,

Η νεκρή πολιτεία

Θέλω να σας θυμήσω μια πολύ παλιά ιστορία που ίσως όμως να είναι και πολύ πρόσφατη.

Εκείνο το ζεστό καλοκαιρινό πρωινό, στις 24 Αυγούστου του 79μ.Χ, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ήταν το τελευταίο που ξημέρωνε για την ευλογημένη πόλη της Πομπηίας, που ανθούσε και ήκμαζε ξαπλωμένη νωχελικά στη ρίζα του Βεζούβιου. Ο ήλιος ανέτειλε για τελευταία φορά εκείνη την ημέρα πάνω από τον κόλπο της Νάπολης, ένα από τα ωραιότερα θέρετρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ένα Βακχικό τοπίο απλωμένο γύρω από το εύφορο έδαφος του μαγικού βουνού. Μια πόλη εύθυμη, σπάταλη, εξωστρεφής και ξέφρενη, γεμάτη  αμπέλια στους λόφους της και όμορφες εξοχικές επαύλεις, θάφτηκε ξαφνικά κάτω από τόνους λάβας και ηφαιστιακής σκόνης.

Είναι σχήμα οξύμωρο το πώς η καυτή λάβα μπορεί να παγώσει το χρόνο, όμως αυτό έκανε στην όμορφη Πομπηία κι όχι μόνο. Γιατί τελικά τα δύο άκρα συναντιούνται στο ίδιο σημείο για να κλείσει ο κύκλος. Έτσι λοιπόν και σ’ εκείνο το παραδείσιο μέρος η ζωή έμεινε στη μέση. Ένα καρβέλι ψωμί πάνω στο τραπέζι που δεν πρόλαβε να φαγωθεί, άνθρωποι που έτρωγαν ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα, παρατημένα πιάτα και κύπελλα στα τραπέζια των πανδοχείων, ζευγάρια αγκαλιασμένα στο κρεβάτι, παιδιά που ο θάνατος τα έπιασε να παίζουν βόλους σ’ ένα δωμάτιο. Ο ξαφνικός θάνατος ποτέ δεν προειδοποιεί. Ή ίσως και να προειδοποιεί αλλά δεν θέλουμε να δούμε τα σημάδια.

Σε μια ελληνική πόλη το 2021 μ. Χ, εξίσου προνομιακή γεωγραφικά και κλιματολογικά με την Πομπηία, η ζωή έχει κι εκεί παγώσει. Πάτρα λέγεται και κάθε χρόνο τέτοια εποχή ήταν κι αυτή εξωστρεφής και ξέφρενη σαν την Πομπηία. Αυτή βέβαια δεν την σκέπασε η λάβα, αλλά μια άλλη  συμφορά που ακούει στο όνομα πανδημία. Κι όπως είπαμε και πριν, όλες οι συμφορές καταλήγουν τελικά στο πάγωμα του χρόνου. Η Πάτρα λοιπόν, με ένα διάσημο Καρναβάλι βαθιά ριζωμένο στην παράδοσή της, βρίσκεται πλακωμένη σαν άλλη Πομπηία, στη σκιά της φοβέρας και της καταστολής.

Μια πόλη που τέτοιες μέρες έσφυζε από ζωή, χαρά και νιάτα, είναι καλυμμένη από μια εκκωφαντική σιωπή. Τα σπίτια της Πάτρας τις μέρες του Καρναβαλιού ήταν γεμάτα κόσμο, συγγενείς, φίλους, φιλοξενούμενους, μασκαράδες. Μοσχομύριζαν φρέσκο γαλακτομπούρεκο, ζεστούς λουκουμάδες με κανέλλα και γλυκιά μαυροδάφνη.  Οι παρέες των μικρών και μεγάλων παιδιών πηγαινοέρχονταν από σπίτι σε σπίτι να δοκιμάζουν στολές, μάσκες, μεταμφιέσεις και μακιγιάζ. Στους δρόμους τριγύριζε ο ντελάλης που διαλαλούσε την έναρξη του Καρναβαλιού με τη συνοδεία αποκριάτικης μουσικής. Τα πάρτι και οι χοροί έδιναν κι έπαιρναν σε σπίτια και σε μαγαζιά. Ο Κόκκινος και ο Λευκός χορός, ο χορός της Κινηματογραφικής Λέσχης, ο χορός του Δημάρχου και τόσοι άλλοι στενά συνυφασμένοι με την ιστορία και τις παραδόσεις αυτής της πόλης. Μα πάνω από όλα τα έθιμα και τις παραδόσεις, είναι πάντα οι άνθρωποι. Αυτοί από τους οποίους στράγγισε μια διονυσιακή χαρά με την οποία γαλουχήθηκαν από μικροί και έχει εντυπωθεί στο κύτταρό τους.

Γιατί το πατρινό καρναβάλι δεν είναι (μόνο) οι παρελάσεις και τα πληρώματα του τελευταίου Σαββατοκύριακου. Είναι κυρίως αυτό που συμβαίνει στα σπίτια, στους δρόμους και στις γειτονιές της πόλης. Είναι το μοίρασμα, η αλληλεπίδραση και η εξωστρέφεια που όλοι έχουμε ανάγκη για να μπορέσουμε να πορευτούμε ως κοινωνικά όντα σε αυτή τη ζωή. Κι όταν αυτό κόβεται τόσο βάναυσα μόνο κακό μπορεί να είναι και για τον άνθρωπο σε ατομικό επίπεδο αλλά και για την κοινωνία σαν σύνολο. Κι επειδή αν κοιτάξουμε καλά μέσα στον καθρέφτη της ιστορίας, πάντα θα δούμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε μέσα σε αυτή την σκοτεινή συγκυρία που ζούμε τα λόγια του Οράτιου :

«Άλλαξε τα ονόματα και η Ιστορία θα μιλάει για σένα»

Ειρήνη Κουτσουβέλη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: