Η θέα του δρόμου από τον έβδομο όροφο της φοιτητικής εστίας όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, της έφερνε ζαλάδα και ναυτία. Έτσι όπως ήταν σκαρφαλωμένη στο κάγκελο του μπαλκονιού, με το ένα της πόδι να αιωρείται ήδη στο κενό, έσκυψε και κοίταξε για άλλη μια φορά το χάος που έχασκε από κάτω. Ήταν αργά το βράδυ και η κίνηση είχε κόψει κατά πολύ. Αν πηδούσε τώρα, ίσως περνούσε αρκετή ώρα μέχρι κάποιος περαστικός να ανακαλύψει το σμπαραλιασμένο κορμί της στο πεζοδρόμιο. Ίσως να ήταν κάποιος γείτονας που έβγαινε να πετάξει τα σκουπίδια του ή κανένα φοιτητικό ζευγαράκι που γυρνούσε παράωρα στην εστία για να συνεχίσουν εκεί τη βραδιά τους. Τους έκανε εικόνα να χάσκουν από πάνω της με φρίκη και αποτροπιασμό, ενώ εκείνη ψυχορραγούσε με τα μυαλά χυμένα στο παγωμένο τσιμέντο εκείνη την κρύα νύχτα του Δεκέμβρη. Ξαφνικά ένιωσε το στομάχι να της ανεβαίνει στο στόμα. Σαν κάποιος από μηχανής θεός να την είχε περιλούσει με ένα κουβά παγωμένο νερό, ξεκαβάλησε σαν αστραπή το κάγκελο κι έτρεξε προς το μπάνιο. Ίσα που πρόλαβε να συγκρατήσει τον εμετό της για να φτάσει στη λεκάνη. Γονάτισε μπροστά της και άδειασε τα σωθικά της μέχρι που δεν είχε τι άλλο να βγάλει. Ύστερα σύρθηκε προς την βρύση, την άνοιξε κι έβαλε αποφασιστικά από κάτω το θολωμένο της κεφάλι.
Ένα χτύπημα στην πόρτα του δωματίου της, την επανέφερε στην πραγματικότητα.
–Ποιος είναι; ρώτησε κάνοντας προσπάθεια για να βγει η φωνή της.
-Η Έλλη είμαι Δήμητρα! Άνοιξε λίγο να σου πω.
– Μόλις βγήκα από το μπάνιο, πες μου τι θες.
-Έχουμε παραγγείλει πίτσα με τα κορίτσια. Σε δέκα λεπτά φτάνει. Θα κατέβεις στο δωμάτιό μου να δούμε ταινία;
-Μπα, είμαι πτώμα από το εργαστήριο. Θα πέσω για ύπνο.
Η φωνή της έβγαινε ξέπνοη κι αφού με κόπο κατάφερε να διώξει την Έλλη από την πόρτα της, ξάπλωσε στο κρεβάτι και με σβηστά φώτα προσπάθησε να επεξεργαστεί όλα εκείνα που είχαν προηγηθεί. Η μέρα της στο εργαστήριο είχε ξεκινήσει χωρίς καμιά ιδιαιτερότητα, αν εξαιρέσεις την απουσία του συμφοιτητή της, του Αντώνη, λόγω ενός γερού κρυολογήματος. Μαζί εκπονούσαν την διπλωματική τους εργασία πάνω στη ραδιοχημεία. Δεν την πείραζε όμως τη Δήμητρα που θα έκανε όλη τη δουλειά μόνη της εκείνη τη μέρα. Είχε πάθος για την επιστήμη που υπηρετούσε και πολλά όνειρα για το μέλλον της. Κορίτσι από αγροτική οικογένεια της ελληνικής υπαίθρου που με το ζόρι τα έφερναν βόλτα, αλλά κοφτερό μυαλό και με πολλή θέληση. Μόνη της διάβασε για τις Πανελλαδικές με τα πενιχρά εκπαιδευτικά μέσα που διέθετε το χωριό και κατάφερε να περάσει από τους πρώτους στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Στην αρχή ήθελε να βρει παράλληλα και μια δουλειά σε καμιά καφετέρια, έστω για λίγες ώρες την εβδομάδα, για να συνεισφέρει κι αυτή στις σπουδές της, αλλά ο πατέρας της δεν ήθελε ούτε να το ακούσει.
«Εσύ να αφοσιωθείς στη Χημεία σου και για τα άλλα μη σε νοιάζει! Εγώ είμαι εδώ!» της έλεγε γνωρίζοντας την δίψα για μάθηση και τα όνειρα της μοναχοκόρης του.
Κι έτσι κύλησαν τα χρόνια κι έφτασε στο τελευταίο έτος και την διπλωματική εργασία. Μια ανάσα από το πτυχίο δηλαδή. Επέλεξε να ασχοληθεί με τον τομέα της ραδιοχημείας, γιατί από μικρή θαύμαζε την Μαρί Κιουρί και την θεωρούσε πρότυπο γυναίκας και επιστήμονα. Η φήμη ότι μετέφερε δοκιμαστικούς σωλήνες που περιείχαν ισότοπα στην τσέπη της και τους αποθήκευε στο συρτάρι του γραφείου της, παρατηρώντας το αχνό φως που εκλυόταν από τις ουσίες στο σκοτάδι, την έκανε να μοιάζει ζωντανός θρύλος στα μάτια της.
Ο καθηγητής της Ραδιοχημείας δεν είχε την καλύτερη φήμη στη σχολή. Κρητικός στην καταγωγή, κακότροπος και απαξιωτικός προς τις γυναίκες φοιτήτριές του. Θεωρούσε κατά κάποιον τρόπο ότι βρίσκονταν σ’ έναν χώρο στον οποίο δεν θα έπρεπε κανονικά να έχουν πρόσβαση, αλλά χρώστα χάρη στην ισότητα. Η Δήμητρα ήταν όμορφη, πράγμα που στο αξιακό σύστημα του εν λόγω καθηγητή, λειτουργούσε ως παράγοντας αντιστρόφως ανάλογος της ικανότητας και της ευφυΐας της. Έτσι, όταν του πρωτοπαρουσιάστηκε για να του ζητήσει να κάνει διπλωματική στο εργαστήριό του, η πρώτη του αντίδραση ήταν να την προτρέψει να γίνει καλύτερα… αεροσυνοδός!
«Δεν μπορώ να καταλάβω εσείς οι ωραίες, τι τις θέτε τις Χημείες και τα εργαστήρια; Γιατί δεν πας να γίνεις αεροσυνοδός, να έχεις και τα ταξίδια σου και τα duty free σου και θες να βασανίζεσαι με τα πειράματα και τις ακτινοβολίες;».
Εν τέλει βέβαια, η καρτέλα βαθμολογίας της με τα δεκάρια και τα εννιάρια να φιγουράρουν σε πρώτο πλάνο, έκαμψε τις αντιστάσεις του. Με βαριά καρδιά της έδωσε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και την ενέταξε στην ομάδα των φοιτητών του εργαστηρίου του. Τα πράγματα κυλούσαν σχετικά ομαλά, μέχρι εκείνη την καταραμένη μέρα που γριπιάστηκε ο Αντώνης και η Δήμητρα βρέθηκε μόνη της στο εργαστήριο. Είχε φτάσει απόγευμα, κόντευε να τελειώσει, έπλενε κάτι δοκιμαστικούς σωλήνες στη βρύση με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, όταν την άκουσε να κλειδώνει. Γύρισε απότομα, ξαφνιασμένη να δει τι γίνεται. Φοβήθηκε μήπως την ξέχασαν οι καθαρίστριες και την κλείδωσαν μέσα κι άντε τώρα να περιμένει μέχρι αύριο το πρωί για να την ξεκλειδώσουν. Ωστόσο το κλείδωμα προερχόταν από το εσωτερικό του εργαστηρίου. Γυρνώντας, το βλέμμα της διασταυρώθηκε με του καθηγητή, την ώρα που έβαζε τα κλειδιά στην τσέπη του παντελονιού του. Κοκκάλωσε, το αίμα έφυγε όλο από το κεφάλι της, τα πόδια της λύγισαν και η καρδιά της χτυπούσε ανεξέλεγκτα. Ο διάδρομος απ’ έξω σκοτεινός, όλα τα μαθήματα είχαν τελειώσει, οι φοιτητές είχαν φύγει, κανείς δεν φαινόταν να κυκλοφορεί στον χώρο.
Πριν καλά – καλά προλάβει να σκεφτεί την επόμενη κίνησή της, αυτός την είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής.
– Αν με αγγίξετε θα ουρλιάξω! του είπε με τρόμο στο βλέμμα.
– Ελάτε τώρα δεσποινίς, μόνοι μας είμαστε, δεν θα σας ακούσει κανείς. Άλλωστε οι όμορφες αεροσυνοδοί σαν κι εσάς, πρέπει να υπακούνε στον πιλότο, αλλιώς το αεροσκάφος θα πέσει στα βράχια. Και δεν θα το θέλατε αυτό, έτσι δεν είναι; Τόσο κόπο έχετε καταβάλλει για το πτυχίο σας, θα τον αφήσετε να πάει χαμένο τώρα στο τέλος;
Την στρίμωξε στον πάγκο, κόλλησε πάνω της και προσπάθησε να την φιλήσει. Το μυαλό της πήρε ξαφνικά στροφές σαν τρελό. Η τσάντα μου! σκέφτηκε. Έχει μέσα τα δικά μου κλειδιά του εργαστηρίου! Αρκεί να μπορέσω να την φτάσω! Με το ελεύθερο χέρι της έψαχνε πίσω από την πλάτη της να πιάσει την τσάντα, ενώ το άλλο της το έσφιγγε αυτός πάνω του. Μετά από δευτερόλεπτα που έμοιαζαν με αιώνες, κατάφερε να πιάσει την τσάντα. Την ψαχούλεψε στα τυφλά με απελπισία και ένιωσε ότι έπιασε τα κλειδιά. Με μια αποφασιστική κίνηση και με αναπτερωμένη την ελπίδα ότι μπορεί να ξεφύγει, τον έσπρωξε και έτρεξε προς την πόρτα. Για καλή της τύχη δεν την ακολούθησε. Την άφησε να ξεκλειδώσει, εκτοξεύοντας βρισιές και απειλές προς το μέρος της.
– Όλες ίδιες είστε, μυξοπαρθένες! Σιγανοπαπαδιές! Αλλά το πτυχίο ξέχασέ το! Το δικό μου μάθημα θα το χρωστάς μέχρι να πεθάνεις, το κατάλαβες; Σκρόφα!
Κουλουριασμένη στον καναπέ, τυλιγμένη σφιχτά με μια κουβέρτα, προσπάθησε να ανασυνταχθεί. Έβαλε να πιει ένα ποτήρι κρασί και ύστερα ένα δεύτερο. Και κάπου εκεί, μέσα στην παραζάλη, της ήρθε η ιδέα. Το μυαλό της φωτίστηκε ξαφνικά, σαν τους δοκιμαστικούς σωλήνες που έφεγγαν στο σκοτάδι στις τσέπες της μαντάμ Κιουρί. Η ηρωίδα της, της έδειχνε την λύση. Ή μάλλον καλύτερα, την δικαίωση. Την στριφογύριζε για λίγη ώρα στο μυαλό της μέχρι να σιγουρευτεί, να κατασταλάξει. Δεν ήταν δύσκολο να την υλοποιήσει, άλλωστε το υλικό υπήρχε ήδη μέσα στο εργαστήριο. Ήταν το υλικό με το οποίο έκανε τα πειράματά της κι όχι μόνο. Η τραγική ειρωνεία ήταν πως είχε και το όνομά της, ραδιενεργό Δημήτριο! Μ’ αυτό θα απέδιδε δικαιοσύνη.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε μετά από μια ατελείωτη νύχτα έξαψης και προσμονής. Η εκδίκηση για τα όνειρα μιας ζωής που της ξέσκισε αυτός ο αχρείος μέσα σε λίγα λεπτά, κλωτσούσε να βγει σαν το μωρό που βιάζεται να γεννηθεί. Ο Αντώνης ευτυχώς εξακολουθούσε να έχει πυρετό και να μένει σπίτι. Ο «κύριος» καθηγητής δεν πατούσε το πόδι του στο εργαστήριο αν η ώρα δεν πήγαινε 10, οπότε είχε αρκετό χρόνο για να προετοιμαστεί. Βγήκε νωρίς στη στάση, με τον παγωμένο αέρα του Δεκέμβρη να της χτυπάει το μέτωπο. Δεν την πείραζε, ίσα ίσα που της καθάριζε την σκέψη. Το λεωφορείο έφτασε γρήγορα στο Πανεπιστήμιο, ήταν πολύ πρωί και δεν είχε αρχίσει ακόμα η κίνηση. Κουκουλωμένη με το μπουφάν της, μπήκε στο εργαστήριο με τα κλειδιά της. Η τσάντα της ήταν ακόμα εκεί, δίπλα στο νεροχύτη, στην θέση που την είχε αφήσει την προηγούμενη μέρα, όταν έφυγε τρέχοντας από εκεί μέσα για να σωθεί από τον επίδοξο βιαστή της. Ο χώρος της ξαναέφερε στο νου τις νωπές αναμνήσεις από την επίθεση, αλλά προσπάθησε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της και να οργανώσει τις κινήσεις της.
Αργά και μεθοδικά, σαν καλή επιστήμονας εφάρμοσε ένα – ένα τα βήματα της διαδικασίας. Φόρεσε την λευκή ποδιά του εργαστηρίου και από πάνω την μολύβδινη ποδιά προστασίας από την ραδιενέργεια. Έπειτα, έβαλε τα διπλά γάντια και την ασπίδα προσώπου. Βρήκε τις δοσομετρικές σύριγγες, τις γέμισε προσεκτικά με το ραδιενεργό Δημήτριο και το ξανακλείδωσε στη θέση ασφαλείας που φυλάσσεται. Κι ύστερα περίμενε. Δεν άργησε να ακούσει τα κλειδιά στην πόρτα. Τα ίδια κλειδιά που χθες την είχαν κλειδώσει εκεί μέσα, για να της ισοπεδώσουν το σύμπαν που με κόπο είχε χτίσει. Τον περίμενε στο γραφείο του, που δεν είχε οπτική επαφή με τον διάδρομο, όπου άρχισε να πηγαινοέρχεται κόσμος. Μόλις την είδε προσπάθησε να το παίξει άνετος.
– Τι έγινε συνάδελφε; Πιάσαμε από νωρίς δουλειά σήμερα; Και γιατί όλη αυτή η εξάρτηση; Σε πυρηνικό αντιδραστήρα θα μπείτε;
Χωρίς να του απαντήσει, έπιασε τις σύριγγες και άρχισε να τον σημαδεύει στο πρόσωπο. Άδειασε την πρώτη επάνω του και πριν προλάβει να αντιδράσει τον περιέλουσε και με την δεύτερη.
Αυτός αρχικά ξαφνιάστηκε και μετά ξέσπασε σε ένα τρανταχτό γέλιο.
– Εμένα πας να τρομάξεις βρε βρωμοθήλυκο; Με τι; Με το νεράκι που έχεις βάλει εκεί μέσα; Στο είπα και χθες και στο ξαναλέω και τώρα. Ξέχνα το πτυχίο! Φοιτήτρια για πάντα θα μείνεις!
Η Δήμητρα ατάραχη, έπιασε τον μετρητή ραδιενέργειας που βρισκόταν στον πάγκο δίπλα της. Πλησίασε την κεφαλή του προς τον καθηγητή και έστρεψε την οθόνη προς το μέρος του για να δει την ένδειξη. Ο δείκτης είχε φτάσει στο κόκκινο πεδίο. Αυτός τον είδε και χλώμιασε, σωριάστηκε σαν σακί στην καρέκλα πίσω του. Η Δήμητρα τον σημάδεψε με την επόμενη σύριγγα κι αυτός άρχισε να την εκλιπαρεί.
– Μη! Όχι άλλο! Σταμάτα, σε ικετεύω! Ξέχνα ότι σου είπα! Δέκα θα σου βάλω και στο μάθημα και στην διπλωματική!
Η Δήμητρα σταμάτησε και του απήγγειλε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του για τις συνέπειες της ραδιενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό. «Η επίδραση της ιονίζουσας ακτινοβολίας στα χρωμοσώματα, μπορεί να επιφέρει πολλές και καταστροφικές συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισμό. Μια εξαιρετικά μικρή ποσότητα ακτινοβολίας αρκεί για να προκαλέσει ανεπανόρθωτες μεταβολές στα ανθρώπινα κύτταρα».
– Το έμαθα καλά το μάθημά σας βλέπετε κύριε καθηγητά! Καλή ζωή να έχετε, περιμένοντας τον βασανιστικό θάνατό σας.
Ειρήνη Κουτσουβέλη