Σε αδίκησα, γιαγιά. Και το κατάλαβα μετά από χρόνια που έψαχνα στις ιστορίες σου έμπνευση για να γράψω παραμύθι. Μα το μόνο παραμύθι που βρήκα ήταν η υποτιθέμενη ιστορία σου αγάπης με τον παππού. Ήξερες να ντύνεις όμορφα τις ιστορίες σου, αυτό έχω να το λέω. Θυμάμαι κάθε φορά που τσιτσίριζε το βούτυρο στο τηγάνι, έσπαγες το αυγό και ξεκινούσες: “Ήταν ένα βασιλόπουλο που…”. Όποτε πλέον τηγανίζω αυγά, ακούω τα λόγια σου και χαμογελάω γλυκόπικρα. Ευτυχώς, τουλάχιστον έμαθες την μία σου εγγονή να αναζητά τα βασιλόπουλα και να διακρίνει τους βατράχους. Η δική σου ιστορία μάλλον δεν έχει βασιλόπουλο. Μάγια και ξόρκια έχει όμως, είπαμε ήξερες να στολίζεις τα παθήματά σου. Για κάποια περίοδο, δεν διευκρίνισες πόσο καιρό, ο παππούς σε χτυπούσε άσχημα και δεν ήξερες γιατί, μας διηγήθηκες με την όμορφα βραχνή σου φωνή. Μέχρι που ανακάλυψες ένα σαπούνι με καρφίτσες κρυμμένο στην αυλή σου κι εκεί απέδωσες την άσχημη συμπεριφορά του παππού. Δεν μας είπες όταν έλυσες τα μάγια, αν ο παππούς σε ξαναχτύπησε. Δεν χρειάστηκε βέβαια, είχα μάθει απ’ την μαμά ότι ο παππούς την καταράστηκε επειδή προσπάθησε να φορέσει στο γάμο της νυφικό με ανοιχτό μπούστο. Ήτανε λιγουλάκι οξύθυμος ο παππούς, όπως λέγατε χαριτωμένα εσύ κι η θεία. Η θεία Αννιώ που έμαθε πολύ μεγάλη πια ότι δεν ήταν κόρη σου. “Άραγε να με έχει συγχωρέσει;” με ρώτησες όταν γυρίσαμε σπίτι μετά την κηδεία της. Την χάσαμε νωρίς την θεία, στα πενηνταδύο της από την μισητή αρρώστια όπως έλεγες εσύ. Την ίδια αρρώστια που σου πήρε τον παππού. Επάρατη νόσο την λένε επιστημονικά στα κανάλια. Κύτταρα που μαζεύονται από τις χρόνιες πίκρες και σχηματίζουν ένα καρκίνωμα. Είχε μαζέψει πολλές πίκρες η θεία κι εσύ της πρόσθεσες την πικρία ότι ποτέ δεν θα κατάφερνε να μάθει ποια ήταν η πραγματική της μητέρα.
“Ίσως αν της το είχα ομολογήσει όταν ήταν πολύ μικρότερη, όχι στα πενήντα της, να είχε βρει περισσότερες πληροφορίες. Ίσως αν έψαχνε νωρίτερα, να ζούσε ακόμα η μητέρα της στη Λιέγη. Εγώ δεν ρώτησα πολλά όταν μου την έφερε ο παππούς σου μωρό ακόμα. Η μάνα της ήταν χορεύτρια, Ιταλίδα ή Αιγύπτια, θα σε γελάσω, πάνε πολλά χρόνια δεν θυμάμαι. Ο παππούς σου μου είπε ότι η μάνα της ήθελε να την ξεφορτωθεί για να κάνει καριέρα. Δεν ρώτησα για τον πατέρα, ίσως γιατί φοβόμουν ότι ήδη ήξερα ποιος είναι ο πατέρας. Την μεγάλωσα σαν δικιά μου και την αγαπάω το ίδιο όπως και τ’ άλλα μου παιδιά”.
Γιατί να φταις εσύ βρε γιαγιά, για ένα μωρό που σου έφερε ο άντρας σου και σου επέβαλλε να το μεγαλώσεις χωρίς να σε ρωτήσει; Εκείνος δεν όφειλε να της πει την αλήθεια, που μάλλον είχε μεγάλη οικειότητα με την άγνωστη μητέρα της; Αυτά ήθελα να σου πω τότε, μα ήξερα ότι δεν ήθελες να χαλάσει το αφήγημα του άγιου παππού.
Τον γνώρισες όταν ήσουν δεκατέσσερα. Ήτανε χωροφύλακας, ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος και μουσάτος. Α και δέκα χρόνια μεγαλύτερος, μα για την εποχή σου αυτό ήταν λεπτομέρεια. Ερωτευτήκατε σφόδρα, μα η απόσπαση του πλησίαζε κι έπρεπε να φύγει. Του είπες ότι ο πατέρας σου δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσει να φύγεις απ’ τον τόπο σου και να χάσει την βοήθεια σου στα καπνά. Όποτε λοιπόν κι ο παππούς αποφάσισε να σε κλέψει. Πολύ ρομαντικό, χειροκροτούσε η μεγάλη μου ξαδέρφη όταν το άκουγε. Από τον έναν δυνάστη στον άλλο θα σχολίαζα εγώ, όμως ήμουν μικρή τότε που μας τα έλεγες. Γιατί ο παππούς σε έμπασε στο πατρικό του στη Μυτιλήνη και βάλθηκε να σε γκαστρώσει. Και να οι αποβολές, και να η απογοήτευση ότι ήσουνα στέρφα. Ποιός να βρεθεί να του πει εκείνη την εποχή ότι επειδή μια κοπέλα ματώνει, κύριε μου, δεν σημαίνει κι ότι τα εσωτερικά της όργανα είναι έτοιμα για αναπαραγωγή.
Έφυγε ο παππούς και πήγε ανθρακωρύχος στο Βέλγιο χωρίς να το γνωρίζεις. Και μετά από ένα μήνα εδέησε να σου γράψει να πας εκεί. Κι εσύ τον ακολούθησες κι όταν μετά από μήνες σου έφερε ένα μωρό κοριτσάκι να το μεγαλώσεις, το δέχτηκες με χαρά. Και μετά από δύο χρόνια, που ήσουνα έτοιμη δηλαδή, έφερες και τα δικά σου παιδιά στον κόσμο. Άλλα δύο αγοράκια κι ένα κοριτσάκι, την μαμά μου.
Μα ο παππούς έβριζε και έπινε πολύ και μια μέρα η φωνή του έκλεισε. Φοβήθηκε κι ορκίστηκε να μην ξαναβρίσει τα θεία με σκοπό να του επιστρέψει ο θεός την φωνή του. Ήτανε μετά από μια βδομάδα, Πάσχα, όταν πήγατε στην εκκλησία της συνοικίας σας και ακούστηκε μια μεγάλη βοή την ώρα που έψαλλε ο παπάς, που ο παππούς ξαναβρήκε τη δύναμη στα λαρύγγια του.
Όπως διαπίστωσα αργότερα, εργαζόμενη σε τηλεφωνικό κέντρο, η φαρυγγίτιδα κρατάει μια βδομάδα, όμως δεν ήθελα να στο χαλάσω γιαγιά. Και μετά από ‘κείνο το θαύμα, ο παππούς πήρε την απόφαση να γυρίσετε στην Ελλάδα και με τα λεφτά που είχε μαζέψει, να φτιάξετε το δικό σας σπιτικό. Σε ένα μέρος πολύ χειρότερο απ’τη Ματαράγκα που μεγάλωσες. Σε ένα μέρος που η ρεματιά πέρναγε μέσα απ’την αυλή σας. Μα προφανώς εσύ δεν είχες λόγο σε τέτοιες αποφάσεις.
Και μεγάλωσαν εκεί τα παιδιά σου και μετά τα εγγόνια σου κι όταν ο παππούς κατέπεσε, εσύ χανόσουν για ώρες και γυρνούσες το απόγευμα. Η κόρη σου η πρώτη σε κατηγορούσε ότι άφηνες άρρωστο άνθρωπο με σπασμένο πόδι μόνο του χωρίς φροντίδα. Η κόρη σου η δεύτερη, ήταν λίγο πιο μαλακιά, δεν έλεγε κουβέντα απλά κουνούσε το κεφάλι. Κι εγώ ήμουν έφηβη και δεν είχα την ίδια αντίληψη τότε, γι’ αυτό λέω σε αδίκησα γιαγιά.
Πρόλαβα τον παππού μέχρι τα δώδεκα μου κι έχω κρατήσει την εικόνα του γεράκου που έσερνε το πι και την μπουκάλα οξυγόνου στην αυλίτσα του, περνώντας ώρες ολόκληρες να κολλάει υπομονετικά τα κοχύλια στα βάζα που έφτιαχνε. Εσύ γυρνούσες το απόγευμα και μας πρόσεχες ενόσω οι γονείς μου δούλευαν στο μαγαζί, γιατί έτσι κάνουν οι γιαγιάδες. Δεν ήξεραν τότε τι σημαίνει προσωπικός χρόνος ή νισάφι. Σε άκουγα να το λες κάτω απ’ τα δόντια σου όταν ο παππούς φώναζε να του φέρεις τα γυαλιά του, μα δεν ήξερα τι εννοούσες.
Κι όταν χάσαμε τον παππού και μετά από κάποιο καιρό, έβαλες άλλη συντροφιά στο σπίτι. Εγώ είχα ήδη αποξενωθεί απ’ όλους σας και κοιτούσα την βολή μου. «Nτροπή χήρα γυναίκα και στα εξήντα, να τρώει τα λεφτά της σε γκόμενους». Μιλούσαν για τα δικά σου χρήματα, γιαγιά, τον δικό σου χρόνο γιαγιά, κι εγώ τους άφησα.
Δεν περνούσα πολύ χρόνο μαζί σου, όταν έχασες την όρασή σου και κλείστηκες στα σκοτάδια, με τις αναμνήσεις, τα τραγούδια και τις ιστορίες σου. Πολεμούσα να φτιάξω τη δική μου ζωή μακριά από ρεματιές, λάσπες και παλιά μυαλά. Κι όταν άλλαξα εγώ μυαλά και κατάλαβα ότι σε αδίκησα, έμεινα να τα λέω σε μια κρύα μαρμάρινη πλάκα. Να σου πω κάτι να σε ζεστάνει τουλάχιστον; Στεφανώθηκα ένα βασιλόπουλο μελαχρινό, λυγερόκορμο και μουσάτο. Δεν θα σου πω ότι τον υπ-ανδρεύτηκα γιατί δεν με έχει υπό, αντίθετα μου φέρεται σαν βασιλοπούλα. Και σε λίγους μήνες περιμένουμε να εγκριθεί η υιοθεσία και να μας φέρουν ένα παιδάκι, να το μεγαλώσουμε όπως μεγάλωσες εσύ την Αννιώ. Αν είναι κοριτσάκι, θα του δώσουμε το όνομά σου, Βασιλική.