Ο Μάρκος έκατσε στη θέση του στο τραίνο και άνοιξε την ατζέντα του. Κοίταξε από το παράθυρο το όμορφο τοπίο, τις εικόνες που εναλλάσσονταν σαν πίνακες μπροστά από τα μάτια του. Ευχόταν να μην ήταν ανάγκη να πάει σε εκείνη την συνέντευξη, να μη προσληφθεί σε μια ακόμα βαρετή δουλειά. Ονειρευόταν οι ιστορίες του να γίνουν βιβλία, αλλά δεν είχε το θάρρος να το τολμήσει. Δεν είχε θάρρος για τίποτα στη ζωή του. Είχε επαναπαυθεί στην ανασφάλειά του, λέγοντας στον εαυτό του ότι είναι καλύτερα να δειλιάζει παρά να ριψοκινδυνεύει.
Αρκετά καθίσματα μπροστά του, καθόταν μια γυναίκα που του τράβηξε το ενδιαφέρον και ξεκίνησε να την περιγράφει στο χαρτί του. Έβλεπε μόνο την πίσω της όψη, ίσια πλάτη, τα ξανθά μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε πλεξούδα και φαινόταν να φοράει ένα μαύρο φόρεμα. Η γυναίκα έσκυψε για να πιάσει την τσάντα της που έπεσε στο πάτωμα και ο Μάρκος την παρακολούθησε με το βλέμμα του. Ένιωσε παράξενα οικεία και παρατηρούσε επίμονα τις λεπτομέρειες του προσώπου της. Στρογγυλά πράσινα μάτια με πυκνές βλεφαρίδες, γλυκά ζυγωματικά, μικρά χείλη. Σηκώθηκε απότομα όρθιος, παρακινημένος από μια δύναμη που δεν ήξερε καν ότι είχε μέσα του.
«Αριάδνη!» φώναξε και τα χείλη του έτρεμαν.
Η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του και επεξεργάστηκε για λίγο τη φωνή του. Αργόσυρτη, βαθιά φωνή που βγήκε από δύο μεγάλα χείλη, πιο πάνω καστανά μάτια, ανακατεμένα μαύρα μαλλιά. Έβλεπε έναν πολύ αδύνατο άντρα με πλούσια γένια και έντονες γωνίες στο πρόσωπο του. Μα φυσικά!
«Μάρκο!» χαμογέλασε αναγνωρίζοντας τον παλιό της συμμαθητή και πρώτο της έρωτα. Της έκανε εντύπωση που την χαιρέτισε πρώτος. Ήταν πάντα μοναχικός και απόμακρος, χωμένος σε σημειωματάρια. Ποτέ δεν του εξομολογήθηκε πώς ένιωθε, πάντα το έβαζε στα πόδια. Όπως και τώρα. Το τραίνο σταμάτησε και η γυναίκα έριξε μια γρήγορη ματιά έξω και κατέβηκε αμέσως.
Αν είχα θάρρος… συλλογίστηκε εκείνος, αλλά προτίμησε να παραμερίσει αυτές τις σκέψεις και να βαφτίσει το θάρρος ρίσκο. Προχώρησε προς την θέση της και είδε στο πάτωμα ένα ημερολόγιο. Θα της έπεσε πριν, σκέφτηκε και το πήρε στα χέρια του. Κάθισε στο κάθισμα και ξεφύλλισε το ημερολόγιο. Ίσως έβρισκε κάποιο τηλέφωνο για να μπορέσει να της το επιστρέψει. Τα μάτια του καρφώθηκαν σε δύο λέξεις.
18 Μαρτίου. Είμαι έγκυος.
Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του και συνέχισε να διαβάζει αφήνοντας αναστεναγμούς να δραπετεύουν ο ένας μετά τον άλλον.
Με εγκατέλειψε μόλις του το είπα, μάζεψε τα πράγματα του και έφυγε. Με άφησε ολομόναχη στον κόσμο. Εκείνος που έλεγε πως με αγαπάει, που ήξερε πόσο υποφέρω. Μετάνιωσε.
Σκόρπια λόγια, γραμμένα, σβησμένα, που δεν έβγαζαν νόημα. Γύρισε μερικές σελίδες και σκούπισε τα μάτια του συγκινημένος με όσα πέρασε η παλιά του φίλη. Η παλιά του αγάπη. Αχ, μακάρι να της το είχε πει. Έψαξε την τελευταία σελίδα που είχε γράψει.
18 Απριλίου. Θα το κάνω. Όχι για αυτόν, θα τον ξεπερνούσα αργά ή γρήγορα. Αλλά γιατί έχασα την ελπίδα μου. Και χωρίς ελπίδα δεν ζει ο άνθρωπος. Είμαι σε απόγνωση. Θα το κάνω σήμερα το απόγευμα. Στο σημείο που τους έχασα. Εκεί που τα έχασα όλα.
Ο Μάρκος έπαθε πανικό! Το ημερολόγιο πετάχτηκε στον αέρα και κατέβηκε από το τραίνο τρέχοντας πάνω – κάτω. Τι να κάνει; Πού να ψάξει; Άνοιξε ξανά το ημερολόγιο. Κάτι θα υπήρχε που θα μπορούσε να τον βοηθήσει, κάποια διεύθυνση, κάποιο όνομα. Δεν ήξερε τίποτα για εκείνη. Πού έμενε, πού δούλευε, πού σύχναζε, με ποιους έκανε παρέα πλέον. Έπρεπε να θυμηθεί τις φίλες της από το σχολείο και γρήγορα! Έψαξε σε καταλόγους, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε κοινούς γνωστούς.
«Φίλε, θυμάσαι τη Σωτηροπούλου από το σχολείο; Ξέρεις οτιδήποτε να μου πεις για αυτήν; Όχι; Καμία φίλη της μήπως; Την Αλίκη; Έχεις το τηλέφωνο της; Ναι, γράφω, ευχαριστώ».
Πήγαινε πάνω – κάτω στο δρόμο σαν χαμένος.
«Ούτε αδέρφια; Ούτε γονείς; Ναι, είναι πολύ σοβαρό και ξανά συγγνώμη για την ενόχληση. Θα πάρω την Τζένη τότε. Ναι, γράφω. Ευχαριστώ πολύ, Αλίκη».
Κόλλησε το κινητό στο αυτί του και η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή μέχρι να απαντήσει.
«Ο Μάρκος από το σχολείο είμαι. Είναι πολύ επείγον να βρω την Αριάδνη. Ξέρεις κάποιον που να έχει κρατήσει επαφές; Σε ευχαριστώ, να είσαι καλά».
Κοίταξε το ρολόι του. Τρεις η ώρα. Δεν είχε χρόνο, δεν είχε στοιχεία, δεν είχε τίποτα εκτός από αυτές τις ορμητικές σπίθες θάρρους που άναψαν ξαφνικά μέσα του.
«Γεια σου. Σε πήρε η Τζένη; Ναι, πρέπει οπωσδήποτε να την βρω. Ναι, την ξέρω την οδό. Και το μαγαζί ξέρω. Τρέχω, σε ευχαριστώ».
Η καφετέρια που δούλευε η Αριάδνη ήταν αρκετά μακριά. Πήρε το λεωφορείο με μια μικρή ελπίδα να την πετύχει στην επιστροφή για την πόλη. Μάταια. Σκούπισε τα δάκρυα του, τι ήταν αυτό το πράγμα να κλαίει από το πρωί. Μπήκε φουριόζος στο μαγαζί, ο άλλοτε λιγομίλητος Μάρκος, τώρα μιλούσε χωρίς να παίρνει ανάσα.
«Δεν ξέρει κανείς ποιο είναι το πιο σημαντικό μέρος για εκείνη;»
«Η γέφυρα. Εκεί σκοτώθηκαν οι γονείς της», ακούστηκε να λέει χαμηλόφωνα μια κοπέλα από την κουζίνα. Έτρεξε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
«Δεν ξέρεις τι καλό έκανες», της είπε.
«Τι της συμβαίνει, είναι καλά;»
«Δεν έχω χρόνο να εξηγήσω», κοίταξε το ρολόι του. Πέρασε άλλη μια ώρα. Πήρε ταξί και σταμάτησε στην πλατεία. Διέσχισε τα στενά, αντίκρισε το πάρκο, σκουντούφλησε πάνω σε ένα ζευγάρι που έκανε πικ νικ και ζήτησε συγγνώμη παραπατώντας.
Η γέφυρα! Κόντευε 5 η ώρα. Πρόλαβε ή άργησε, δεν ήξερε. Όρμησε βήχοντας από την κομμένη του ανάσα, τα πόδια του έτρεμαν μα έπρεπε να συνεχίσει. Τι δύναμη έκρυβε μέσα του και δεν το ήξερε. Τι κουράγιο μπορεί να βρει κάποιος για να σώσει μια ανθρώπινη ζωή. Ή δύο ζωές.
«Αριάδνη!» φώναξε και όσοι ήταν γύρω του τον κοίταξαν περίεργα. Πουθενά. Έκανε λάθος; «Αριάδνη, πού στο καλό είσαι;»
Άκουσε ψιθύρους. Όλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν και το πλήθος μαζεύτηκε στο τέλος της γέφυρας. Πλησίασε μουδιασμένος. Να ήταν εκείνη; Να ήταν νεκρή;
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε έναν ηλικιωμένο κύριο.
«Μία κοπέλα, παιδί μου, θέλει να πηδήξει από την γέφυρα».
«Χριστέ μου! Ανοίξτε δρόμο, άκρη, σας παρακαλώ!»
Η πλάτη της ήταν γυρισμένη στον κόσμο που προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Φορούσε το μαύρο φόρεμα και είχε δέσει το μαντήλι σαν μάτια της. Στεκόταν ξυπόλητη και τα σανδάλια της ήταν πεταμένα δίπλα από την τσάντα της. Φώναξε ξανά το όνομά της μια τελευταία φορά πριν τη δει να σκύβει το σώμα της μπροστά. Του φάνηκε ότι γύρισε λίγο το πρόσωπό της όταν άκουσε τη φωνή του. Το μαντήλι της έπεσε στη θάλασσα. Άντρες και γυναίκες τον άρπαξαν, καθώς γραπώθηκε πάνω στην Αριάδνη. Την έσφιγγε σαν να ήταν η τελευταία του ανάσα, η τελευταία του ελπίδα. Ο κόσμος τον άρπαξε από τα μανίκια και τα μπατζάκια και σχημάτισαν μια αλυσίδα ανθρωπιάς. Ήταν ακόμα αγκαλιασμένοι όταν τους έβαλαν να κάτσουν στην άκρη του δρόμου. Η Αριάδνη αμίλητη άκουγε τους παλμούς του κάτω από το στέρνο του που ανεβοκατέβαινε αδιάκοπα. Μύριζε το φόβο και την αγωνία του. Ο Μάρκος της έβγαλε το μαντήλι. Είδε τα όμορφα μάτια της δακρυσμένα, σαν βρεγμένος κήπος γεμάτος τριαντάφυλλα.
«Είμαι εδώ», της είπε τρυφερά. «Ό,τι και αν συμβαίνει είμαι εδώ να το αντιμετωπίσουμε μαζί. Δεν είσαι μόνη. Δεν είστε μόνοι σας. Ούτε εγώ είμαι πια».
«Ξέρεις;» τον ρώτησε. «Με έσωσες!»
«Τίποτα δεν ξέρω. Μόνο ότι σε βρήκα και τα βρήκα όλα».
Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και τα δάκρυα έτρεχαν τώρα πια πάνω στα χαμόγελα τους.
C.C.