,

Η τελευταία χάρη

«Τι θα γίνει, ρε Πάνο; Πόσα χρόνια θα με έχεις αστεφάνωτη;» έλεγε και ξαναέλεγε η Νεφέλη γελώντας.

Ο Πάνος δεν χόρταινε να τη βλέπει να νιαουρίζει για γάμους και οικογένειες, ενώ και οι δύο ήξεραν πολύ καλά πως άλλα ήταν τα σχέδια τους για τη ζωή.

Ήταν μαζί από μικρά παιδιά. Γειτονόπουλα. Έτσι ξεκίνησαν. Τα πρωινά, τούς έβρισκαν ετοιμοπόλεμους για να αδράξουν τη μέρα και τα απογεύματα συζητούσαν στην πυλωτή τα σχέδια και τα όνειρά τους. Ο Πάνος ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός της και είχε αναλάβει το ρόλο του προστάτη της. Μεγάλωσαν βοηθώντας και στηρίζοντας ο ένας τον άλλον. Μεγάλωσαν ψάχνοντας απεγνωσμένα τρόπους ώστε να περνούν όλο τον ελεύθερο χρόνο τους μαζί.

Στην εφηβεία, τα πρώτα σκιρτήματα ήρθαν να θολώσουν το τοπίο. Ο Πάνος κάθε φορά που την έβλεπε ίδρωνε, τραύλιζε και έφευγε κατακόκκινος από ντροπή. Η δε Νεφέλη καρδιοχτυπούσε και προσπαθούσε να τον αποφύγει όπως ο διάολος το λιβάνι. Δεν το κατάφεραν! Το πρώτο τους φιλί ήρθε αβίαστα ένα Κυριακάτικο πρωινό. Απ’ την ντροπή και την αμηχανία είχαν να μιλήσουν μέρες και κάπως έπρεπε να μπει ένα τέλος σ’ αυτή την παράνοια. Ο Πάνος, καθώς περπατούσαν, είδε το ποδήλατο να έρχεται καταπάνω της, την τράβηξε στην αγκαλιά του και τα χείλη ενώθηκαν αστραπιαία.

Δεν ξεκόλλησαν από τότε. Από δεκαέξι χρονών μαζί σε όλα. Εξετάσεις, σπουδές, συγκατοίκηση. Είχαν φτιάξει τη δικιά τους ζωή. Μια ζωή χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς παιδιά και οικογένειες. Δύο αερικά. Δύο νομάδες. Όνειρό της να ταξιδέψει στον κόσμο. Όνειρό του να την ακολουθήσει.

«Τι θα γίνει, ρε Πάνο; Πόσα χρόνια θα με έχεις αστεφάνωτη;», έλεγε και ξαναέλεγε η Νεφέλη γελώντας όλο και πιο δυνατά, εκνευρίζοντας τον περίγυρό τους που περίμενε γάμους και πάνες. Η Νεφέλη με τον Πάνο όμως ήξεραν… Δεν θα έβαζαν τίποτα και κανέναν ανάμεσά τους.

Όλα όμως άλλαξαν… Όταν ο Πάνος πάτησε τα τριάντα έπρεπε να πάρει μια σημαντική απόφαση. Ο πατέρας του αρρώστησε βαριά και του ζήτησε σαν τελευταία χάρη, ένα εγγονάκι.  Όταν μίλησε στη Νεφέλη για την χάρη του πατέρα του, εκείνη έβαλε τα γέλια.

«Και τα όνειρά μας; Υποσχεθήκαμε ότι δε θα βάλουμε κανένα εμπόδιο!», είπε σοβαρή όταν είδε το βλέμμα του.

«Ο πατέρας μου πεθαίνει, Νεφέλη!» είπε ο Πάνος, αλλά ο τρόμος στο πρόσωπό της, έκανε πιο μικρά κομμάτια την ήδη κομματιασμένη του καρδιά. Σηκώθηκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε την ντουλάπα, πήρε τη βαλίτσα του και τη γέμισε ρούχα. «Θέλω λίγο χρόνο να δω τι θα κάνω… Θα είμαι στη μητέρα μου!».

Ο Πάνος έκλεισε την πόρτα πίσω του και η Νεφέλη έμεινε μόνη της στο άδειο σπίτι. Πίστευε ότι θα ήταν για λίγο, αλλά έκανε λάθος.

Ένα χρόνο μετά, ο πατέρας του Πάνου έφυγε από τη ζωή. Ένα χρόνο ο Πάνος ήταν κοντά του προσπαθώντας να καλύψει το κενό ενός εγγονιού. Έναν χρόνο είχε να μιλήσει με την Νεφέλη. Της είχε στείλει ένα μήνυμα εξηγώντας τους λόγους που θα έμενε μακριά. Δεν απαιτούσε να τον καταλάβει, ούτε να κάνει υπομονή. Καταλάβαινε και την ίδια, απλά δε γινόταν αλλιώς. Όσο κι αν τον τσάκιζε αυτή απόφαση, έπρεπε να φύγει. Για χάρη του πατέρα του.

Η Νεφέλη μετά από αυτό το μήνυμα, προχώρησε. Έφυγε για έξι μήνες ένα μεγάλο ταξίδι γυρίζοντας ολάκερη την Ευρώπη. Προσπάθησε μέσα απ’ αυτό το ταξίδι να καλύψει το κενό που άφησε στην καρδιά και τη ζωή της, η φυγή του Πάνου. Εκεί γνώρισε τον Γιώργο. Νέος, ωραίος και εργατικός. Ζούσε χρόνια στο εξωτερικό και είχε αποφασίσει πως ήθελε να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη, απλώς έψαχνε έναν λόγο. Και βρέθηκε η Νεφέλη! Επέστρεψαν από το εξωτερικό, έμειναν αμέσως μαζί και η πρόταση γάμου δεν άργησε να έρθει. Ο Γιώργος ήταν τρελός και παλαβός για εκείνη κι έκανε όνειρα. Η Νεφέλη όμως;

Το προσκλητήριο του γάμου της βρισκόταν πάνω στο τραπέζι του πατρικού σπιτιού του Πάνου. Μόλις τα μάτια του αντίκρυσαν τον βελουτέ φάκελο με τα ολόχρυσα αρχικά Ν&Γ, ένιωσε την καρδιά του να σκίζεται. Πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια του, σαν αστραπή, όλα όσα είχαν ζήσει αυτά τα είκοσι χρόνια.

Τα γέλια και τα παιχνίδια τους όταν ήταν παιδιά, τα πρώτα καρδιοχτύπια, οι πρώτες αγωνίες, οι πρώτοι τσακωμοί, το πρώτο τους φιλί, η πρώτη φορά που κοιμήθηκαν μαζί. Θυμήθηκε τη στιγμή που μπήκαν στο σπίτι τους, τις υποσχέσεις τους, τα χάδια τους, την παντοτινή αφοσίωσή τους. Ένιωθε μισός μακριά της και πίστευε πως θα τα κατάφερναν, αλλά έκανε λάθος. Εκείνη προχώρησε… Αυτός όχι!

Ένα βράδυ, μια βδομάδα πριν παντρευτεί, πήγε και τη βρήκε. Όταν σταμάτησε έξω από το πατρικό της, πήρε το κινητό του και με τρεμάμενα χέρια της έγραψε «Είμαι απ’ έξω και σε περιμένω!».

Η Νεφέλη, πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, άφησε τα μάτια της να τρέξουν. Δεν ήξερε αν άντεχε να τον δει. Αν θα μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Πλησίασε με κόπο την κύρια πόρτα και μόλις την άνοιξε, ήρθε αντιμέτωπη με όλη της ζωή. Μέχρι να τον πλησιάσει, θυμήθηκε τα χέρια του να ταξιδεύουν στο κορμί της, τη φωνή του να της ψιθυρίζει λόγια αγάπης και αιώνιας πίστης, τα χείλη του ν’ αγγίζουν το δέρμα της.

Μόλις σταμάτησε μπροστά του, άφησε τα χέρια του να πέσουν στο πλάι.

«Είκοσι χρόνια, Νεφέλη!», της είπε ο Πάνος. «Είκοσι χρόνια μαζί! Πάνω από τη μισή μας ζωή. Είκοσι χρόνια γεμάτα όνειρα, γεμάτα υποσχέσεις, γεμάτα ελπίδα… Είκοσι χρόνια…».

«Με παράτησες, Πάνο! Έκλεισες την πόρτα πίσω σου και δεν σε ξαναείδα!», απάντησε η Νεφέλη.

«Δεν άντεχα να σε βλέπω και να ξέρω πως δεν μπορώ να ικανοποιήσω την τελευταία χάρη στον πατέρα μου. Όσο κι αν πέθαινα να γίνουμε γονείς και να παντρευτούμε, έκανα πίσω για τα όνειρα και τις υποσχέσεις μας. Αλλά…», είπε και της πέταξε μπροστά της το προσκλητήριο.

Η Νεφέλη προσπάθησε να μιλήσει, αλλά ήταν μάταιο. Έδινε σε άλλον όλα όσα ήθελε και έπρεπε να δώσει σε εκείνον. Είχε δίκιο ο Πάνος. Τα ξέχασε όλα… Ό,τι υποσχέθηκε, έβγαλε φτερά και πέταξε στον ουρανό. Δεν μπορούσε πλέον να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ήξερε πως τον έχασε.

«Βίον ανθόσπαρτον, Νεφέλη μου. Να είσαι ευτυχισμένη!», της είπε ο Πάνος και εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα.

Δεν ήξερε πόσες ώρες οδηγούσε. Δεν ήξερε πόσες ώρες έκλαιγε και θρηνούσε για την χαμένη αγάπη της ζωής του. Μόλις πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω απ’ το σπίτι του, οι ακτίνες του ήλιου είχα αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Τότε την είδε… Καθόταν στα σκαλοπάτια και τον περίμενε με μάτια κλαμένα. Ήταν πιο όμορφη από πότε! Δε θυμάται ούτε πως βρέθηκε στην αγκαλιά του, ούτε πως τα χείλη της ακούμπησαν τα δικά του.

«Αν ήταν να περάσω τη ζωή μου με κάποιον, αυτός θα ήσουν εσύ και μόνον εσύ. Εσύ είσαι η ζωή μου!», του είπε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Ο Πάνος όμως επανήλθε στην πραγματικότητα. Την έσπρωξε μακριά και την κοίταξε με απορία.

«Όσο κι αν θέλω να σε κρατάω αγκαλιά όλη μου τη ζωή, δε γίνεται. Παντρεύεσαι, Νεφέλη», είπε ο Πάνος κατεβάζοντας το κεφάλι από ντροπή.

«Δεν φταις εσύ. Εγώ φταίω που μας εγκατέλειψα. Εγώ θα έπρεπε να σκύβω το κεφάλι. Τελείωσαν όλα, Πάνο. Ακύρωσα τα πάντα! Δεν υπάρχει γάμος. Δεν μπορώ να ζήσω με κάποιον που δεν αγαπώ. Του μίλησα και κατάλαβε. Απ’ την αρχή ήξερε πως δεν πρόκειται να κερδίσει την καρδιά μου», είπε η Νεφέλη κοιτώντας τον στα μάτια.

«Και γιατί αυτό;», ρώτησε ο Πάνος τραβώντας την στην αγκαλιά του.

«Γιατί σου ανήκει εδώ και είκοσι χρόνια και θα σου ανήκει για πάντα», απάντησε η Νεφέλη λίγο πριν σφραγίσει την υπόσχεσή της μ’ ένα φιλί.

Από εκείνη τη στιγμή ήξεραν και οι δυο πως οι υποσχέσεις τους θα είναι παντοτινές, όπως ακριβώς και η αγάπη τους.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: