,

Το παλιό εκκρεμές

Το σπίτι έμοιαζε σχεδόν απειλητικό, έτσι όπως το έβλεπες απ’ τη μεριά της θάλασσας. Είμαι εδώ ή μάλλον είμαστε εδώ μετά από 18 χρόνια. Παρά τα έντονα σημάδια της φθοράς το σπίτι παραμένει περήφανο έτσι όπως στέκεται στον ψηλό βράχο. Από κάτω μια μικρή παραλία. Αυτή που μας φιλοξενούσε όλα σχεδόν τα παιδικά και εφηβικά καλοκαίρια. Το παλιό διώροφο σπίτι του παππού στο νησί. Τώρα όμως είναι καταχείμωνο. Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Και δεν είμαστε πλέον παιδιά. Ο παππούς μας κοιτάζει πια μόνο μέσα απ’ τη μεγάλη φωτογραφία στη τραπεζαρία κι οι περισσότεροι απ’ τη προηγούμενη γενιά έχουν φύγει.

Ξαφνιάστηκα όταν μου τηλεφώνησε ο μεγάλος. Είχε έρθει πρόσφατα απ’ το εξωτερικό και πρότεινε να βρεθούμε όλοι μαζί πάλι εκεί για τις γιορτές. Για τελευταία φορά, όπως είπε, πριν πουληθεί το σπίτι. Γιατί να θέλει να πάμε εκεί μες στο καταχείμωνο; Απ’ τη μια η εποχή δεν βοηθάει κι απ’ την άλλη, αν κι έχουν περάσει αρκετά χρόνια υπάρχουν ακόμη δαίμονες που μας στοιχειώνουν.

Όμως όλοι αποδεχτήκαμε την πρόσκληση, ίσως γιατί είχαμε να βρεθούμε έτσι όλοι μαζί, από τότε, το τελευταίο εκείνο καλοκαίρι πριν 18 χρόνια. Μεγαλώσαμε πλέον και ο καθένας μας έχει πάρει τον δρόμο του. Τότε ήμασταν πιτσιρίκια, παιδιά ακόμη, όλοι εγγόνια του παππού, αδελφοξάδελφα μεταξύ μας. Το τελευταίο εκείνο καλοκαίρι ο μεγάλος ήταν 18 χρονών, άντρας σχεδόν και ο μικρότερος, ο ντελικάτος 14, προσπαθούσε ακόμη να πετάξει τα ξέφτια της παιδικότητας από πάνω του. Τώρα, ο μεγάλος, επιτυχημένος χρηματιστής στην Αμερική, έρχεται αραιά και που στην Ελλάδα πια, ο μεσαίος, εγώ, καθηγητής σε γυμνάσιο, η αδελφή μου γυμνάστρια, το μοναδικό θηλυκό, αλλά και το πειραχτήρι της συντροφιάς. Τέλος ο μικρός, ο ντελικάτος, ο μοναδικός καλλιτέχνης της οικογένειας, μουσικός εν εξελίξει, που μοιράζει πλέον τον χρόνο του σε συναυλίες και περιοδείες ανά τον κόσμο. Έτσι μας ξεχωρίζανε και παλιά, όχι με τα ονόματά μας. Πώς όμως συνωμότησε το σύμπαν, ώστε όλοι να μπορούμε να βρεθούμε εκεί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Μάλλον ήρθε η στιγμή που πρέπει να κοιτάξουμε το παρελθόν μας κατάματα. Μια για πάντα.

Ο καιρός απ’ το πρωί όλο κι αγριεύει. Ακούμε τον αέρα να ουρλιάζει απ’ έξω αλλά εμείς ασφαλείς με το τζάκι να καίει απ’ το πρωί δεν χαμπαριάζουμε. Οι παλιές καρέκλες, τα ξύλινα πατώματα που τρίζουν, οι φωτογραφίες στους τοίχους. Το κόκκινο βάζο στο τραπέζι – «προσοχή είναι μουράνο» έλεγε η γιαγιά -, όλα είχαν να μας θυμίσουν πολλές ιστορίες. Σημάδια στους τοίχους, σημάδια στις ψυχές μας.

Το τραπέζι είναι έτοιμο, στρωμένο με τις καλές πορσελάνες της γιαγιάς κι η αδελφή μου απ’ το πρωί κάνει τα μαγικά της στην κουζίνα. Το σπίτι μυρίζει καμένο ξύλο και μαγειρεμένα φαγητά.

Το παλιό εκκρεμές χτύπησε δέκα φορές όταν καθίσαμε στο τραπέζι. Με πολλά γέλια και πονηρά βλέμματα ξαναθυμόμαστε τις περιπέτειές μας αλλά όλοι αποφεύγαμε να θίξουμε το επίμαχο θέμα. Τι έγινε ακριβώς εκείνο το τελευταίο καλοκαίρι; Έτσι διατηρούσαμε μια επισφαλή χαρούμενη διάθεση και η αδελφή μου σαν πειραχτήρι που ήταν πάντα, έβαζε τα δυνατά της να τη συντηρήσει. Ξαφνικά μια δυνατή βροντή μας έκοψε τα γέλια. Σχεδόν ταυτόχρονα τρεμόπαιξαν τα φώτα. Κοιταχτήκαμε αλαφιασμένοι.

«Να δεις που θα σβήσουν τα φώτα!» είπε ο μικρός έχοντας στο χέρι το μόνιμο αξεσουάρ του, το κινητό.

«Ας ανάψουμε και τα κεριά!» πρότεινε η αδελφή μου.

Τέλεια ιδέα. Θα φτιάξουμε κι ατμόσφαιρα. Χαλαρώσαμε λιγάκι και συνεχίσαμε το φαγητό. Ο κρότος ενός κεραυνού που έπεσε κάπου κοντά, μας έκανε να αναπηδήσουμε απ’ τις καρέκλες μας. Τα φώτα ξανατρεμόπαιξαν μια – δυο φορές και μετά έσβησαν τελείως. Το σπίτι φωτιζόταν τώρα μόνο απ’ τα κεριά και το τζάκι. Έξω, εκτός απ’ τον αέρα, μια καταρρακτώδης βροχή μαστίγωνε το σπίτι.  Στο τραπέζι απόλυτη σιγή. Τα πρόσωπα τραβηγμένα και τα μάτια ανήσυχα γυρόφερναν τον έναν και τον άλλον. Ακουγόταν μόνο το τσιτσίρισμα της φωτιάς και τα τριξίματα απ’ τα ξύλινα δάπεδα. Το παλιό ρολόι χτύπησε έντεκα φορές.

«Τι ιδέα κι αυτή; Πρωτοχρονιά στη μέση του πουθενά; Ούτε τα κινητά δεν πιάνουν εδώ!» πετάχτηκε μουτρωμένος ο μικρός.

«Να πούμε τρομαχτικές ιστορίες; Λέτε να κυκλοφορεί το φάντασμα του παππού εδώ;» πρότεινε η αδελφή μου σε μια φιλότιμη προσπάθεια να διασκεδάσει την κατάσταση.

«Ούτε να το σκέφτεσαι!» Με μια φωνή απαντήσαμε οι υπόλοιποι.

Τα κεριά έκαναν αλλόκοτες κινούμενες σκιές στους τοίχους και ο θόρυβος της καταιγίδας απ’ έξω μπορεί να ευνοούσε τις τρομαχτικές ιστορίες αλλά δεν ευνοούσε τα νεύρα μας.

«Μήπως είναι καλύτερα να μιλήσουμε για το τελευταίο καλοκαίρι;», δεν κρατήθηκα εγώ.

«Μη τα σκαλίζεις τώρα!»

Ο μεγάλος με κάρφωσε με τα μάτια του αλλά δεν είπε τίποτα.

«Ελάτε τώρα! Ας παραδεχτούμε ότι όλοι αυτό σκεφτόμαστε απ’ τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας εδώ. Μας στοιχειώνει ακόμα εκείνο το καλοκαίρι. Δεν πρέπει κάποια στιγμή να πάρουμε απαντήσεις;»

«Αυτό ξαναπές το! Απ’ την ώρα που βρέθηκα εδώ όλο εκεί πάει το μυαλό μου»

«Δεν ήταν και λίγο. Από τότε έχουμε να έρθουμε στο νησί! Δεν ξέρουμε και πολλά. Οι γονείς μας φρόντισαν γι’ αυτό. Αυτά που ξέρω εγώ είναι: ένας νεκρός Δήμαρχος και μια αδικαιολόγητη απουσία κάποιου το βράδυ του φόνου», επέμεινα εγώ κοιτώντας κατάματα τον μεγάλο, ο οποίος συνέχιζε να κρατά το στόμα του κλειστό.

«Το ότι βρέθηκε νεκρός ο Δήμαρχος το θυμόμαστε όλοι. Μαχαιρωμένος. Το θυμάμαι καλά. Μου είχε κολλήσει τότε το “μαχαιρωμένος” γιατί είχαμε και τη γιαγιά που μέρες πριν γκρίνιαζε που δεν έβρισκε το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας, αλλά για ποιά απουσία λες;»

Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα. «Μεγάλε, βλέπω ότι εσύ δε λες τίποτα. Για να δούμε αν θα πεις κάτι τώρα. Ο Δήμαρχος είχε μια πολύ νέα γυναίκα, όχι πολύ μεγαλύτερή μας. Και πολύ όμορφη. Δεν μπορεί να μη τη θυμάστε. Περπατούσε και στέναζαν τα καλντερίμια. Όλοι οι αρσενικοί κάτοικοι του νησιού τη γλυκοκοίταζαν. Ήταν ο τύπος που άναβε φωτιές στο πέρασμά της. Κι αυτά τα μάτια της! Όλο φλόγα κι αμαρτωλές υποσχέσεις.»

«Ναι την θυμάμαι κι εγώ όπως κι όλοι φαντάζομαι. Πως την έλεγαν να δεις… είχε ένα παράξενο όνομα.»

«Εριφύλλη!» για πρώτη φορά μετά από ώρα ακούστηκε ο μεγάλος.

«Μπράβο! Εριφύλλη!»

«Ακούγονταν ιστορίες για την Εριφύλλη, οι πιο πολλές στη φαντασία των ζηλόφθονων υποθέτω. Ξέρετε πώς είναι σε μια μικρή κοινωνία. Οι κακοήθειες πάντα υπάρχουν», συνέχισα εγώ.

Ο μεγάλος δεν με κοίταζε πιά. Κοιτούσε επίμονα το ποτήρι του λες και θα έβρισκε εκεί τη σοφία του κόσμου.

«Πάντα με τον μεγάλο ήμασταν κολλητοί. Με ένα χρόνο διαφορά στην ηλικία ήμασταν συνέχεια μαζί. Όχι όμως εκείνο το καλοκαίρι…». Γύρισα ευθέως προς τον μεγάλο. «Με απέφευγες. Έλειπες συχνά και για ώρες με διάφορες δικαιολογίες. Δεν μιλάγαμε πια. Ούτε για μπάνιο δεν καταδεχόσουν να έρθεις μαζί μας».

«Είχα μεγαλώσει. Ήμουν 18 χρονών και δεν είχα κέφι για βλακείες και παιδικά καμώματα».

«Εγώ όμως ένιωθα παραμελημένος, προδομένος κατά κάποιο τρόπο. Έτσι ένα βράδυ σε πήρα στο κατόπι και σας είδα. Αγκαλιασμένους. Εσένα και την Εριφύλλη.»

«Έτσι έμαθες το μυστικό μου. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν μπορούσα να σου μιλήσω; ‘Έπρεπε να είμαστε πολύ προσεχτικοί. Σκέψου το σκάνδαλο!».

«Το βράδυ το φόνου, πάλι έλειπες!» συνέχισα ακάθεκτος. «Ποτέ δεν μάθαμε που ήσουν. Την επόμενη μέρα, βρέθηκε μαχαιρωμένος ο Δήμαρχος. Κι η μάνα σου σε πήρε άρον άρον και φύγατε απ’ το νησί με το πρώτο πλοίο. Ακολουθήσαμε κι εμείς αλλά ώσπου να γυρίσουμε στην Αθήνα εσείς είχατε ήδη φύγει για το εξωτερικό».

«Ξέρατε ότι με είχε δεχτεί ένα Πανεπιστήμιο στην Αμερική κι ότι θα έφευγα».

«Όχι όμως απ’ τον Αύγουστο! Γιατί βιάστηκες να φύγεις;»

«Με κατηγορείς για κάτι;»

«Γιατί δεν απαντάς ευθέως; Καλύπτεις τον εαυτό σου ή κάποιον άλλον;»

«Ξάδελφε η φαντασία σου οργιάζει. Ναι, είχαμε σχέσεις με την Εριφύλλη και ναι εκείνο το βράδυ είμασταν μαζί. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το αναφέρουμε αν και ήταν το άλλοθι μας. Αν άρχιζε τις ανακρίσεις η αστυνομία θα έβγαιναν όλα στη φόρα και θα σπιλώνονταν υπολήψεις. Έτσι η Εριφύλλη χρησιμοποίησε σαν άλλοθι την ξαδέλφη της, αυτή που έτσι κι αλλιώς της έκανε πλάτες όταν βγαίναμε μαζί, κι εγώ… το ξέρετε, με πήρε η μάνα μου και φύγαμε. Αν και πιστεύω ότι τελικά θα φαινόταν ότι δεν είχαμε καμία σχέση με το φόνο, φαντασθείτε το σκάνδαλο. Εξ άλλου μετά από σύντομο διάστημα, μας ενημέρωσε ο παππούς ότι είχε πιαστεί ο δολοφόνος με το όπλο του φόνου. Ένας τουρίστας-πρεζόνι ήταν, που μπήκε μέσα για να κλέψει. Τον πήρε είδηση ο Δήμαρχος, έγινε πάλη κι ο τουρίστας έβγαλε στιλέτο. Στιλέτο, όχι κουζινομάχαιρο». Ο μεγάλος σ’ αυτό το σημείο κοίταξε ειρωνικά την αδελφή μου, «τον σκότωσε με τρεις μαχαιριές. Μου κάνει εντύπωση πώς δεν τα μάθατε αυτά!».

«Σου είπα, ποτέ κανείς δεν ξαναμίλησε για εκείνο το καλοκαίρι. Οι γονείς θα ήξεραν αλλά ποτέ δεν μας είπαν τίποτα. Ούτε ξέρουμε τι απέγινε η Εριφύλλη».

Ο μεγάλος μειδίασε. «Περιμένω λοιπόν τις συγγνώμες σας που με κατηγορήσατε ως δολοφόνο και με καταδικάσατε κι από πάνω». Ξαφνικά γέλασε δυνατά. «Ευτυχώς που κανένας σας δεν έγινε δικηγόρος ή εισαγγελέας». Δίστασε λίγο και συνέχισε «τώρα που το σκέφτομαι και σαν ντεντέκτιβ αποτυχημένοι θα ήσασταν».

Χαμηλώσαμε όλοι το κεφάλι και όσες φιλότιμες προσπάθειες και να κάναμε δεν μπορούσαμε να συμμεριστούμε την εύθυμη διάθεση του μεγάλου.

Το παλιό εκκρεμές σήμανε 12 φορές. Η αδελφή μου σήκωσε το ποτήρι της κι ευχήθηκε για την νέα χρονιά. Αυτόματα υψώσαμε όλοι τα ποτήρια μας. Την ίδια στιγμή ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στη πόρτα. Με ήρεμες κινήσεις, ο μεγάλος μου ξάδελφος σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα. Μια γυναικεία φιγούρα κουκουλωμένη μέχρι τ’ αυτιά μπήκε μέσα στάζοντας. Μόνο τα μάτια της ξεχώριζαν. Μάτια που ακόμα έβγαζαν φωτιές και σκορπούσαν υποσχέσεις.

«Άργησες!» είπε ο μεγάλος.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: