11 Μαΐου 1995 και ώρα 14:15. Είναι η πρώτη φορά που η Χριστίνα παίρνει στην αγκαλιά της τόσο δα μικρό πλασματάκι που τόσο καιρό έκανε βόλτες μέσα στην κοιλιά της. Ένα κοριτσάκι που δεν σταματάει να κλαίει και να αποζητά το οικείο περιβάλλον της κοιλιάς της μαμάς της. Μα μόλις ακούμπησε στο στήθος η μικρή αμέσως γαλήνεψε, ησύχασε και κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια το πρόσωπο του οποίου μέχρι στιγμής είχε ακούσει μόνο την φωνή του. Και μόλις η Χριστίνα μίλησε, η μικρή ήξερε πως από εκείνη την στιγμή και για την υπόλοιπη ζωή της αυτό θα είναι το καταφύγιό της, αυτή η αγκαλιά θα είναι πάντα εκεί για εκείνη.
Η Κατερίνα έκανε τα πρώτα της βήματα και το μόνο που προσπαθούσε να φτάσει ήταν η αγκαλιά της μαμάς της. Κοινωνικό παιδί και χαρούμενο, μα πάντα έψαχνε την γαλήνη της αγκαλιά της μαμάς της. Και μεγάλωσε και έφτασε να πηγαίνει σχολείο, και η Χριστίνα καμάρωνε πλάι της για το πόσο καλά την είχε μεγαλώσει. Την είχε μάθει από μικρή να είναι ανεξάρτητη, να μην κολλάει συνεχώς πάνω της, αλλά πάντα ήταν στο πλευρό της, κάθε στιγμή που η Κατερίνα την είχε ανάγκη. Η Χριστίνα δεν ήταν από τις μαμάδες που φοβόταν να απογαλακτιστεί από την κόρη της και έτσι κατάφερε να φτιάξει μια νεαρά δυναμική, να μην φοβάται να ορθώνει το ανάστημά της και να διεκδικεί όλα όσα πίστευε πως ήταν δικά της. Την άφησε να πέσει, να πονέσει και ας πονούσε διπλά κάθε φορά που την έβλεπε στα πατώματα. Την άφηνε να κάνει τα δικά της λάθη, να μαθαίνει από αυτά, να γίνεται πιο δυνατή. Πότε δεν της είπε τι να κάνει με την ζωή της, τι να σπουδάσει, τι δρόμο να ακολουθήσει. Της έδινε τις συμβουλές της μα μέχρι εκεί που τις επέτρεπαν τα όρια που η ίδια η Χριστίνα είχε θέσει στον εαυτό της.
Όμως ήρθε εκείνη η στιγμή που η Χριστίνα έπρεπε να αποτρέψει την κόρη της από ένα μεγάλο λάθος, λάθος που πιθανότατα θα της κόστιζε όλη της την ζωή, που θα μετάνιωνε η Κατερίνα για πάντα. Γιατί την ήξερε την κόρη της, την ήξερε πολύ καλά. Την ημέρα που δέχτηκε η Κατερίνα την πρόταση γάμου από τον Ορέστη, αντί να ήταν χαρούμενη και να πετάει όπως άρμοζε σε τέτοιες περιπτώσεις, εκείνη ήταν προβληματισμένη. Και παρόλο που η ίδια δεν το είπε στην μητέρα της, εκείνη ήξερε, ήξερε πολύ καλά πως το παιδί της κάτι άλλο παρά ευτυχισμένο ήταν. Έκατσε λοιπόν και της μίλησε. Της εξήγησε πως ο γάμος δεν πρέπει να είναι μια απέλπιδα προσπάθεια για να κρατηθεί μια σχέση ζωντανή, αλλά μια επισφράγιση ενός έρωτα, μιας μεγάλης και βαθιάς αγάπης. Γιατί μπορεί να μην μιλούσε, μα η Χριστίνα γνώριζε πολύ καλά πως στην καρδιά της μοναχοκόρη της, ο έρωτας είχε φωλιάσει αρκετά χρόνια πριν και δεν ήταν για τον Ορέστη που σιγόκαιγαν τα φυλλοκάρδια της τόσα χρόνια. Δεν ήθελε όμως και να της το πει, ήταν εγωίστρια και πεισματάρα η Κατερίνα και γνώριζε πως αν έκανε την οποιαδήποτε νύξη για τον Κωνσταντίνο, εκείνη θα έκανε το μοιραίο λάθος να παντρευτεί μόνο και μόνο για να αποδείξει πως ότι υπήρχε δεν υπάρχει πια.
Παρά τις όποιες αντιρρήσεις της Χριστίνας, η Κατερίνα είπε το μεγάλο ναι και από εκείνη την στιγμή ξεκίνησαν και οι ετοιμασίες για τον γάμο. Μέχρι που έφτασε η μεγάλη μέρα και μαζί με αυτή και ένας φάκελος χωρίς αποστολέα, μα μέσα της το ένιωσε πως ήταν από τον Κωνσταντίνο. Μόλις το άνοιξε βρήκε μέσα δύο πράγματα. Ένα αεροπορικό εισιτήριο και ένα γράμμα φθαρμένο, το οποίο αναγνώρισε αμέσως. Ήταν το τελευταίο γράμμα που του είχε γράψει πριν εκείνος φύγει στην Ισπανία για σπουδές. Ένα γράμμα που μετρούσε 13 ολόκληρα χρόνια και μέσα του έκρυβε τον έρωτα και την τελευταία προσπάθεια της Κατερίνας να κρατήσει τον Κωνσταντίνο κοντά της. Ανοίγοντάς το, είδε μια δεύτερη επιστολή που μέσα της έγραφε: «Έκανα λάθος… Αν δεν είναι αργά θα σε περιμένω. Αν πάλι άργησα συγγνώμη».
Η ώρα του γάμου πλησίαζε. Η Κατερίνα έκλαιγε και ταυτόχρονα θύμωνε όλο και περισσότερο, κοιτώντας το νυφικό και την ζωή που την περίμενε πλάι στον Ορέστη. Έτρεξε να χωθεί στο καταφύγιό της ψάχνοντας την απάντηση στο μεγάλο της ερώτημα. Τότε η Χριστίνα την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και της είπε «Έχουμε μόνο μία ζωή και της αξίζει να την ζήσουμε με τον καλύτερο τρόπο, γεμάτη αγάπη και ευτυχία». Και η Κατερίνα ήξερε πως η ευτυχία μετριέται με στιγμές και τις καλύτερες τις έζησε τότε, δίπλα στον Κωνσταντίνο. Άρπαξε την βαλίτσα που είχε ετοιμάσει για το ταξίδι με τον Ορέστη, τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έκλεισε την πόρτα πίσω της ρίχνοντας μια τελευταία ματιά γεμάτη θέρμη στην μαμά της. Έφυγε σίγουρη πια, πως η ευτυχία της την περίμενε στο άνοιγμα της πόρτας του αεροδρομίου της Μαδρίτης…
Μινέρβα