, ,

Το καλό να στρώσεις

– Να στρώσω το άλλο τραπεζομάντηλο; Το κεντητό το λευκό; Γιορτή έχουμε! Βαρέθηκα, όλο τα ίδια και τα ίδια!

– Είσαι καθόλου καλά; Το καλό; Το πανάκριβο; Την προίκα της γιαγιάς σου; Να το λεκιάσετε, να μην καθαρίζει  μετά; Αυτό είναι για τις χαρές!

– Να βγάλω το σερβίτσιο με τα λουλουδάκια;

– Ποιό; το πορσελάνινο; Της προίκας μου; Να μου σπάσετε κανένα πιάτο να χαλάσει το σετ; Αυτό είναι για τις χαρές! Τι τα θες τα πολλά, πολλά;  Μεταξύ μας θα είμαστε… Δεν περιμένουμε κανέναν! Άστα αυτά, όταν «ανοίξουμε» το σπίτι! Άστα για τις χαρές σας!

Και πέρασαν τα χρόνια… Μίσος αιώνας σχεδόν… Πέρασαν γενέθλια, σχολικές επιτυχίες, ορκωμοσίες πτυχίων που προμήνυαν μεγάλες σταδιοδρομίες άσχετα αν ευοδώθηκαν τελικά οι προβλέψεις ή όχι, αρραβώνες που διήρκησαν ή διαλύθηκαν, γάμοι πετυχημένοι ή όχι και τόσο, άνθρωποι αγαπημένοι, σημαντικοί ήρθαν, ευχήθηκαν, άλλοι από καρδιάς, άλλοι τυπικά, άλλοι με το ζόρι, άλλοι εξαφανίστηκαν κι άλλοι έμειναν για πάντα, όσο διαρκεί ένα «πάντα» ανθρώπινο… Και ο χρόνος περνά! Χριστούγεννα, Πάσχα, ονομαστικές γιορτές..

Να ήταν πέντε, άντε δέκα φορές οι «χαρές» εκείνες, οι συγκλονιστικές, οι ανεπανάληπτες, οι υπέρτατες που άξιζαν να «ανοίξει» το σαλόνι, να στρωθεί το καλό τραπεζομάντηλο, να «βγουν» τα καλά τα σερβίτσια… Άνθρωποι ήταν παιδάκια και μεγάλωσαν, οι μεσόκοποι γέρασαν πιο πολύ, άλλοι χάθηκαν με τη σειρά τους ή όχι, έσβησε η διάθεση για στολίδια κι έτσι τις περισσότερες φορές άραξαν μ’ έναν κουραμπιέ κλεμμένο βιαστικά πάνω σ’ ένα χαρτί κουζίνας, μπροστά στην τηλεόραση, ήπιαν το κρασάκι σε πλυμένα ποτήρια μουστάρδας γιατί “Πού να βγάζουν τα καλά;”  Φόρεσαν την πιτζάμα γιατί “Ποιός θα μας δει; Μεταξύ μας είμαστε, δεν βαριέσαι;”

Δεν τα έβγαλαν τα «καλά», δεν τα χαρήκαν, τα φύλαξαν για αργότερα. Για τις μεγάλες χαρές!

Δεν κάλεσαν κόσμο, γιατί όταν μια φορά είχαν τραπέζι στην πεθερά κι είχαν μαγειρέψει του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά, εκείνη παραπονέθηκε πως το κρέας ήταν σκληρό, ειρωνεύτηκε για την μαγιονέζα που δεν ήταν χειροποίητη και ρώτησε ειρωνικά: «Είχατε και στο χωριό σας τρούφα;»

Κι ενώ είχαν στοιχειώσει στην κουζίνα και στο σούπερ μάρκετ να ετοιμάσουν ένα κάρο καλούδια, η μία συννυφάδα άρχισε δίαιτα (εκείνη την μέρα) κι έφαγε μία ρυζογκοφρέτα κι η άλλη είχε μόλις ανακαλύψει τελείως τυχαία ότι έπασχε από δυσανεξία στην παπάγια και σε όλα τα συστατικά των  φαγητών που είχαν ετοιμάσει και της ετοίμασαν τελικά μια ομελέτα! Κι έτσι όταν όλοι βογγούσαν σαν τα βαρυστομαχιασμένα ανακόντα που είχαν καταναλώσει ένα νεροβούβαλο το καθένα και έψεγαν την μαγειρική της οικοδέσποινας για αυτό κι όχι που  είχαν φάει σαν να μην υπήρχε αύριο, η οικοδέσποινα  έκλαιγε στο υπνοδωμάτιο που δεν κατάφερε να ευχαριστήσει κανέναν!

Οι καλεσμένοι που έρχονται για να κοιτάξουν αν οι τοίχοι του σαλονιού θέλουν βάψιμο, αν έχουν παχύνει ή γεράσει  οι φίλοι κι οι γνωστοί, εκείνοι που για να μην ευχηθούν «γεια στα χέρια σου» προφασίζονται τροφική δηλητηρίαση, έμπολα και ηπατίτιδα C και για να χαλάσουν τις γιορτινές στιγμές,  κάθονται με κατεβασμένα μούτρα στην άκρη της καρέκλας μόνο για να μαζέψουν υλικό για κουτσομπολιό, ήταν η αιτία που σταμάτησαν να καλούν κόσμο! Αντίθετα, έπρεπε να συνεχίσουν να καλούν κόσμο αλλά όχι εκείνους! Αλλά έτσι είναι ο άνθρωπος, χάνει την όρεξή του εύκολα, πληγώνεται, κλείνεται στον εαυτό του. Και περιμένει τις «μεγάλες» ευκαιρίες, αργότερα. Αργότερα, που θα είμαστε πιο κεφάτοι, πιο άνετοι οικονομικά, πιο αδύνατοι, πιο όμορφοι, πιο έτοιμοι!

Όταν υπάρχει αγάπη κι υγεία, σωματική και ψυχική, ανάμεσα στους ανθρώπους και δυο, τρία αγαθά που όλοι έχουν ανάγκη,  όλα είναι χαρούμενα και φωτεινά! Ούτε τα ακριβά σερβίτσια μετράνε, ούτε τα πλαστικοποιημένα αστεράκια, χιονανθρωπάκια, ελαφάκια που κολλάνε στο ιδρωμένο σου χέρι όταν προσπαθείς να κόψεις με βία το τελευταίο μπούτι της γαλοπούλας ή όταν κάνεις πλονζόν να πετύχεις να καμακώσεις το τελευταίο λουκάνικο από την γέμιση που εποφθαλμιούν επί κανένα μισάωρο τρεις συνδαιτυμόνες και δεν το αποφασίζουν!

Γιορτές δεν είναι το αραχνοΰφαντο ράνερ του τραπεζιού που επειδή σκάλωσε στο φερμουάρ σου, που το κατέβασες γιατί θα έσκαγες έτσι όπως είχες τιγκάρει το στομάχι σου, το πήρες μαζί σου και το σέρνεις στο σαλόνι σαν πιγκουίνος που ντύθηκε παρανυφάκι! Ούτε οι χαντρούλες οι διακοσμητικές, στο τραπέζι πάνω που γυαλίζουν σαν διαμαντάκια και τα μπέρδεψε  ο παππούς που δεν φοράει τα γυαλιά του με το δόντι που του ξεκόλλησε από το μασελάκι πάνω στην πάλη με το μπριζολάκι!

Δεν είναι χρυσόσκονη και φωτάκια που αναβοσβήνουν και art de la table αλλά μπορεί να ‘ναι κι αυτό! Η τίποτα απ’ όλα αυτά!

Το ζήτημα είναι ένα! Σήμερα να τα «βγάλεις» τα «καλά» σου. Μην τα φυλάς για τις άλλες τις μεγάλες «χαρές». Να τα ευχαριστηθείς εσύ, φέτος, τώρα! Με αυτούς που έχεις γύρω σου, που τους διάλεξες και σε συμπαθούν ή σε αγαπάνε ακόμα,  με τα δώρα που τους πήρες και σου φέρανε! Κι ας μην είναι τα καλύτερα, τα ακριβότερα, τα δώρα του ονείρου. Η ζωή είναι απρόβλεπτη και μπορεί να επιφυλάσσει υπέροχες εκπλήξεις! Μπορεί να περιμένουν εκπληκτικές εμπειρίες, μοναδικές χαρές, μεγάλοι έρωτες, επιτυχίες, χρήμα, δόξα! Μπορεί. Μπορεί κι όχι. Μπορεί και να κυλήσει  μέσα σε μικροχαρές και μικρό λύπες. Αυτό είναι το ρίσκο. Κι η ομορφιά της;

Όπως και να ‘χει, εσύ  να τα βγάλεις τα «καλά» σου. Και πάντα χαρές!

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading