,

Δεύτερη μάνα

Η βαριά  ξύλινη πόρτα γκρίνιαξε παραπονιάρικα, καθώς την έσπρωχνε βαριεστημένος ο Γιάννος, μα ίσα που ακούστηκε μέσα στην τόση φασαρία. Η μυρωδιά της μούχλας ανακατεμένης με ούρα και ξινισμένο γάλα πέρασε απαρατήρητη. Χωρίς να δώσει σημασία στον Τάκη, που είχε κάτσει πάνω στην κοιλιά του Μάνου και του έχωνε φάπες, ενώ εκείνος προσπαθούσε να προστατευθεί σε μια γωνιά, προχώρησε προς το μικρό τραπέζι στο κέντρο του δωματίου δρασκελίζοντας πάνω από το μικρό Ασημάκη, που έκλαιγε γοερά. Τράβηξε μια καρέκλα, που έβγαλε ένα ανατριχιαστικό σκούξιμο, καθώς σερνόταν πάνω στο πέτρινο δάπεδο και κάθισε βαριά μπροστά από ένα πιάτο, που ήταν σκεπασμένο μ΄ένα δεύτερο. Το ξεσκέπασε και άρχισε να τρώει συνοφρυωμένος τις παγωμένες φακές, ενώ τα δυο μεγαλύτερα αγόρια ξεκίνησαν να κυνηγιούνται ουρλιάζοντας, βρίζοντας και κλαίγοντας γύρω γύρω από το τραπέζι. Ο Γιάννος σηκώθηκε τραβώντας την καρέκλα που τσίριξε ακόμα μια φορά, σήκωσε το μικρό παιδί που από το πολύ κλάμα είχε λόξυγγα, του σκούπισε τις μύξες με το μανίκι του και προσπάθησε να το παρηγορήσει χτυπώντας το μαλακά και ρυθμικά στην πλάτη. Όταν επιτέλους το παιδί άρχισε να ηρεμεί, φώναξε με φωνή που δε σήκωνε αντιρρήσεις στους άλλους δύο που κυλιόντουσαν πάλι στο πάτωμα, «Για ύπνο, τώρα!». Τα αγόρια χώρισαν αμέσως, έτρεξαν και κουκουλώθηκαν κάτω από τις βρόμικες βελέντζες και συνέχισαν τον καβγά τους κάτω από τα σκεπάσματα. Ο Γιάννος έβαλε και τον μικρό Ασημάκη δίπλα τους και κάθισε στην καρέκλα παρατηρώντας τ’ αγόρια, που κουρασμένα καθώς ήταν, τα πήρε αμέσως ο ύπνος. Ο μικρός Ασημάκης ρουφούσε τη μύτη του πού και πού, ο Μάνος είχε μια μεγάλη κοκκινίλα στο δεξί ωχρό μάγουλο του και το μόνο που μπορούσε να δει από τον Τάκη ήταν τα μακριά λιγδιασμένα μπουκλωτά μαλλιά του.

Ένα αίσθημα ανημποριάς τον τύλιξε. Έκρυψε το πρόσωπο του στις τραχιές παλάμες του και προσπαθούσε να καταπνίξει ένα λυγμό, όταν τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Η πόρτα άνοιξε και εισέβαλλε μέσα φουριόζα μια λιπόσαρκη ωχρή γυναίκα. 

«Έφαγες;» τον ρώτησε απότομα μα μ’ έγνοια. Εκείνος της έγνεψε καταφατικά αποφεύγοντας να την κοιτάξει. 

«Έχει ψωμί και γάλα να τους δώσεις αύριο. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ‘ρθω…», είπε με τιθασευμένη ένταση, μάζεψε τα πιάτα κι άρχισε να τα τρίβει με μανία. Σαν τελείωσε γύρισε κατά τον Γιάννο που ακόμα θωρούσε τ’ αγόρια. 

«Γιάννο, δεν μπορώ άλλο! Κουράστηκα…» ανήγγειλε με ύφος αυστηρό, μα ταυτόχρονα παραπονιάρικο, η Μαρία και ένιωσε το κουράγιο της να χάνεται. Άρχισε να σφουγγίζει νευρικά τα χέρια της στην ποδιά της, τα χείλη της ‘γίναν μια γραμμή και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Ο Γιάννος κοιτούσε μια νυφική φωτογραφία κρεμασμένη στραβά πίσω από το μεταλλικό κρεβάτι που κοιμόντουσαν τα παιδιά. Σηκώθηκε, έκανε το γύρο του κρεβατιού, την ίσιωσε με προσοχή και απέμεινε να χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας με στιλπνά μαύρα μαλλιά και μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια που τον κοίταζαν γελαστά. Η πόρτα τραγούδησε γκρινιάρικα και στο έμπα φάνηκε ένας λιανός άντρας μ’ ένα κατάμαυρο παχύ μουστάκι. Τους κοίταξε για λίγο εξεταστικά και έκανε μια άηχη ερώτηση με το βλέμμα του στην Μαρία. Εκείνη έσφιξε ακόμα περισσότερο τα χείλη της και του έγνεψε αρνητικά. Ο άντρας προχώρησε μερικά βήματα και στάθηκε αμήχανος μην παίρνοντας το βλέμμα του από τον Γιάννο, που κοιτούσε το κάδρο.

«Μαρία, σύρε, το μωρό τα ‘κανε και κλαίει». Η γυναίκα έφυγε φουριόζα χωρίς να κλείσει την πόρτα πίσω της. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε, που διακοπτόταν μόνο από τις βαριές ανάσες των αγοριών, που κοιμόντουσαν γαλήνια. Ο άντρας έκανε ένα ξερό ήχο προσπαθώντας να καθαρίσει το λαιμό του. Προχώρησε μερικά βήματα ακόμα, όταν επιτέλους ο Γιάννος γύρισε και τον κοίταξε. Ο άντρας κούνησε τα χέρια του νευρικά μην μπορώντας να αποφασίσει, αν θα τα βάλει στις τσέπες του παντελονιού του ή θα τ’ αφήσει να κρέμονται. Ο Γιάννος αποφάσισε να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση ρωτώντας αν θέλει να κάτσει για ένα τσίπουρο. Του έγνεψε αρνητικά. Στέγνωσε τις ιδρωμένες του παλάμες στα μπατζάκια του και όρθωσε το κορμί του. 

«Δεν μπορεί άλλο να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε με μαλακή φωνή.

 Ο Γιάννος έριξε μια φευγαλέα ματιά στα τρία παιδιά και του έγνεψε θετικά. Το πρόσωπο του έμοιαζε πρόωρα γερασμένο, με τα σβησμένα μάτια του χωμένα βαθιά πάνω από τα οστέινα μάγουλα του. 

«Η Μαρία δεν αντέχει άλλο. Ξέρεις είναι πάλι έγκυος…», κόμπιασε για λίγο και συνέχισε σε αμήχανο τόνο «και εσύ ξέρεις καλύτερα από όλους πόσο επικίνδυνο…» η φωνή του χάθηκε χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει. Σιωπή απλώθηκε πάλι. Ο Γιάννος είχε σκύψει το κεφάλι του και έπειτα από λίγο μουρμούρισε ένα «Δεν το ήξερα, καταλαβαίνω…». Σαν να πήρε θάρρος ο άντρας απέναντι του, πήρε μια βαθιά ανάσα και ύψωσε τη φωνή του. «Όχι, δεν καταλαβαίνεις! Δε γίνεται να συνεχίσει να σε βοηθά και να μεγαλώνει τα παιδιά σου! Έχει δικά της παιδιά, οικογένεια, σπίτι. Πρέπει να φροντίζει εμάς. Και εσύ, πρέπει να φροντίσεις τα παιδιά σου!» είπε τονίζοντας το σου. Ο Γιάννος κούνησε κουρασμένα καταφατικά το κεφάλι του.

 «Σταμάτα να κουνάς το κεφάλι σου. Βαρέθηκα να στα λέω και εσύ να κουνάς το κεφάλι σου. Η Φωτεινή πέθανε. Έχεις τρία παιδιά να φροντίσεις και δεν μπορείς μόνος! Δε γίνεται τα παιδιά να κυκλοφορούν βρόμικα και ατάιστα. Τέλος, πρέπει να το πάρεις απόφαση και να βρεις κάποια να το κάνει. Δε χρειάζεται να την αγαπήσεις…» είπε και βιάστηκε να συνεχίσει «Αύριο θα μιλήσω στην προξενήτρα και δε δέχομαι αντιρρήσεις. Αν δεν έχεις κάτι να πεις φεύγω…» είπε αποφασιστικά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. 

«Δήμο…»

«Τι;» έκρωξε απότομα εκείνος.

«Να μην μπορεί να κάνει παιδιά…»

«Τι;» τον ρώτησε ξαφνιασμένος

«Να μην μπορεί να κάνει παιδιά. Δε θέλω! Θέλω όμως μιά να τα αγαπάει»

«Θα βρούμε μια που ν’ αγαπάει τα παιδιά…»

«Και…»

«Και να μην μπορεί να κάνει παιδιά…» συμπλήρωσε ο Δήμος και βγήκε κλείνοντας με φόρα την πόρτα.

 

  Μια ζεστή φθινοπωρινή μέρα χτύπησε την πόρτα της Χρυσάφως μια γυναίκα με πλαδαρό πρόσωπο και αεικίνητα μάτια. Φορούσε ένα πολύχρωμο κεφαλομάντηλο και μια κλαρωτή ποδιά. Η κυρά Τασούλα, η προξενήτρα, είχε μια πρόταση να της κάνει. 

Χήρα ήταν, παρά το νεαρό της ηλικίας της και άκληρη η Χρυσάφω. Ήταν μόλις δεκαπέντε χρονών σαν παντρεύτηκε τον Κωνσταντή, ένα μικρό άβγαλτο λιγομίλητο κοριτσάκι με παιδικό στεγνό κορμί. Εφτά χρόνια παντρεμένη με το “καμάρι” του χωριού όπως διαλαλούσε η μάνα του, μια χαρά δεν έζησε, ένα φιλί και μια αγκαλιά δε γεύτηκε. Ο Κωνσταντής, θεός σχωρέστον γι’ αυτήν ήταν ένα αίνιγμα. Ποτέ δεν της απηύθυνε πέρα από τυπικές κουβέντες, ποτέ δεν της μίλησε για το πώς αισθάνεται και τι σκέφτεται. Πέρναγε ώρες ολόκληρες εκτός σπιτιού ή να ετοιμάζεται και να περιποιείται τον εαυτό του και η μόνη του παραξενιά ήταν που ήθελε τα ρούχα του αψεγάδιαστα.  Όσο για τα συζυγικά καθήκοντα, μόνο τον πρώτο καιρό είχαν κάποιες σπάνιες και βιαστικές “επαφές”. Μόλις το κορμί της άρχισε να στρογγυλεύει, δεν την ξανακούμπησε. Περνούσαν οι μέρες, τα χρόνια και οι ερωτήσεις που ποτέ δεν ειπώθηκαν τη βάραιναν όπως τα γινωμένα φρούτα τα δέντρα. Έκανε κάτι λάθος; Να την παντρεύτηκε μόνο για την προίκα της; Να την έβρισκε άσχημη; Μα ήταν άσχημη; Καθόταν πού και πού και κοιτούσε το πρόσωπο της με τα αδρά χαρακτηριστικά και τα καστανόξανθα μαλλιά, το μεγάλο της στήθος, τη στενή μέση και τα καλογραμμένα πόδια της και τα βγαζε λειψά, μα τα βλέμματα των συγχωριανών της, άλλα της έλεγαν. Να μιλήσει με κανέναν δεν μπορούσε. Αν ερχόταν τουλάχιστον ένα παιδί, τότε τίποτα δε θα την ένοιαζε. Μα ο καιρός πέρασε και όπως ήταν αναμενόμενο, αφού ήταν πια απλοί συγκάτοικοι, παιδί δεν ερχόταν. Στέρφα, ήταν το παρατσούκλι της στο χωριό. Έτσι τη φώναζε η πεθερά της σουφρώνοντας τη μύτη της με αηδία, έτσι την φώναζαν και οι υπόλοιποι στην αρχή κρυφά πίσω από την πλάτη της και έπειτα στα φανερά, χωρίς να νοιάζονται για τη πίκρα που σταζε από τα μάτια της. Και αυτό το “στέρφα” ήταν η αιτία που της έκανε την πρόταση η κυρά Τασούλα η προξενήτρα, μα ‘κείνη δεν το ήξερε τότε…

Στο μικρό της κηπάκο με τα λιγοστά λουλούδια βρισκόταν σαν ήρθε η είδηση του θανάτου του Κωνσταντή. Τον βρήκαν μισόγυμνο σε μια μισογκρεμισμένη καλύβα στο δάσος με τις καστανιές. Κάποιος τον είχε μαχαιρώσει πισώπλατα. Ποτέ δεν έμαθαν ποιός το έκανε, μα για πολύ καιρό κυκλοφορούσαν περίεργες φήμες στο χωριό για την “αντροσύνη” του Κωνσταντή. Έτσι ντύθηκε στα μαύρα η Χρυσάφω και απέμεινε μόνη σ’ εκείνο το καταθλιπτικό σπίτι με τα μόνιμα κλειστά παντζούρια και τα καλυμμένα με μαύρα πανιά παράθυρα, που είχε τοποθετήσει η πεθερά της μετά το θάνατο του μοναχογιού της, σαβανωμένη από τη μυρωδιά του λιβανιού και της κλεισούρας, που πλανιόνταν σ’ όλα τα δωμάτια. Μόνη. Ήταν μέρες που αυτό το μόνη, της τρυπούσε το μυαλό. Να πάει στην εκκλησία δεν μπορούσε παρά μόνο στον εσπερινό, ούτε σε γιορτές, σε πανηγύρια, σε γάμους και βαφτίσια. Οι άνθρωποι την απέφευγαν και σταυροκοπιόντουσαν στο πέρασμά της σαν να περνούσε ο ίδιος ο Χάρος. Ώρες ώρες σκεφτόταν να κλειστεί σε κάποιο μοναστήρι, μα τι διαφορά έχει το μόνη από το μοναχή; Σαν ανοικτό φέρετρο φάνταζε στα μάτια της.

Τότε ήρθε η ανέλπιστη πρόταση της προξενήτρας και ήταν σαν μια δυνατή βροχή να ξέπλυνε από το κόσμο όλο το κακορίζικο το μαύρο. Ούτε λεπτό δεν το σκέφτηκε για ν’ απαντήσει θετικά η Χρυσάφω. Ούτε τα ουρλιαχτά και οι κατάρες της πεθεράς της, σαν το έμαθε για την ντροπή που θα πέσει στην οικογένεια τους, της άλλαξαν τα μυαλά. Ούτε η φτώχεια του Γιάννου και η ύπαρξη των τριών παιδιών, την απέτρεψαν. Και κάπως έτσι βρέθηκε η Χρύσα παντρεμένη με τον Γιάννο. 

 

Αληθινό χρυσάφι αποδείχτηκε η Χρύσα. Τα παιδιά από την πρώτη στιγμή τ’ αγκάλιασε σα να ήταν δικά της. Δεν απαίτησε την αγάπη τους. Άφησε τις πράξεις της να μιλήσουν. Σύντομα το μικρό σπιτάκι μεταμορφώθηκε. Το γέλιο των παιδιών αντηχούσε πάνω στους προσφατοχιλισμένους χοντρούς πέτρινους τοίχους του σπιτιού, που έλαμπε από πάστρα. Τα πεντακάθαρα μουτράκια ζωγραφίστηκαν μ’ ένα υγιές άλικο χρώμα στις παρειές και τα ρουχαλάκια τους επιδιορθώθηκαν με δεξιοσύνη. Το σπίτι μοσχοβολούσε κάθε μέρα φρέσκο ψωμί και φαγητό, που φτιαχνόταν από τα ζαρζαβατικά που είχε φυτέψει η ίδια γύρω από το σπίτι. Και τον Γιάννο σε όλες τις δουλειές τον βοηθούσε με μεγάλη προθυμία. Μόνο στο χωράφι δεν της επέτρεπε ο Γιάννος να βοηθά, παρόλο που προσφερόταν, από τότε που είδε τα αμάθητα χέρια της καταπληγιασμένα και ας τα έκρυβε εκείνη. 

Μα αυτό που δεν καταλάβαιναν εκείνοι ήταν ότι αυτή τους είχε μεγαλύτερη ανάγκη. Αυτό το, μόνη, που την έκανε να σπαράζει μερόνυχτα ολόκληρα στο κλάμα, είχε χαθεί. Άνηκε επιτέλους σε μια οικογένεια, σε μια μεγάλη οικογένεια. Υπήρχαν μικρά ανθρωπάκια γύρω της που ‘θέλαν το φιλί της, την αγκαλιά της, την αγάπη της, τις περιποιήσεις της και γλύκαναν τον πόνο της, έστω και αν ένας αρνιόταν πεισματικά να την δεχτεί, παρόλες τις προσπάθειές της, ο Γιάννος. Μα ήταν κάποιες νύχτες, την ώρα που η πιο γλυκιά μελωδία από τις ρυθμικές ανάσες των αντρών του σπιτιού ηχούσε στο μικρό σπιτάκι, που όλη εκείνη η ανασφάλεια και η πίκρα επέστρεφε και την έπνιγε. Τι και αν αγκάλιαζε σφιχτά τα μικρά κορμάκια πάνω της, ένιωθε πάλι μόνη, άδεια, ανεπιθύμητη. Τέτοιες ώρες την έπνιγε το παράπονο. Γιατί; Γιατί δεν μπορούσε να ζήσει και αυτή αυτήν τη γλύκα, που λένε τα τραγούδια ότι είναι ο έρωτας; Γιατί δεν μπορούσε να την αγαπήσει κάποιος; Παρόλες τις ελπίδες της, είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος παντρεμένη με τον Γιάννο κι εκείνος προτιμούσε να κοιμάται σ’ ένα αχυρένιο στρώμα στο πάτωμα. Ήταν σαν να ξαναζούσε τα ίδια με τον Κωνσταντή. Δεν της κακοφερόντουσαν, μα δεν της ανοιγόντουσαν, δεν την ήθελαν μέρος της ζωής τους, δεν τους ήταν ποθητή. Το  τραύμα της καρδιάς της είχε κακοφορμίσει και ας προσπαθούσε να το κρύψει με μια ψεύτικη ανεμελιά και ένα τεράστιο χαμόγελο, εκείνο στάλαζε πίκρα από τα παράθυρα της ψυχής της.

Ξημέρωσε της Παναγίας και στο σπίτι επικρατούσε αναστάτωση. Η Χρύσα είχε σηκωθεί αξημέρωτα για να τα έχει όλα έτοιμα. Ετοίμασε τα παιδιά που έλαμπαν από καθαριότητα μέσα στ’ ατσαλάκωτα ρούχα τους και τα καλοχτενισμένα μαλλιά τους και περίμεναν τον Γιάννο. Εκείνος σηκώθηκε μαχμουρλής και άκεφος, ντύθηκε μισοκοιμισμένος γκρινιάζοντας, πως μια μέρα είχε να ξεκουραστεί και έπρεπε να σηκωθεί να πάει στην εκκλησία. Σαν ετοιμάστηκε, τους έβαλε το πρόσφορο στα χέρια, τους σταύρωσε και τους ευχήθηκε.

«Άντε και του χρόνου!»

Ο Γιάννος την κοίταξε μπερδεμένος.

«Εσύ έτσι θα ‘ρθεις;» τη ρώτησε βλέποντάς τη με τα καθημερινά της ρούχα. Η Χρύσα ξαφνιάστηκε.

«Εγώ, εγώ δε θα ‘ρθω…» τραύλισε εκείνη. Τα παιδιά γούρλωσαν τα μάτια τους.

«Άμα δεν έρθει η μαμά, ούτε εγώ θα πάω!» δήλωσε με ζωηρή φωνή ο Μάνος και κάθισε σε μια καρέκλα σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος. Η Χρύσα κοκκάλωσε, πρώτη φορά την έλεγε μαμά! Κοίταζε με μάτια υγρά μιά το παιδί, μιά τον Γιάννο προσπαθώντας να εξιχνιάσει τι σκεφτόταν. Σύντομα τον Μάνο τον ακολούθησαν και τ’ αδέρφια του. Το κάτω χείλος της έτρεμε τώρα ανεξέλεγκτο. Φανερά συγκινημένη κατάφερε να ψελλίσει,

«Εγώ μάτια μου, πήγα χθες, στον Εσπερινό. Οι χήρες…» μα η φωνή της έσπασε και το παιδί δεν φαινόταν να πείθεται. 

«Εγώ, δεν πάω πατέρα, αν δεν έρθει και η μάνα!» δήλωσε ακόμα μια φορά αποφασιστικά το παιδί και έσφιξε με πείσμα τα χείλη του. Ο μικρός Ασημάκης δίπλα του είχε βουρκώσει πιά για τα καλά και την κοιτούσε παρακαλετά. 

«Ντύσου!» είπε ο Γιάννος με αποστασιοποιημένη φωνή «Θα σε περιμένουμε απ’ έξω! Μπρος πάμε!». Τ’ αγόρια τον ακολούθησαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Σαν να ξύπνησε ξαφνικά από βαθύ όνειρο η Χρύσα όρμησε κατά την κασέλα της, την άνοιξε και προσπάθησε να βρει τι θα βάλει. Κάτω κάτω ξέθαψε ένα σκούρο μπλε φόρεμα. Το κοίταξε αναποφάσιστη. Είχε πολύ ανοικτό μπούστο, επιτρεπόταν να φορέσει κάτι τόσο ανοικτό; Τελικά το τράβηξε αποφασιστικά έξω και το τοποθέτησε γρήγορα στο τραπέζι για να το σιδερώσει… 

Ένα τέταρτο μετά άνοιξε την πόρτα διστακτικά. Ο Γιάννος την περίμενε ακουμπισμένος στο φράχτη, όπως και τα παιδιά.

«Συγγνώμη, που σας καθυστέρησα», είπε χαμηλόφωνα προσπαθώντας να συγκρατήσει τη συγκίνησή της. Ο πρωινός ήλιος φώτιζε τα τραβηγμένα σ’ ένα αυστηρό κότσο καστανόξανθα μαλλιά της και έδινε μια χρυσή λάμψη στα αμυγδαλωτά μελιά της μάτια. 

«Είθαι πολύ όμορφη!» ψεύδισε με τρυφεράδα ο μικρός Ασημάκης και την έπιασε από το χέρι. Εκείνη κατακοκκίνισε και του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.

«Ευχαριστώ, καρδιά μου!»

«Πάμε επιτέλους;» έκανε στρυφνά ο Γιάννος πατώντας με μανία το τσιγάρο του στο χώμα και ξεκίνησε να περπατά με μεγάλα βήματα ξεμακραίνοντας σύντομα από κοντά τους. 

Το πανηγύρι ήταν μιά τρέλα. Ήταν πολύ μεγαλύτερο από του χωριού της. Άσε που τόσα χρόνια που ‘χε να βρεθεί σε πανηγύρι, είχε ξεσυνηθίσει. Είχε ξεσυνηθίσει να βλέπει ανθρώπους να της χαμογελούν, να τη χαιρετούν, να της εύχονται, να γλεντούν… Μετά την εκκλησία κάθισαν στα τραπέζια, που είχαν στρωθεί κάτω από τους πλατάνους της κεντρικής πλατείας και τα παιδιά έτρεξαν να συναντήσουν τους φίλους του. Μετά το φαγητό η αδερφή του Γιάννου την τράβηξε να χορέψουν. Στην αρχή ένιωσε σαν το ψάρι έξω από το νερό και σερνόταν σαν να σβάρνιζε το πατημένο χώμα. Τα μάτια της έπεσαν πάνω στο Γιάννο κι εκείνος τράβηξε το βλέμμα του σαν να κάηκε. Να ΄χε θυμώσει; Μακάρι να ‘χε θυμώσει, θα ήταν ένα συναίσθημα… Θα ‘χε νιώσει κάτι γι’ αυτή. Μακάρι να ένιωθε κάποιος κάτι γι’ αυτή! Γύρισε ένα γύρο το βλέμμα της στα σκαμμένα πρόσωπα των χωρικών, που γελούσαν δυνατά, μιλούσαν, αστειεύονταν μεταξύ τους. Της φάνηκε ότι κάποιοι κοιτούσαν προς εκείνη. Ένιωσε τα μάγουλα της να φλογίζονται. Άκουσε αγριεμένες κουβέντες πίσω της. 

«Μη δίνεις σημασία…» την προέτρεψε η Μαρία και της έσφιξε το χέρι. Την κοίταξε ερωτηματικά. «Γριές καρακάξες!» της είπε εκείνη με αποστροφή. Η Χρύσα γύρισε κατά το μέρος τους, μερικές γυναίκες την κοίταγαν με μνησίκακο ύφος και μιλούσαν ζωηρά.

«Καλύτερα να καθίσω…»

«Μην τολμήσεις!» της ψιθύρισε με κοφτό τόνο η Μαρία, «Μην τους δείξεις αδυναμία! Θα σε πατήσουν! Χόρεψε!» και αυτό έκανε χόρεψε, χόρεψε σαν να μην υπήρχε αύριο! Χόρεψε τόσο που όλα τα πρόσωπα θόλωσαν και χάθηκαν σαν αερικά, όλα εκτός από του Γιάννου. Του Γιάννου που την κοίταγε με βλέμμα σκοτεινό, που πέταγε σπίθες κάτω από τα σμιγμένα φρύδια του. Χόρεψε, ώσπου δεν τη βαστούσαν πιά τα πόδια της κι έπειτα πήγε και κάθισε εκεί που ήταν η Μαρία και οι υπόλοιπες γυναίκες. Ένιωσε σαν να μην ήταν μια ξενομερίτισσα, σαν να άνηκε από πάντα εκεί. Πού και πού έριχνε λοξές ματιές προς εκεί που καθόταν ο Γιάννος, που έδειχνε να την αγνοεί. Είχε νυχτώσει για τα καλά σαν μάζεψε τα παιδιά να τα γυρίσει σπίτι. Ο Γιάννος της έγνεψε ότι θα μείνει. Έτσι κι εκείνη επέστρεψε, τα ετοίμασε και τα έβαλε για ύπνο, έπειτα κάθισε κατάκοπη σε μια καρέκλα και τα κοιτούσε.

Η καλολαδωμένη πόρτα άνοιξε αθόρυβα, μα ο Γιάννος πιωμένος καθώς ήταν, έχασε την ισορροπία του, έπεσε πάνω στην πόρτα κι εκείνη χτύπησε με δύναμη στον τοίχο. Η  Χρύσα τινάχτηκε πάνω και έτρεξε να τον βοηθήσει. Τον στήριξε και προσπάθησε να τον οδηγήσει προς το στρώμα του, όταν εκείνος με μια ξαφνική κίνηση την έπιασε από την μέση και την τράβηξε πάνω του με δύναμη κόβωντάς της την ανάσα. Πετάρισε τα βλέφαρά της ξαφνιασμένη και αναρίγησε, μα πριν προλάβει ν’ αντιδράσει γεύτηκε το κρασί στο παθιασμένο του φιλί. 

«Είσαι τόσο όμορφη!» της ψιθύρισε ο Γιάννος καθώς την έγδυνε κι εκείνες οι λέξεις κατάβρεξαν τη στεγνωμένη της ψυχή.

«Σ’ αγαπώ, Χρυσάφω!» της ψέλλισε καθώς γίνονταν ένα και η ψυχή της ρούφηξε λαίμαργα αυτές του τις ζωοδότες λέξεις. Γιατί ζωοδότες ήταν, την ξεδίψασαν, της έδωσαν δύναμη, ελπίδα…

 

Η χαρά της και η ελπίδα για μια κοινή, επιτέλους, ζωή εξανεμίστηκαν την άλλη κιόλας μέρα. Ο Γιάννος προσπαθώντας να καλύψει την ταραχή του και τις τύψεις του συμπεριφερόταν σαν να μην έγινε τίποτα. Έγινε ακόμα πιό κρυψίνους και απόμακρος και την απέφευγε. Κλεισμένη στον εαυτό της η Χρύσα προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει λόγια και συμπεριφορές, μπερδεμένη περισσότερο από ποτέ, θέλοντας να φτιάξει ένα ψηφιδωτό χωρίς τις ψηφίδες, τυφλή που νόμιζε ότι βλέπει… Πότε της φαινόταν ότι διέκρινε τρυφεράδα και αγάπη στο βλέμμα του Γιάννου και στις πράξεις του, μα τις περισσότερες ότι την απεχθανόταν και της μιλούσε με σκληράδα. Είχε πια απογοητευτεί και η ανάμνηση εκείνης της νύχτας, που δεν επαναλήφθηκε ξανά, όπως και όσα ειπώθηκαν, ξεθώριασαν τόσο, που άρχισε να σκέφτεται ότι ποτέ δεν της είπε εκείνα τα λόγια και φαντάστηκε το σμίξιμό τους. 

Σαν ένιωσε το μαλακό φτερούγισμα μέσα στην κοιλιά της η Χρύσα, ξαφνιάστηκε, μα μόλις της επιβεβαίωσε τις υποψίες της η κυρά Φιλιώ, η μαμή, η καρδιά της έλιωσε από ευτυχία.  Εκείνο το απόγευμα αποφάσισε να παραμερίσει τους φόβους της και να πει τα νέα στον Γιάννο. Τον περίμενε να γυρίσει και δεν μπορούσε να σταθεί λεπτό από την αγωνία, ανάμικτη με χαρά. Καρίκωνε ένα γιλεκάκι για τον Τάκη και τα μάτια της βούρκωναν. Αυτά τα παιδιά της είχαν φέρει όχι απλά τύχη, μα την αγάπη στη ζωή της. Της χάρισαν την καρδιά τους, την έκαναν μέλος της οικογένειάς τους που θα μεγάλωνε και θα έδενε περισσότερο. Η τρυφερότητα ξεχείλιζε από μέσα της, παράτησε το γιλεκάκι και άνοιξε τα χέρια για αγκαλιά στον Ασημάκη. Εκείνος έτρεξε και χώθηκε μέσα κι εκείνη τον τρέλανε στα φιλιά και τα γαργαλητά. Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα και μπήκε ο Γιάννος. Τους χαμογέλασε πλατιά και ο μικρός έτρεξε στην αγκαλιά του. Η Χρύσα δεν άντεξε, έτρεξε και τους αγκάλιασε και αυτή. 

«Τι τρέχει;» τη ρώτησε παραξενεμένος με φωτιά στα μάτια και πάγο στη φωνή. Εκείνη κατακοκκίνισε και χαμήλωσε το βλέμμα της σα παιδί που το πιάνουν να κάνει αταξία. 

Ο Γιάννος κατέβασε τον Ασημάκη.

«Λοιπόν;» τη ρώτησε διστακτικά, μετανιώνοντας για τον τρόπο του και προσπαθώντας να γλυκάνει τη φωνή του.

«Πέρασε η κυρά Φιλιώ σήμερα…» κόμπιασε η Χρύσα . Ο Γιάννος άσπρισε και την κοίταξε έντρομος.

«Τι έπαθες; Είσαι άρρωστη;» τραύλισε ξέπνοος. Εκείνη του έγνεψε αρνητικά και του χαμογέλασε, έπειτα του έδειξε με το βλέμμα της την κοιλιά της. 

«Αδύνατον!» ψέλλισε εκείνος και πισωπάτησε. Τον έκοψε κρύος ιδρώτας. «Αδύνατον!» επανέλαβε πιο φωναχτά. Έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του «Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε σε έντονο τόνο και η καρδιά της βούλιαξε. Έκανε να πιάσει το μπράτσο του, μα ‘κείνος τραβήχτηκε ξανά. 

«Πώς γίνεται; Εσύ, εσύ, εσύ…» δεν ολοκλήρωσε τη φράση του, της γύρισε την πλάτη και έφυγε σαν κυνηγημένος. 

Η Χρύσα απέμεινε να κοιτά έκπληκτη την πόρτα. Δεν πέρασαν δύο λεπτά και της φάνηκε πως άκουγε το Γιάννο να φωνάζει. Βγήκε μουδιασμένη έξω στον κήπο. Ο ουρανός είχε βαφτεί με τα χρώματα της δύσης και ένα σμάρι πουλιών πετούσε χαμηλά πάνω από το χωριό. Τα πουλιά κούρνιασαν σ’ ένα ψηλό δέντρο στην αυλή της αδερφής του Γιάννου στο διπλανό σπίτι, όταν οι δυνατές φωνές ξανακούστηκαν και τα πουλιά τρομαγμένα σηκώθηκαν αναστατωμένα στον αέρα. Δεν είχε καμία αμφιβολία. Ήταν ο Γιάννος που φώναζε, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, πέρα από ένα πράγμα. Δεν ήθελε το παιδί της και την ίδια και αυτή η σκέψη την πλήγωσε, τη μάτωσε. Έσυρε τα βήματά της στο σπίτι. Έκλεισε την πόρτα και αγνοώντας τα παιδιά έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Τα παιδιά την κοίταζαν ξαφνιασμένα, ώσπου ο μικρός Ασημάκης χώθηκε δίπλα της και την αγκάλιασε. Το ίδιο έκαναν και τ’αλλα δύο παιδιά. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε η Μαρία. Τους κοίταξε και βούρκωσε. 

«Ηρέμησε, καλή μου, ηρέμησε», προσπάθησε να την παρηγορήσει. Μα δεν ήξερε κι εκείνη τι να πει. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξαναδεί έτσι τον Γιάννο, παρά μόνο τότε που πέθανε η  Φωτεινή. Ανάθεμα και αν έβγαλε άκρη απ’ αυτά που φώναζε στον Μήτσο, τον άντρα της. Σκιάχτηκε και έτρεξε ως εκεί, μα και η Χρύσα δεν ήταν σε κατάσταση να της πει. Ο Γιάννος είχε φύγει άρον άρον και απ’ ότι είχε καταλάβει πήγαινε στο σπίτι της προξενήτρας και της μαμής.

Καμιά ώρα μετά η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Γιάννος. Φαίνονταν ήρεμος και είχε το βλέμμα του κατεβασμένο σα να ντρεπόταν.

«Μαρία, μπορείς να πάρεις τα παιδιά λίγο σπίτι σου;» της είπε προσπαθώντας να διατηρήσει ουδέτερο τον τόνο της φωνής του. Η Μαρία δεν περίμενε να της το ξαναπεί, πήρε τα παιδιά και βγήκαν. 

Καθάρισε το λαιμό του. Μα η Χρύσα του γύρισε την πλάτη και αγκάλιασε τα πόδια της. Σκούπισε τις ιδρωμένες του παλάμες στα μπατζάκια του και με αβέβαια βήματα προχώρησε ως το κρεβάτι και κάθισε δίπλα της αναστενάζοντας.

«Συγγνώμη…»  ψέλλισε φανερά στεναχωρημένος. Η Χρύσα προσπάθησε να κόψει ένα λυγμό

«Συγχώρα με για…» κόμπιασε.

Η Χρυσά τινάχτηκε πάνω. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και πρησμένα και υγρές μύξες έτρεχαν από τη μύτη της. 

«Όχι, δε σε συγχωρώ! Δεν αντέχω άλλο! Δεν μπορώ! Άνθρωπος είμαι. Άνθρωπος! Τι σου έκανα; Τόσο απωθητική σου είμαι; Εσύ με…! Εσύ μου πες πως μ’ αγ…» οι λέξεις πνίγηκαν στο λαιμό της  και έπεσε πάλι στο κρεβάτι.

«Σ’αγαπώ…»

«Πάψε! Πώς το τολμάς να λες κάτι τέτοιο; Έτσι είναι η αγάπη; Έτσι; Να μη μου μιλάς, να μη μοιράζεσαι τις σκέψεις σου, να μη μ’ ακουμπάς, να μη μοιράζεσαι μαζί μου το κρεβάτι σου, να μη χαίρεσαι με τη χαρά μου;» ρούφηξε τη μύτη της νευρικά. Ο Γιάννος κάτι πήγε να πει μα ‘κείνη τον έκοψε καθώς ανασηκωνόταν. 

«Τι φταίει; Είμαι εγώ; Είμαι άσχημη; Αποκρουστική; Σου προκαλώ αηδία και δε με θες;»

«Μα τι λες;» τη ρώτησε μπερδεμένος. 

«Τα ίδια πέρασα και με τον Κωνσταντή! Δεν αντέχω να ζω έτσι, όσο και αν αγαπάω τα παιδιά, δε μου φτάνει! Το καταλαβαίνεις;» εκείνος της έγνεψε θετικά και έκανε να τη διακόψει.

«Δεν τη θέλω τέτοια ζωή, χίλιες φορές να πεθάνω, παρά να…» Ο Γιάννος χλώμιασε και πετάχτηκε πάνω! 

«Μη το ξαναπείς αυτό!» ξεφώνισε αναστατωμένος! «Ακούς; Ποτέ! Αν σε χάσω! Δε θ’αντέξω τ’ακούς;» 

«Σωστά, μη χάσουμε την υπηρέτρια. Τι νόμιζες ε; Ότι άμα κάνω ένα παιδί θα παρατήσω τα παιδιά μου και δε θα τα αγαπώ; Θα γίνω μια κακή μητριά; Θα νομίζω ότι απέκτησα δικαιώματα σε αυτό το σπίτι; Τι;» ούρλιαξε ανάμεσα στ’ αναφιλητά της μην μπορώντας να πάρει ανάσα. Από το πρόσωπο χάθηκε και η τελευταία ρανίδα αίματος, το βλέμμα της θόλωσε και έγειρε πίσω μισολιπόθυμη. 

«Χρύσα!» πετάχτηκε πάνω ο Γιάννος κατατρομαγμένος. Άρπαξε την καράφα με το νερό και της κατάβρεξε το πρόσωπο. Σύντομα το χρώμα επανήλθε στα μάγουλα της. Κάτι πήγε να πει, μα ο Γιάννος την έκοψε.

«Είμαι ένας ηλίθιος, αυτό είμαι! Άκουσε με. Όταν το πήρα απόφαση να στείλω για προξενιά. Δύο όρους έθεσα. Ν’ αγαπάει τα παιδιά και να μην μπορεί να κάνει παιδιά. Σαν ασφάλεια… στην περίπτωση που κάτι γινόταν. Δε θα άντεχα να ξαναπεράσω τα ίδια. Να σκοτώσω άλλη μια γυναίκα. Η Φωτεινή πέθανε πάνω στη γέννα και έφταιγα εγώ…» η φωνή του τσάκισε. «Η μαμή μου ‘χε πει να μην κάνουμε άλλο παιδί, αλλά εγώ, εγώ…» δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του.  Η  Χρύσα τον κοίταζε και δεν ήξερε τι να πει.

«Ήμουν ηλίθιος, έπρεπε να ζητήσω και να ‘ναι άσχημη…» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του την κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Τα κανόνισε όλα ο Δήμος. Εγώ δεν ήθελα να πάρω μέρος σε όλο αυτό και το ότι θα εμφανιζόμουν στην εκκλησία βουνό μου φαινόταν. Εκεί σε πρωτοαντίκρισα. Να περπατάς ευθυτενής, με λεμονανθούς στα μαλλιά, με το γαλάζιο σου φόρεμα, να με κοιτάς με αυτά τα πανέμορφα λιγωτικά μάτια και έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Εκείνη τη μέρα ξεκίνησε για ‘μένα το μεγαλύτερο μαρτύριο…»

«Μαρτύριο;» έκρωξε φανερά πληγωμένη η Χρύσα.

«Σσσς… Μαρτύριο. Ξέρεις τι ‘ναι να ‘χεις δίπλα σου μια νεράιδα κι εσύ να προσπαθείς να μην την ερωτευτείς, να μην την ποθείς, να μείνεις πιστός στη μνήμη της μάνας των παιδιών σου, να μη ζηλεύεις τα ίδια σου τα παιδιά που παίρνουν τα χάδια της και τα φιλιά της; Πόσο ν’ αντέξω, λύγισα και μετά προσπάθησα ακόμα μιά φορά να πνίξω την καρδιά μου. Και δεν τα κατάφερα, ο ηλίθιος! Τρέμω! Το καταλαβαίνεις; Αν πάθεις κάτι, αν πάθεις κάτι εξαιτίας μου. Αν σε χάσω…» τραύλισε και αλμυρές σταγόνες κύλησαν απ’ τα μάτια του.

Η Χρύσα τον αγκάλιασε και τον έσφιξε πάνω της. Δάκρυα χαράς έτρεχαν απ’ τα μάτια της. 

«Δε θα με χάσεις, ακούς; Δε θα με χάσεις… Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Όλα καλά θα πάνε από εδώ και πέρα…»

 

Η αγάπη πότισε αυτές τις δυο μισοξεραμένες ψυχές και τις έκανε ν’ ανθίσουν. Και η αλλαγή αυτή από κανέναν δεν πέρασε απαρατήρητη. Ίσα ίσα έγινε ο λόγος για να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο η φήμη της κυρά Τασούλας, της προξενήτρας, για την επιτυχία των ταιριασμάτων της, που φρόντιζε βέβαια και αυτή να το υπενθυμίζει συχνά πυκνά σε όποιον έβρισκε, ιδίως στον Γιάννο, που τόσο την είχε θίξει με τα λόγια του μια νύκτα…

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading