Ο Φεβρουάριος έφτασε και μέσα του έκρυβε δυο μεγάλες γιορτές. Τα γενέθλια της και τη γιορτή των ερωτευμένων. Έψαχνε απεγνωσμένα τι δώρο να του πάρει, αλλά φέτος είχε κολλήσει το μυαλό της. Κοίταζε στο διαδίκτυο, χάζευε τις βιτρίνες, όμως δεν είχε βρει τίποτα. Το ημερολόγιο σε λίγο θα έγραφε 14 Φεβρουαρίου, κι εκείνη δεν είχε καμία πρωτότυπη ιδέα. Τα μαγαζιά ίσα που τα προλάβαινε, καθώς ένα τρίτο lock down πλησίαζε. Αν περίμενε να παραγγείλει κάτι από το ίντερνετ, το πιο πιθανό ήταν να φτάσει το Πάσχα.
«Αγάπη, έχω ένα πρόβλημα», του είπε γελώντας καθώς περπατούσαν.
«Τι έχει το κορίτσι μου;»
«Δε βρίσκω δώρο για του Αγίου Βαλεντίνου».
Εκείνος γέλασε δυνατά και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Μακάρι όλα μας τα προβλήματα να είναι σαν αυτό. Δε χρειάζεται να πάρεις κάτι».
Δεν την έπεισε. Ακόμα σκεφτόταν τι θα ταίριαζε να του δώσει φέτος γι’ αυτή την ερωτική γιορτή. Εκείνος σοβαρός και παρασυρμένος από τις υποχρεώσεις, δε συνήθιζε να γιορτάζει έναν ξενόφερτο Άγιο. Εκείνη μικρή και ενθουσιώδης, λάτρευε κάθε μορφή εκδήλωσης και γιορτής του έρωτα. “Αναγκάστηκε” κι αυτός, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, να γιορτάζει τον Άγιο Βαλεντίνο τηρώντας όλα τα “έθιμα”. Αρκουδάκια, λουλουδάκια και καρτούλες. Και παρόλο που δεν το παραδεχόταν, του άρεσε. Είχε ξανανιώσει κοντά της. Τα ζούσε όλα από την αρχή, κι αυτό όχι μόνο δεν τον κούραζε, αλλά το απολάμβανε. Είχε γεμίσει η ζωή του χαμόγελα.
Μια τελευταία βόλτα στην αγορά, ίσως να έδινε τη λύση. Για ώρες κοίταζε μαγαζιά με αντρικά, αλλά τίποτα δεν ταίριαζε στο αγοράκι της. Γύρισε σπίτι απογοητευμένη. Σκέφτηκε τι θα μπορούσε να φτιάξει μόνη της. Κάτι χειροποίητο, ίσως να άξιζε πιο πολύ. Έπιασε χρωματιστά χαρτόνια, ψαλίδι και κόλλα, μα τίποτα από όσα έφτιαχνε δεν της γέμιζαν το μάτι. Απογοητευμένη έπιασε τον υπολογιστή της και ξεκίνησε να πληκτρολογεί. Έγραφε αυτόματα χωρίς να σκέφτεται. Η μία λέξη διαδεχόταν την άλλη χωρίς κόπο. Τα λόγια της έρρεαν πάνω στο χαρτί σαν ορμητικό ποτάμι. Το δώρο του μόλις είχε αρχίσει να κατασκευάζεται με τα πιο απλά υλικά.
«Σ’ αγαπώ κι αυτή είναι η πιο μεγάλη γιορτή για εμένα. Σ΄αγαπώ για τις νύχτες που βλέπουμε σειρές στον καναπέ, για τις μέρες που ξυπνάς δίπλα μου και μου χαμογελάς νυσταγμένα, για τα μεσημέρια που γκρινιάζεις επειδή πνίγεσαι στη δουλειά. Σ’ αγαπώ για τις στιγμές που με κάνεις να γελάω, για τα βράδια που με χαϊδεύεις και με οδηγείς να κάνω όνειρα για εμάς τους δυο. Σ’ αγαπώ και δε χρειάζομαι καμία ξενόφερτη γιορτή για να στο πω. Χρειάζομαι μόνο εσένα. Χρειάζομαι την αγκαλιά σου που κλείνει τέλεια γύρω από τη μέση μου. Φέτος δεν έχει κόκκινες καρδιές. Εγώ δε συμφωνώ με τον κόσμο που θεωρεί, πως τον έρωτα τον αντιπροσωπεύει το κόκκινο χρώμα. Ο έρωτας κρατάει το χρωματολόγιο και διαλέγει χρώμα ανάλογα με τις περιστάσεις. Κι εμείς περάσαμε από όλα τα χρώματα. Από τα πιο σκούρα, μέχρι τα πιό ανοιχτά. Από τα πιό σκοτεινά μέχρι τα πιό φωτεινά. Υπερίσχυσε όμως το μπλε. Το χρώμα της θάλασσας. Το χρώμα του ατελείωτου, του καθαρού και του απέραντου.
Σ’αγαπώ, το χαμογελάκι σου».
Αποθήκευσε το κείμενο της και πάτησε αποστολή. Όχι σε εκείνον. Το έστειλε εκεί που έπρεπε. Εκείνος έλαβε ένα link την ημέρα των ερωτευμένων, μαζί με ένα σύντομο μήνυμα. «Το δώρο σου για του Αγίου Βαλεντίνου». Διάβασε το κείμενό της και τα μάτια του έγιναν τόσο υγρά όσο κι η θάλασσα.