σχολείο σήμερα;» ρώτησε την πεθερά της.

Η γιαγιά Καλλιόπη έδειξε περήφανη στη νύφη της τις ασκήσεις της μικρής. Έβγαλε το μαύρο μαντήλι από τα μαλλιά της και πήγε στην κουζίνα.

«Πρόλαβα;» ξεπρόβαλλε βιαστικός ο άντρας της κρατώντας ένα ταλαιπωρημένο τριαντάφυλλο. Έβγαλε το καλιμαύχι και το κρέμασε στον καλόγερο.

«Ναι, γλυκέ μου, μόλις θα τρώγαμε. Βολέψου, ήρθε και η μικρή με τη μαμά σου» είπε και τον φίλησε τρυφερά.

Έκαναν όλοι μαζί προσευχή πάνω από τη μυρωδάτη σούπα και ο μπαμπάς μοίρασε φουρνιστό ψωμί σε όλους.

«Είναι με τη συνταγή του παππού Παντελή;» ρώτησε η Ναταλία.

«Όχι, κορίτσι μου, είναι φτιαγμένο με τη συνταγή του νέου φούρναρη», απάντησε ο μπαμπάς της.

«Γιαγιά, θα μου πεις την ιστορία του παππού;» παρακάλεσε η Ναταλία.

«Φυσικά! Λοιπόν, πριν πολλά πολλά χρόνια, ο παππούς παντρεύτηκε τη γιαγιά και αναλάβαμε το φούρνο του χωριού. Εκείνα τα χρόνια ήταν φτωχά και δουλεύαμε σκληρά για να επιβιώσουμε. Είχα τον μπαμπά σου μικρό, μερικά χρόνια πιο μεγάλο από το αδερφάκι σου πρέπει να ήταν, όταν ξέσπασε μια φριχτή πυρκαγιά στο χωριό. Πολλά σπίτια καταστράφηκαν αλλά ευτυχώς κανένας άνθρωπος ή ζώο δεν κινδύνεψε».

«Ούτε εσύ, γιαγιά;».

«Ούτε εγώ, κορίτσι μου. Ήμασταν μακριά από το σημείο της φωτιάς. Αλλά ένα μεγάλο μέρος του χωριού χάθηκε. Θυμάμαι πόσες οικογένειες προσπάθησαν να πάνε στην πόλη για να βρουν δουλειά».

«Είχε πιάσει και εκείνη η ξηρασία μετά, σωστά;»

«Σωστά, Ζωή» συμφώνησε η γιαγιά Καλλιόπη.

«Και τρώγατε σούπες όπως εμείς σήμερα, γιαγιά;»

«Όχι», γέλασε. «Σήμερα τρώμε σούπα γιατί μεθαύριο είναι Χριστούγεννα και θα πάμε στην εκκλησία να κοινωνήσουμε. Τότε τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε».

«Και μετά, γιαγιά;»

«Μετά ήρθε η ξηρασία, όπως είπε και η μαμά σου. Περιμέναμε ένα θαύμα για να ορθοποδήσουμε. Και έφτασαν Χριστούγεννα, καλή ώρα, και δεν έμπαινε ψυχή στον φούρνο. Παραμονή Χριστουγέννων και ο παππούς σου είχε βάλει τα μελομακάρονα στις πιατέλες, τους κουραμπιέδες με την άχνη και τα γιορτινά κέικ. Αυτή ήταν η τελευταία μας ελπίδα. Αν δεν τα πωλούσαμε κι αυτά, θα έκλεινε ο φούρνος. Όμως οι άνθρωποι δεν είχαν λεφτά πια, δεν ήταν φορτωμένες οι ελιές, τα δέντρα δεν είχαν καρπούς. Από τη στεναχώρια του ο παππούς Παντελής μπήκε να κάνει μια τελευταία συνταγή. Τα Χριστουγεννιάτικα γλυκά ψωμάκια. Καθόμουν λυπημένη στο κατώφλι του φούρνου κι έκλαιγα όταν τα μύρισα και ζωντάνεψε το μέσα μου. Μια γλυκιά μυρωδιά, κανέλα, πορτοκάλι, σταφίδες, η μυρωδιά των παιδικών χρόνων, η μυρωδιά της ευτυχίας. “Τι είναι αυτά;” ρώτησα τον παππού σου βλέποντας τα ολοστρόγγυλα ψωμάκια. “Μυστικό!” μου είπε.

«Και πώς ήξερε η συμμαθήτρια μου ότι τα ψωμάκια που μας μοίρασαν σήμερα στο σχολείο ήταν του παππού;» ρώτησε η Ναταλία και βούτηξε ένα κομμάτι ψωμί στη σούπα.

«Θα μάθεις αμέσως, Ναταλία μου. Λοιπόν, μόλις τα ψωμάκια κρύωσαν, ο παππούς τα πήρε ένα ένα και τα τύλιξε, πήρε και τα μελομακάρονα και τα κέικ και τους κουραμπιέδες και πήγε στο σπίτι του παπά Κωνσταντίνου. Και πήγανε στο εκκλησάκι και κάνανε παράκληση στην Παναγία και όταν βγήκαν από εκεί μέσα ήταν άλλοι άνθρωποι, αλλιώτικοι, σοκαρισμένοι. Έλαμπαν τα μάτια του παππού σου λες και είδε όλη την ομορφιά του κόσμου εκείνη τη μέρα. Κίνησαν με τον παπά Κωνσταντίνο και μοίρασαν τα γλυκά σε όλο το χωριό. Ο παππούς να κρατάει τις μοσχομυριστές σακούλες και ο παπάς με το πετραχήλι τους διάβασε όλους. Ξέρεις, μικρή μου, ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει ένα σταυρό. Και όταν του δώσεις αγάπη μπορεί να του αλλάξεις τη ζωή. Το πιστεύεις; Εγώ το είδα με τα μάτια μου. Τα ψωμάκια του παππού βοήθησαν ένα ολόκληρο χωριό να χαρεί ξανά και να γιορτάσει τη Γέννηση του Θεανθρώπου».

Τα πιάτα μαζεύτηκαν από το τραπέζι και στρώθηκε ξανά το λευκό τραπεζομάντηλο. Τα μπολ με τα γλυκά μπήκαν στη θέση τους.

«Θυμάμαι τη μέρα που σκοτείνιασε ο ουρανός» είπε χαμηλόφωνα ο μπαμπάς της Ναταλίας. «Άνοιξαν οι ουρανοί και έκανε τέτοια μπόρα που έφτιαξαν όλα. Ευλογημένη μέρα. Έτσι το ένα έφερε το άλλο και μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα τρώγαμε ξανά κανονικό φαγητό» αναστέναξε.

«Πω πω!» αναφώνησε η Ναταλία που κάθισε στον καναπέ με τη μαμά της να της πλέξει τα μαλλιά πλεξούδα.

«Τα ψωμάκια του παππού, που είχαν ενώσει τους κατοίκους του χωριού, είχαν γίνει τόσο διάσημα που έρχονταν και από την πόλη για να τα αγοράσουν. Τότε άνοιξε και το πανδοχείο και το βιβλιοπωλείο και πόσα μαγαζιά που δεν είχαμε πριν. Και έκανε έργο ο παπά Κωνσταντίνος και έχτισε ξανά τα σπίτια των ενοριτών του και έκανε εράνους και έγιναν όλα καινούργια», είπε η γιαγιά κουνώντας ζωηρά τα χέρια της στον αέρα.

«Ένωσε πόλεις και χωριά ο παππούς και ο παπάς», σχολίασε η Ζωή και η μικρή Ναταλία γούρλωσε τα μάτια.

«Ήξερε ο παππούς ότι αυτό έπρεπε να κάνει. Ήξερε ότι όλα θα πάνε καλά. Το έλεγε από τη στιγμή που τελείωσε η παράκληση. Όλα μου τα είχε πει έτσι ακριβώς όπως έγιναν», δάκρυσε η γιαγιά.

«Και του έμεινε το Αϊ-Φούρναρη από τότε», χαμογέλασε η Ζωή και πήρε αγκαλιά την Ναταλία.

«Και εσύ μπαμπά, γι’ αυτό έγινες παπάς;»

«Ναι, γλυκιά μου, θέλω να βοηθάω τους ανθρώπους με τη δύναμη του Θεού».

«Μα τί μυρίζει έτσι ωραία;»

«Είναι έτοιμο!» φώναξε η γιαγιά και πετάχτηκε από την καρέκλα. Έτρεξε και άνοιξε το φούρνο για να ελευθερώσει τη μυρωδιά των παιδικών της χρόνων, τη μυρωδιά της ευτυχίας, τη μυρωδιά του αείμνηστου φούρναρη.

«Το φτιάξαμε με τη γιαγιά σου όταν ήσουν στο σχολείο».

«Το Χριστουγεννιάτικο ψωμί του παππού!» χοροπήδησε από τη χαρά της η Ναταλία που αναγνώρισε τη μυρωδιά.

Η συνταγή είχε ένα και μοναδικό μυστικό. Την αγάπη.

 

Αφιερωμένο στη μαμά του άντρα μου που μου είπε αυτές τις δέκα λέξεις : «Γράψε για έναν φούρναρη που μοίρασε χριστουγεννιάτικο ψωμί στους φτωχούς».

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: