Κοιμήθηκαν όλοι. Απόλυτη ησυχία. Το παίρνω απόφαση να κάνω κάτι για τον εαυτό μου. Βάζω Masterchef και πιάνω σίδερο. Μιλάμε για τρελό party animal. Lock down #3, ημέρα καραντίνας 5.638.087.375η.
Το μωρό ροχαλίζει στην κούνια. Πρέπει να πήγε και να ‘ρθε σαλόνι-κουζίνα μπουσουλώντας κάπου στις 35 φορές και άλλες 25 να κουτούλησε κεφάλι σε έπιπλα, τοίχους, πάτωμα. Την περιμένω όπου να ‘ναι, να μου ρουφήξει το είναι μου για 45η φορά μες στη μέρα.
Η μεγάλη παραμιλάει στον ύπνο της από την κούραση σε ακατάληπτα Αραμαϊκά. Αχ, αυτή η μεγάλη! Κλείνει τα 7 σε λίγες μέρες το κριάρι μου! Α’ Δημοτικού! Ψοοοοοοόφια και σήμερα! Παιχνίδι το πρωί έξω στη γειτονιά, τηλεκπαίδευση το μεσημέρι, ασκήσεις για την επόμενη μέρα και πάλι παιχνίδι στη γειτονιά μέχρι να νυχτώσει. Βλέπεις μένουμε σε νησί, το σπίτι είναι αρκετά ψηλά, εξοχικά και ευτυχώς για καλή μας τύχη παραμένουμε κοβιντοκαθαροί.
Γειτονιά. Παιχνίδι. Δύο μαγικές λέξεις που όταν ενώνονται διαμορφώνουν χαρακτήρες, δημιουργούν αναμνήσεις, σκορπούν ευτυχία, προσφέρουν αντισώματα, απελευθερώνουν.
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Το 1980. Μεγάλωσα στην Καλλιθέα, χαμηλά, κοντά στις Τζιτζιφιές, πίσω από τον Κωτσόβολο. Ωραία γειτονιά η Νικολάου Ζερβού. Άλλες εποχές. Θυμάστε πόσο όμορφα ήταν, έτσι; Ελάχιστες οθόνες. Μόλις που είχαμε ξεκινήσει να μαθαίνουμε την τηλεόραση. Αραιά και πού κανένα Atari. Άπειρο παιχνίδι στο δρόμο. Ώρες ατελείωτες. Χωρίς κινητά. Με τις μαμάδες και τις γιαγιάδες μας να ουρλιάζουν στα μπαλκόνια μπας και μαζευτούμε ποτέ. Αλητάκια. Ήμασταν οι τελευταίοι αλανιστές. Τα παιδιά της γειτονιάς. Όλο το Δημοτικό το βγάλαμε στο πεζοδρόμιο κάτω από την πολυκατοικία μας. Άλλες φορές χτυπούσε δαιμονισμένα το κουδούνι μας και άλλες ακούγονταν από κάτω ξελαρυγγιάσματα.
-«Ράάάάνιαααα, θα κατέέέέβειιιιςςςς;;;»
-«’Εέέέρχομαιαιαιαι!!!!»
Κρυφτό, κυνηγητό, αγαλματάκια ακούνητα, ένα δύο τρία στοπ, μήλα, σκοινάκι, μπάλα, ποδήλατο, παντομίμα, πεντόβολα, μακριά γαϊδούρα, θέατρο, εξερεύνηση, φάρσες πατώντας κουδούνια, ζωγραφική, πέταγμα νεραντζιών στο δρόμο. Όποιος είχε τα περισσότερα πατημένα νεράντζια από αυτοκίνητα κέρδιζε. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το μηχανάκι που είχε γλιστρήσει από το νεράντζι. Μία που έπεσε και μία που γίναμε όλοι μπουχός. Όταν σηκώθηκε, ευτυχώς καλά, ο οδηγός μας πήρε στο κυνήγι ξεβαφτίζοντάς μας. Είχε τα δίκια του. Αν διαβάζεις τώρα αγαπημένε οδηγούλη και αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, χίλιες συγγνώμες να έχεις, πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος, εκείνος φταίει.
Είχαμε και συμμορία. Αμέ. Τα γεράκια. Τραγικό όνομα. Γκούνις φάση και καλά. Με πρόεδρο, γραμματέα και ταμία. Εκλογές και τα πάντα και τα κοάλα όλα. Φουλ ίντριγκα και δολοπλοκία. Θυμάμαι συνεδριάζαμε πάνω σε καφάσια που παίρναμε από το μανάβικο της γειτονιάς, ακούγοντας στο μικρό ραδιοφωνάκι που είχαμε βουτήξει από τον παππού Μαντόνα και Μάικλ Τζάκσον. Άσσοι του Moonwalker. Όμως και τα μαγαζιά της γειτονιάς τι τραβούσαν ρε φίλε. Από τις φωνές μας και τη μπάλα. Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές είχε σπάσει η τζαμαρία του μαγαζιού με τα κλιματιστικά. Καλός άνθρωπος, καλή του ώρα. Αφού δε μας είχε σβερκώσει, άγιος άνθρωπος. Τέρας ψυχραιμίας. Ζεν. Δε ξέρω. Ίσως σχεδίαζε το τέλειο έγκλημα, να μας μαγειρέψει, να μας κάνει λίπασμα ή ταπετσαρία τοίχου eventually. Αρκετός κόσμος σιχτίριζε. Η ταβέρνα και οι πελάτες της. Βγαίναμε κρυφά στα μπαλκόνια και πετάγαμε τσίχλες στα πιάτα των ανθρώπων στην καλύτερη, σκούπες και φαράσια στη χειρότερη. Και στο καπάκι ακούγαμε τις κατάρες της κυρά Βαγγελιώς, που την επόμενη μέρα το είχε ξεχάσει και μας κέρναγε πατάτες τηγανιτές.
Μια τεράστια συγγνώμη, αν ζει, σε έναν άνθρωπο που στοίχειωνε τα παιχνίδια και τα όνειρά μας. Δε ξέραμε τότε, δε μας είχαν μάθει. Είπαμε, άλλες εποχές. Η drag queen της γειτονιάς. Ψηλή. Ατσούμπαλη. Πάντα με μαύρα ρούχα και μαύρα τεράστια γυαλιά. Με μία τεράστια φουντωτή πορτοκαλί περούκα και ένα πρόσωπο γεμάτο make up που προσπαθούσε να καλύψει πολλά σημάδια. Μια φωνή αλλόκοτη που μας πάγωνε το αίμα. Βλέπεις δεν είχαμε μάθει ακόμα να μη φοβόμαστε το διαφορετικό. Κάθε φορά που εμφανιζόταν, εμείς εξαφανιζόμασταν ουρλιάζοντας. Μια φορά είχα τρομάξει τόσο πολύ, που άρχισα να τρέχω, ξεχνώντας πίσω τον μικρό μου αδερφό και μόνο όταν τον άκουσα να κλαίει κοκαλωμένος γύρισα και τον βούτηξα, από την γλώσσα νομίζω, και διακτινιστήκαμε στο σπίτι. Αδερφέ, σόρρυ για αυτό. Και που δε σε έπαιζα. Μας χώριζε τότε τιτανοτεράστιο χάσμα γενεών, 4 ολόκληρα χρόνια. Για αυτό σε πρήζω τώρα, για να αναπληρώσω.
Και μετά ήρθε το γυμνάσιο και η γειτονιά άδειασε. Άλλαξαν όλα. Έγιναν πιο επικίνδυνα τα πράγματα. Δυσκόλεψε το σχολείο. Αυξήθηκε το διάβασμα. Άλλαξαν τα ενδιαφέροντα. Εμφανίστηκαν οι οθόνες, οι έρωτες, οι σπουδές, οι σχέσεις. Οι γονείς δεν άφηναν πια τα μικρά παιδιά να βγουν μόνα στο δρόμο. Εκείνα σταμάτησαν πια να το ζητούν. Η παλιά μου γειτονιά ησύχασε. Μιζέριασε. Έπαθε ταμπλετίαση.
Και έφτασε ο καιρός που γέννησα. Μετακόμισα μακριά από τη γειτονιά μου, μακριά από την πόλη μου, στο αγαπημένο μου νησί. Όπως έβγαινα να απλώσω τα βρεφικά ρούχα, εντόπισα μικρά ματάκια να με παρακολουθούν κρυφά από το διπλανό χωράφι. Και κάπως έτσι ξαναβρήκα τη γειτονιά μου. Γεμάτη με παιδικά γέλια και παιδικές φωνές. Και ανυπομονούσα να μεγαλώσει το μωρό μου για να κάνει και εκείνη τη συμμορία της γειτονιάς.
Και έφτασε η στιγμή. Άπειρα πιτσιρίκια από τα γύρω σπίτια, να λυσσάνε στον ήλιο. Να γίνονται μαύρα από το χώμα με κόκκινα γόνατα και αγκώνες από τα πεσίματα.
Μηνύματα στο messenger οι γονείς, «θα βγει η Μαρίτα σήμερα;». «Ντύνεται και βγαίνει». Δειλά χτυπήματα στην πόρτα. «Κυλία Λάνια, θα βγει έξω η Μαλίτα;». «Έρχεται! Μαρίτα σε φωνάζουν οι φίλοι σου!». Και σας βλέπω να παίζετε τα ίδια παιχνίδια που έπαιζα και εγώ και άλλα καινούρια. Να κάνετε κούνια και να κρέμεστε από τα σκοινιά που σας έβαλε ο μπαμπάς στη χαρουπιά και στην ελιά του δρόμου. Ανάμεσά σας μπουρδουκλώνονται τα γατιά της γειτονιάς που παίζουν και αυτά μαζί σας. Μου πιάνεται λίγο η ψυχή όταν σας βλέπω να τρέχετε σα να σας κυνηγάει ο Κρούγκερ στην κατηφόρα ή όταν κάθεστε στο πατίνι και την κατεβαίνετε με το κωλί σας γεμίζοντας τρύπες τις φόρμες σας. Το γουόκι τόκι πάει σύννεφο. Με αυτό μας λέτε όταν θέλετε να πάτε μακριά, μέχρι να συντονιστούν όλα μεταξύ τους και να καταλήξουμε να μιλάμε ταυτόχρονα 20 άνθρωποι. Κάνετε μαγκιές με τα ποδήλατα, ορθοπεταλιές, ανυπομονείτε να φύγετε μόνα σας με αυτά μακριά από τη γειτονιά. Έχετε φτιάξει νεκροταφείο σαλιγκαριών. Και τραγουδάτε και κατουριέστε από τα γέλια «…ντον ντον στο νεκροταφείίίίίοοοο, ντον ντον ντον στο νεκροταφείίίίοοοο….», για όνομα. Μικρά καφράκια.
Και έρχεται η ώρα που πρέπει να μαζευτείτε. Χαμός. Δράμα. Διαπραγματεύσεις. «Σε παρακαλώ μαμά, άφησέ με ακόμα 10 λεπτά, αλλιώς θα έρθω μέσα και θα σου κάνω τη φατσούλα!». Μισή ώρα μετά έχεις πετάξει το γουόκι τόκι και ξελαρυγγιάζεσαι στο μπαλκόνι «Μαρίίίίταααα μαζέέέέψου τώώώώρρραααα!» Και μπαίνεις μέσα και η βρώμα δε φεύγει ποτέ. Όμως το χαμόγελό σου είναι τεράστιο. Τα μάγουλά σου κατακόκκινα. «Ποο μαμά, ήταν η καλύτερη μέρα σήμερα! Βρήκαμε 20 καρκαλέτσους και κάναμε και αναδάσωση!». Όπου αναδάσωση εστί φύτεμα διαφόρων κουκουτσιών που έχετε φυλάξει. Φτιάξατε και μαγαζάκι. Πουλάτε ξύλα που βρίσκετε κάτω για το τζάκι. Το λέτε Η ΕΤΑΙΡΙΑ. Βγάλατε και 50 λεπτά. Θα γίνει χαμός κυρ Στέφανε. Ραντεβού πάλι αύριο!
Ξύπνησε η μπέμπα. Την κοιτάζω την ώρα που θηλάζει. Θα έρθει και η δική σου σειρά. Σύντομα, μικρό αλανάκι.
Πάρτε τα τάμπλετ και τα κινητά από τα μικρά παιδιά. Κλείστε την τηλεόραση. Έχουν καιρό για αυτά. Ζωντανέψτε πάλι τις γειτονιές. Αν φοβάστε να τα αφήσετε μόνα τους, βγείτε και εσείς μαζί τους. Και γιατί όχι; Παίξτε και εσείς παρέα τους κουτσό και κρυφτό και αγαλματάκια, ποτέ δεν ξεχνιούνται τα παιχνίδια της γειτονιάς…
Αφιερωμένο στα παιδιά της παλιάς μου γειτονιάς στην Καλλιθέα, Χάρη, Ντόρα, Πένυ, Ειρήνη, Χριστίνα, Έλενα, Γιάννη, Στέλιο και αδερφούλη και στα παιδιά της γειτονιάς στα Κοκκινάρια στις Σπέτσες, Έλενα, Βαρβάρα, Θοδωρή, Ελένη, Ευσταθία, Ηλιάνα, Ίωνα, Πηγή, Στάθη, Καλλιόπη, Μυρίνα, Παρασκευή, Νικόλα, Κλεοπάτρα, Μανώλη και φυσικά στο μεγάλο αλητάκι μου, το αλανάκι μου, το Μαριτάκι μου.