Τα χέρια της κινούνταν νευρικά, τρίβοντας μ’ ένα υγρό σφουγγάρι τα κάθετα ντουλάπια της κουζίνας. Όσο η ώρα περνούσε, τόσο πιο νευρικές γίνονταν οι κινήσεις της. Με χείλη σφιγμένα και βλέμμα σκληρό που πετούσε σπίθες, δούλευε η Ανθή, σα να ήθελε με το σφουγγάρι να σβήσει όλα τα κακώς κείμενα στη ζωή της. Έξυσε μανιασμένα ένα δύσκολο λεκέ με το νύχι της, ξεφύσησε και συνέχισε, χωρίς να μειώνει το ρυθμό της. Τα χέρια δεξιά – αριστερά, αριστερά – δεξιά σχημάτιζαν αόρατο βρόχο, έξυνε με το νύχι, βουτούσε το σφουγγάρι στο νερό και ξανά.
Το μυαλό δεν έκανε λιγότερη δουλειά. Αριστερά – δεξιά, δεξιά – αριστερά, πληγή, οργή, σφουγγάρι. Το σφουγγάρι χάλασε, δεν έσβηνε, περνούσε από πάνω μα δεν καθάριζε, θόλωνε μόνο την εικόνα. Το μυαλό μπλεκόταν σ’ ένα ατέρμονο βρόχο. Ξανά και ξανά, τα ίδια και τα ίδια. Πέρασαν τα χρόνια, εξαντλήθηκε η υπομονή της. Γιατί να μου πει αυτό; Γιατί μου το έκανε αυτό; Γιατί δεν αντέδρασα; Γιατί δεν απάντησα κι εγώ; Θα μπορούσα να πω αυτό κι εκείνο! Δε θα ‘χε τι να πει! Μια φορά να αντιμιλήσει και μετά να μην την έπιαναν οι τύψεις ότι ήταν αγενής και κακιά… Μια φορά, μια φορά να πει αυτή την τελευταία κουβέντα. Τότε θα σταματούσε να τα σκέφτεται, θα λύνονταν οι κόμποι, θα προχωρούσε και θα τ’ άφηνε όλα πίσω. Μα οι θηλιές ήταν εκεί, την έπνιγαν, την έκαναν ν’ ασφυκτιά. Με τα χρόνια μαζεύτηκαν πολλές γύρω από την ψυχή της, την έδεναν, την πονούσαν, την πλήγωναν. Λόγια και συμπεριφορές δικών της ανθρώπων, συναδέλφων, ακόμα και ανθρώπων των οποίων η γνώμη δεν θα έπρεπε να την νοιάζει καν. Όπως της συννυφάδας της. Ξεφύσησε εκνευρισμένη.
Εγώ φταίω! Τόσα και τόσα έχει κάνει κι έχει πει όλα αυτά τα χρόνια και εγώ ποτέ δεν της έκοψα την καλημέρα. Άσε την εμπάθειά της για τα παιδιά μου! Τα κατηγορούσε παντού τα παιδιά της, χτυπούσε πόρτες γειτόνων στο ξεκάρφωτο και τους έλεγε να μην τα κάνουν παρέα, γιατί ήταν παλιόπαιδα. Η Ανθή τα είχε μάθει και δε μίλησε.
Στις παράλογες απαιτήσεις της συννυφάδας της πάντα υποχωρούσε, μόνο και μόνο για να την ξεφορτωθεί, αυτή και τη γλωσσοφαγιά της. Όπως τότε που του έπεσε του Μιχαλάκη, του κουνιάδου της, το κινητό του σαν ήρθαν επίσκεψη στο σπίτι της και χάλασε κι εκείνη τους ζήταγε τα λεφτά να πάρουν άλλο! Τα έδωσε χωρίς δεύτερη κουβέντα και ας έγιναν με τον άντρα της μαλλιά κουβάρια.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ταίριαζαν αυτές οι δύο, ήταν σαν το λάδι με το νερό, όπως και οι άντρες τους και ας ήταν από την ίδια φύτρα. Άλλα ενδιαφέροντα, διαφορετικές αντιλήψεις και απόψεις, διαφορετικοί χαρακτήρες.
Την έσκασε την πεθερά της κι έφυγε πριν την ώρα της, ενώ στην ουσία ήταν δική της επιλογή αυτό το προξενιό. Να το σκέφτεσαι και να γελάς προξενιό το 2010! Ένα στραβό χαμόγελο της ξέφυγε. Θρήσκα, μεγαλοκοπέλα, αγνή, από καλή οικογένεια, με περιουσία και το βασικότερο δεν ασχολείται παρά μόνο με το σπίτι της, έλεγε η πεθερά της. Τελικά μόνο στο μεγαλοκοπέλα έπεσε μέσα η πεθερά της, μα όταν το κατάλαβε ήταν πια αργά. Οι φασαρίες δεν άργησαν να ξεκινήσουν από την ίδια κιόλας μέρα του γάμου, αστραπή. Το deal τελικά δεν της άρεσε της συννυφάδας, καθώς αλλιώς τα περίμενε τα πράγματα και αλλιώς της ήρθαν. Ιδίως επειδή δεν της φέρονταν οι γύρω της με δουλοπρέπεια, εκπληρώνοντας κάθε επιθυμία της και πρώτος απ’ όλους, ο εκλεκτός της σύζυγος. Γιατί εδώ που τα λέμε αυτή τον επέλεξε, κανείς δεν της τον φόρτωσε με το ζόρι. Αν αυτή δεν ήθελε, γάμος δεν θα είχε γίνει. Δική της απόφαση ήταν. Αντί λοιπόν να το παραδεχτεί ότι έκανε λάθος και να κάνει κάτι γι’ αυτό, προτίμησε να κατηγορεί τους άλλους και ν’ απαιτεί απ’ αυτούς “αποζημίωση”. Οι άλλοι φταίγανε για όλες τις κακοτυχίες της. Εκείνη δεν έκανε λάθη, δεν πιανόταν κορόιδο, όπως διαλαλούσε. Οι άλλοι την αδικούσαν. Πού και πού την λυπόταν η Ανθή, γιατί κι εκείνη υπέφερε, για διαφορετικό λόγο όμως. Υπέφερε από τον εγωισμό της.
Πάνω από όλα το Στελλάκι! μουρμούρισε με θεατρινίστικο τόνο την αγαπημένη ατάκα της συννυφάδας της και ρουθούνισε επιτιμητικά εκνευρισμένη.
Και τώρα πάει να σκάσει εμένα. Γιατί της δίνω αξία, αφού την ξέρω; Ηλίθια είμαι! Αυτό είμαι, τόσα χρόνια που δεν την έβαλα στη θέση της, εγώ φταίω! Που κάνει όλα αυτά και μετά τρέχει κάθε Κυριακή στην εκκλησία και καίει συνέχεια λιβάνια, γιατί σκιάζεται, λέει, μην της κάνουν μάγια! Δεν ήθελε να μουρμουρά. Δεν ήθελε να γκρινιάζει στους δικούς της. Προτιμούσε να κρύβει το πώς νιώθει και τι την πληγώνει. Και το τελευταίο, σε ποιόν να το πει και να βρει το δίκιο της; Που άνοιξε την πόρτα και άρχισε η τρελή να της φωνάζει «Κλέφτες! Κλέφτες!» κι εκείνη την κοίταζε σαν χαζή! Έβαλε τα γέλια ο Γιάννης, ο άντρας της, μόλις του τα είπε, μα η Ανθή δεν μπορούσε να συνέλθει από τη σύγχυση.
Ήθελα να ‘χα ένα κουμπί και να έκλεινα το μυαλό μου, να μη σκέφτεται. Να πάει παρακάτω. Να ξεκολλήσω από το loop, από την ατέρμονη επανάληψη των ίδιων και των ίδιων. Θέλω να σταματήσω να σκέφτομαι και ν’ αναλύω ότι μου λένε. Να σταματήσω να αναμασώ τα ίδια και τα ίδια! σκέφτηκε με απελπισία. Γαμώτο σταμάτα! Σταμάτα να σκέφτεσαι, σταμάτα ν’ ανακυκλώνεις! Δε γίνεται να αναλύεις και το παραμικρό. Δε γίνεται να δίνεις σημασία σε ηλίθιους ανθρώπους! Γέρασες και ακόμα δεν έμαθες! Γίνεσαι δυστυχισμένη χωρίς λόγο. Σταμάτα, βγες από τη λούμπα!
«Ξεκόλλα από το βρόχο!» της ξέφυγε δυνατά και τινάχτηκε από το ξάφνιασμα που της προκάλεσε η αγριάδα της φωνής της. Αναστέναξε και σκούπισε με την ανάποδη του χεριού της τους κόμπους ιδρώτα, που είχαν σχηματιστεί στο μέτωπό της. Κοίταξε με εξεταστική ματιά τα φύλλα από τα ντουλάπια που καθάριζε, έλαμπαν. Και αν δεν τα καταφέρω, τουλάχιστον θα έχω ένα πεντακάθαρο σπίτι, σκέφτηκε και μειδίασε ειρωνικά. Βούτηξε το σφουγγάρι στο νερό και ξανάρχισε, τα χέρια κινούνταν γοργά δεξιά – αριστερά, αριστερά – δεξιά και οι σαπουνάδες σχημάτιζαν αόρατο βρόχο…
Αναστασία Χ.