Στα σαράντα της χρόνια, πόσες φορές την είχε δει; Πέντε; Έξι; Μπα, πολλές είναι! Σίγουρα τρεις, μία από αυτές έχει αποτυπωθεί σ’ εκείνη τη φωτογραφία. Είναι δύο χρονών και την αγκαλιάζει η θεία μπροστά στον Λευκό Πύργο. Και γελάει! Και οι δυο τους! Η θεία είναι όμορφη, σπινθηροβόλο βλέμμα, μελαχρινή, με μοντέρνο μαλλί καρέ με φράντζα. Έχει γονατίσει και τη σφίγγει στην αγκαλιά της. Η ανιψιά φοράει ένα κόκκινο φόρεμα και κρατάει μια κούκλα. Ποιoς της είχε χαρίσει αυτή την κούκλα με τις ξανθιές μπούκλες; Ίσως η θεία. Αυτό ήθελε να πιστεύει. Της άρεσε εκείνη η πολύχρωμη φωτογραφία. Πού και πού τη χάζευε ξεφυλλίζοντας το οικογενειακό άλμπουμ, στο σκοτεινό σαλόνι του πατρικού της.
Η θεία – τρίτη από τα πέντε αδέρφια της μητέρας της – έξυπνη και δυναμική, ετοιμόλογη και ελεύθερο πνεύμα, αποφασισμένη να φύγει από το χωριό τότε… αρχές δεκαετίας ’60 που δεν ήταν εύκολο. Έφυγε, σπούδασε οικονομικά και δούλευε στην εφορία. Στη Θεσσαλονίκη. Μακριά από το χωριό, από την πατρική οικογένεια, τον έλεγχο του παππού και των αδερφών. Τον έλεγχο; Μόνο μία φορά την είδε στο σπίτι των παππούδων της, στην κηδεία της γιαγιάς. Ήταν δώδεκα χρονών. Ήρθε το μεσημέρι, κάπνιζε και μιλούσε.. έλεγε τα δικά της, τι έλεγε άραγε; Απ’ όλα όσα άκουσε, θυμάται μόνο τη συζήτηση για το φαγητό. «Ναι, δεν του τα μαγειρεύω ποτέ. Τον εκδικούμαι!» ομολόγησε, ακούγοντας τις ευχαριστίες του θείου Βασίλη για τα κεφτεδάκια που τόσο του άρεσαν αλλά «δε μου τα μαγειρεύει κι ας ξέρει ότι είναι το αγαπημένο μου φαγητό». Σιωπή για λίγο, βλέμμα απλανές, ένα σαρκαστικό χαμόγελο και τσιγάρο στο χέρι, και μετά τα δικά της πάλι…
Ο θείος Βασίλης. Ο σύζυγος από καλή οικογένεια. Εφοριακός. Συνάδελφος. Ψηλός, αδύνατος – σχεδόν ξερακιανός – καλοντυμένος, απόμακρος. Καπνίζει με στιλ, σαν τους παλιούς αστέρες του κινηματογράφου. Αυτή η εικόνα τhς έρχεται στο μυαλό. Ταιριάζουν με τη θεία Σοφία. Ψηλοί, με… πώς το λένε; Αρχοντική όψη! Το σπίτι τους κάπου στη Μητροπόλεως, στον πάνω όροφο η χήρα μαμά και η αδερφή του. Αντιπαροχή. Μια παλιά αστική οικογένεια της Θεσσαλονίκης. Η θεία έμεινε έγκυος, όμως η αδερφή του δεν είχε ακόμα παιδιά και ζητήθηκε έκτρωση. Από την πεθερά. Πρώτα η κόρη της και όχι η νύφη. Η επιθυμία της έγινε, αλλά μια επιπλοκή ή κάτι τέτοιο… «Γιατί η θεία δεν έχει παιδιά;». Μισόλογα… Μια παλιά αστική οικογένεια, όχι άνθρωποι του χωριού. Στην πόλη ζουν, μια ώρα δρόμος από το χωριό. Πολύ μακριά από το πατρικό της, πολύ μακριά από τις ζωές τους.
Τελικά έμεινε για πάντα σ’ εκείνο το σπίτι, με τα πολλά βιβλία. Σε μια ανακαινισμένη, γκρίζα πολυκατοικία της δεκαετίας του εξήντα. Πολυώροφη με ψηλοτάβανα διαμερίσματα. Πόσα βιβλία! Η ανιψιά λατρεύει τα βιβλία! Τα κοίταζε μ’ ενδιαφέρον όταν της είχε πάει το προσκλητήριο του γάμου της. Γιατί την προσκάλεσε; Μα είναι η αδερφή της μητέρας της! Η θεία Σοφία. Πρέπει. Ψέματα! Κατά βάθος, θα ήθελε να την είχε γνωρίσει. Θα μιλούσαν για λογοτεχνία και ταξίδια. Θα ρουφούσε τις ιστορίες της από τη δουλειά της. Εκείνη την ημέρα της διηγήθηκε κάποιες από αυτές και γέλασαν πολύ. Άλλος άνθρωπος, άλλη διάθεση. «Πρόσεχε, μην μπερδευτείς με τα κουδούνια. Δε θέλω να χτυπήσεις της κουνιάδας μου», της είχε πει στο κινητό όταν την ενημέρωσε ότι θα την επισκεπτόταν. Τι θα γινόταν αν μπερδευόταν; Το πολύ-πολύ θα μιλούσε στο θυροτηλέφωνο με την ίδια ή τις κόρες της, τις ανιψιές του θείου. Ε, και; Γιατί, τελοσπάντων, η θεία έμεινε σ’ αυτό το σπίτι και το στοίχειωσε με το θυμό της; Με την οργή της; Με τη ζωή της; Εκδίκηση; Συνήθεια; Αδυναμία; Φόβος για το άγνωστο; Αγάπη;
Κάπου κάπου τη σκέφτεται. Τώρα που δεν είναι πια είκοσι, τώρα μετά τα παιδιά, τώρα μετά την αρρώστια που της πήρε την όποια σιγουριά. Τώρα που χτίζει τα δικά της τείχη – ή έτσι νομίζει – όπως λέει εκείνο το τραγούδι, που δεν της αρέσει, αλλά το σιγοτραγουδά όταν το ακούει:
… Οι ελεύθεροι κι ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές.
Μες στα τείχη που ‘χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει τις μεγάλες του στιγμές…
Ποτέ ως παιδί δεν είχε καταλάβει αυτούς τους στίχους. Γιατί οι ελεύθεροι κι ωραίοι χτίζουν φυλακές για να ζήσουν τις μεγάλες τους στιγμές; Μήπως εγκλωβίζονται οι ίδιοι μέσα στα ίδια τους τα τείχη; Μήπως στ’ αλήθεια θυσιάζουν ό,τι πιο αγαπημένο για να στεριώσουν τα τείχη; Όπως η γυναίκα του πρωτομάστορα σ΄ εκείνο το παράξενο δημοτικό τραγούδι που μάθαιναν στο σχολείο, στο Γιοφύρι της Άρτας. Την έχτισε ο αγαπημένος της, ο πρωτομάστορας, για να στεριώσει το γιοφύρι. Θυσίασε τη ζωή της και τη δική του.
Η μητέρα της δεν έχτισε ποτέ κανένα τείχος. Αν υπήρχε, θα το είχε γκρεμίσει! Η μητέρα είχε ανοιχτή την πόρτα για όλους όσους το ζήτησαν. Ψηλή, όχι αδύνατη, με κοντό μαλλί. Δεν τη θυμάται με άλλο κούρεμα. Μεγάλα λαμπερά μάτια. Δυναμική και αγχώδης. Τελειομανής. Πάντα εκεί για όλους… αλλά οι όλοι, όχι εκεί για τη μητέρα. Απογοήτευση. Τώρα πια έχει μάθει να κοιτάζει προσεκτικά την πόρτα. Πάντα γλυκιά, κάποτε αυστηρή στη μοναχοκόρη, πάντα μαμά. Νέα δεν ταξίδευε πολύ, φρόντιζε τους παππούδες. Τώρα διαβάζει και πάντα μαγειρεύει, ξεσκονίζει, τακτοποιεί το σπίτι, τη ζωή και της αναμνήσεις της. Και θέλει να ταξιδεύει. Νόμιζε ότι τη γνώριζε, αλλά τώρα πια δεν είναι σίγουρη. Τώρα πια δεν είναι σίγουρη για πολλά. Τώρα πια είδε ότι η μαμά μπορεί να είναι και γυναίκα. Τώρα πια μπορεί και η ίδια να ενηλικιώθηκε. Τώρα πια…
Είναι δυνατόν ένα τυπικό τηλεφώνημα, να προκάλεσε τόσες σκέψεις, να ξύπνησε τόσες αναμνήσεις; Κατάλαβε αμέσως τη φωνή της. Φωνή έφηβης. «Καλά Χριστούγεννα και σ’ εσένα θεία». Άργησες δεκαετίες. «Ναι, έχω τρία παιδιά. Ναι, ο μεγάλος στην έκτη δημοτικού…». Ξέρεις τα ονόματά τους; Αμηχανία. «Χάρηκα που σ’ άκουσα. Χαιρετισμούς στον θείο». Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Λένε ότι μοιάζει στη μητέρα της. Η μητέρα της, έμοιαζε πολύ με τη γιαγιά της. Δύσκολη γυναίκα η γιαγιά της. Κουρασμένη γυναίκα. Η θεία της πίστευε πάντα ότι δε μοιάζει στη γιαγιά. Η θεία της πίστευε πάντα ότι δε μοιάζει ούτε στην αδερφή της. Γιατί κοιτάζεται τόσην ώρα στον καθρέφτη; Μια βαθιά ρυτίδα χαρακώνει το μέτωπό της και δεν μπορεί να την κρύψει. Ε, και; Μεγαλώνει. Κάνει τόσα πράγματα. Κάνει τόσα πολλά. Κάνει αυτό που θέλει. Κάνει αυτό που θέλει; Κάνω αυτό που θέλω; Θα ορκιζόταν ότι φευγαλέα είδε το είδωλό της στον καθρέφτη αλλόκοτο. Ρίζες να βγαίνουν από το ξύλινο πάτωμα και ν’ αγκαλιάζουν το σώμα της! Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και πρόσθεσε κόκκινο κραγιόν στα λεπτά της χείλη. Και μάσκαρα, για να τονίσει τις βλεφαρίδες της! Έχει υπέροχες βλεφαρίδες· έτσι λένε όλοι. Ήταν ώρα να στρώσει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
(Καβάφης, Τείχη)
The BluezGuest