Γιατί δεν χιονίζει πιά στην πόλη;
Η Σαβίνα παραζαλισμένη από μια ακόμη στριμωγμένη διαδρομή με τα αστικά, αναμασούσε αυτή τη σκέψη καθώς επέστρεφε σπίτι από τη δουλειά. Ο Δεκέμβρης είχε μπει με κρύο που δάγκωνε, παρά την λιακάδα που ξεγελούσε με την λαμπρότητά της. Έσφιξε το μπουφάν της και ξεκλειδώνοντας διέσχισε την χαμηλή, πράσινη εξώπορτα της πολυκατοικίας σε μια παραμελημένη γειτονιά στην Άνω Πόλη. Είχε μόλις αντικρύσει το τελευταίο δημιούργημα γκράφιτι στον τοίχο δίπλα στην είσοδο πριν μπει, ένα ακατανόητο συνονθύλευμα από γράμματα σε χτυπητό μπλε και κόκκινο χρώμα και είχε νιώσει για άλλη μια φορά, δυσφορία. Ακόμα δεν μπορούσε να συνηθίσει τα βιαστικά, πολύχρωμα συνθήματα στους δρόμους, που υποβάθμιζαν ήδη την άσχημη οικοδόμηση στην περιοχή εκείνη. Το ίδιο, δεν μπορούσε να συνηθίσει την αντίθεση στο γεγονός πως μερικούς δρόμους πιο πέρα, ξεφύτρωναν αίφνης κουκλίστικες μονοκατοικίες που έμοιαζαν βγαλμένες από ελληνική ταινία. Με κοντές, στενές πόρτες και παλιομοδίτικα μπαλκονάκια που τα χαριτωμένα κιγκλιδώματά τους φάνταζαν φτιαγμένα για μικροσκοπικούς ανθρώπους. Σχεδόν περίμενε να δει να στέκεται στην πόρτα κάποιου από αυτά ο αγαπημένος της ηθοποιός, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, με τα δασιά, σκεφτικά του φρύδια πετώντας μια ατάκα του τύπου, τώρα τι γίνεται; Βγαίνω ή μένω;
Χαμογέλασε αχνά στην εικόνα κι ανέβηκε τα κλειστοφοβικά σκαλοπάτια ως στον τελευταίο όροφο, νιώθοντας ανακούφιση όταν επιτέλους άνοιξε την εξώπορτα και από το ζοφερό μισοσκόταδο βρέθηκε στο φωτεινό διαμέρισμά της. Η πολυκατοικία ήταν χτισμένη ψηλά στην πόλη κι είχε μια πανοραμική θέα προς τη θάλασσα στο ύψος του λιμανιού, όπου διαγράφονταν οι αγκιστρωτές σιλουέτες των γερανών. Στις καλές μέρες λιακάδας όπως η σημερινή, είχε μπόνους τη θέα του Όλυμπου στο βάθος του ορίζοντα, με τον επιβλητικό γαλάζιο όγκο του να έχει πάντα στην κορυφή λευκές πινελιές χιονιού που του έδινε έναν αέρα μυστηρίου. Της θύμιζε λίγο Game of Thrones με εκείνο το winter is coming σύνθημα και με τους γουνοφορεμένους χαρακτήρες που τα ανεμοδαρμένα τους πρόσωπα είχαν σκαφτεί από τις χιονοθύελλες. Δεν είχε δει ούτε ένα επεισόδιο της δημοφιλούς σειράς, αλλά της είχαν μείνει στη μνήμη αυτές οι φωτογραφίες του πρωταγωνιστή, του Γιάννη Χιόνη – όπως η ίδια αποκαλούσε χαριτολογώντας τον Τζον Σνόου – στου οποίου το θλιμμένο πρόσωπο όλο έπεφτε χιόνι.
Τα τελευταία χρόνια όμως δεν χιόνιζε πλέον στην πόλη της. Ούτε λίγο έστω, ν’ ασπρίσει τα σπίτια κι ας μην το έστρωνε.
Όχι, φυσικά ότι δεν είχε χιονίσει ποτέ στη Θεσσαλονίκη. Έστω κι αν η εικόνα του πεσμένου χιονιού δεν έμοιαζε με εκείνους τους σωρούς που έβλεπε σε πόλεις του εξωτερικού, στοιβαγμένους σαν παραμυθένια τείχη στις άκρες των δρόμων. Αλλά και πάλι, κάτι ήταν. Όσο πιο παλιά στο χρόνο πήγαινε, τόσο πιο συχνά θυμόταν την εικόνα του χιονιού. Είχε περπατήσει μέσα στην πυκνή χιονόπτωση ακούγοντας το φρέσκο χιόνι να συμπιέζεται μαλακά κάτω από τα πόδια της. Είχε μυρίσει την παγερή, υδάτινη μυρωδιά του χιονιού καθώς έπεφτε από τον απόκοσμα πορφυρό ουρανό μέσα στη νύχτα. Είχε απομείνει να βλέπει τον αέναο χορό των χιονονιφάδων, που σε βουβή μουσική στροβιλίζονταν συνεπαρμένες από μια κοσμική αρμονία, ώσπου χάνονταν στο πάλλευκο μονοπάτι μπροστά της. Όλα αυτά τότε, πολλά χρόνια πίσω, όταν ακόμα ζούσε στο σπίτι των γονιών της. Με τα χρόνια να περνούν όμως κι ιδίως από τότε που είχε μετακομίσει σ’ αυτή την γειτονιά, το χιόνι ήταν ένα από τα πράγματα που της έλειπαν.
Κοίταξε το κινητό της που προλόγιζε το μετεωρολογικό δελτίο. Θερμοκρασία στους δύο βαθμούς Κελσίου, συννεφιά και ασθενής χιονόπτωση. Ξεφύσησε καθώς ναι μεν, το κρύο είχε γίνει αισθητό, αλλά ο ήλιος που έλαμπε στον ουρανό – υπέρμετρα διαυγής και λαμπερός για χειμώνα – περιγελούσε τις όποιες προβλέψεις για χιονοσκέπαστα προεόρτια.
Εντάξει, σκέφτηκε προσπαθώντας να διώξει τη μελαγχολία που άρχιζε να την καταλαμβάνει σε ανύποπτο χρόνο, το χιόνι σου ήρθε γιατί σε δελέασε η Φένια με το ταξίδι, έτσι δεν είναι;
Κι έτσι ήταν. Η συνάδελφος και χρόνια φίλη της, κόντρα στην κατά κανόνα μετριοπαθή φύση της, είχε έρθει εκείνο το πρωί στο γραφείο της γεμάτη ενθουσιασμό για να της προτείνει κάτι ασυνήθιστο. Ένα σεμινάριο επιμόρφωσης υπαλλήλων, το τελευταίο της χρονιάς, αλλά σε μια άλλη πόλη, μακριά από τη Θεσσαλονίκη.
«Μα στην Καστοριά;» απόρησε η Σαβίνα. «Γιατί να τρέχουμε στην Καστοριά για σεμινάριο;»
«Άκου λέει, γιατί. Σου διαφεύγει η βασική αιτία, Σαβίνα, σκέψου λίγο» την πρόγκηξε με αινιγματικό χαμόγελο η φίλη της. Καθώς όμως εκείνη συνέχισε να την κοιτάζει ερωτηματικά σαν να της έλεγε, τι βασική αιτία και κουραφέξαλα μου λες τώρα, η Φένια στριφογύρισε τα μάτια της αναστενάζοντας.
«Διακοπές βρε κουτό, ταξιδάκι αναψυχής, πώς το λένε. Και μάλιστα δύο σε ένα: και επιμόρφωση που συμπληρώνει ωραία τον διοικητικό σου φάκελο και νέες εικόνες να χαμογελάσει λίγο το χειλάκι σου, έτσι μουντρούχα που έχεις γίνει τελευταία».
«Μουντρούχα;» αντέδρασε η Σαβίνα «πότε έγινα εγώ…»
«Τώωρα;» την έκοψε η φίλη της σαν να είχε ακούσει το τροπάρι πολλές φορές και της άρχισε τον εξάψαλμο. «Έχεις κρεμάσει μια προβοσκίδα μέχρι εκεί κάτω, εδώ και πόσο καιρό. Εντάξει, είπα στην αρχή, χρειαζόσουν κάποιο χρόνο για να συνέλθεις από τότε που έχασες τους γονείς σου. Αλλά βρε Σαβινάκι, κάπου φτάνει, δυο χρόνια πέρασαν κι ακόμα είσαι σαν την Κυρία με τις Καμέλιες. Όχι, όχι, έτσι είναι και το ξέρεις» την απέτρεψε καθώς η Σαβίνα πήγε να διαμαρτυρηθεί. Βλέποντας ωστόσο το πληγωμένο ύφος της, η Φένια παράτησε τον επιτιμητικό τόνο της και γλύκανε συνεχίζοντας «έλα, είναι ωραία η Καστοριά τέτοια εποχή, αναμένεται να χιονίσει κιόλας από ό,τι μου λένε. Να χιονίσει» της τόνισε σαν να μην το είχε ακούσει. «Και ξέρω πόσο πολύ σου αρέσει το χιόνι. Δεν έχεις πάει ποτέ στην Καστοριά, άλλωστε. Ή έχεις πάει;» κατέληξε γέρνοντας το κεφάλι της σαν να γύρευε στ’ αλήθεια απάντηση.
Η Σαβίνα την κοίταξε απορημένη, ξεχνώντας ότι λίγο πριν είχε αρχίσει να θυμώνει με τους χαρακτηρισμούς που την στόλισε η φίλη της. Αν υπήρχε ένας άνθρωπος που ήξερε τι ακριβώς είχε κάνει στη ζωή της η Σαβίνα, αυτή ήταν η Φένια. «Μα φυσικά και δεν έχω πάει, τι μου τσαμπουνάς τώρα;»
«Ε, αφού δεν έχεις πάει… ευκαιρία τότε να πάμε μαζί» την ενθάρρυνε με πλατύ χαμόγελο η Φένια. «Θα είναι και η Αγγελική εκεί, ξέχασα να στο πω. Μόνο εσένα θέλουμε για να κλείσουμε, άντε, ούτε να το σκέφτεσαι να αρνηθείς, ίσα που προλαβαίνουμε να κάνουμε την αίτηση!».
Και να τώρα που, όπως τόσες άλλες φορές, κατατροπωμένη από την οργανωτική λογική της φίλης της, είχε πει το ναι. Μαζί με τη Φένια είχαν κάνει τις αιτήσεις συμμετοχής και τις υπέβαλλαν μαζί στη διοίκηση. Σχεδόν αμέσως είχε έρθει και η έγκριση, με τα πράγματα να έχουν πάρει τον δρόμο τους. Σε καμιά δεκαριά μέρες ήταν η έναρξη κι έπρεπε να κλείσει δωμάτιο, να ετοιμάσει ρούχα κι όλα αυτά που προηγούνται για να γίνει ένα ταξίδι της προκοπής. Πράγματα που η Σαβίνα βαριόταν αφόρητα, αλλά είχε λογαριάσει φυσικά χωρίς τον ξενοδόχο, που άκουγε στο όνομα Φένια. Γιατί δεν αρκούσε αυτό στη φίλη της που την κατάφερε να πει το ναι. Για να είναι σίγουρη πως δεν θα έβρισκε ευκαιρία να το μετανιώσει, την είχε προειδοποιήσει, «βάλε κακομοίρα μου κανένα πλυντήριο για να έχεις να φορέσεις και κοίτα να πάρεις μαζί σου και μάλλινα και καλά ρούχα. Θα έρθω την προηγούμενη και θα σε βοηθήσω να φτιάξεις τη βαλίτσα σου, ακούς;»
Αλλά η Φένια δεν ήταν μόνο επίφοβη και γεμάτη μαμαδίστικη λογική. Ήξερε πώς να τραβάει την προσοχή της Σαβίνας, επειδή τη νοιαζόταν πολύ και της το είχε αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια. Γνώριζε ποια κουμπιά της να πατάει όταν ήταν ανάγκη, τα οποία και φυσικά πάτησε εκείνη τη στιγμή για το τελικό επιχείρημα.
«Όχι ότι έχω πάει κι εγώ, αλλά από όσο μου είπε κάποια φίλη που είχε πάει, η Καστοριά με τη λίμνη της όταν είναι χιονισμένη μοιάζει σαν ασημένια πιατέλα με κουραμπιέδες πασπαλισμένους με άχνη ζάχαρη, όνειρο να το βλέπεις και να το νοιώθεις» είπε και βλέποντας τη σπίθα λάμψης στο βλέμμα της φίλης της, η Φένια χαμογέλασε θριαμβευτικά. Η Σαβίνα καταλαβαίνοντας ότι την είχε τσακώσει, έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της αλλού μουρμουρίζοντας ένα «καλά, με έπεισες, ώχου πια», με δύσθυμο ύφος. Αλλά ήξεραν και οι δυο τους πολύ καλά, ότι η λέξη και μόνο χιονισμένη είχε τραβήξει την προσοχή της Σαβίνας και θα την απασχολούσε για ώρες. Ή μάλλον για μέρες.
Καθισμένη τώρα στον πολύχρωμο καναπέ του λιλιπούτειου στούντιο, με το βλέμμα ξεχασμένο πέρα μακριά στον ορίζοντα του Θερμαϊκού, είδε την αχνή μορφή του Ολύμπου που αιωρούνταν πάνω από τα σκουρογάλαζα τείχη νεφών, σαν όραμα ενός μεσογειακού όρους Φούτζι. Το χιόνι γαντζώθηκε και πάλι στις σκέψεις της, με το απαλό του σχήμα και τη καθησυχαστική του ρυθμική πορεία από τον ουρανό στη γη. Το αγαπούσε στ’ αλήθεια τόσο πολύ το χιόνι; Ε, λοιπόν, ναι, σε βαθμό υπερβολής. Αν όμως τη ρωτούσε κάποιος γιατί, δεν θα ήξερε να το εξηγήσει. Ήταν όλη αυτή η αίσθηση της κομψότητας και της διακριτικής του παρουσίας. Κι ας λερωνόταν όταν έμενε σωριασμένο μετά από μέρες στην άκρη του δρόμου. Κι ας πάγωναν τα χέρια της κι ας απέμεναν απλά βρεγμένα όταν προσπαθούσαν να πιάσουν εκείνο το αφράτο, λευκό πλάσμα του νερού που ερχόταν από τον ουρανό.
Ίσως η αιτία ήταν ότι το είχε συνδέσει με ευχάριστες στιγμές. Αν το έψαχνε στη μνήμη της, έβρισκε πως οι πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις της είχαν με κάποιον παράδοξο τρόπο, λίγο χιόνι μέσα τους. Την πρώτη της ανάμνηση, να κάθεται δίπλα στο χιονοσκέπαστο παράθυρο με μια κούκλα στο χέρι και να τη δείχνει στην γιαγιά της. Τα μοναδικά ξέγνοιαστα Χριστούγεννα, όταν ήταν εφτά ετών. Τότε που είχαν βγει, όλη η οικογένεια και είχαν αγοράσει ένα από τα πρώτα τεχνητά έλατα της εποχής μαζί με κάθε λογής στολίδια. Θυμόταν ακόμα και σήμερα τα λοφάκια του χιονιού πλάι στο δρόμο και τις μεγάλες τζαμαρίες γεμάτες λαμπερά αστέρια, μπάλες, φουσκωτά ελαφάκια κι αγιοβασίληδες. Ύστερα, δώδεκα ετών, εκείνη τη μοναδική φορά που είχαν πάει σε ένα διάσημο νυχτερινό κέντρο για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή που είχε διοργανώσει η υπηρεσία που εργαζόταν ο πατέρας της. Είχε τύχει να χιονίσει πολύ εκείνη τη βραδιά και παραλίγο να μην είχαν καταφέρει να πάνε, εξαιτίας του χιονιού. Στη μνήμη της είχαν μείνει οι μεγάλες νιφάδες χιονιού, σαν χορεύτριες μπαλέτου που στριφογύριζαν με απαλό ρυθμό πάνω στο παλτό, στα χέρια, στο πρόσωπό της και το φως από τους φανοστάτες που περνούσε μέσα από το αέρινο σώμα τους, κάνοντάς τες να μοιάζουν σαν κοπάδι από πεταλούδες που γλιστρούσαν για να προσγειωθούν.
Και τώρα, παρότι δεν είχε πάει ποτέ της στην Καστοριά, έβλεπε με τη φαντασία της ολοζώντανη μπροστά της την εικόνα: παραδοσιακά σπίτια στο χρώμα της κίτρινης ώχρας, με τις γκρίζες στέγες στεφανωμένες από ολόλευκο χιόνι να απλώνονται κλιμακωτά πάνω στους λοφίσκους της πόλης. Την λίμνη τριγύρω, μια νηνεμία από πάγο να ασημίζει κάτω από το απαλό φως της χειμωνιάτικης μέρας. Πάνω τους, τούφες άσπρου χιονιού να στροβιλίζουν πασπαλίζοντας τα σπίτια με το γαλήνιο φόρεμά τους. Και γνώριζε χωρίς να ξέρει το πώς, ότι αυτή η εικόνα ήταν πραγματική. Ίσως να την είχε δει σε κάποια φωτογραφία και της είχε μείνει στη μνήμη, μια όμορφη εικόνα με το αγαπημένο της χιόνι μαζί.
Κοίταξε έξω, στον ορίζοντα την επίμονη, παγερή λιακάδα που δεν προλόγιζε καμιά εικόνα Λευκών Χριστουγέννων, παρά τις όποιες εξαγγελίες των μετεωρολόγων για μια καταιγίδα γεμάτη πάγο και χιόνι που ετοιμαζόταν να ενσκήψει σε όλη τη χώρα. Κι ύστερα ανασήκωσε τους ώμους της. Και γιατί αντιδρούσε στο κάτω – κάτω της γραφής; Δεν είχε να περιμένει κάτι αυτά τα Χριστούγεννα, καμιά ατμόσφαιρα, μόνη της στο μικρό της διαμέρισμα. Γιατί να μην πήγαινε στην Καστοριά; Να βρει ευκαιρία για να κλέψει λίγες όμορφες αναμνήσεις και να τις κλειδώσει στη μνήμη της, σαν εκείνη τη παλιά χιονόμπαλα που είχε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Που την αναποδογύριζε και έβλεπε το πυκνό λευκό χιόνι της να στριφογυρίζει πέφτοντας πάνω σε ένα χρυσαφένιο σπίτι και την έκαμνε πάντα να χαμογελά. Κι όχι μόνο.
Ενδόμυχα, χωρίς να το παραδέχεται σε κανέναν, αυτή η μινιατούρα χειμωνιάτικης ευτυχίας έκρυβε ό,τι είχε χαθεί από τη ζωή της. Είχε αρχίσει με την μοναξιά που την κατέλαβε μετά τον θάνατο των γονιών της πριν δύο χρόνια. Είχαν χαθεί απροσδόκητα, ο ένας μετά τον άλλο, με λίγους μήνες διαφορά. Αλλά αυτή η απώλεια είχε εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο και βαθύτερο, επιδρώντας στον χαρακτήρα της. Κι όπως το χιόνι σπάνιζε τώρα πια από τον χειμώνα στην πόλη της έχοντας σχεδόν χαθεί, έτσι ένιωθε πως η ζωή της – η σπίθα, η φλόγα, η χαρά της ζωής, όπως κι αν το μπορούσε να το αποκαλέσει – είχε ξεθωριάσει τόσο, που έμοιαζε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Ξεφύσησε μαλώνοντας τον εαυτό της που είχε ξεστρατίσει πάλι στο μονοπάτι της αυτολύπησης και σηκώθηκε για να βάλει πλυντήριο. Περνώντας δίπλα από το τραπεζάκι του σαλονιού το βλέμμα της έπεσε στη χιονόμπαλα, που η κρυστάλλινη σφαίρα της λαμπύριζε στο φως του μεσημεριού με το χρυσαφένιο γλυπτό σπιτιού στο εσωτερικό της να έχει σκουρύνει λίγο από τα χρόνια.
Η παλιά, καλή μου χιονόμπαλα, σκέφτηκε και την πήρε στα χέρια της αναποδογυρίζοντάς την για να ζωντανέψει το χιόνι. Ήταν ένα καλό δείγμα περίπου δέκα εκατοστών με απλή, κυλινδρική ξύλινη βάση και πυκνό χιόνι που ιρίδιζε καθώς έπεφτε πάνω στη λαμπερή μινιατούρα κτιρίου. Την πρόσεχε σαν κόρη οφθαλμού από την πρώτη μέρα που την είχε φέρει μια ηλικιωμένη θεία της μητέρας της, σουβενίρ από την Αυστρία που έμενε χρόνια. Την θεία δεν τη ξαναείδε, μια ακόμη συγγενής που η ύπαρξή της είχε σβήσει σιωπηλά στο πατρικό της. Αλλά η χιονόμπαλα είχε μείνει σε κάποιο χαμηλό ράφι, ως ένα ακόμα από τα ξεχασμένα μπιμπελό στο σκρίνιο. Παρότι κανείς στην οικογένεια δεν είχε δώσει σημασία σ’ αυτό το χριστουγεννιάτικο διακοσμητικό, η Σαβίνα ένοιωσε από την πρώτη στιγμή συνδεδεμένη μαζί του, ίσως επειδή είχε το λαμπερό χιόνι.
Κι έτσι, όταν ήταν μικρή, την περιεργαζόταν κρυφά και φανταζόταν την μυθική χώρα του χιονιού όπου εκείνη ήταν βασίλισσα και ζούσε ευτυχισμένη. Κι όταν μεγάλωσε και μετακόμισε μόνη της στο διαμέρισμα, ήταν το μόνο πράγμα που είχε πάρει από το πατρικό της, σαν ένα σύμβολο που θα συνέχιζε να της δίνει κουράγιο όποτε θα το χρειαζόταν. Η Σαβίνα ποτέ δεν θα το παραδεχόταν, όμως λάτρευε τόσο πολύ το χιόνι, που συνειδητά παράβλεπε πως είχε κι αυτό τη σκοτεινή φήμη του: όσο ομόρφαινε τις ασχήμιες καλύπτοντάς τες με το παραμυθένιο του πέπλο, το ίδιο επικίνδυνα τις έκρυβε για τον ανυποψίαστο που θα έπεφτε πάνω τους. Εκείνη έκλεινε τα μάτια στην προοπτική αυτή και συνέχιζε να γαληνεύει με τη σιωπή του χιονιού και με την ικανότητά του να δημιουργεί μυθικές πολιτείες πάνω σε μια αδιάφορη γειτονιά απρόσωπων κτιρίων.
Αναποδογύρισε ξανά τη διάφανη σφαίρα κι αφέθηκε να κοιτάζει για λίγο τον υποβρύχιο χορό των τεχνητών χιονονιφάδων μαγεμένη από τη βουβή μελωδία τους, ώσπου το ψιλό, λευκό κομφετί μαζεύτηκε και πάλι σε μια γραμμή γύρω από το χρυσό κτίριο. Παρότι είχε μάθει πως ήταν μια εκκλησία, διάσημη μιας περιοχής στην Αυστρία, για εκείνη έμοιαζε σαν ένα φωτεινό, χαρμόσυνο σπίτι. Και το άκουγε τώρα το σπίτι αυτό να της ψιθυρίζει, έλα, να σου χαρίσω το χιόνι που αγαπάς. Κι ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να πάει αυτό το ταξίδι. Είχε βαλτώσει η ζωή της όλο αυτόν τον καιρό και δεν το είχε καταλάβει, βυθισμένη μέσα στις αναμνήσεις από πρόσωπα και πράγματα που, καλώς ή κακώς, είχαν χαθεί οριστικά. Το κέντρο της ζωής της είχε μετατοπιστεί, από το να είναι κόρη και να υπακούει ή να αντιδρά στην κοσμοθεωρία των γονιών της. Φυσικά και τους αγαπούσε και ήξερε ότι κι εκείνοι την αγαπούσαν όσο ζούσαν, όπως κι αν της έδειχναν αυτή την αγάπη τους. Ήταν εικοσιπέντε χρονών αλλά μέχρι αυτή τη στιγμή ένιωθε και συμπεριφερόταν σαν να ήταν σε μια ατέρμονη εφηβεία.
Σήκω πάνω, Σαβίνα και πάτα καλά στα πόδια σου, είπε νοερά στον εαυτό της, ξαφνιασμένη κι η ίδια από την δύναμή της, δεν είσαι πια παιδί που ονειρεύεται μονάχα χιόνι.
Το παρελθόν ήταν παρελθόν και μπροστά της απλωνόταν μια νέα πραγματικότητα με άπειρες ευκαιρίες, την οποία μόλις τώρα είχε νιώσει αληθινά. Κάτι καλό την περίμενε εκεί. Ίσως να ήταν αυτό που αισθανόταν χαμένο, αυτή η αόριστη αίσθηση απώλειας που τριγύριζε στο μυαλό της εδώ και καιρό, αλλά ποτέ δεν γινόταν ξεκάθαρη και την άφηνε γεμάτη δυσφορία. Ήταν πάντως ένα βήμα μπροστά στην πραγματικότητα, η οποία δεν της φαινόταν ανούσια πλέον.
Σαν σε όραμα είδε τον εαυτό της από ψηλά, να κρατά την χιονόμπαλα που μέσα της περιδινούταν το χιόνι προλογίζοντας τα καλά πράγματα που την περίμεναν. Να στέκει μέσα στο μικρό της διαμέρισμα που λούφαζε στην ψυχρή, δεκεμβριάτικη λιακάδα της Θεσσαλονίκης. Και ήδη ο νους της ταξίδευε πάνω από τα γκρίζα κτίρια, πάνω από τους δρόμους όπου στριμώχνονταν οι μικρές σιλουέτες των αυτοκινήτων, πάνω από την παραλία, πάνω από τη θάλασσα τη σκοτεινή και λαμπερή μαζί, πέρα μακριά προς τον χιονισμένο όγκο του Ολύμπου και ύστερα σε μια στροφή, αντίπερα από εκείνον.
Σε κάτι καλό που την περίμενε παρέκει, στη γαλήνια λίμνη κάτω από τα χιονισμένα βουνά. Κι ας μην ήξερε τι μπορεί να ήταν αυτό ή αν ήταν έστω αληθινό.
Αρκούσε που τούτο το κάτι προμήνυε την ίδια ευδαιμονία που ένιωθε όταν το χιόνι ερχόταν στην πόλη της.