,

Ο γείτονάς μου ο Δρακουμέλ

Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μεγάλωσα σε αλάνες, παίζοντας μήλα στους δρόμους, κρυφτό, κυνηγητό και άλλα πολλά προπολεμικά! Νομίζω όσα παιδιά ζήσανε σε τέτοιες γειτονιές, είχαν έναν κοινό μυστικό ή καλύτερα έναν κοινό εχθρό: έναν μπάρμπα που δε χώνευε ούτε τα άντερά του. Αλοίμονό μας αν καμιά φορά ξέφευγε η μπάλα και χτύπαγε την πόρτα του! Πρώτα την έσκαγε και μετά έβγαινε έξω με το θρυλικό φανελάκι Μινέρβα! Έπαιρνε θέση ωσάν σφαιροβόλος και μας πέταγε από την εφημερίδα που έτυχε να κρατά στο χέρι του μέχρι μανταλάκια ή πέτρες. Γι΄αυτές τις τελευταίες είχα όλα τα χρόνια την απορία που τις έβρισκε στην άσφαλτο. Μπορεί να τις κουβαλούσε μόνιμα στις τσέπες του ή να τις φύτευε κρυφά στις γλάστρες του, ευτυχώς που δεν μας τις εκσφενδόνιζε και αυτές ολόκληρες! Μόνιμα στο κομμάτι του δρόμου έξω από την είσοδό του, μια ξύλινη καρέκλα ξαπλωμένη μην τολμήσει και βάλει κάνας αδαής οδηγός να παρκάρει το αμάξι του. Εννοείται ο ίδιος δεν είχε αυτοκίνητο, και το μηχανάκι του το έβαζε μέσα στο σπίτι του. Υποθέτω με κοφτό σεμεδάκι στην σέλα. Κάποιες φορές του την φυλάγαμε, γιατί θα μας είχε ξεφουσκώσει κάνα τόπι ή θα είχε καρφώσει την κοπάνα μας στους γονείς. Ταμπουρωνόμασταν λοιπόν καλά πρώτα, ένας ήρωας από εμάς χτύπαγε την πόρτα και εξαφανιζόταν. Ακροβολισμένοι ακούγαμε τις αγριοφωνάρες του μέχρι τα σύνορα του νομού, χώρια που ότι πέταγε συνήθως έβρισκε στόχο σε καπό, σε λάστιχα ή σε κάδους! Νομίζω αυτός ήταν και ο λόγος που οι περισσότεροι ενήλικες στην γειτονιά δεν τον πηγαίνανε, κάποιοι δε θέλαν ούτε στο πεζοδρόμιο «του» να πατάνε. Την γυναίκα του σπάνια την είχαμε ακούσει, μπορεί να κυκλοφορούσε με ωτασπίδες ή να είχε χωρίσει το σπίτι σε βόρειους και νότιους. Διότι εκτός από την γερόπαραξενιά του (λίγο λάθος ο όρος γιατί έτσι ήταν από τα νιάτα του) ήταν και ολίγον φασιστάκος. Οπαδός της άριας φυλής χαιρετούσε στρατιωτικά, τρομάρα του, ενάμιση μέτρο – και βγάλε – κιτρινιάρης καμπούρης. Πολλά και καταπιεσμένα τ΄απωθημένα του λόγω ύψους καθώς δε θα στέριωσε πουθενά στις ένοπλες δυνάμεις, ούτε για σφήνα σε καρέκλα γιωτόμπαλου.

Είχε μια μοναχοκόρη που την έστειλε να σπουδάσει στην Βουλγαρία. Τότε ήταν λίγο της μόδας και σχετικά κοντά, αναγκαστικά συμβιβάστηκε με μια χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ. Από την ώρα που έφυγε, σχεδόν δεν την είχαμε ξαναδεί, οι γονείς δεν είχαν πάει ποτέ και αυτή μια-δυο φορές το έτος ερχόταν στην γειτονιά για ελάχιστες μέρες. Μπορεί να τον απέφευγε και η ίδια ή απλώς να προτιμούσε την ελεύθερη φοιτητική ζωή στα εξωτερικά.

Σα χθες θυμάμαι το Σάββατο που θα επέστρεφε οριστικά. Είχε στηθεί το ανδρόγυνο στολισμένο στην πόρτα να περιμένει μετά βαΐων και κλάδων τη θυγατέρα τους, την σπουδαγμένη! Μόνο σημαιάκια δεν κραδαίναν! ΄Εξω τους τουλάχιστον, γιατί μέσα τους η καρδιά τους βάραγε ταμπούρλα. Εμείς τα παιδιά εννοείται εξαφανισμένα πίσω από παντζούρια και κλειστές πόρτες παρακολουθούσαμε γεμάτα περιέργεια.  Ότι είχε σουρουπώσει για τα καλά, σκάει διστακτικά μια ασημί κουρσάρα από την γωνία, μύριζε από μακριά πως είχε ξενούρα οδηγό μέσα που δεν ήξερε τα κατατόπια. Πω, πω, λέγαμε εμείς έκθαμβοι, αντί να έρθει με ταξί απ΄το αεροδρόμιο, την έφερε κοτζαμάμ σωφέρ! Παρκάρει ακριβώς μπροστά τους, ανοίγει η πίσω πόρτα σχεδόν στα πόδια τους και βγαίνει η κόρη τους, κρατώντας ένα τοσούλι μπόγο στην αγκαλιά της. Η μάνα, μιλημένη, έτρεξε να αγκαλιάσει παιδί και εγγόνι, ο πατέρας κόκκαλο, η γυναίκα του Λωτ, ωχριούσε μπροστά του! Εγώ κρυμμένη πίσω από τις γρίλιες, δεν καλοέβλεπα κιόλας αλλά θυμάμαι τον στρίγκλο, στήλη άλατος στο πλατύσκαλο για κάμποση ώρα. Μόλις συνήλθε ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, έσκασε χαμόγελο και πήγε προς τους υπόλοιπους. Τότε ήρθε το δεύτερο και τελειωτικό χτύπημα. Ανοίγει η πόρτα του οδηγού και ξεδιπλώνεται ένας δίμετρος, θεόρατος, καλοντυμένος… αόρατος τύπος που ολόκληρο το πρόσωπό του γυάλιζε. Αντανακλούσαν οι λάμπες του δρόμου και το φεγγάρι στα μάγουλά του! Έτριβα τα μάτια μου και ίσα που διέκρινα τους κάτασπρους βολβούς του, ενώ αυτός έκανε το γύρο του αμαξιού για να πλησιάσει τον εμβρόντητο πεθερό του. Βλέπεις μικρή ακόμα, οι έγχρωμοι που είχα δει στην ζωή μου ήταν ο εξής, κανένας! Δεν μετράνε οι Ινδιάνοι στα γουέστερν που παρακολουθούσα μανιωδώς. Άσε που ήταν πολύ σκούρος, κατίμαυρος, το απόλυτο αρνητικό του τρομοκρατημένου Δρακουμέλ! Απανωτά τα εγκεφαλικά στον κοντοστούπη, μπάρμπα-ληγμένο ναζιστή! Αν ήταν χελώνος θα είχε σφραγιστεί στο καβούκι του διά παντός! Σχεδόν σηκωτό τον πήραν μέσ΄το σπίτι και δεν τον ξαναείδαμε για μέρες πολλές. Σαράντισε αυτός πρώτα μέχρι να κάνει ηρωική έξοδο αντί η κόρη του.

Γέλαγε και το οδόστρωμα μαζί του, γιατί οι πέτρες πάνω του ξέραν! Μετά από αυτό μαζεύτηκε αρκετά. Ο γαμπρός του για όσο έκατσε στα μέρη μας ήταν υπόδειγμα γείτονα, μάλιστα ξεμυτούσε πια μαζί του συχνά η πεθερά του, περήφανη για το εγγόνι της! Παρά τρίχα καστανή την γλύτωσε ο στρίντζος γιατί το αγοράκι πήρε τις καυκάσιες αποχρώσεις αλλιώς θα ήμουν σίγουρη πως το σύμπαν έχει πολύ χιούμορ. Δεν αμφιβάλλω όμως, πως τουλάχιστον τα μισά εδώ πληρώνονται. Τα άλλα μισά, τουλάχιστον είκοσι σκασμένες μπάλες, ο συγκεκριμένος, τις πήρε μαζί του και τον βαραίνουν πολύ!

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: