,

Καληνύχτα

Ξύπνησε ιδρωμένη. Τα σεντόνια ένα κουβάρι στα πόδια της. Πάλι το ίδιο όνειρο. Κάθε βράδυ, ένα μήνα τώρα. Κάθε βράδυ ερχόταν στο ύπνο της. Λες κι είχαν ραντεβού. «Ραντεβού;» κάγχασε μέσα της. «Σύνελθε Τέρψη!». Σηκώθηκε με κόπο απ’ το κρεβάτι.  Την πονούσαν οι αρθρώσεις της. Υγρασία θα έχει πάλι σήμερα σκέφτηκε. Πήγε στο μπάνιο. Γδύθηκε για να κάνει ντους. Για μια στιγμή στάθηκε μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη. Κοιτάχτηκε. Το πρόσωπό της γέμισε με αποστροφή απ’ αυτό που έβλεπε. Χαλαρές σάρκες, πεσμένο στήθος, καθόλου μέση. Σκέτη αηδία. Τι κι αν της έλεγαν ότι κρατιέται καλά στην ηλικία της; “Στην ηλικία της”, τη μισούσε αυτή τη φράση.

Η κυρία Τέρψη ζει μόνη της εδώ και κάμποσα χρόνια σ’ ένα συγκρότημα κατοικιών. Χρόνια χήρα με παιδιά παντρεμένα και μάλιστα περιμένει και το πρώτο της εγγόνι. Τον έχει τον τρόπο της οικονομικά. Ζει μια ζωή ήσυχη, με τις καθημερινές της δουλειές, τις φίλες της – άλλες χήρες -, τις εκδρομές της και τα βιβλία της. Βλέπει συχνά τα παιδιά της και μια Κυριακή το μήνα τους μαζεύει όλους, παιδιά γαμπρούς και νύφες, το μεσημέρι για φαγητό. Ζει μια ζωή ήσυχη, ανέφελη, μάλλον ικανοποιητική. Ή μάλλον ζούσε. Μέχρι πριν ένα μήνα.

Είναι κάτι παραπάνω από μήνα, απ’ όταν οι διαχειριστές τον προσέλαβαν για κηπουρό. Έρχεται στο συγκρότημα τρεις φορές την εβδομάδα. Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή. Ένας άντρας, κοντά στα τριάντα, με σώμα που θα το ζήλευαν οι αρχαίοι γλύπτες και πρόσωπο ευγενικό. Τα μάτια του μαύρα σαν το κάρβουνο και τα μαλλιά του ένα σύννεφο από ακατάστατα δαχτυλίδια. Είναι απορροφημένος στη δουλειά του και δεν έχει πολλές κουβέντες με τους ενοίκους του συγκροτήματος. Συνήθως βάζει ακουστικά στα αυτιά του για να ακούει την αγαπημένη του μουσική. Τα χέρια του, δυνατά, σταθερά αλλά και απίστευτα τρυφερά όταν περιποιείται τα λουλούδια.

Σιγά – σιγά άρχισε η κυρία Τέρψη να σταματάει τις δραστηριότητές της κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Έφτιαχνε ένα καλό καφέ και μ’ ένα βιβλίο στο χέρι πήγαινε στην αγαπημένη της θέση στη βεράντα. Οι σελίδες του βιβλίου δεν γύριζαν, τα μάτια της ήταν καρφωμένα στον κηπουρό. Τις ζεστές μέρες εκείνος έβγαζε τη μπλούζα του και το στόμα της κυρίας Τέρψης στέγνωνε καθώς έβλεπε το ιδρωμένο του κορμί να πάλλεται καθώς δούλευε. Σιγά – σιγά ο κηπουρός της έγινε εμμονή και ζούσε για τις μέρες που εκείνος ερχόταν. Αντίθετα, πρόσθεσε κάποιες έξτρα δραστηριότητες τις άλλες μέρες, όπως επισκέψεις στο κομμωτήριο, στην αισθητικό, σε σπα και σε μαγαζιά για την ανανέωση της γκαρνταρόμπας της. Έψαχνε απεγνωσμένα τρόπους να αγοράσει λίγα νιάτα. Φάουστ, Ντόριαν Γκρέι, Θάνατος στη Βενετία. Όχι, όχι θάνατος. Τώρα μιλάμε για ζωή. Ζωή και έρωτα. Και ποιος λέει ότι αυτά έχουν ηλικία; Ποιος λέει πότε πρέπει και πότε δεν πρέπει; Ποιος βάζει τους κανόνες; Ποιοι βάζουν όρια στα  χτυποκάρδια, στα αισθήματα, στις επιθυμίες;

Μια μέρα, που ήταν ιδιαίτερα ζεστή, η κ. Τέρψη πήρε το θάρρος και του έφτιαξε μια δροσερή λεμονάδα. Πήρε και μερικά κουλουράκια και κατέβηκε στο κήπο. Εκείνος ξαφνιάστηκε. «Έλα παιδί μου να δροσιστείς λίγο, σε βλέπω με τέτοια ζέστη και σε λυπάμαι». Εκείνος δέχτηκε τη προσφορά με ευγνωμοσύνη. Έτσι αντάλλαξαν τις πρώτες λέξεις. Έμαθε το όνομά του, Άρη τον έλεγαν. Τη επόμενη φορά που του πήγε πάλι λεμονάδα, εκείνος διαμαρτυρήθηκε. «Κυρία Τέρψη, μη σας βάζω σε κόπο. Έχω μαζί μου νερό και κολατσιό». «Λέγε με Τέρψη» του είπε εκείνη. «Α, όχι! Εσείς… μια κυρία… πώς μπορώ; Δεν… δεν μου βγαίνει… δεν είναι σωστό». Μαχαιριά. Κατ’ ευθείαν στη καρδιά.

Ντράπηκε πάρα πολύ και δεν ξανακατέβηκε στον κήπο. Τον έβλεπε όμως πάντα απ’ τη βεράντα. Κι όταν εκείνος περνούσε από κάτω την καλημέριζε και της χαμογελούσε. Κι εκείνη αναψοκοκκίνιζε σα μαθητριούλα και κρατούσε το χαμόγελό του στα μάτια της, σαν δώρο μοναδικό και ανεκτίμητο. Ήταν μόνο για ‘κείνη. Δικό της. Κατάδικό της.

Πόσα χρόνια έχουν περάσει απ’ την τελευταία φορά που ένιωσε το αντρικό χάδι; Πόσος καιρός από τότε που γεύτηκε το αντρικό κορμί; Από πότε είχε να χτυπήσει έτσι η καρδιά της από προσμονή; Πόσο καιρό είχε να νιώσει ξανά γυναίκα; Ζωντανή γυναίκα. Η λογική της, της έλεγε να έρθει στα συγκαλά της. Ο νεαρός είχε την ηλικία των παιδιών της. Γεμάτος σφρίγος και νιάτα. Δεν ήταν δυνατόν να κοιτάξει ποτέ ερωτικά μια ζαρωμένη γριά. Όσο κι αν φτιασιδωνόταν αυτό δεν άλλαζε. Παρέμενε μια γριά. Μια φτιασιδωμένη γριά. Μια ηλικιωμένη. Όταν περνούσαν αυτές οι σκέψεις απ’ το μυαλό της, τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα και η ψυχή της ανείπωτο πόνο.

Αλλά μετά έρχονταν τα βράδια. Και τότε, εκείνος ερχόταν στον ύπνο της. Την κοίταζε φλογερά και της χάιδευε το πρόσωπο. Δεν τον ενοχλούσαν οι ρυτίδες. Της ψιθύριζε τρυφερά λόγια και τη φιλούσε στα χείλη. Ύστερα την έγδυνε και της έκανε παράφορο έρωτα. Δεν τον ενοχλούσε το γερασμένο της κορμί. ‘Η μήπως ήταν κι εκείνη πάλι νέα, όμορφη και ποθητή; Έτσι κι αλλιώς τα όνειρα ήταν δικά της. Κατάδικά της.

Είχε φθινοπωριάσει, όταν ένα πρωί που πήρε την καθιερωμένη της θέση στη βεράντα, είδε άλλον κηπουρό. Αρκετά μεγαλύτερο στην ηλικία. Αναστατώθηκε. Έτρεξε γρήγορα κάτω. Τον ρώτησε τι συνέβη με τον Άρη. «Α!» Είπε εκείνος και χαμογέλασε. «Ο Άρης είναι ο γιος μου. Έφυγε για την Αγγλία να κάνει το διδακτορικό του. Είναι δικηγόρος. Η εταιρεία περιποίησης κήπων είναι δική μου και με βοηθούσε το καλοκαίρι».

Χαμογέλασε κι εκείνη αλλά το χαμόγελο έγινε γκριμάτσα στο πρόσωπό της. Μουρμούρισε κάτι αδιάφορο κι έτρεξε βιαστικά στο σπίτι της. Δεν ξανακάθισε στη βεράντα από τότε αλλά πού και πού τραβάει τη κουρτίνα να ρίξει μια ματιά έξω. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή.

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: