Οι δείκτες χωρίς βιασύνη, με ακρίβεια και σταθερότητα, έφτασαν στις εννιά το βράδυ και η σιωπή ξεκίνησε να τρέχει. Από την ώρα εκείνη και έπειτα, ο χρόνος βραδυπορούσε και γινόταν σκληρός. Έμοιαζε με σταγόνα παγωμένη από τον αέρα που δεν κυλούσε. Μια στιγμή με χρονικό διαρκείας. Πίσω στο έτος 2021 λοιπόν, με έναν φοβερά δύσκολο χειμώνα, η ανθρωπότητα αντιμετώπιζε την πιο δύσκολη πρόκληση για την επιβίωσή της. Είχε ξεσπάσει μια απειλητική πανδημία και κινδύνευε η υγεία των ανθρώπων.
Σε μια μικρή συνοικία με μονοκατοικίες, από τις λιγοστές που είχαν εναπομείνει στην πόλη, υπήρχε ένα μικρό κομμάτι γης που οι κάτοικοί του φύτεψαν πρασινάδα και κάμποσα εφηβικά έλατα. Μια ταλαιπωρημένη λάμπα άναβε τα βράδια, με ένα σκουριασμένο καπέλο και τζάμια θολά, με τους ιστούς να φωτίζονται και να κάνουν λίγο πιο σημαντικό τον κόπο της αράχνης. Μετά την απαγορευμένη ώρα, οι όποιοι περαστικοί είχαν κλειδώσει την εξώθυρα τους και το πάρκο έστεκε άδειο. Το παγκάκι μισό στο σκοτάδι και μισό στην λάμψη του φανού μάταια γοήτευε το κενό. Είχε σκάσει η μπογιά του και είχε απομείνει ένα ξεφλουδισμένο κόκκινο να καλύπτει το ξύλο. Παρόλα αυτά όμως, σαγήνευε όπως τα γκρίζα μαλλιά ενός σαραντάχρονου όμορφου άνδρα.
Ο Φοίβος και ο Ανέστης είχαν δώσει ραντεβού στις έντεκα παρά, γνωρίζοντας πως παραβαίνουν το νόμο, σε εκείνο το απόμερο λιλιπούτειο μέρος που ήταν ο πνεύμονας της γειτονιάς. Τα σπίτια τους διπλανά και τα μπαλκόνια χαμηλά, χωρίς να είναι ικανά να τους κρατήσουν μέσα στα δωμάτια τους που είχαν γίνει φυλακές. Πώς να φυλακίσεις άραγε τη νιότη; Δυο εικοσάχρονα παιδιά που είχαν γνωριστεί σε μια δημοφιλή εφαρμογή της τότε εποχής, ονόματι φέισμπουκ, αποφάσισαν να επαναστατήσουν εκείνο το βράδι. Δεν άντεχαν να ζουν μια καθημερινότητα μάταιη και αγχωτική που τους στερούσε το οξυγόνο, που καταπατούσε κάθε ανθρώπινο δικαίωμα και κάθε λογική. Προσπαθούσαν να υπομένουν τους περιορισμούς, για να ξεπεραστεί η υγειονομική κρίση που βίωναν.
Φορώντας τις μάσκες και τηρώντας τις αποστάσεις είχε πιάσει ο ένας τη μια μεριά στο παγκάκι και ο άλλος την άλλη. Ανάμεσα τους ένα μπουκάλι αντισηπτικό και μαντηλάκια εμποτισμένα με οινόπνευμα, στιγμάτιζαν την στειρότητα του καιρού. Στειρότητα στον υλισμό αλλά και στην ψυχοσύνθεση, στα συναισθήματα και στις επαφές. Έπρεπε! Έπρεπε όμως να ξεσκάσουν και αυτοί από το φουλάρι του ιού που τους έσφιγγε…
Άναψαν τσιγάρο στα χείλη τους και η καύτρα έγινε τρένο που τους ταξίδευε σε μέρη μακρινά. Σε μέρη που δεν μπορούσαν να πάνε… είτε αυτά ήταν χιλιόμετρα μακριά είτε δυο δρόμους παρακάτω. Ήταν μια κανονική νυχτιά συνομωσίας. Ψιθύριζαν για να μην γίνουν αντιληπτοί και καταφτάσει άμεσα, η άμεση δράση. Άνοιξαν και μοιράστηκαν ένα σακουλάκι φιστίκια, γιατί έλεγαν ότι οι συζητήσεις τα βράδια σηκώνουν πάντα κάτι τραγανιστό. Αυτό ήταν και το μόνο που θύμιζε κάτι από την παρελθούσα κανονικότητα. Το πρόβλημα που απασχολούσε τότε ήταν ένα αναμενόμενο εμβόλιο που υποσχόταν τη γιατρειά από το κακό που τους βρήκε. Έτσι και οι συζητήσεις κατέληγαν πάντα εκεί δεδομένων των συνθηκών.
Τα μάτια τους έλαμπαν από ικανοποίηση αφού γνώρισαν με έναν δύσκολο τρόπο, πως τα απλά πράγματα ήταν αυτά που δίνουν χαρά και κρατάνε ενωμένους τους ανθρώπους. Μια φιλική επαφή, δυο κουβέντες, μια ερωτική επαφή χωρίς φανφάρες, μια ξεθωριασμένη φόρμα αλλά άνετη. Μια ήρεμη και απλή ζωή χωρίς μεγάλες απαιτήσεις και προσδοκίες. Μόνο τα όνειρα έπρεπε να είναι μεγάλα και η αγάπη. Η αγάπη που είναι το πιο χαρακτηριστικό συναίσθημα και κινητήριος δύναμη για πολλά πράγματα που έπονται. Τα κινητά τους τηλέφωνα μυστικά και αυτά, συνέβαλαν στην ομερτά και δεν χτυπούσαν για να χαλάσουν την μαγεία της απλότητας που συνέβαινε εκείνο το δροσερό βράδυ. Μόνο τα χνώτα τους έβγαιναν καυτά και εξατμίζονταν πριν στεγνώσουν στο βοριαδάκι…
Σε σαράντα πέντε χρόνια θα γινόταν μια ανάμνηση που δεν έσβησε ποτέ.
Μόνο το τσιγάρο τέλειωσε ανάμεσα στα δάχτυλα με έναν ξέψυχο καπνό…