,

Ο σκελετωμένος κακός

Ο Μάρκος ξύπνησε και αμέσως συνειδητοποίησε ότι είχε πιαστεί το σώμα του. Καθόταν στην συρόμενη καρέκλα του γραφείου του και είχε αποκοιμηθεί ενώ διάβαζε για το σχολείο. Τα βιβλία ήταν ακόμα ανοιχτά μπροστά του και τα μολύβια αραδιασμένα παραδίπλα. Το λαμπατέρ ήταν ακόμα αναμμένο και σκυφτό, ούτως ώστε να φωτίζει πιότερο το γραφείο παρά το δωμάτιο.

Σηκώθηκε και άπλωσε χέρια και πόδια, για να ξεπιαστεί. Στους τοίχους διακρίνονταν οι αφίσες από παίκτες της ομάδας του και χαρακτήρες από τα βιντεοπαιχνίδια που είχε εγκαταστήσει στον υπολογιστή. Το κρεβάτι άστρωτο και τα παπούτσια και τα ρούχα αραδιασμένα σαν να έκανε πάρτι.

Προχώρησε προς το διάδρομο. Από την κουζίνα διακρινόταν το αχνό φως μιας λάμπας, μάλλον αυτής κάτω από τα ντουλάπια που η Μαμά έβαζε τα δημητριακά του Μάρκου.

Έστησε αυτί. Δεν άκουγε κινήσεις ή ομιλίες. Κοίταξε το ρολόι χειρός του. Δύο το πρωί. Οι γονείς του κοιμόντουσαν.

Ο Μάρκος πήγε μέχρι την τουαλέτα, αποφεύγοντας να κοιτάξει προς το χολ. Ήταν πολύ σκοτεινά εκεί. Ποτέ του δεν του άρεσε να περνάει κοντά από το σαλόνι ενώ δεν υπήρχε αναμμένο φως εκεί. Ήξερε ότι δεν υπήρχε κάτι, αλλά…

Υπάρχει έξω, είπε μέσα του. Και μπορεί να μπει από την πόρτα.

Αυτός ήταν ένας από τους φόβους που του είχαν γεννηθεί όταν ήταν πέντε ή έξι χρονών. Δεν θυμόταν πώς ξεκίνησε, αλλά πιθανότατα έφταιγε κάποια από τις τρομαχτικές ταινίες που έβλεπε ο Μπαμπάς και ο Μάρκος είχε δει κρυφά. Στο μυαλό του γυρνούσε η θύμηση του πώς ένιωθε βλέποντας τα Τέρατα να κάνουν κακό σε Μεγάλους. Να τους αρπάζουν μες στη νύχτα, να ανοίγουν το στόμα ή να βγάζουν σπαθιά και να…

Ο Μάρκος όρμησε στην τουαλέτα, αφού άναψε το φως. Πήρε μια δυο ανάσες και κατεύνασε λίγο τους χτύπους της καρδιάς του. Έκανε την ανάγκη του βιαστικά και αυτό ήταν κάτι δύσκολο, γιατί, στην πραγματικότητα, πάνω στη βιασύνη του, ενώ ήταν αγχωμένος, δεν μπορούσε να κάνει γρήγορα. Και ο χρόνος περνούσε και ο Μάρκος έπρεπε να γυρίσει στο δωμάτιό του, να κουκουλωθεί και να αποκοιμηθεί, για να γλιτώσει από τον Σκελετωμένο Κακό που καραδοκούσε έξω από το σπίτι. Στο δρομάκι που διέσχιζε τη γειτονιά, περίμενε τον Μάρκο, ή κάποιο άλλο παιδί, να κάνει το λάθος και να ξεπορτίσει. Και μετά αυτός, ο Σκελετωμένος Κακός, θα ορμούσε από το χωράφι που βρισκόταν στην άκρη του δρόμου, καβάλα στο άλογό του, που ήταν και αυτό σκελετωμένο και είχε κόκκινα μάτια, θα έπιανε το παιδάκι και θα το έπαιρνε μαζί του, μακριά, στη χώρα που ζούσε, όπου δεν υπήρχε Μαμά και Μπαμπάς, ούτε δωμάτιο, ούτε μαγικά σκεπάσματα, ούτε κάποιος ήρωας από βιντεοπαιχνίδι για να σώσει το παιδάκι.

Ο Μάρκος έκλεισε τα μάτια του. Αυτά τα σκεφτόταν πιο μικρός και του είχαν πει τότε ότι δεν υπήρχαν τέτοιοι Κακοί. Η Μαμά και ο Μπαμπάς ήταν σίγουροι γι’ αυτό.

Όμως, δεν ήξεραν.

Ένα βράδυ που ο Μάρκος είχε βγει στην αυλή για να κάνει ποδήλατο, μαζί με τον Μπαμπά, άκουσε για πρώτη φορά το χλιμίντρισμα του αλόγου του Σκελετωμένου Κακού και το είχε δει. Όχι, όχι, δεν το είχε δει ακριβώς. Αλλά… είχε δει κάτι. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;

Ο Μπαμπάς, εκείνη τη βραδιά, είχε καθίσει κοντά στην πόρτα του σπιτιού και έπαιζε με το κινητό του, έχοντας παράλληλα τα μάτια του και στον Μάρκο.

Κάποια στιγμή, το κινητό ήχησε με το αγαπημένο τραγούδι του Μπαμπά και εκείνος απάντησε χαμογελώντας. Ο Μάρκος προσπαθούσε να διατηρήσει την ισορροπία του στη σέλα. Το ποδήλατο τότε είχε βοηθητικές ρόδες, που σίγουρα ήταν χρήσιμες, όμως ο Μάρκος δυσκολευόταν αρκετά. Θα μάθαινε, το ήξερε, το έλεγαν και ο Μπαμπάς με τη Μαμά, απλά θα έπαιρνε χρόνο και εξάσκηση. Στο Μάρκο άρεσε το ποδήλατο, οπότε δεν είχε πρόβλημα ούτε με το ένα ούτε με το άλλο.

Ενώ ο Μπαμπάς μιλούσε στο κινητό, ήρθε και η Μαμά. Της έκανε νόημα, προτού εκείνη μιλήσει στον Μάρκο, και κάθισε να τον ακούσει τι έλεγε. Ο Μάρκος φώναξε «Μαμά, κάνω ποδήλατο», και εκείνη του ένευσε, αλλά έχοντας την προσοχή της στραμμένη στον Μπαμπά και στο κινητό του και σε όποιον μιλούσε στην άλλη άκρη της γραμμής.

Δευτερόλεπτα αργότερα, ο Μάρκος, καθώς έστριβε και γύριζε προς το δρομάκι, αντιλήφθηκε μια κίνηση  στα αριστερά του. Είδε φευγαλέα ένα όχημα να ξεπροβάλλει από την πέρα άκρη, εκεί όπου ήταν το χωράφι και τα φώτα στις κολόνες δε δούλευαν. Ο Μάρκος δεν σταμάτησε, αλλά έκανε άλλη μια στροφή, ακούγοντας το αμάξι να περνάει έξω από το σπίτι.

Και, ενώ ήταν έτοιμος να γυρίσει προς το δρόμο, ήρθε στα αυτιά του το χλιμίντρισμα του αλόγου. Δυνατό και καθαρό, σαν να ορθωνόταν το ίδιο το ζώο στα δυο του πόδια και να ήταν έτοιμο να χτυπήσει τον Μάρκο.

Ο Μάρκος σταμάτησε απότομα και παραλίγο να πέσει από το ποδήλατο, με τις ρόδες να στριγκλίζουν. Κοίταξε προς το χωράφι, ενώ τα καρδιοχτύπια του έπαιζαν τα τραγούδια τους στο στήθος του. Το είχε ακούσει. Το ήξερε ότι το είχε ακούσει. Εκκωφαντικό και γερασμένο και κακό. Πολύ κακό. Τον είχε τρομάξει, όχι τόσο το χλιμίντρισμα, αλλά κυρίως το πώς ακούστηκε.

Δε διέκρινε κάτι. Όχι στην αρχή, δηλαδή. Όταν εστίασε, μπόρεσε να δει δύο κόκκινα σημάδια. Δεν ήξερε τι ήταν, αλλά αργότερα έβγαλε το συμπέρασμα πως επρόκειτο για τα μάτια του αλόγου.

«Μάρκο!» φώναξε η Μαμά και όρμησε. Τον έπιασε και τον ρώτησε αν είναι καλά. Ο Μάρκος είπε ναι.

«Ακούσατε το άλογο;»

«Ποιο άλογο;»

«Αυτό εκεί». Τους έδειξε προς το χωράφι.

«Δε βλέπω κανένα άλογο», είπε η Μαμά.

Και, το χειρότερο, ούτε και ο Μάρκος πλέον. «Μα…» έκανε να πει. «Ήταν…»

«Έλα, πάμε μέσα. Αύριο πάλι», είπε ο Μπαμπάς που είχε σπεύσει επίσης.

Ο Μάρκος με τη Μαμά προπορεύτηκαν και ο Μπαμπάς ακολούθησε.

Έκτοτε ο Μάρκος δεν καβάλησε ποτέ ξανά ποδήλατο το βράδυ. Όπως δεν έβγαινε μόνος του κανένα βράδυ. Οι γονείς του του έλεγαν πως δεν πείραζε αν έβγαινε στην αυλή, όμως εκείνος επέμενε. Από ένα σημείο και μετά, αφού μεγάλωνε και ο ίδιος ο Μάρκος, η Μαμά και ο Μπαμπάς ήταν στενοχωρημένοι μαζί του. Το ήξερε αυτό. Το έβλεπε. Δεν τους άρεσε που φερόταν έτσι, σαν να ήταν μωρό. Τα άλλα παιδιά στην ηλικία του έβγαιναν και έπαιζαν. Δεν πήγαιναν μακριά, αλλά έπαιζαν στο δρομάκι. Έκαναν ποδήλατο εκεί. Του έλεγαν να έρθει, έκαναν παρέα, άλλωστε. Αλλά ο Μάρκος δεν πήγαινε τα βράδια. Εκείνος, ειδικά τα πρώτα τρία χρόνια, κάθε νύχτα, μετά το διάβασμα και το φαγητό, ξάπλωνε και κουκουλωνόταν. Και άκουγε. Άκουγε το χλιμίντρισμα. Οι γονείς του έλεγαν πως το φανταζόταν, αλλά δεν ίσχυε αυτό.

Όταν κατάφερε επιτέλους να κατουρήσει, σήκωσε το εσώρουχο και το παντελόνι του και έπλυνε το πρόσωπό του. Ύστερα, βγήκε από το μπάνιο. Έκλεισε το φως και προχώρησε στο διάδρομο.

Έκανε να ορμήσει στο δωμάτιό του, όμως σταμάτησε. Ακριβώς έξω από το σαλόνι. Η σκοτεινή είσοδος ήταν εκεί, στα αριστερά του. Σχεδόν ένιωθε να έρχεται μια παγωνιά από εκεί, σαν να μην επρόκειτο για ένα ακόμα τμήμα του σπιτιού που ζεσταινόταν από τα καλοριφέρ, αλλά για κάτι άλλο, Σκοτεινό. Λες και θα πεταγόταν κάτι που ζούσε χρόνια μέσα στο σαλόνι του σπιτιού και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι. Ή σαν να έσπαγε κάτι την πόρτα, ένα άλογο με τον Σκελετωμένο Κακό.

Ο Μάρκος έριξε μια ματιά και έπειτα, με απότομες κινήσεις, άναψε το φως του σαλονιού. Καναπές, βιβλιοθήκη, καρέκλες, τραπεζαρία. Κάδρα στους τοίχους. Ποτά και ποτήρια πάνω σε ένα σερβίτσιο. Και άπλετο φως. Τίποτα Κακό εκεί.

Αλλά από την πόρτα;

Ήταν κλειστή. Κλειδωμένη από μέσα. Τα παράθυρα, κι αυτά κλειστά.

Είναι;

Του σαλονιού ήταν. Από την κρεβατοκάμαρα της Μαμάς και του Μπαμπά δεν υπήρχε κίνδυνος, μήτε από την κουζίνα. Δεν θα ερχόταν από εκεί.

Του δωματίου σου;

Ο Μάρκος κοίταξε. Και πάγωσε. Όχι, τα παντζούρια ήταν ανοιχτά. Έξω φαινόταν η αυλή και τα απέναντι σπίτια. Οι λάμπες στην περιοχή δεν λειτουργούσαν προσωρινά, αλλά ήξερε ότι τα κτίσματα είναι εκεί.

Δεν είχε πολλές επιλογές και το γνώριζε καλά.

Όρμησε να ασφαλίσει το παράθυρο. Έριξε μια ματιά έξω. Παρατεταμένα. Τίποτα το αλλόκοτο. Κανένα Τέρας. Ούτε ανατριχιαστικοί ήχοι.

Μάζεψε τα παντζούρια και μετά έκλεισε και το τζάμι. Το σπίτι ήταν ασφαλές και πάλι.

Όμως, δεν ίσχυε το ίδιο και για τη σκέψη του. Αυτή παρέμενε ανήσυχη. Υπήρχε κάτι ακόμα, ένα επιπλέον κομμάτι της τελετουργίας που είχε διαμορφώσει τον τελευταίο χρόνο. Το πιο σημαντικό κομμάτι.

Η επαλήθευση. Μια όμορφη λέξη που είχε ακούσει από τον Μπαμπά. Και που σήμαινε τη λύτρωση για τον Μάρκο. Έπρεπε να βγει έξω και να δει. Να διαπιστώσει πως για όλα έφταιγε η φαντασία του. Στην αρχή, έμοιαζε αστείο, σιγά μην έκανε κάτι τέτοιο. Αλλά έτυχε μια φορά να βρεθεί έξω ενώ ήταν πίσσα σκοτάδι. Είχε γενέθλια ο καλύτερός του φίλος, που έμενε τρία στενά πιο κάτω. Ο Μάρκος παρασύρθηκε και έμεινε μέχρι τις έντεκα και μισή. Όταν έφυγε, έκανε ποδήλατο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν έφτασε σπίτι, κλείστηκε στο δωμάτιό του και κουκουλώθηκε καλά-καλά. Το επόμενο πρωί, καθώς έβγαινε έξω με τη Μαμά για να τον πάει στο σχολείο, θυμήθηκε πως δεν είχε συμβεί τίποτα το προηγούμενο βράδυ. Και έτσι, και εκείνο το καινούργιο βράδυ, βγήκε δειλά-δειλά και έκανε ποδήλατο. Και τίποτα δε συνέβη.

Η θύμηση παρέμεινε, όμως, ο Σκελετωμένος Κακός δεν είχε πεθάνει ξαφνικά. Οπότε ο Μάρκος αναγκαζόταν να βγαίνει για μερικά λεπτά και να κάνει ποδήλατο, και τίποτα δε συνέβαινε.

Μάζεψε το κουράγιο του. Φόρεσε το μπουφάν και τα σπορτέξ του, πέρασε από το σαλόνι στον εξωτερικό διάδρομο και, αφού έσυρε το ποδήλατό του, άνοιξε την εξώπορτα. Ένιωσε αμέσως το κρύο, αλλά δεν πτοήθηκε από αυτό. Όχι τόσο πολύ, δηλαδή. Δεν έκλεισε καλά πίσω του, για να μπορέσει να μπει άμεσα. Κατέβηκε προσεχτικά τα σκαλιά.

Βγήκε από την αυλή, αφού κοίταξε πάνω και κάτω, στις δύο πλευρές του δρόμου. Δεν κυκλοφορούσε κανείς.

Ανέβηκε στη σέλα και έκανε πεντάλ. Κίνησε προς τα δεξιά, προς το σπίτι του καλύτερού του φίλου. Θα περνούσε την πρώτη στροφή και θα γυρνούσε. Θα έμπαινε σπίτι και θα ξάπλωνε και θα κοιμόταν.

Περνούσε τις αυλές των σπιτιών και τα σταθμευμένα οχήματα, που έμοιαζαν νεκρά, ξεχασμένα. Τα σπίτια ερμητικά κλειστά, σαν εγκαταλελειμμένα.

Ο Μάρκος έφτασε στη διασταύρωση και ακριβώς εκεί έκανε αναστροφή προσεχτικά. Το σπίτι του διακρινόταν από εκεί που ήταν, ένα κτίριο σαν όλα τα άλλα στην εμφάνιση, αλλά πολύ διαφορετικό μέσα.

Έκανε να ξεκινήσει, αλλά τότε ήταν που άκουσε ξανά το χλιμίντρισμα. Δυνατό, επίμονο και Κακό. Όπως τότε. Όπως πάντα.

Δεν έβλεπε πουθενά το άλογο και τον Σκελετωμένο Κακό, όμως αυτό δε σήμαινε κάτι άλλο πέραν από το ότι περίμεναν. Στο σκοτάδι. Στο χωράφι εκείνο, όπου ενίοτε έπεφτε η μπάλα και τα παιδιά πείραζαν όποιον πήγαινε να πάρει τη μπάλα. Κυρίως, τον Μάρκο που έδειχνε όντως φοβισμένος. Θα σε φάει το φίδι, έλεγαν. Θα πεταχτεί από το έδαφος και θα τυλιχτεί γύρω σου και θα σου σπάσει τα κόκαλα και…

Ο Μάρκος τώρα άκουσε τις οπλές του αλόγου να χτυπάνε το δρόμο. Η ανάσα του έβγαινε σαν ομίχλη από το στόμα του. Πέπλα καπνού ενός σατανικού ταχυδακτυλουργού.

Και ανάμεσά τους, είδε τη φιγούρα του αλόγου και την κάπα του αναβάτη του. Πλησίασαν τη γωνία όπου τέλειωνε το χωράφι και ξεκινούσαν τα σπίτια.

Ο Μάρκος γούρλωσε τα μάτια και κίνησε τα πόδια του όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν έλεγξε το δρόμο, όπως του είχαν μάθει, παρά έκανε πεντάλ σαν διαγωνιζόμενος σε αγώνες ταχύτητας. Από την άλλη, ο Σκελετωμένος Κακός και το άλογό του κινούνταν πολύ πιο γρήγορα, με περισσότερη σιγουριά. Σαν να τους ανήκε ο δρόμος.

Σύντομα, όμως, ο Μάρκος διαπίστωσε πως εκείνος και ο Σκελετωμένος Κακός θα διασταυρώνονταν. Πριν προλάβει να φτάσει στο σπίτι.

Αυτό τον στοίχειωσε πιο πολύ και αναγκάστηκε να σταματήσει για μερικά δευτερόλεπτα. Δεν μπορούσε να πάει απλά κατευθείαν πάνω στο Τέρας.

Ο Σκελετωμένος Κακός πλησίαζε θριαμβευτικά.

Ο Μάρκος έκανε αναστροφή και άρχισε να κουνάει τα πόδια του σπασμωδικά, άτσαλα. Δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο πλέον, παρά να προλάβει να σωθεί. Χώθηκε στον κάθετο δρόμο, με το σκεπτικό να βγει σε πιο πολυσύχναστα σημεία.

Όμως, αντιλήφθηκε πως τα ποδοβολητά του ζώου δεν απομακρύνονταν, η απόσταση δεν μεγάλωνε. Το άλογο χλιμίντρισε δυναμικά, ενώ ένα χαοτικό γέλιο, προερχόμενο από δαίμονα το συνόδευσε. Το κρύο ξάφνου σαν να έγινε πιο αισθητό και μια απαίσια μυρωδιά κλειστού τάφου ξεχύθηκε στα ρουθούνια του Μάρκου.

Μπροστά του ξεπρόβαλλαν οι κεντρικές αρτηρίες της πόλης. Διέκρινε κίνηση στους δρόμους. Και φώτα.

Αναθάρρησε για λίγο.

Γύρισε για να κοιτάξει πίσω του. Ο Σκελετωμένος Κακός χτυπούσε τα χαλινάρια του αλόγου του. Κι αυτό βρισκόταν μόλις τρία μέτρα μακριά από τον Μάρκο. Ο Σκελετωμένος Κακός άφησε το ένα του χέρι και το άπλωσε στα πλάγια, όπου σε λίγο θα ήταν ο Μάρκος.

Πέρασαν την επόμενη κάθετη οδό.

Το άλογο μείωσε κι άλλο την απόσταση. Πλέον ήταν σχεδόν δίπλα στο ποδήλατο.

Ο Μάρκος είδε από κοντά τον Σκελετωμένο Κακό. Πορφυρή κάπα πάνω σε κουρέλια που κάλυπταν ένα ασώματο κορμί. Δύο πηχτές κουκίδες για μάτια και αποστεωμένα άκρα με γαμψά νύχια.

Και χαμογελούσε.

Και είχε το δεξί του χέρι με ανοιχτή την γροθιά, έτοιμο να πιάσει το μπουφάν ή τα μαλλιά του Μάρκου.

Το αγόρι ούρλιαξε και έκλεισε τα μάτια.

Αισθάνθηκε μια μέγγενη να κλείνει στο ρούχο του.

Και τότε έπεσε. Το ποδήλατο τουμπάρισε και ο Μάρκος βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο οδόστρωμα. Έγδαρε τα πόδια και τα χέρια του, κάτω από τις πιτζάμες του.

Άνοιξε τα μάτια του και είδε το άλογο να σταματάει λίγα μέτρα παραπέρα.

Είδε μια ευκαιρία και πάνω στην παραζάλη του δεν την άφησε να πάει χαμένη. Σηκώθηκε και κίνησε αντίθετα, προς το σπίτι του. Χώθηκε στην αυλή ενός σπιτιού και πήδησε το φράκτη για το επόμενο. Ένιωθε κάτι να κυλάει στις γάμπες του και στους αγκώνες του, μόρφασε, αλλά δε σταμάτησε.

Το άλογο ακούστηκε να τρέχει ξοπίσω του.

Ο Μάρκος στράφηκε και το είδε να τον ακολουθεί από το δρόμο. Σύντομα ήταν στην ίδια ευθεία. Έτρεχαν παράλληλα ο ένας με τον άλλο. Ο Σκελετωμένος Κακός μία κοιτούσε μπροστά και μία τον Μάρκο και τότε γελούσε, τρίζοντας τα δόντια του.

Ο Μάρκος δεν είδε έγκαιρα την κολώνα και έπεσε πάνω της. Χτύπησε στα χέρια, καθώς πρόλαβε να τα βάλει μπροστά, και έπεσε στην αυλή της πολυκατοικίας. Έκλαψε γοερά και προσπάθησε να ανασάνει. Τα χέρια του τα ένιωθε παραλυμένα.

Είδε τον Σκελετωμένο Κακό να προσεγγίζει το φράχτη. Στάθηκε πάνω στη σέλα του και κάρφωσε την λησμονημένη ματιά του στον Μάρκο. Το άλογο ρουθούνισε ανυπόμονα.

Ο Μάρκος πονούσε με κάθε του κίνηση, αλλά σύρθηκε μακριά από το Τέρας.

Όμως, το άλογο του Σκελετωμένου Κακού σήκωσε ψηλά τα μπροστινά του πόδια και έδωσε ένα σάλτο και…

Δυο φωτεινές ακτίνες το χτύπησαν και εξαφανίστηκε.

Ο Μάρκος νόμιζε πως δεν έβλεπε καλά εξαιτίας των δακρυσμένων ματιών του, αλλά όντως, δεν υπήρχε κάτι εκεί. Όχι πια.

Την επόμενη στιγμή είδε έναν τύπο να πλησιάζει. «Ησύχασε, φίλε. Δεν θα σε πειράξω», είπε. Άπλωσε τα χέρια του. «Μπορείς να σηκωθείς;»

«Ν-ναι».

Ο άντρας χαμογέλασε αβέβαια. «Ωραία. Είσαι καλά;»

Ο Μάρκος ένευσε.

«Πού μένεις;»

«Σε εκείνο το σπίτι».

«Το πεσμένο ποδήλατο δικό σου είναι;»

«Ναι».

«Έλα, να το πάρουμε».

Το έκαναν.

Ο Μάρκος περίμενε να του κάνει ο άντρας την ερώτηση. Όταν δεν έγινε, ρώτησε εκείνος: «Τους είδατε, έτσι;»

«Ποιους να είδα;»

«Τον Σκελετωμένο Κακό, με το άλογό του».

Ο άντρας ένευσε αρνητικά. «Όχι, δεν είδα κανέναν άλλο».

Οδήγησε τον Μάρκο στην ασφάλεια του σπιτιού του. Τον βοήθησε να βάλει μέσα το ποδήλατο και του είπε: «Να πας με τους γονείς σου στο γιατρό. Πρέπει να σε δει».

«Ναι».

«Άντε, καλό σου βράδυ. Και να προσέχεις».

«Ευχαριστώ, κύριε». Ο Μάρκος τον είδε να κλείνει την πόρτα και να φεύγει. Τα φαντάστηκα όλα αυτά; αναρωτήθηκε. Γίνεται αυτό;

Ο άντρας επέστρεψε στο αμάξι του. Είδε να τρεμοπαίζουν τα φώτα και έβρισε. Πάλι θα του έμενε από μπαταρία. Μπήκε και προσπάθησε να το κρατήσει σε λειτουργία, έχοντας τα αλάρμ αναμμένα. Πατούσε παρατεταμένα το γκάζι.

Ώσπου το αμάξι έσβησε τελείως και ο άντρας αναθεμάτισε. Γύρισε τα κλειδιά και δοκίμασε πάλι. Αυτή τη φορά τα κατάφερε. Έκλεισε τα αλάρμ και έλεγξε τους καθρέφτες του.

Όταν γύρισε προς τον αριστερό, είδε έναν σκελετό να στέκεται δίπλα από το αμάξι, καβάλα σε ένα άλογο.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: