Πυκνά σύννεφα είχαν καλύψει τον φθινοπωρινό ουρανό. Η πόλη έμοιαζε σαν να είχε γίνει γκρίζα, ακριβώς όπως το χρώμα των ματιών του άντρα με τη μακριά, μπεζ καμπαρτίνα και το καπέλο, που περπατούσε σκυφτός στον έρημο δρόμο.
Κατέβηκε στη στοά του μετρό. Κοντοστάθηκε μπροστά σε έναν πλανόδιο τραγουδιστή κι έριξε ένα κέρμα στη θήκη της κιθάρας που ήταν ανοιχτή μπροστά στα πόδια του. Εκείνος αναπήδησε.
Ο άντρας έχωσε τα χέρια στις τσέπες και πλησίασε στις γραμμές. Ένας ρυθμικός ήχος τον έκανε να στραφεί προς τα δεξιά. Μια μελαμψή γυναίκα, κρατούσε το χαρακτηριστικό μπαστούνι που έχουν οι τυφλοί και κατευθυνόταν προς το μέρος του. Πίσω της, ακολουθούσε ένας τύπος με ξυρισμένο κεφάλι και μια ουλή δίπλα στο αριστερό του μάτι. Στάθηκαν λίγα μέτρα μακριά του. Εκείνος παρακολούθησε τον τύπο να ρίχνει κλεφτές ματιές γύρω του και στη συνέχεια να χώνει το χέρι στην τσάντα της γυναίκας και να αρπάζει το πορτοφόλι της. Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι κι έσφιξε τα χείλη. Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Το μετρό έφτασε σχεδόν αμέσως. Κατέβηκε στην επόμενη στάση. Προσπέρασε μια παρέα νεαρών που ζωγράφιζαν σατανιστικά σύμβολα στους τοίχους κι έστρεψε το πρόσωπό του από την άλλη πλευρά. Βγήκε σε ένα στενό δρομάκι. Κοίταξε το φορτηγό που ήταν σταθμευμένο στη γωνία, τη στιγμή που ένας άντρας πηδούσε βιαστικά από ένα μπαλκόνι κι έριχνε μέσα τα κλοπιμαία του. Τον άκουσε να πατάει με δύναμη το γκάζι και να απομακρύνεται. Ένιωσε την ανάσα του να κόβεται τη στιγμή που ένας νεαρός άρπαξε την τσάντα μιας ηλικιωμένης και πέρασε ξυστά από δίπλα του τρέχοντας σαν σίφουνας. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του όταν η γυναίκα κοιτούσε πανικόβλητη γύρω της, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάποιον να τη βοηθήσει.
Έστρεψε το κεφάλι του προς τον ουρανό. Άρχισε να ψιχαλίζει. Άφησε τη βροχή να πέσει στο μέτωπό του, να φτάσει στα μάτια του και στη συνέχεια να κυλήσει σαν δάκρυα στα μάγουλά του. Έμεινε για λίγη ώρα ακίνητος, προσπαθώντας να ξεπλύνει τον πόνο του και να τον διώξει μακριά. Έπειτα κατέβασε το κεφάλι και προχώρησε μέχρι το επόμενο τετράγωνο. Στάθηκε στο πεζοδρόμιο, στήριξε την πλάτη του στον τοίχο και περίμενε.
Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα απαλό θρόισμα.
«Σε περίμενα», είπε και στράφηκε στο πλάι.
Ένας άντρας, με κατάλευκα μαλλιά και δέρμα, γαλάζια μάτια, μακριά, μαύρη καπαρντίνα και λευκό κασκόλ στο λαιμό είχε εμφανιστεί δίπλα του. Εκείνος δεν μίλησε αμέσως.
«Πολλές φορές», άρχισε τελικά, «αναρωτιέμαι πώς αντέχεις… Πώς αντέχεις να τους βλέπεις και να μην κάνεις τίποτα; Πώς αντέχεις να αφήνεις όλα αυτά να γίνονται μπροστά στα μάτια σου και να μην αντιδράς, ενώ έχεις τη δύναμη να τα σταματήσεις; Ενώ έχεις τη δύναμη να τους σταματήσεις; Ενώ έχεις τη δύναμη να τους τιμωρήσεις;».
Εκείνος έμεινε ανέκφραστος.
«Η τιμωρία δεν είναι λύση», αντέτεινε. «Αυτό που κάνεις εσύ δεν είναι λύση», έκανε ήρεμα.
Ο Damon HellWay ανασήκωσε το φρύδι.
«Εγώ τιμωρώ όσους αξίζει να τιμωρηθούν. Ο κόσμος καταρρέει…», επέμεινε. «Ο κόσμος πάει…», σώπασε για λίγο, «κατά διαόλου…», έκανε με ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα. «Κι εσύ τι κάνεις; Κάθεσαι απλά και τον κοιτάς. Κάθεσαι απλά και παρατηρείς και δεν κάνεις τίποτα, ενώ έχεις τη δύναμη να το αποτρέψεις».
«Ο τρόπος σου είναι λανθασμένος».
«Είναι εύκολο για σένα να το λες αυτό, έτσι δεν είναι; Είσαι προστατευμένος μέσα στη σαπουνόφουσκά σου κι απλά παρατηρείς. Μπήκες στη θέση του κοριτσιού που βιάστηκε ενώ ήταν ανήλικο; Του μικρού αγοριού που του έκαναν bullying; Του παιδιού που έχασε τον πατέρα του γιατί κάποιος τον σκότωσε για λίγα ψιλά; Της κοπέλας που η μάνα της αποπειράθηκε να τη σκοτώσει; Της γιαγιάς που της έκλεψαν το κομπόδεμά της; Του παππού που είδε μπροστά στα μάτια του να βιάζουν την ηλικιωμένη γυναίκα του; Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί ο κόσμος έχει πάψει να πιστεύει στα θαύματα; Γιατί απλά έχουν πάψει να συμβαίνουν! Αυτός είναι ο λόγος για την κατάντια τους! Τους αφήσατε μόνους τους! Κι αυτοί σας ξέχασαν!»
«Κι ο δικός σου σκοπός ποιός είναι; Να τους θυμίσεις την παρουσία μας; Ή να τους θυμίσεις τη δική σου τώρα που είναι απελπισμένοι; Τους προσφέρεις μια διέξοδο από τη θλίψη τους. Τους προσφέρεις μια ουτοπία Damon, μια προσωρινή ουτοπία ψευδαισθήσεων που νομίζουν ότι θα απαλύνει τη θλίψη τους και θα δικαιώσει τα θύματα, είτε είναι οι ίδιοι, είτε κάποιοι που αγαπούν! Τους δίνεις την ευκαιρία να ‘τιμωρήσουν’ τους υπαίτιους της δυστυχίας τους με αντάλλαγμα τι; Την ψυχή τους; Κι έτσι τους βοηθάς;»
«Παίρνω μόνο τις ψυχές, όσων αξίζουν να τις πάρω», είπε κοφτά εκείνος. «Και να είσαι σίγουρος, πως μου τις έχουν παραδώσει πολύ πριν συνάψουν τη συμφωνία τους μαζί μου. Πολύ πριν καν σκεφτούν να στραφούν σε μένα».
Εκείνη τη στιγμή έπεσαν κι άλλες σταγόνες από τον ουρανό.
«Βλέπεις;», συνέχισε ο Damon. «Ακόμα και ο ουρανός κλαίει… Ακόμα κι ο ουρανός ξεσπάει για όσα γίνονται», επέμεινε.
«Υπάρχουν κανόνες», συνέχισε ήρεμα ο άλλος. «Ακόμα κι εσύ, υπακούς σε κανόνες. Και το ξέρουμε πολύ καλά και οι δυο».
«Όπως επίσης ξέρουμε, πως υπάρχουν κι εξαιρέσεις που αναιρούν τους κανόνες. Και αυτός είναι ο λόγος που βρίσκεσαι τώρα σε αυτό το σημείο, έτσι δεν είναι;», χαμογέλασε πονηρά. «Γιατί υπάρχουν κάποια πράγματα, που όσο και να θέλεις, δεν μπορείς να τα αντέξεις».
«Υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις που επιτρέπονται για να αναιρούν τους κανόνες», τον διόρθωσε εκείνος.
«Όπως σε βολεύει», χαμογέλασε και πάλι.
«Γιατί είσαι εδώ Damon;», τον ρώτησε ο άντρας με το καπέλο. «Για να με εμποδίσεις;»
Εκείνος δεν απάντησε. Ανασήκωσε απλά τους ώμους του. Έστρεψε το κεφάλι στο πλάι.
Εκείνη τη στιγμή, τους προσπέρασε μια γυναίκα που κρατούσε από το χέρι ένα μικρό αγόρι. Στάθηκε ακριβώς μπροστά τους, χωρίς να τους δώσει σημασία. Το παιδί απελευθερώθηκε από τη λαβή της, έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό στρατιωτάκι κι άρχισε να το στριφογυρίζει στα χέρια του. Οι δυο άντρες παρακολούθησαν το παιχνίδι σε αργή κίνηση, να πετάγεται προς τον ουρανό και στη συνέχεια να πέφτει στον δρόμο. Το μικρό αγόρι το κοίταξε συνοφρυωμένο. Ο Damon στράφηκε προς τον άντρα με το καπέλο. Εκείνος είχε το βλέμμα καρφωμένο στο παιδί. Ο Damon ρουθούνισε.
Όλα έγιναν αστραπιαία. Το αγόρι έσκυψε προς το δρόμο για να μαζέψει το στρατιωτάκι. Ο άντρας με το καπέλο, άπλωσε το χέρι και άρπαξε την μπλούζα του. Το παιδί πισωπάτησε απότομα τη στιγμή που ένα αυτοκίνητο περνούσε ξυστά από μπροστά του με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το στρατιωτάκι έγινε θρύψαλα. Το αγόρι κοίταξε τρομοκρατημένο πίσω του, αλλά το μόνο που αντίκρυσε ήταν ο βρώμικος τοίχος. Την επόμενη στιγμή, η μητέρα του, το είχε πιάσει και πάλι από το χέρι και διέσχιζαν τον δρόμο.
«Λοιπόν;», ο άντρας με την μπεζ καμπαρτίνα στράφηκε προς τον Damon. «θα μου πεις γιατί είσαι εδώ;»
Εκείνος χαμογέλασε και πάλι.
«Είμαι εδώ, για να διορθώσω κάποια πράγματα που δεν θα έπρεπε να συμβούν. Ή για να είμαι πιο ακριβής, να ελαφρύνω τον πόνο αυτών στους οποίους συνέβησαν. Ολοκλήρωσες το έργο σου», του είπε με σιγανή φωνή. «Άσε τώρα κι εμένα να ολοκληρώσω το δικό μου».
Λέγοντας αυτά, εξαφανίστηκε από δίπλα του, με ένα απαλό θρόισμα, όπως ακριβώς είχε εμφανιστεί νωρίτερα. Ο άντρας με την μπεζ καμπαρτίνα, έστρεψε το κεφάλι του προς τον ουρανό, έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και η μορφή του ξεθώριασε.
***
Ο Γκερτ πάτησε τέρμα το γκάζι και το αυτοκίνητο επιτάχυνε. Άνοιξε το παράθυρο και άφησε τον άνεμο να χαϊδέψει τα ανακατεμένα μαλλιά του που έφταναν μέχρι τους ώμους του. Το ανοιχτό του πουκάμισο ανέμιζε. Η ταχύτητα, ήταν το πάθος του. Ήταν άνθρωπος που ήθελε να ζει τη ζωή στα άκρα, με ό,τι κι αν συνεπαγόταν αυτό. Με όποιες απώλειες μπορεί να προέκυπταν και με ό,τι αντίτιμο χρειαζόταν να πληρώσει. Όταν φυσικά αναγκαζόταν να το πληρώσει, γιατί τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, το απέφευγε. Άφησε για λίγο το τιμόνι, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη του, έχωσε ένα στο στόμα και το άναψε. Ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα, κράτησε για λίγο τον καπνό μέσα στο κλειστό του στόμα και στη συνέχεια τον φύσηξε. Εκείνος παρασύρθηκε έξω από το παράθυρο. Δυνάμωσε τα ηχεία και οι στίχοι από το Poison του Alice Cooper, ξεχύθηκαν μέσα κι έξω από το αμάξι. Χτύπησε τα χέρια στο τιμόνι, έριξε τις στάχτες έξω και τραγούδησε δυνατά τα λόγια. Οδηγούσε γι’ αρκετή ώρα, χωρίς να επιβραδύνει καθόλου. Ξαφνικά, είδε κάποιον να αχνοφαίνεται μακριά, στη μέση του δρόμου. Στένεψε το βλέμμα. Χαμήλωσε τη μουσική, ωστόσο δεν χαμήλωσε την ταχύτητα. Όσο πλησίαζε, τόσο πιο ξεκάθαρη φαινόταν η μορφή του άντρα – γιατί γι’ άντρα επρόκειτο –. Ο Γκερτ, μπορούσε να δει, ότι φορούσε ένα κίτρινο, φωσφοριζέ γιλέκο, ένα λευκό πουκάμισο κι ένα… παπιγιόν! Ναι, καλά έβλεπε, φορούσε μαύρο παπιγιόν. Κρατούσε μια πινακίδα STOP και την κουνούσε πέρα – δώθε. Και χαμογελούσε. Χαμογελούσε με ένα αλλόκοτο χαμόγελο, που άστραφτε. Άστραφτε κάτω από το φως του ήλιου, γιατί ήταν χρυσό. Είχε πλησιάσει πλέον πολύ και μπορούσε να δει ξεκάθαρα μια ολόχρυση οδοντοστοιχία να λάμπει από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Ο Γκερτ πάτησε κι άλλο το γκάζι, ωστόσο ο παράξενος άντρας, στεκόταν ακίνητος, συνεχίζοντας να κουνάει την ταμπέλα και δεν έδειχνε να έχει διάθεση να παραμερίσει. Τελικά ο Γκερτ, άρχισε να επιβραδύνει. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά του. Σχεδόν τον άγγιξε. Ο άντρας χαμήλωσε την ταμπέλα και πλησίασε. Στήριξε τα χέρια του στο ανοιχτό παράθυρο και τον κοίταξε συνεχίζοντας να χαμογελάει. Ο Γκέρτ στερέωσε το τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια του.
«Συμβαίνει κάτι;», ρώτησε τον άντρα.
«Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορείτε να προχωρήσετε παραπέρα», είπε εκείνος συνεχίζοντας να χαμογελάει.
Ο Γκερτ έσμιξε τα φρύδια.
«Γιατί δεν μπορώ να προχωρήσω παραπέρα;», ρώτησε αυθάδικα.
«Απαγορεύεται», έκανε εκείνος απλά.
«Γιατί απαγορεύεται;», έσμιξε τα φρύδια του.
Εκείνη τη στιγμή, ένα αυτοκίνητο πέρασε από δίπλα τους και συνέχισε ανενόχλητο την πορεία του. Ο Γκερτ γούρλωσε τα μάτια.
«Αυτόν γιατί δεν τον σταμάτησες;», ρώτησε θυμωμένος.
«Γιατί αυτός μπορεί να προχωρήσει», του απάντησε ήρεμα. «Για εσάς όμως, ο δρόμος τελειώνει εδώ. Η διαδρομή σας έφτασε στο τέλος της», πρόσθεσε και τον κοίταξε έντονα στα μάτια.
Ο Γκέρτ ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα από το τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό στο πρόσωπο του άντρα. Εκείνος παρέμεινε ανέκφραστος. Τα δόντια του συνέχιζαν να αστράφτουν.
«Δεν είσαι αστυνομικός…», έκανε αργόσυρτα. «Δεν έχεις δικαίωμα να μου πεις να μην προχωρήσω…», πρόσθεσε κι άναψε τη μηχανή.
Πέταξε το τσιγάρο δίπλα στον άντρα. Εκείνος ανασηκώθηκε. Συνέχιζε να χαμογελάει. Ο Γκερτ άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο, πάτησε το γκάζι με φόρα και τον προσπέρασε. Κοίταξε από τον καθρέφτη και τον είδε να είναι στραμμένος προς το μέρος του. Είχε σηκώσει και πάλι την πινακίδα. Το STOP, ήταν η τελευταία εικόνα που είδε πριν το μέρος τυλιχθεί στην ομίχλη. Ομίχλη; Σταμάτησε το αμάξι προβληματισμένος, χωρίς ωστόσο να σβήσει τη μηχανή. Έμοιαζε λες και η ομίχλη έβγαινε από αυτόν. Πήρε το τσιγάρο από το στόμα του και το κοίταξε συνοφρυωμένος. Ναι, ήταν λες και ο καπνός του τσιγάρου, απλωνόταν και δημιουργούσε την ομίχλη. Το πέταξε στο έδαφος. Εκείνο συνέχιζε να καπνίζει. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και το πάτησε με μανία. Το τσιγάρο έσβησε. Η ομίχλη, άρχισε να διαλύεται σιγά σιγά. Και τότε, λίγο πριν χαθεί, του φάνηκε πως είδε κάποιον να τον κοιτάει: ένα μικρό αγόρι. Δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπό του. Εκείνο όμως που ξεχώριζε παρά το θολό τοπίο γύρω του, ήταν το χρώμα των μαλλιών του. Είχαν το χρώμα του μελιού, κι έλαμπαν αλλόκοτα, σαν χρυσός, μέσα στη λευκή θολούρα. Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια και το αγόρι χάθηκε. Το ίδιο και η ομίχλη. Κοίταξε γύρω του. Μόνο που κάτι πήγαινε λάθος. Κάτι πήγαινε πολύ λάθος. Δεν βρισκόταν στον δρόμο που οδηγούσε πριν λίγο, αλλά σε έναν χωματόδρομο. Έσκυψε προς το αμάξι, έβαλε το χέρι του μέσα από την ανοιχτή πόρτα κι έσβησε τη μηχανή. Δεν ήταν μόνο ο δρόμος που είχε αλλάξει, αλλά και το μέρος. Δεν βρισκόταν πια μέσα στην πόλη, αλλά σε ένα μικρό χωριό﮲ ένα μικρό χωριό, με σπίτια που έμοιαζαν ακατοίκητα εδώ και καιρό. Οι σοβάδες είχαν ξεφλουδιστεί από τους τοίχους και η σάρκα τους είχε αρχίσει να βγαίνει στην επιφάνεια﮲ μια σάρκα περίεργη﮲ μια σάρκα που όπως μπορούσε να δει ο Γκερτ, την κατέτρωγε η μούχλα και η υγρασία. Θα ορκιζόταν μάλιστα, πως αυτή η μυρωδιά της μουχλιασμένης σάρκας, η μυρωδιά της αποσύνθεσης, έφτανε μέχρι τα ρουθούνια του. Απέστρεψε το βλέμμα του και κοίταξε το έδαφος άθελά του. Μια πομπή, από μυρμήγκια προχωρούσε στοιχισμένη και χωνόταν μέσα σε μια τρύπα. Κάτι κουβαλούσαν. Έσκυψε και τα παρατήρησε. Ναι, όντως κάτι κουβαλούσαν: κάτι ροζ. Κάτι που έμοιαζε με… Ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια του. Για ένα δευτερόλεπτο θα ορκιζόταν πως αυτό που κουβαλούσαν έμοιαζε με κομμάτι ανθρώπινου δέρματος, αλλά τελικά έκανε λάθος. Ήταν απλά, κομμάτια από ξερά φύλλα. Ανασηκώθηκε. Περίεργο. Είχε κάνει πολλές φορές αυτή τη διαδρομή και δεν θυμόταν να σταματάει κάπου η άσφαλτος. Είναι δυνατόν να είχε τρέξει τόσο πολύ και να είχε φτάσει ακόμα πιο μακριά, σε ένα μέρος που δεν γνώριζε; Όχι, αποκλείεται. Μπήκε και πάλι μέσα στο αμάξι. Σκέφτηκε να κάνει αναστροφή και να γυρίσει πίσω, αλλά η περιέργειά του γι’ αυτή την περιοχή υπερίσχυσε. Άναψε τη μηχανή και προχώρησε μπροστά. Το τοπίο συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: εγκαταλελειμμένα σπίτια, σπασμένα παράθυρα και κακοτράχαλος χωματόδρομος. Και ζέστη﮲ ξαφνική, απότομη ζέστη, αδικαιολόγητη για την εποχή. Ήταν φθινόπωρο. Γιατί ο ήλιος έκαιγε τόσο πολύ; Το αυτοκίνητο χοροπηδούσε συνεχώς αφού το έδαφος ήταν γεμάτο λακκούβες. Το σύννεφο σκόνης που σηκωνόταν διαρκώς του έδινε στα νεύρα. Ένιωθε το χώμα να κολλάει πάνω στο ιδρωμένο του δέρμα. Το αμάξι του θα χρειαζόταν σίγουρα ένα καλό πλύσιμο μετά από αυτό. Αποφάσισε πως ήταν κακή ιδέα να εξερευνήσει αυτό το μέρος τελικά. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κάνει αναστροφή, η μηχανή έσβησε. Προσπάθησε να την ανάψει και πάλι, αλλά μάταια. Βλαστήμησε δυνατά και χτύπησε τα χέρια στο τιμόνι. Άνοιξε απότομα την πόρτα, βγήκε έξω και κλώτσησε το μπροστινό λάστιχο. Στήριξε τα χέρια του πάνω στο καπό και κοίταξε γύρω του. Ο ήλιος του έκαιγε το σβέρκο. Ένιωθε τον ιδρώτα να τρέχει από τα μαλλιά στο μέτωπό του και να του μουσκεύει το πρόσωπο. Σκούπισε τα χείλη με την ανάστροφη του χεριού του. Ανασηκώθηκε και κοίταξε προς τον ουρανό. Οι ακτίνες τον τύφλωσαν. Μια δυνατή βουή ήχησε στα αυτιά του. Άρχισε να ζαλίζεται. Το φως τον τύφλωσε ακόμα πιο πολύ. Παραπάτησε. Ένιωσε το σώμα του να σωριάζεται στο έδαφος. Το φως, πνίγηκε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
***
Όταν συνήλθε, ένιωθε το σώμα του καθισμένο σε μια μάλλον άβολη στάση. Γύρω του ακούγονταν φωνές. Δυνατές φωνές κι επευφημίες. Άνοιξε τα μάτια του. Το απότομο φως του ήλιου τον τύφλωσε και τα ξαναέκλεισε αμέσως. Τα άνοιξε και πάλι σιγά – σιγά και κοίταξε γύρω του, ενώ οι φωνές ολοένα και δυνάμωναν. Βρισκόταν καθισμένος, μέσα σε ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο στη μέση ενός σταδίου. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε από τις κερκίδες. Στένεψε το βλέμμα. Προσπάθησε να διακρίνει κάποιον γνωστό μέσα σε αυτή τη λαοθάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε. Έκανε να ανοίξει την πόρτα για να βγει έξω, εκείνη τη στιγμή όμως, εμφανίστηκε στο παράθυρο ο άντρας που τον είχε σταματήσει νωρίτερα στον δρόμο. Μόνο που τώρα δεν φορούσε κίτρινο, φωσφοριζέ γιλέκο, αλλά μπορντό. Του χαμογελούσε όπως και πριν, με τα χρυσά δόντια του να αστράφτουν.
«Βλέπω ότι συνήλθατε», έκανε αργόσυρτα.
«Τι συμβαίνει εδώ;», θέλησε να μάθει ο Γκερτ. «Πού βρίσκομαι;»
«Ηρεμήστε…», έκανε μειλίχια εκείνος. «Σε λίγο θα ξεκινήσει μια κούρσα, που θα αλλάξει τη ζωή σας».
«Τι…», πήγε να πει ο Γκερτ κι έκανε να ανοίξει την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. «Τι τρέχει εδώ;!», φώναξε νευριασμένος ενώ την τράνταζε απότομα. «Ποιος είσαι;! Πού βρίσκομαι;!»
Εκείνος έσκυψε στο παράθυρό του.
«Δεν υπάρχει λόγος να εξάπτεσθε…»
Ο ήρεμος τόνος του περίεργου αυτού άντρα του έδινε στα νεύρα.
«Τι τρέχει;!», επέμεινε. Οι φλέβες στον λαιμό του πάλλονταν. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί από την πίεση. «Ποιός διάολος είσαι; Τι στο διάολο συμβαίνει;»
Εκείνος χαμογέλασε πλατιά στο άκουσμα των τελευταίων φράσεών του.
«Ηρεμήστε κύριε Μπράουν… ηρεμήστε…»
«Πώς ξέρεις το…»
«Όλος αυτός ο κόσμος», συνέχισε εκείνος κι έδειξε προς το μέρος του πλήθους. Τότε μόνο ο Γκερτ συνειδητοποίησε πως το πλήθος είχε σωπάσει κι είχε στραμμένη την προσοχή του προς το μέρος του. «βρίσκεται εδώ για να παρακολουθήσει εσάς», πρόσθεσε ο άντρας.
«Να με παρακολουθήσει να κάνω τι;»
«Να φτάνετε στο τέρμα».
«Να φτάνω…»
«Μόλις ακούσετε το σφύριγμά μου», έκανε κοφτά ο άντρας και ανασηκώθηκε, θα πρέπει να ξεκινήσετε να οδηγείτε και να φτάσετε στο τέρμα όσο πιο γρήγορα μπορείτε».
«Τι σημαίνει αυτό; Πρόκειται για κάποιο αγώνα; Δεν βλέπω κανέναν άλλον», σάστισε ο Γκερτ και κοίταξε από την άλλη πλευρά του αυτοκινήτου.
Ο άντρας τότε έσκυψε και πάλι στο παράθυρό του.
«Όχι. Ο μόνος που αγωνίζεται είστε εσείς κύριε Μπράουν», ψιθύρισε. Ανασηκώθηκε και πάλι. «Με το σφύριγμα ξεκινάτε. Και θυμηθείτε. Δεν πρέπει να σταματήσετε για κανέναν απολύτως λόγο».
Έβγαλε μια σφυρίχτρα από την τσέπη του. Ο Γκερτ προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα. Την τράνταζε. Χτυπιόταν μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά μάταια.
«Κι εγώ τι θα κερδίσω;», υποχώρησε τελικά.
Ο άντρας χαμογέλασε και πάλι. Αυτή τη φορά, τα χρυσά δόντια του άστραψαν ακόμα πιο πολύ.
«Την ψυχή σας», του είπε απλά.
Σφύριξε. Ο Γκερτ άναψε τη μηχανή και πάτησε το γκάζι σχεδόν ασυναίσθητα. Άρχισε να τρέχει. Το πλήθος ζητωκραύγαζε, σύντομα όμως οι φωνές και οι επευφημίες έμειναν πίσω του. Σύντομα όλα έμειναν πίσω του. Βρέθηκε σε έναν ασφαλτοστρωμένο, στενό δρόμο με πολλές στροφές και πυκνή βλάστηση στις δύο πλευρές του. Ο αέρας που έμπαινε από το παράθυρο, έπεφτε με δύναμη πάνω στο πρόσωπό του. Αισθανόταν σαν να τον χαστούκιζε. Δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η ταχύτητα. Δεν είχε οδηγήσει ποτέ του αγωνιστικό αυτοκίνητο. Αισθανόταν σαν να έσκιζε τον άνεμο. Ένιωθε έξαψη﮲ έξαψη κι ευδαιμονία.
«Θα πρέπει να φτάσετε στο τέρμα όσο πιο γρήγορα μπορείτε», του είχε πει ο άντρας.
Ο Γκερτ πάτησε το γκάζι. Ήταν σίγουρος ότι του είχε πει κάτι και για την ψυχή του, αλλά δεν θυμόταν. Και δεν τον ενδιέφερε να θυμηθεί. Εκείνο που το ενδιέφερε ήταν να τρέξει. Πάτησε κι άλλο το γκάζι. Έπρεπε να φτάσει στο τέρμα. Φώναξε δυνατά ενθουσιασμένος. Ο δρόμος συνέχιζε γι΄ αρκετά χιλιόμετρα, μέχρι που παρατήρησε κάτι να φαίνεται αρκετά μακριά. Κάτι που απειλούσε να κόψει τη διαδρομή του στη μέση. Προσπάθησε να διακρίνει καλύτερα. Όσο πλησίαζε, το σχήμα αποκτούσε μορφή. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία. Το εμπόδιο αυτό, ήταν ένας μπόγος﮲ ένας ανθρώπινος μπόγος, που ήταν ξαπλωμένος στη μέση του δρόμου﮲ ένας μπόγος που αναδευόταν, και από όσο μπορούσε να δει ο Γκερτ, αιμορραγούσε. Δίπλα του, υπήρχε μια μικρή κόκκινη λιμνούλα. Συνέχιζε να αναδεύεται. Ήταν ζωντανός. Ο Γκερτ αμφιταλαντεύτηκε για μια στιγμή.
«Θα πρέπει να φτάσετε στο τέρμα όσο πιο γρήγορα μπορείτε», άκουσε και πάλι τη φωνή του άντρα. «Δεν πρέπει να σταματήσετε για κανέναν απολύτως λόγο», του είχε πει επίσης.
Ο Γκερτ χαμογέλασε. Πάτησε το γκάζι. Ο μπόγος άρχισε να τρέμει, λες και καταλάβαινε πως αυτός που πλησίαζε δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Κουνιόταν απελπισμένος. Και ο Γκερτ δεν σταμάτησε. Πέρασε από πάνω του. Το αυτοκίνητο αναπήδησε. Κοίταξε από τον καθρέφτη προς τα πίσω. Ο μπόγος είχε μείνει ακίνητος. Λίγα μέτρα μπροστά του, υπήρχε μια κόκκινη σημαία. Το πλήθος εμφανίστηκε ξανά. Μπορούσε να τους δει να στέκονται όρθιοι στις κερκίδες και να ζητωκραυγάζουν. Μπορούσε να δει τον άντρα με το μπορντό γιλέκο να τον κοιτάζει και το χρυσό του χαμόγελο να αστράφτει. Συνέχισε να πατάει το γκάζι. Πέρασε τη γραμμή του τερματισμού. Σταμάτησε στη μέση του σταδίου και έσβησε τη μηχανή. Ο άντρας με το μπορντό γιλέκο τον πλησίασε, και άνοιξε την πόρτα. Ο Γκερτ βγήκε έξω και κοίταξε γύρω του. Μόνο που… μόνο που τώρα συνειδητοποιούσε, πως κάτι, δεν πήγαινε καλά. Το πλήθος… το πλήθος που νόμιζε ότι ζητωκραύγαζε, ούρλιαζε βρισιές και βωμολοχίες εναντίον του, ενώ κουνούσε απειλητικά τις γροθιές του προς το μέρος του. Ο Γκερτ συνοφρυώθηκε.
«Τι συμβαίνει;», στράφηκε προς τον άντρα.
Το αλλοπρόσαλλο χαμόγελό του είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα.
«Ω μα δεν είναι φανερό κύριε Μπράουν; Κερδίσατε», ανασήκωσε εκείνος τους ώμους του.
«Τότε γιατί το πλήθος με βρίζει;», απαίτησε να μάθει.
«Γιατί κερδίσατε την κούρσα, χάσατε όμως κάτι άλλο».
«Τι άλλο;» ο Γκερτ στένεψε το βλέμμα.
«Την ψυχή σας», ανασήκωσε εκείνος και πάλι τους ώμους.
«Την…»
«Με είχατε ρωτήσει τι θα κερδίσετε. Το θυμάστε;»
Εκείνος ένευσε.
«Σας είχα πει πως θα κερδίσετε την ψυχή σας. Δεν σας είπα όμως τον τρόπο. Αυτό, ήταν κάτι που έπρεπε να το καταλάβετε μόνος σας…», έκανε ήρεμα.
Τότε ο Γκερτ, συνειδητοποίησε πως το πλήθος είχε σωπάσει. Στράφηκε προς το μέρος τους. Το βλέμμα του, έπεσε πάνω σε κάτι που έλαμπε. Μισόκλεισε τα μάτια για να διακρίνει καλύτερα. Ήταν μια κοπέλα﮲ μια κοπέλα με μαλλιά στο χρώμα του μελιού, που έλαμπαν σαν χρυσάφι κάτω από το φως του ήλιου. Κάτι του θύμιζε αυτό το χρώμα, αυτή η λάμψη… κάτι, αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι… Και τότε, ο κόσμος που στεκόταν κοντά της, άρχισε να παραμερίζει και σχηματίστηκε ένας διάδρομος. Ένας άντρας εμφανίστηκε, πέρασε ανάμεσά τους, κι άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Ένας άντρας, που από όσο μπορούσε να δει ο Γκερτ, είχε λευκά μαλλιά και δέρμα, και φορούσε μια μακριά, μαύρη καπαρντίνα. Μόλις τους πλησίασε, ο Γκερτ είδε τον άντρα με το μπορντό γιλέκο να κάνει μια ανεπαίσθητη υπόκλιση και να οπισθοχωρεί. Εκείνος στράφηκε με θράσος προς το μέρος του.
«Κύριε Μπράουν», χαμογέλασε ο άντρας, πριν προλάβει να μιλήσει και του έδωσε το χέρι.
Ο Γκερτ δίστασε για μια στιγμή. Ο άντρας ανασήκωσε το φρύδι. Ο Γκερτ ανταπέδωσε.
«Damon HellWay», συστήθηκε εκείνος και ο Γκερτ ένιωσε ρίγος να διαπερνά το κορμί του. Ρίγος, ανάμικτο με ένα μικρό αίσθημα πόνου. Δεν έδωσε σημασία. «Κύριε Μπράουν», συνέχισε εκείνος, «είμαι σίγουρος ότι θα αναρωτιέστε τι σημαίνουν όλα αυτά…»
«Καλά κάνεις και είσαι σίγουρος», έκανε αυθάδικα εκείνος.
«Θα σας εξηγήσω αμέσως», απάντησε μειλίχια. «Η ταχύτητα είναι το παν για εσάς, έτσι δεν είναι; Το αποδεικνύετε περίτρανα συνέχεια… Με κάθε κόστος… με οποιαδήποτε απώλεια… Κάθε φορά που ρισκάρατε τη ζωή κάποιου καθώς δεν σας ένοιαζε αν θα τον χτυπούσατε με το αμάξι σας… ρισκάρατε ασυναίσθητα την ψυχή σας… Μέχρι που κάποια στιγμή, μια ζωή χάθηκε, και μια ψυχή, η δική σας ψυχή, καταδικάστηκε για πάντα, απλά δεν το είχατε καταλάβει… Βλέπετε… όλα άρχισαν πολλά χρόνια πριν… όταν μια μέρα σαν κι αυτήν, οδηγούσατε ένα βράδυ επιστρέφοντας στο σπίτι σας. Θυμάστε τι συνέβη εκείνο το βράδυ κύριε Μπράουν;»
Ο Γκερτ το θυμόταν, πώς θα μπορούσε άλλωστε να το ξεχάσει; Και τότε, ξαφνικά, συνειδητοποίησε γιατί του φάνηκε γνώριμο το χρώμα των μαλλιών της κοπέλας, γιατί του φάνηκε γνώριμη αυτή η λάμψη. Στράφηκε απότομα προς το μέρος που την είχε δει. Το πλήθος και η κοπέλα, είχαν ξαφνικά εξαφανιστεί. Στη θέση της, στεκόταν ένα αγόρι. Ένα αγόρι με χρυσά μαλλιά που έλαμπαν κάτω από το δυνατό φως του ήλιου. Εκείνο το ίδιο αγόρι, που είχε δει πριν λίγο μέσα στην ομίχλη. Εκείνο το ίδιο αγόρι, που είχε χτυπήσει εκείνο το βράδυ με το αυτοκίνητό του. Είχε σταματήσει. Είχε βγει από το αμάξι και το είχε πλησιάσει. Και αν και ήταν βράδυ, είχε δει τα μαλλιά του να λάμπουν σαν χρυσός μέσα στη νύχτα. Και μετά, είχε απλά επιστρέψει στο αμάξι του και είχε φύγει, αφήνοντάς το αβοήθητο στη μέση του δρόμου.
Στράφηκε προς τον Damon. Έκανε να μιλήσει, αλλά ξαφνικά διαπίστωσε πως το στόμα του είχε παραλύσει. Για την ακρίβεια όλο το σώμα του είχε παραλύσει. Στεκόταν όρθιος απέναντί του, χωρίς ωστόσο να το κάνει εκούσια. Κι εκείνος ο πόνος, εκείνος ο μικρός πόνος που είχε νιώσει μόλις άκουσε το όνομά του, όσο περνούσε η ώρα δυνάμωνε. Δυνάμωνε και κόντευε να γίνει ανυπόφορος.
«Παραλίγο να κάνετε το ίδιο πριν από λίγη ώρα, όταν είδατε το αγόρι να σκύβει στον δρόμο για να μαζέψει το παιχνίδι του και δεν επιβραδύνατε καθόλου. Δεν σας ενδιέφερε πως θα το χτυπούσατε έτσι δεν είναι; Ευτυχώς, κάποιος άλλος ενδιαφέρθηκε και το απέτρεψε…»
Ο Damon είχε σκύψει προς το μέρος του και τον κοιτούσε έντονα στα μάτια. Το βλέμμα του είχε κάτι περίεργο. Αυτό το γαλάζιο χρώμα, ήταν τόσο ψυχρό, τόσο αψεγάδιαστο, τόσο… γυάλινο… Τώρα ο πόνος είχε γίνει όντως ανυπόφορος. Ο Γκερτ δεν τον άντεχε. Και τότε, συνειδητοποίησε πως δεν στεκόταν πλέον όρθιος, αλλά είχε πέσει κάτω. Και δεν βρισκόταν πλέον στο στάδιο, αλλά στη μέση ενός δρόμου﮲ ενός στενού δρόμου με πυκνή βλάστηση στις δύο πλευρές του. Και το σώμα του, έμοιαζε με έναν μπόγο﮲ έναν μπόγο που αναδευόταν, ενώ δίπλα του υπήρχε μια μικρή, κόκκινη λιμνούλα. Αιμορραγούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού, αλλά αιμορραγούσε. Ο Damon έσκυψε και τον κοίταξε μέσα στα τρομοκρατημένα του μάτια.
«Κάνε ησυχία…», του είπε. «Ακούς; Ακούς το αυτοκίνητο που πλησιάζει; Νομίζω ότι ξέρεις ποιός οδηγεί. Και ξέρεις ήδη πως δεν πρόκειται να σταματήσει…»
Ανασηκώθηκε και τον κοίταξε. Ξαφνικά, έμοιαζε πολύ ψηλός. Έμοιαζε τεράστιος. Κι ενώ ήταν ακόμα μέρα, ο Γκερτ μπορούσε να δει ξεκάθαρα το σκοτάδι να βγαίνει μέσα από τον Damon και να πλημμυρίζει τον χώρο.
«Σου δόθηκε μια ευκαιρία Γκερτ», συνέχισε ο Damon. «Σου δόθηκε μια ευκαιρία να σώσεις την ψυχή σου. Κι εσύ, ενώ την είδες στη μέση του δρόμου να ψυχορραγεί, πάτησες τέρμα το γκάζι και την ποδοπάτησες δολοφονώντας την μια και καλή».
Ο Γκερτ γούρλωσε τα μάτια και τον κοίταξε εκλιπαρώντας για βοήθεια. Μπορούσε να ακούσει το αυτοκίνητο να πλησιάζει. Μπορούσε να δει τον εαυτό του να αντικρύζει τον μπόγο, να βλαστημάει δυνατά και να πατάει τέρμα το γκάζι. Και μπορούσε να φανταστεί τον αφόρητο πόνο που θα ένιωθε σε λίγη ώρα﮲ τον αφόρητο πόνο, που θα ήταν καταδικασμένος να νιώθει ξανά και ξανά. Κάθε φορά που ο εαυτός του θα έκανε το ίδιο λάθος, ο πόνος θα επέστρεφε πολλαπλάσιος, κι εκείνος ήταν καταδικασμένος να τον νιώθει ξανά και ξανά, για όλη την αιωνιότητα.
***
Ο Damon στεκόταν τώρα μακριά, αθέατος από τον δρόμο, κρυμμένος μέσα στα δέντρα και παρακολουθούσε.
«Τελείωσε Μία», είπε και στράφηκε προς μια κοπέλα που στεκόταν πίσω του. Τα μαλλιά της είχαν το χρώμα του μελιού. «Ο θάνατος του αδερφού σου πληρώθηκε».
Εκείνη προχώρησε δίπλα του και κοίταξε προς τον δρόμο.
«Δεν χρειάζεται να κοιτάξεις», της είπε.
Εκείνη ένευσε κι έστρεψε το πρόσωπό της από την άλλη μεριά τη στιγμή που άκουσε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
«Και τώρα;», τον ρώτησε.
«Και τώρα τι;», της ανταπέδωσε την ερώτηση εκείνος ήρεμα.
«Τώρα θα πρέπει να πληρώσω κι εγώ έτσι δεν είναι; Για τη… για τη χάρη που μου έκανες».
Ο Damon έμεινε σιωπηλός για λίγο. Στη συνέχεια έστρεψε το κεφάλι του προς τον ουρανό.
«Ο ήλιος είναι πολύ φωτεινός για την εποχή δεν νομίζεις;», τη ρώτησε. «Πολλές φορές, μετά από έναν τόσο δυνατό ήλιο, ακολουθεί δυνατή κι απότομη μπόρα. Καλύτερα να βιαστείς», της είπε, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
Εκείνη άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά το μετάνιωσε σχεδόν αμέσως. Έκανε μεταβολή κι άρχισε να απομακρύνεται. O Damon τότε στράφηκε προς το μέρος της και είδε τα μαλλιά της, να αστράφτουν λες και ήταν χρυσά, κάτω από τις ακτίνες του ήλιου. Συνέχισε να την κοιτάζει για λίγο ακόμα, μέχρι που έκλεισε τα μάτια του κι εξαφανίστηκε από εκείνο το σημείο.
Την επόμενη στιγμή, βρισκόταν στη μέση του σταδίου. Στις κερκίδες δεν υπήρχε κανείς, εκτός από τον άντρα με τη μακριά, μπεζ καμπαρτίνα και το καπέλο που είχε συναντήσει νωρίτερα. Είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω του. Ο Damon το ανταπέδωσε. Έμειναν για λίγη ώρα έτσι, μέχρι που ο άντρας με το καπέλο εξαφανίστηκε. Ο Damon χαμογέλασε.
***
Ο Τζέρεμι καθόταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και παρακολουθούσε σε μια οθόνη όσα διαδραματίστηκαν. Ξαφνικά η οθόνη έσβησε, και ο Damon εμφανίστηκε δίπλα του. Δεν μπορούσε να τον δει, μπορούσε όμως να τον αισθανθεί. Το σώμα του συνέχιζε να είναι ακινητοποιημένο. Ο Damon έσκυψε και του ψιθύρισε πιο πολύ μέσα στο μυαλό του, παρά στο αυτί:
«Λοιπόν; Μήπως έχεις να με ρωτήσεις κάτι;»
Ο Τζέρεμι ένιωσε του μύες του προσώπου του να χαλαρώνουν. Μπορούσε να κουνήσει μόνο το κεφάλι του.
«Μήπως θέλεις να με ρωτήσεις», συνέχισε ψιθυρίζοντας ο Damon «αν την άφησα να φύγει γιατί ήξερα πώς με παρακολουθούσαν;»
Ο Τζερεμι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Είσαι σίγουρος;»
Ο Τζέρεμι ένευσε θετικά του αυτή τη φορά. Ένα ελαφρύ μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη του Damon. Ανασηκώθηκε.
«Νομίζω πως πήρες το μάθημά σου για την ώρα…», είπε αργόσυρτα.
Αμέσως ο Τζέρεμι ένιωσε όλο το σώμα του να χαλαρώνει. Σηκώθηκε αργά αργά από την πολυθρόνα και στάθηκε μπροστά στον Damon. Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι, τη στιγμή που το σκοτάδι ξεχυνόταν από μέσα του και πλημμύριζε τον χώρο γύρω του. Και ο Τζέρεμι, γονάτισε και τον προσκύνησε.
*Το πρώτο μέρος του κειμένου είναι εμπνευσμένο από το παρόν video clip :