,

Τα χρόνια του πλατάνου

Σε δύο μέρες 39. Του χρόνου 39+1. Δεν τολμά να προφέρει τα δεύτερα άντα και ούτε καν να σκεφτεί ότι πλησιάζει τα πρώτα ήντα. Αρνείται.

Δύο κινηματογραφικά φιλιά έχει ζήσει μέχρι τώρα. Δεν παντρεύτηκε κανένα από αυτά. Από αυτά που σταματά ο χρόνος, που δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από εσένα και εκείνον, τα διψασμένα χείλη, τις κοφτές ανάσες, τους τρελούς χτύπους της καρδιάς, το άδειο στομάχι. Από αυτά που δε φτάνουν ποτέ στην ολοκλήρωση, που ζεις μόνο για λίγο και τα θυμάσαι μια ζωή, γιατί για κάποιο λόγο σε 3, 2, 1 κάνουν ένα μπουμ… και  σκάνε. Εξαφανίζονται. Σαν ένα φαντασμαγορικό πυροτέχνημα. Κρότος, λάμψη, σιγή. Από αυτά που βλέπεις στις ταινίες και λιώνεις μαζί τους, μονάχα που αυτά πάντα στο τέλος κρατάνε, ο έρωτας νικά και ζουν αυτοί καλά και εμείς χειρότερα, μένοντας με την απορία «γιατί να συμβαίνουν μόνο στις ταινίες;».

Οι μεγάλοι έρωτες δε φοράνε νυφικό, ήταν ο τίτλος ενός βιβλίου που πρώτη φορά αγόρασε χωρίς να διαβάσει την υπόθεση, μόνο και μόνο επειδή την άγγιξε αυτή η φράση γιατί, μάλλον, έκρυβε την αλήθεια της. Δεν το ολοκλήρωσε ποτέ. Αυτό όπως και πολλά άλλα πράγματα που ξεκινούσε και άφηνε στη μέση. Δεν την κέρδισε, δε θυμάται καν την υπόθεση και κάποια στιγμή που το αναζήτησε πρόσφατα για να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, δεν υπήρχε πουθενά στο σπίτι. Πιθανότατα να ήταν ανάμεσα σε αυτά που πένθησε στην τελευταία μετακόμιση, που λόγω έλλεψης χώρου, μούχλιασαν μέσα σε μια κούτα στο πατάρι. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το αγαπημένο της “Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας”. Αυτό, όμως, το αγόρασε ξανά, πριν λίγο καιρό, για μια δεύτερη, πιο ώριμη και συγκροτημένη ανάγνωση. Της το θύμισε μια παράφραση του Αρκά για τον Έρωτα στα Χρόνια του Κορωνοϊού. Μέχρι και ο έρωτας του Θανασάκη για τη Θίθυ τη συγκινεί. Στην πρώτη ανάγνωση, ως φοιτήτρια, την συνεπήρε η δύναμη και η αντοχή της πρώτης, νεανικής αγάπης που κατάφερε να ολοκληρωθεί μετά από πενήντα χρόνια! Θα μπορούσε να γίνει ένας σύγχρονος Φλορεντίνο Αρίσα, που θα ζούσε τη ζωή της καρτερώντας πάντα τη μία και μοναδική της αγάπη ή θα ακολουθούσε τα χνάρια της Φερμίνα Δάσα ζώντας μια ήρεμη οικογενειακή ζωή που θα της παρείχε ασφάλεια. Η δεύτερη φαίνεται να επικράτησε, αλλά ο Φλορεντίνο Αρίσα μέσα της ακόμα περιμένει… Έχουν περάσει μόλις τα μισά χρόνια από τα δικά τους. Ξεκίνησε τη δεύτερη ανάγνωση, αλλά έμεινε και αυτή στη μέση. Οι αισθηματικές κομεντί του Netflix της είναι πιο εύπεπτες αυτή την περίοδο. Το μυαλό της, μετά το τελευταίο burnout, δεν έχει επανέλθει πλήρως και όσο ο εργασιακός οργασμός καλύπτει τους κανονικούς και τα συναισθηματικά κενά, δε θα επανέλθει ποτέ.

Ανέκαθεν της άρεσαν οι ρομαντικές ιστορίες, οι ταινίες, τα βιβλία και τα τραγούδια αγάπης, που ξυπνούν τις αισθήσεις, τον πόθο, τη λαχτάρα. Η δική της ιστορία αγάπης ήταν έντονη στην αρχή, πριν από 17 χρόνια, μετά άρχισε να ξεθυμαίνει. Δεν ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Την κέρδισε το χιούμορ και το καλό σεξ. «Αρκούν όμως αυτά όσο περνούν τα χρόνια;», αναρωτιέται ανακατεύοντας τα μακαρόνια για το βραδινό. Τελευταία φορά, που θυμάται να είπε δυνατά ότι είναι ευτυχισμένη και πλήρης, ήταν όταν είχαν γυρίσει στο σπίτι με το μωρό, μετά τη γέννα. 10 χρόνια πριν. Από τότε, εξαφανίστηκε ο πόθος, το χιούμορ, αλλά κυρίως το σεξ. Σαν η ιδιότητα της μάνας να έσβησε αυτή της γυναίκας. Και αυτή της μάνας πάλι μισή είναι, γιατί είναι και εργαζόμενη. Ίσως λίγο παραπάνω εργαζόμενη. Και όποτε τα γυναικεία ένστικα το θυμούνται και αποφασίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, το αντικείμενο της έλξης είναι κάποιος άλλος. Υπαρκτός ή η ανάμνηση του νεανικού της έρωτα. Τότε αναβοσβήνουν έντονα μπροστά της σήματα προειδοποίησης κινδύνου, βάζοντας στις πικάντικες σκέψεις της ένα μεγάλο κόκκινο “STOP”, τεράστια “FAIL” στο γάμο της και “FRAGILE” στην καρδιά της.

Δε θέλει να μεγαλώνει πλέον. Κάθε χρόνος που περνά συνειδητοποιεί ότι δεν προλαβαίνει να ζήσει όλα όσα θα ήθελε, ότι μαζεύονται αρκετά λάθη και απωθημένα, ότι αυτό το χαλί πρέπει κάποια στιγμή να το σηκώσει και να πετάξει ό,τι έχει μαζέψει από κάτω.

«Γιατί τώρα; Γιατί συνειδοτοποιώ τώρα το κενό στη ζωή μου και στο γάμο μου;»

«Γιατί το μέγεθος των δυνατών συναισθημάτων ήταν τόσο μεγάλο, που δε μπορούσες να το ελέγξεις, και ό,τι δεν ελέγχεις σε τρομάζει. Έτσι σε φόβισε και ο έρωτας μωρό μου και δεν έκανες το παραμικρό για να τον ζήσεις. Δυο φορές σου έτυχε και τις δυο έκανες πίσω. Με τον ίδιο τρόπο. Δεν τον διεκδίκησες, δεν του επέτρεψες να σε συνεπάρει, δεν τον κυνήγησες. Από φόβο. Φόβο για το πού θα σε οδηγήσει το πάθος. Φόβο για να μη φας τα μούτρα σου και μαζεύεις τα κομμάτια σου. Και όταν το καταλαβαίνεις δυστυχώς είναι αργά, γιατί δεύτερη ζωή δεν έχεις για να ζήσεις», της ψιθυρίζει η φωνή μέσα της.

«Δειλοί; Αυτό είμαστε τελικά; Απλά δειλοί! Προτιμάμε τα σίγουρα, τα ασφαλή. Αυτά που ξέρουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε. Αυτά που δε φοβόμαστε ότι θα μας πονέσουν. Τα για ένα δικό σου ίσως, θα άφηνα όλα μου τα σίγουρα είναι για τους ρομαντικούς ποιητές. Για εμάς τους ανθρώπους που πατούν στη γη δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευσεβείς πόθοι και ονειροπολήσεις!» της φωνάζει η φωνή της λογικής.

Το καλοκαίρι, τον ξαναείδε μετά από χρόνια. Ήταν εκεί, κάτω από τον ίδιο τεράστιο πλάτανο, όπως όταν ήταν παιδιά, λίγα μέτρα μακριά της. Δεν τον έβλεπε καλά, αναθεμάτιζε τη μυωπία της, αλλά τον γνώρισε. Γνώρισε το ψηλό, καστανόξανθο αγόρι με το χαμόγελο, με τα λακάκια, με τις μεγάλες πλάτες, που αντάμωναν μονάχα Πάσχα και καλοκαίρια, που έτρεχαν στην πλατεία, που συζητούσαν στο παγκάκι του πλατάνου, που έδιναν κρυφά εφηβικά φιλιά στα πεζούλια του γηπέδου, στα μακρινά ξωκκλήσια. Με λίγα ίσως παραπάνω κιλά. Όμως ένιωσε την ανάσα της να σταματάει όπως τότε, τα πόδια της να τρέμουν, να χάνει τη φωνή της. Ο νους της γύρισε στο κινηματογραφικό ενήλικο φιλί, που για μια στιγμή, μετά από εμπόδια και ανατροπές, κατάφεραν να το γευτούν. Οι δυο τους, κάτω από τον έναστρο ουρανό του χωριού, του πιο ψηλού χωριού, τόσο ψηλού που ήταν σαν να τον άγγιζαν. Πράγματι, εκείνη τη νύχτα άγγιξαν τον ουρανό με τα άστρα, μόνο με ένα φιλί. Τίποτε άλλο.

Ξαναέζησε για μερικά λεπτά τη στιγμή. Ξανάνιωσε. Θυμήθηκε! Θυμήθηκε πώς είναι να νιώθεις πάλι, μετά από τόσα χρόνια. Της αρκούσε να αντέξει άλλα τόσα. Ο πλάτανος θα είναι πάντα εκεί να τους περιμένει. Αυτοί;

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: