,

Στην πόλη της Λία Ο’ Κόνορ – 1

Κάποτε στην Άγρια Δύση…

Μια μικρή, πράσινη σαύρα πέρασε τροχάδην κάθετα στο δρόμο, κταπ-κταπ-κταπ-κταπ, κρατώντας στα σαγόνια της μια μύγα. Κοντοστάθηκε στην άκρη που έφτασε και ευχαριστήθηκε την ζέστη του ήλιου. Δάγκωσε δυο – τρεις φορές το έντομο που σπαρταρούσε, προσπαθώντας μάταια να απεγκλωβιστεί, και το κατάπιε. Είδε τα πολύ μεγαλόσωμα ζώα να πλησιάζουν και εξαφανίστηκε κάτω από μια πέτρα.

Tα άλογα δεν της έδωσαν σημασία, παρά το ότι την είχαν δει. Ο Ταξιδιώτης και το πόνι που περπατούσε δίπλα του, η Μικρή, προχωρούσαν σε χαλαρό τέμπο πάνω στην καυτή κίτρινη άμμο του Texas. Οι οπλές τους άγγιζαν πού και πού μερικά χαλίκια, για να τα πετάξουν την επόμενη στιγμή πίσω τους, σαν φαγητό που δεν τους άρεσε. Απέφευγαν τους κάκτους και τους χαμηλούς θάμνους, λόγω των φιδιών και των σκορπιών που καραδοκούσαν εκεί κοντά, στις χαμηλές σκιές. Έμεναν στον κυρίως δρόμο, σε ένα μονοπάτι που είχε φτιαχτεί κάποτε για τις άμαξες των πλουσίων λευκών αποίκων, μόνο και μόνο για να γευτεί και αυτό το αίμα νεκρών στρατιωτών, γηγενών και κατακτητών, αλλά και των σκλάβων που σέρνονταν ξοπίσω από τους αφέντες τους, σαν άροτρα που τα πήγαιναν στο χωράφι.

Ο αναβάτης του Ταξιδιώτη λεγόταν Μαξ Κάρτερ, κάπνιζε το τελευταίο του στριφτό τσιγάρο και ήταν κάπου ανάμεσα στα τριάντα και στα τριανταπέντε. Έβλεπε από μακριά μια πόλη – πέντε σειρές από σπίτια. Και μια εκκλησία. Και ένα άλλο κτίσμα που υψωνόταν περισσότερο από τα άλλα. Και ράντζα. Ήλπιζε να ήταν αυτή που έψαχναν, γιατί είχε αρχίσει να κουράζεται από τον ήλιο και την ζέστη και τις μέρες που είχαν περάσει με τη συνοδοιπόρο του, την νεαρή Λία Ο’ Κόνορ, την οποία είχε γνωρίσει στο δικαστήριο της Pascagoula Street, της πόλης Jackson του Mississippi, αναλαμβάνοντας την αποστολή να την πάει στην μητέρα της, που έμενε σε μια μικρή πόλη, τη Silent Desert, του δυτικού Texas. Είχε κάτι λίγα σύννεφα, βέβαια, αλλά δεν έκαναν μεγάλη διαφορά, δεν μείωναν τη ζέστη της Chihuahuan Desert. Ένα εξ αυτών, του είπε το κορίτσι, έμοιαζε με βουβάλι. Αλλά ο Κάρτερ δεν ήταν σίγουρος ότι συμφωνούσε. Ωστόσο, η μικρή επέμεινε, με τσιριχτή φωνή, δείχνοντάς του κάτι σημαδάκια, σαν μικρά μισοφέγγαρα, που ήταν τα κέρατα του βοδιού, ενώ οι δύο κάθετες άσπρες γραμμές θα ήταν πόδια και μία άλλη που φαινόταν να ξεπροβάλλει από το πίσω μέρος του χοντρού σώματος σίγουρα ήταν η ουρά.

Για τον πιστολέρο, ήταν απλώς ένα σύννεφο, όμως είπε ότι μπορεί και να ήταν ένα βόδι. (Το ότι ο Ταξιδιώτης χλιμίντρισε δυνατά όσο αυτός μιλούσε, λες και τον κορόιδευε, δεν του πέρασε απαρατήρητο. Θα του τα ’ψελνε άλλη στιγμή).

Ο Κάρτερ ήταν ένας πολύ ψηλός, αλλά λεπτός τύπος, με δέρμα που, παρά τη συνεχή έκθεσή του στον ήλιο, δεν μαύριζε, αλλά αναδείκνυε την λευκή χλομάδα της Κεντρικής Ευρώπης, απ’ όπου είχε έρθει μια φορά κι έναν καιρό, όταν ήταν ακόμα μωρό. Είχε κοντά ξανθά μαλλιά και μάτια στο χρώμα του ουίσκι, ενώ το πρόσωπό του ήταν φρεσκοξυρισμένο. Φορούσε τη συνηθισμένη του στολή – καφέ πουκάμισο, μαύρο γιλέκο, τζιν παντελόνι και μπότες. Στην ζώνη του, είχε περασμένες δύο δερμάτινες θήκες εξάσφαιρων πιστολιών, ενώ στις τσέπες του παντελονιού του είχε δύο ακόμα ντουζίνες σφαίρες, λίγο καπνό και ένα υπογεγραμμένο χαρτί που ανέφερε τον λόγο που επισκεπτόταν το Texas. Στην αριστερή τσέπη του γιλέκου του, είχε καρφιτσωμένο το ασημένιο σήμα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Λούκυ ΛουκΜοναχικοί πιστολέρο στην υπηρεσία των πολιτών»), με την προσωπογραφία ενός τύπου με καπέλο, καθώς και το διπλωμένο χαρτί της συνοδείας του κοριτσιού ως τον τόπο του. Είχε ρίξει το δερμάτινο πανωφόρι του στη σέλα του Ταξιδιώτη και προσπαθούσε να αντέξει τον ήλιο της ερήμου, με λίγο νερό από το παγούρι του, το πράσινο μαντήλι στο λαιμό και το μαύρο πλατύγυρο καπέλο του.

Ο Κάρτερ έβλεπε τα σπίτια και τα λοιπά κτίσματα της πόλης να μεγαλώνουν. Σαν να ανεγείρονταν εκείνη την ώρα. Απ’ ό,τι καταλάβαινε, η Silent Desert απαρτιζόταν από τρεις παράλληλους μεταξύ τους δρόμους και μία κάθετη σε αυτούς οδό, ενώ έξω από την πόλη υπήρχαν ράντζα. Ακόμα δεν είχε δει κατοίκους να περιφέρονται. Το οποίο δεν σήμαινε κάτι απαραίτητα. Η μαμά μού είπε να είμαι μαζί με τον θείο Σον, είχε πει η Λία κατά την πρώτη τους συνάντηση. Λίγο νωρίτερα, ο Τέρνερ είχε ενημερώσει τον Κάρτερ για τον θείο Σον και τα μπλεξίματά του, αλλά και για τις υπερφυσικές ανοησίες του για την Silent Desert.

«Λία;» απευθύνθηκε στη μικρή.

«Ναι;»

«Μίλα μου για την πόλη. Μίλα μου για την μητέρα σου, τους φίλους σου, τον ιερέα, τον σερίφη, γενικά τον κόσμο που ζει εκεί».

Η Λία το σκέφτηκε, παραμερίζοντας μια τούφα από τα κοκκινωπά μαλλιά της. «Η μαμά είναι καλή. Όπως και ο μπαμπάς μου ήταν καλός, απ’ ό,τι έλεγε η μαμά. Εγώ δεν τον έχω δει, αλλά θα το ήθελα. Η μαμά λέει πως ο μπαμπάς ήθελε να υπηρετεί την πόλη του και τον Νόμο. Ήταν σαν εσένα, σερίφης».

«Εγώ δεν είμαι σερίφης».

«Α! Πάντως, ο μπαμπάς μου είχε όπλο και σήμα και… ήταν σαν εσένα. Καλός. Η μαμά τον αγαπούσε πολύ. Μερικές φορές, τον παρακαλούσε να επιστρέψει σε εμάς. Με προσευχή. Ενώ επισκεπτόμασταν τον τάφο του».

Ο Κάρτερ κατένευσε. Του είχαν πει ότι ο θείος της μικρής, που είχε συλληφθεί στο Jackson για βιαιοπραγία, είχε αναφέρει πως ο πατέρας του κοριτσιού είχε πεθάνει πριν από χρόνια και έκτοτε η μητέρα του δεν είχε παντρευτεί ξανά. «Μμμ, κατάλαβα. Ο υπόλοιπος κόσμος της πόλης σας;»

«Οι άλλοι που μένουν στην Silent Desert δεν είναι καλοί. Δεν έχω φίλους». Κοίταξε τον Κάρτερ. «Εκτός από σένα. Και τον Ταξιδιώτη. Και την Μικρή».

Αυτό έκανε τον Κάρτερ να της χαμογελάσει για μια στιγμή, ενώ τα άλογα χλιμίντρισαν. Και τα δύο αγαπούσαν την Λία. Το πόνι, δε, είχε δεθεί μαζί της. Το είχαν βρει σε ένα ράντζο στα σύνορα της Louisiana και του Texas, όπου εξέτρεφαν μικρόσωμα, πολύ όμορφα άλογα, που τα ονόμαζαν πόνι. Η οικογένεια εκεί δέχτηκε να τους φιλοξενήσει για λίγο. Τους έστρωσαν σε ένα δωμάτιο, τους έδωσαν φαγητό, νερό, γάλα για την Λία και μπίρα για τον πιστολέρο. Ο Ταξιδιώτης, δε, έφαγε όσο δεν είχε φάει ποτέ από τότε που τον παράτησαν σε ένα ποτάμι και τον βρήκε ο Κάρτερ, σε άσχημη κατάσταση, υποσιτισμένο, σχεδόν νεκρό, και του έδωσε νερό και όσο ψωμί του είχε περισσέψει. Τα άλλα άλογα δεν έτρωγαν τόσο και γι’ αυτά ήταν ένα περίεργο θέαμα, ο θεόρατος μακρινός συγγενής τους που δεν σήκωνε κεφάλι από το φαΐ. Η Λία, δε, είχε ξετρελαθεί με τα πόνι, αλλά ιδίως με ένα που είχε καφετί και άσπρο τρίχωμα και χνούδι ακριβώς πάνω από τις οπλές του. Όταν την άφησαν να το ταΐσει με τις χούφτες της, η μικρή έλεγε επί δέκα λεπτά «Ευχαριστώ-ευχαριστώ-ευχαριστώ».

Ο Κάρτερ έμαθε από τον σύζυγο και πατέρα, το ίδιο βράδυ που έφτασαν, ότι την περιοχή την λυμαίνονταν κάτι καβαλάρηδες, που επιτίθονταν και έκλεβαν είτε κάποιο ζώο, είτε λεφτά, είτε εργαλεία. Ακόμα και ένα κάρο που είχε η οικογένεια το είχαν πάρει. Ο λόγος που δεν τα έβαζαν οι ιδιοκτήτες των ράντζων μαζί τους, ήταν πως οι τύποι είχαν τουφέκια και πιστόλια και φορούσαν στολή της πρώην Συνομοσπονδίας των Νοτίων. Επίσης, υπήρχαν γυναίκες και παιδιά στη μέση. Το ρίσκο ήταν μεγάλο.

«Όχι απαραίτητα» είπε ο Κάρτερ, αναφέροντας ότι αν δεν είχαν πρόβλημα, θα ήθελε να μείνει με την Λία για μια – δυο μέρες ακόμα. «Για να μιλήσουμε με τους καβαλάρηδες».

«Δεν θα σας ακούσουν. Θα αρχίσουν να ρίχνουν, με το που θα καταλάβουν ποιός είστε» είπε ο άλλος άντρας.

«Ίσως. Ίσως όχι. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, προτιμώ να ξεκινήσουμε από την πολιτισμένη οδό». Δεν πίστευε καθόλου ότι θα έλεγε έστω και ένα «γεια» με τους τύπους, όμως δεν ήθελε να αναστατώσει τόσο πολύ την οικογένεια.

Εν τέλει, το επόμενο βράδυ, έπεσαν πυροβολισμοί, αλλά μόνο από τη μία πλευρά, και μόνο τέσσερις, αφού οι Νότιοι, με το που είδαν τον Κάρτερ να κάθεται καταμεσής του ράντζου, να καπνίζει και να κρατάει το σήμα της Υπηρεσίας, έβγαλαν τα τουφέκια τους, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι το όραμα του Λίνκολν δεν ήταν τόσο παιδικό ή αφελές όσο μπορεί να πίστευε κανείς και ότι στην Ακαδημία μάθαιναν στους εκπαιδευόμενους πιστολέρο να πυροβολούν πιο γρήγορα, αλλά με ακρίβεια, από τον μέσο άνθρωπο. Οι τέσσερις τύποι έχασαν ο καθένας τους από ένα χέρι –τουλάχιστον, μέχρι να επισκεφτούν κάποιον γιατρό και συμμαζέψει το χάλι από χόνδρους και σπασμένα κόκαλα που άφησαν οι σφαίρες του Κάρτερ. Βλέποντας τους κλέφτες να το σκάνε, ήταν από εκείνες τις φορές που φανταζόταν ότι τον καθοδηγούσε ο Λούκυ Λουκ. Ή το πνεύμα του. Δεν ήταν σίγουρος πώς να το ερμηνεύσει, αλλά ήταν βέβαιος ότι κάτι ένιωθε. Πως κάτι υπήρχε εκεί έξω, που τον ξεπερνούσε, αλλά και που τον συνόδευε.

Όταν μπήκε στο σπίτι, η Λία είχε σπεύσει να τον αγκαλιάσει. Είχε κλάψει. Εκείνος δίστασε, αλλά τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα της και κοίταξε τους ενοίκους, που ένευσαν.

Το ερχόμενο πρωί, η οικογένεια έδωσε στους ταξιδιώτες φαγητό, νερό, τσιγάρα και το πόνι -που ο Κάρτερ το αποκαλούσε εξ αρχής Μικρή, αν και δεν είχε στο μυαλό του ότι θα το έπαιρναν μαζί τους. Αλλά κάτι του έλεγε πως η Λία είχε πάρει η ίδια την απόφαση για λογαριασμό και των δύο. Ή και των τριών, συμπεριλαμβανομένου του Ταξιδιώτη; Ή και των τεσσάρων, δηλαδή και της Μικρής;

Ο Κάρτερ ρώτησε την Λία «Πώς και δεν έχεις φίλους; Εννοώ, άλλους φίλους, παιδιά; Θέλω να πω, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, η πόλη είναι μικρή. Θα γνωρίζεστε όλοι μεταξύ σας».

«Δεν είναι καλοί. Ήθελαν να κάνουν κακό στον θείο Σον».

«Τι κακό, Λία;»

Το κορίτσι ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω».

Καμιά κίνηση στην Silent Desert.

«Η μαμά σου ήθελε να φύγεις μαζί με τον θείο σου;»

«Ναι».

«Δηλαδή, ο θείος σου είναι καλός; Όπως ήταν ο μπαμπάς σου;»

«Ναι. Πολύ καλός. Δεν ξέρω γιατί τον έπιασαν. Εκείνοι οι κακοί άνθρωποι μάς επιτέθηκαν πρώτοι».

«Μάλιστα». Ο Κάρτερ δεν καταλάβαινε τα πάντα, αλλά ήταν σίγουρος για ένα πράγμα. Κάτι συνέβαινε με αυτή την υπόθεση. Κάτι πέραν από αυτά που του είχαν πει στο δικαστήριο της Pascagoula Street, όπου έτσι κι αλλιώς είχε νιώσει άβολα με τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει εκεί. Το οποίο ήταν συχνό φαινόμενο για έναν πιστολέρο που αναλάμβανε οποιαδήποτε δουλειά, υπό τις οποιεσδήποτε συνθήκες. Και δε διαμαρτυρόταν γι’ αυτό. Ήταν υποχρέωσή του, στο κάτω-κάτω. Όμως, ανέκαθεν του προκαλούσε άγχος. Όμως, αν δεν είχε μαζί του την Λία, ένα μικρό παιδί, μπορεί και να ήταν πιο χαλαρός.

Καμιά κίνηση στην Silent Desert.

Αλλά, πλέον, διακρινόταν ο τρούλος της ντόπιας εκκλησίας και το άλλο μεγάλο κτίσμα, ένα τεράστιο -για τα δεδομένα του τόπου- σπίτι. Εκτός από το ισόγειο, είχε δύο ορόφους. Ο Κάρτερ είχε την εντύπωση ότι ήταν φτιαγμένο από ξύλο. Φαινόταν να έχει το ίδιο χρώμα με την άμμο της Chihuahuan Desert.

«Τι ξέρεις για τους ινδιάνους που ζουν εδώ κοντά, Λία;» ρώτησε.

«Δεν τους έχω δει ποτέ».

«Εντάξει. Τι έχεις ακούσει γι’ αυτούς;»

«Η μαμά λέει ότι είναι λυπηρό που έπρεπε να τους διώξουμε και να μένουν μακριά».

«Έκτοτε δεν έχουν έρθει ποτέ στην πόλη;»

«Όχι. Ποτέ».

«Κάποιος άλλος έχει πει κάτι γι’ αυτούς; Ίσως ο θείος σου;»

«Κι αυτός έλεγε ό,τι λέει η μαμά». Σαν να το σκέφτηκε καλύτερα, γιατί φώναξε «Όχι! Έλεγε και κάτι άλλο».

Ο Κάρτερ είδε μερικές κινούμενες φιγούρες στην Silent Desert.

«Τι έλεγε, Λία;»

Ξεχώρισε τρεις άντρες με καπέλα bowler, σακάκι και σκουρόχρωμο παντελόνι. Μετακινούνταν από τη μια άκρη του κεντρικού δρόμου που διέσχιζε την πόλη στην άλλη και εξαφανίζονταν σε κάποιο κτίριο. Ένας δύο κοίταξαν προς το μέρος του Κάρτερ και της Λία, κοντοστάθηκαν, αλλά τελικά συνέχισαν την πορεία τους. Έπειτα, εμφανίστηκαν κι άλλοι άνθρωποι. Διέκρινε και γυναίκες με μακριά μαύρα φορέματα και μεγάλα καπέλα. Μερικά παιδιά, κοντά στους γονείς τους.

Η Λία απάντησε στην ερώτησή του. «Ο θείος Σον έλεγε πως τους ινδιάνους πρέπει να τους προσέχουμε. Όπως πρέπει να προσέχουμε και τους άλλους ανθρώπους της πόλης μας».

«Αλήθεια;» Ο Κάρτερ θυμήθηκε κάτι που του είχε πει πριν λίγες μέρες, σε μια από τις συζητήσεις τους. «Τι ξέρεις για το Σπίτι των Sioux, Λία;»

«Είναι το πιο μεγάλο σπίτι στην πόλη. Είναι τρομαχτικό. Η μαμά λέει πως δεν πρέπει ποτέ κανείς να μπει σε αυτό το σπίτι».

«Γιατί;»

«Είναι κακό. Αυτό μου είπε η μαμά. Και ο θείος Σον μου το είχε πει». Η Λία κοίταξε τον Κάρτερ. «Θα τον ξαναδώ ποτέ τον θείο Σον;»

«Μπορεί, ναι». Αλλά ο πιστολέρο δεν θα έπαιρνε όρκο.

Επόμενο

Απάντηση


%d