,

Φλεβάρης, κουτσός και ασήκωτος

Έφθασε ο πιο δύσκολος μήνας. Αυτός που νιώθω διπλή την ορφάνια και ας έχω περάσει τα σαράντα έτη! Η μάνα μου έφυγε πρώτη, στις 14 Φλεβάρη, μια μέρα που δε θα ξεχάσω εύκολα. Και πολλοί παγκοσμίως, αλλά για διαφορετικό λόγο! Ο πατέρας μου διάλεξε την ίδια μέρα, ίδιο έτος με την Κική Δημουλά, στις 22 Φλεβάρη. Έτσι πάντα κάποιος ή κάτι θα μου τα θυμίζει. Δεν ξέρω πως τα καταφέρανε οι γονείς μου, να γίνει ο δεύτερος μήνας του χρόνου τόσο ασήκωτος, να μου αφήνει τόση πίκρα στον λαιμό. Μέσα μου λέω πως μάλλον είχαν συνεννοηθεί από πριν για να με στρώσουν, διαλέγοντας αξιομνημόνευτες ημερομηνίες. Το κάνανε επίτηδες γιατί γνωρίζανε πως η κόρη τους, ανέκαθεν δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με επετείους, γενέθλια, χρονολογίες… Ακόμα και πριν λίγο καιρό αν με ρωτούσες το έτος που έχασα την μητέρα μου, δε θα το πετύχαινα. Για αυτό, τα κανονίσανε πίσω από την πλάτη μου!  Το έμαθα απ΄έξω τώρα πια, μας άφησε ακριβώς 20 χρόνια πριν από τον μπαμπά μου. Αυτό το αδηφάγο το 2020, πώς να το ξεχάσεις, κατάφερε και χαράκτηκε στην μνήμη όλων, ακόμα και στην, σχεδόν ανύπαρκτη, δική μου. Σου λέει και να μη θυμάται η θυγατέρα μου στο μέλλον, κάποιος δίπλα της ή μια αναζήτηση στο διαδίκτυο, θα της πει της ξεχασιάρας, την ιστορική επέλαση του κορονοϊού ή απλώς ποιό έτος έφυγε ο… Βουτσάς! Πώς τους έπεισε όλους ο πατέρας μου να του κάνουν παρέα, ένας και ένας. Πάντα ήταν πρώτος σε εκδρομές, σε γλέντια, σε χαρές, σε θεάματα, σαν συνομήλικοι σίγουρα θα έχουν τόσα να πουν!

Μα καμία απ΄αυτές τις σκέψεις δε διώχνει το στιγμιαίο βούρκωμα στα μάτια μου όποτε πέφτει το βλέμμα μου σε κάποια φωτογραφία του. Δεν έχει παρηγοριά, ούτε λογική ν΄αναρωτιέμαι γιατί με άφησε στα ενενήντα δύο του. Άσε που και εκεί του χάρισαν έναν χρόνο, ενενήντα ένα τον έγραψαν παντού. Βλέπεις εκείνα τα χρόνια πέρναγε καιρός μέχρι να δηλώσουν τα παιδιά, γραμμένα για πάνω από εξάμηνο στο πακέτο τσιγάρων του ληξίαρχου.

Ξέρω πως δεν υπάρχει ουσιαστικά αποχαιρετισμός. Δε γίνεται, νομίζω πάντα θα με ακολουθεί. Η έννοια του, η σκέψη του και ένα σιωπηλό συγγνώμη δικό μου. Τόσες ωραίες αναμνήσεις μαζί του και αυτό που με κυνηγά, ριζωμένο βαθιά μέσα μου, είναι που τους τελευταίους μήνες, τον ένιωθα σα «φορτίο». Δεν είναι σωστή η έκφραση γιατί δεν με επιβάρυνε πουθενά αλλά τον κουβάλαγα παντού. Όπου πηγαίναμε με τον άνδρα μου, είχα πάντα την έννοια μη δεχτώ εκείνη την κλήση, πως κάτι έπαθε. Ανεξήγητα ακόμα μου έχει μείνει λίγος φόβος όταν χτυπά το τηλέφωνο. Και φυσικά με ειδοποίησαν, μια Παρασκευή πρωί στη δουλειά.  Έτρεξα και πήγαμε στα εφημερεύοντα. Μικρή λεπτομέρεια, παράλληλα γινόταν στο νοσοκομείο άσκηση ετοιμότητας για COVID-19, δεν ξέραμε ακόμα τι μας περίμενε σε λιγότερο από έναν μήνα! Όλο το βράδυ όρθια στο πλάι του. Και το επόμενο. Οι γιατροί με προειδοποιήσαν πως ακόμα και να νικήσουν την λοίμωξη δε θα μπορέσει να ξαναφάει κανονικά, μου τόνισαν πως είναι πολύ δύσκολο να την γλυτώσει από την πνευμονία.

Αλλά εγώ ήξερα πως είχα πολύ δυνατό πατέρα. Τον άφησα και γύρισα σπίτι κατά τις δύο το μεσημέρι να ξεκουραστώ για να ξαναπάω το απόγευμα. Έκανα σενάρια σε ποιά κλινική κοντά μου θα τον δεχτούν μόλις βγει, την μία ώρα που είπα να ξεκουραστώ, έψαχνα στο διαδίκτυο ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μέχρι που μπαίνει στο δωμάτιο ο άνδρας μου και μου λέει πως τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο… έφυγε. ΄Οσο ήμουν εκεί, μόνη μου πλάι του, δεν το κούναγε! Γνώριζε πως θα αντιδρούσα, όσο και να μετανιώνω το δίωρο που τον «παράτησα». Τώρα ξέρω πως ο ίδιος ουσιαστικά αποφάσισε να με αφήσει για να μην με επιβαρύνει, να μην ταλαιπωρείται με σωληνάκια όχι τόσο ο ίδιος, αλλά εγώ με το δυσβάσταχτο θέαμα.  Ήταν πάντα τόσο αξιοπρεπής και έτσι ήθελε να μείνει μέχρι την έσχατη στιγμή. Ακόμα και στην τελευταία του εισαγωγή, φρόντισε να κλείσει δύο 24ωρα στο Σισμανόγλειο για να μη βεβηλώσει κανείς το σώμα του, να είναι ξεκάθαρη η αιτία, η στιγμή  θανάτου του. Για μένα ακόμα πιο αναμφισβήτητο: το πόσο με αγαπούσε ο πατέρας μου. Θυμάμαι που φαγωνότανε σαν τα κοκκοράκια με τον άνδρα μου, στο ίδιο σπίτι τον πρώτο καιρό. Μετά που τον κατάλαβε, παραιτήθηκε, και αργότερα τον σύστηνε με τόση περηφάνια, «ο γαμπρός μου». Αυτό θα ήθελα να μπορούσα να του πω, να μην ανησυχεί, με άφησε σε καλά χέρια. Δεν πρόλαβα να του κάνω και μια σφικτή αγκαλιά, έπεσε σε κώμα πολύ γρήγορα.

Ίσως γι΄αυτό όταν πέθανε έκανα έξι μερόνυχτα να κοιμηθώ, μπορεί και να με έβλεπε από ψηλά. Χώρια τα προηγούμενα που ήταν ακόμα εδώ, εκείνα άνευ λόγου, σύνολο σχεδόν μήνα. Σκεφτόμουν συνέχεια, αν είχα δράσει νωρίτερα, αν επέμενα, αν, αν… Νομίζω με τρελαίνουν ακόμα αυτά τα αν. Το έβδομο βράδυ ο άνδρας μου επέμενε και με πήγε σηκωτή έξω να φάμε, ενώ σερνόμουν. Επιστρέφοντας, ξεράθηκα! Πάλι με τον τρόπο του μου έδειξε πως η ζωή μου συνεχίζεται, χωρίς εκείνον.

Όπως έκανε και με το φευγιό του… ακυρώθηκαν όλες οι καρναβαλικές εκδηλώσεις του τριημέρου. Βλέπεις πριν γίνουν όλα αυτά και μ΄αφήσει τόσο ξαφνικά, ήξερε πως όπως κάθε χρόνο, κανονίζαμε να τις παρακολουθήσουμε στον τόπο καταγωγής του συζύγου. Φρόντισε για όλα, ώστε να μην έρθω σε δύσκολη θέση ενώ πενθούσα!

Ακόμα και το εξάμηνο που αναγκάστηκα να τον πάω στον οίκο ευγηρίας στο δίπλα τετράγωνο, το τελευταίο του βράδυ εκεί, με έδιωξε νωρίς γιατί ήθελε να πιάσει τη θέση του στο τραπέζι με την παρέα του. Επίτηδες το έκανε και αυτό. Τώρα, όταν τον σκέφτομαι, αφήνομαι ακόμα στο ψέμα πως είναι στα εκατό μέτρα παρακάτω από εμάς. Νομίζω δε θα άντεχα αν έφευγε κατευθείαν από το σπίτι που έχτισαν, από το σπίτι που μεγάλωσα και ζω!

Οι αγαπημένοι μου γονείς, ελπίζω εκεί ψηλά να είναι περήφανοι έστω λίγο για μένα… και να χαμογελούν συνωμοτικά. Γιατί ξέρουν, ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι. Βλέπεις, άφησαν άξιους μιμητές πίσω τους, ροχαλίζει και σέρνει τις παντόφλες του ακριβώς όπως ο πατέρας μου, ο άνδρας μου. Και εγώ του γκρινιάζω και για τα δυο σαν την μάνα μου!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: