Μπήκαν στην πόλη και ήταν σαν να ήταν οι ίδιοι ποντίκια που εισέρχονταν σε ένα σπίτι γεμάτο με γάτες. Ο Κάρτερ έριξε ματιές δεξιά και αριστερά και πίσω. Παντού ξεπρόβαλλαν μάτια γεμάτα περιέργεια. Από γωνιές δρόμων, από παράθυρα, από «πηγαδάκια» ανθρώπων που συνομιλούσαν και έπαυαν τα λεγόμενά τους, για να δουν τον καουμπόι και το κοριτσάκι. Όλοι στάθηκαν κυρίως στην Λία. Την αναγνώρισαν, αυτό ήταν σίγουρο. Κάποιοι την έδειξαν με το χέρι τους. Μετά, προσπάθησαν να εξηγήσουν στον εαυτό τους και στους άλλους την ύπαρξη του Κάρτερ. Γιατί κοιτούσαν με γρήγορο ρυθμό μια την μικρή και μια τον πιστολέρο. Σαν να ήταν νέοι σπουδαστές στην Ακαδημία που κρατούσαν στο ένα χέρι μια σφαίρα και στο άλλο ένα εξάσφαιρο πιστόλι και προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς να το γεμίσουν και να ρίξουν.
Ο Ταξιδιώτης και η Μικρή χλιμίντρισαν και κούνησαν απότομα τα κεφάλια τους, λες και φταρνίζονταν. Το βάδισμά τους γινόταν ολοένα και πιο αργό, μέχρι που περπατούσαν σαν να είχαν τραυματιστεί.
Ψηλά, ο ήλιος έγειρε κι άλλο, ενώ τα σύννεφα άλλαξαν λίγο τη διαρρύθμιση του ουρανού. Ωστόσο, εκείνο που στη φαντασία της Λία θύμιζε βουβάλι παρέμενε ίδιο κι απαράλλαχτο. Τέλος, η ζέστη δεν μειώθηκε ούτε στο ελάχιστο.
Ο Κάρτερ έγνεφε στους ανθρώπους που έβλεπε, αλλά εκείνοι δεν του ανταπέδιδαν, παρά μόνο έσμιγαν τα φρύδια τους και σούφρωναν τα χείλη τους, σαν να ήταν ηθοποιοί που παίζουν ένα κωμικό σκετς. Για τον πιστολέρο, όμως, η στάση τους ήταν αλλόκοτη. Ανησυχητική. Είχε την παρόρμηση να πιάσει τη λαβή ενός από τα εξάσφαιρα. Ή τις λαβές και των δύο. Και να είναι έτοιμος να πυροβολήσει προς πάσα κατεύθυνση, ενώ ίππευε. Ένιωθε σαν να ήταν ξανά στο Jackson κι αυτό δεν το είχε για καλό.
«Πού είναι το σπίτι σας, Λία;» ρώτησε την μικρή.
«Εκεί».
Του έδειχνε ένα χαμηλό σπίτι στη διασταύρωση του δρόμου που διέσχιζαν και εκείνου που συναντούσε κάθετα τους τρεις παράλληλους και σχημάτιζε με αυτούς τρία διαδοχικά Τ. Παραδίπλα, στα δεξιά από το κτίσμα, ήταν ένα σαλούν, ενώ από τα αριστερά ήταν η λευκή εκκλησία. Το Σπίτι των Sioux βρισκόταν στην πέρα άκρη, στο τέλος της πόλης, από τη μεριά της εκκλησίας, όπως του είπε η Λία.
«Ας πάμε να δούμε τι κάνει η μαμά σου, ναι;» ρώτησε ο Κάρτερ.
Άφησαν τα άλογα έξω από το σπίτι. Πλησίασαν την πόρτα, με τον πιστολέρο να ελέγχει ξανά προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Παρέμεναν ακόμα οι πρωταγωνιστές του θιάσου. Κανείς δεν έκανε τη δουλειά του. Όλοι είχαν μάτια μόνο για αυτούς.
«Θα το πάρω προσωπικά, μου φαίνεται» ψιθύρισε ο Κάρτερ και χτύπησε την πόρτα έξι φορές. Όσες σφαίρες είχε και στο κάθε όπλο του. Μια συνήθεια που ξέμεινε από τις μέρες του στην Ακαδημία.
Η Λία δεν κουνήθηκε από τη θέση της, δίπλα του.
Δεν έλαβαν απάντηση από το εσωτερικό του σπιτιού.
Ο Κάρτερ δοκίμασε ξανά.
Τίποτα.
Έπιασε το χερούλι και το έστριψε. Έσπρωξε την πόρτα και διαπίστωσε πως ήταν ξεκλείδωτη. Άγγιξε τη λαβή του ενός από τα εξάσφαιρα και κινήθηκε πλαγιαστά, με τη δεξιά πλευρά του κορμιού του προς το εσωτερικό. Είδε ένα ξύλινο τραπέζι, δύο αντίστοιχα φτιαγμένες καρέκλες, έναν πέτρινο πάγκο κουζίνας. Μερικά πιάτα στοιβαγμένα στη γούρνα κάτω από τη βρύση. Μαχαίρια, πιρούνια. Μια εικόνα του Ιησού πάνω στο τραπέζι, δίπλα από το κηροπήγιο με τα κεριά, και άλλη μία με το Μυστικό Δείπνο κρεμασμένη σε έναν τοίχο. Ένας σκοτεινός διάδρομος που οδηγούσε σε άλλα δωμάτια. Υπήρχε μια μυρωδιά μπαγιάτικου κρέατος και κρασιού στον αέρα.
«Γεια σας» φώναξε. «Κυρία Ο’ Κόνορ; Με λένε Μαξ Κάρτερ. Είμαι πιστολέρο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Λούκυ Λουκ. Φέρνω την κόρη σας, Λία Ο’ Κόνορ, με διαταγή του δικαστή Τέρνερ, της πόλης Jackson, του Mississippi».
Καμιά απάντηση. Καμιά κίνηση.
«Κυρία Ο’ Κόνορ;»
Τίποτα.
Ο Κάρτερ κοίταξε την Λία. «Θες να της φωνάξεις εσύ; Ίσως σου απαντήσει εσένα».
«Δεν είναι εδώ».
«Ίσως, αλλά δοκίμασε. Για παν ενδεχόμενο».
«Δεν έπρεπε να έρθουμε. Η μαμά μου είπε να μείνω με τον θείο Σον».
«Λία, ο θείος σου είναι στη φυλακή. Δεν θα είχε κανένα νόημα να μείνεις μοναχή σου σε μια ξένη πόλη. Έλα, δοκίμασε. Ίσως σε ακούσει η μαμά σου. Ίσως κοιμάται».
Η Λία κατένευσε. Έκανε δυο βήματα προς τα μέσα και φώναξε την μητέρα της.
Δεν πήρε απάντηση. Κανείς δεν εμφανίστηκε.
Ο Κάρτερ αναστέναξε. Είπε στην Λία να σταθεί κοντά στο νεροχύτη, ενώ ο ίδιος προχώρησε προς το διάδρομο, φωνάζοντας το όνομα της Ο’ Κόνορ. Υπήρχαν άλλα δύο δωμάτια, άδεια κι αυτά, και μια ακόμα πόρτα, που έβγαζε στην πίσω πλευρά, σε μια αυλή με ξεραμένα λουλούδια. Πιο πέρα, ήταν μερικά ράντζα. Είδε κι άλλα πρόσωπα να τον κοιτάνε. Να σταματούν τις δουλειές τους και να μην τον αφήνουν από τα μάτια τους.
Και τώρα τι; αναρωτήθηκε. Γύρισε κοντά στην Λία, η οποία κοιτούσε την εικόνα του Ιησού. Έβγαλε το καπέλο του και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του, με την ανάστροφη του χεριού του πουκαμίσου του. Ο λαιμός του είχε στεγνώσει και το στομάχι του βογκούσε. Ήθελε ένα καλό γεύμα και ένα ακόμα καλύτερο μπάνιο.
Ρώτησε «Λία, ξέρεις πού θα μπορούσαμε να βρούμε την μαμά σου;»
«Μερικές φορές, πάει στο ράντζο μας».
«Ωραία. Πού είναι αυτό; Είναι κάποιο από αυτά που φαίνονται από την πίσω πόρτα του σπιτιού;»
«Ναι».
Ο Κάρτερ έκλεισε την κεντρική πόρτα και την ακολούθησε. Η Λία δεν κοίταξε καν προς τα άδεια δωμάτια, παρά συνέχισε προς την πίσω είσοδο/έξοδο. Βγήκε εκείνος πρώτος, για να σιγουρευτεί ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, και μετά την άφησε να προπορευτεί.
Πέρασαν από άλλα ράντζα, στα οποία δεν είδαν ανθρώπους. Ούτε ζώα. Ούτε ένα ζώο. Υπήρχε φύση στους περιφραγμένους χώρους, όπως μικροί θάμνοι, αλλά ο Κάρτερ δεν είδε μήτε άλογα, μήτε γελάδια. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά και από άλλα ζωντανά δεν είχε δει από τη στιγμή που εισήλθαν στην πόλη. Όπως σκυλιά και γάτες, ας πούμε. Τίποτα απ’ αυτά. Κάτι που ήταν πολύ περίεργο. Τα σκυλιά και οι γάτες, ειδικά, ζουν για να είναι κοντά σε ανθρώπους. Και, σε πολλές περιπτώσεις, το αυτό ισχύει και ανάποδα.
Έφτασαν σε ένα ράντζο, που βρισκόταν πιο μακριά από τα άλλα. Είχε ένα σκεπασμένο στάβλο και ένα μαντρί. Από ξύλα, αμφότερα. Με τριγωνική σκεπή και ένα παράθυρο λίγο κάτω από την οροφή. Πέρασαν το φράχτη. Οι άλλες πόρτες ήταν κλειστές με μια τάβλα να ενώνει την κάθε πόρτα με το υπόλοιπο κτίσμα. Όπως και στα προηγούμενα, έτσι και εδώ δεν υπήρχε ψυχή από ζώα. Το νερό στις γούρνες είχε γεμίσει ζωύφια και πεσμένα φύλλα. Η μυρωδιά της κοπριάς ήταν περιορισμένη. Γεγονός που συνηγορούσε στη γενικότερη αίσθηση που είχε δημιουργηθεί στο μυαλό του Κάρτερ. Τα ζώα είχαν καιρό να βγουν από το στάβλο και το μαντρί. Αν είναι εδώ ακόμα. Γιατί ούτε τα άκουγε να βελάζουν ή να τσακώνονται μεταξύ τους ή κάτι τέτοιο. Το οποίο ήταν παράλογο. Αν είχαν καιρό να ξεμυτίσουν, θα είχαν τρελαθεί και δεν θα κάθονταν ήσυχα.
Η όλη κατάσταση μόλις είχε γίνει πιο περίεργη απ’ ό,τι ήταν μέχρι λίγο πριν.
Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να μπουν στο μαντρί και στο στάβλο. Δεν είχε καλό προαίσθημα για ό,τι θα έβρισκαν. Ή, βασικά, για ό,τι υπέθετε πως δεν θα έβρισκαν.
«Λία. Μπορείς να περιμένεις εδώ, σε παρακαλώ; Θέλω να δω εγώ πρώτος, εντάξει;»
Η Λία έριξε το κεφάλι και ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν έπρεπε να έρθουμε» επανέλαβε.
Ναι, αρχίζω να το πιστεύω κι εγώ. «Περίμενε. Μια ματιά θα ρίξω».
Ο Κάρτερ έπιασε την τάβλα που «κλείδωνε» το στάβλο και την άφησε στο ξηρό έδαφος. Έπιασε το χερούλι της συρόμενης πόρτας. Έπιασε και το εξάσφαιρο που είχε στο δεξί γοφό. Για παν ενδεχόμενο. Τράβηξε την πόρτα και εκείνη άνοιξε με πάταγο.
Υπήρχε σκοτάδι εκεί και από το σκοτάδι αναδύθηκε ο αόρατος, αιωρούμενος αγγελιαφόρος του θανάτου. Ένα μείγμα αέρα από κοπριές, χαλασμένη τροφή και πτώματα. Άκουσε βουητά από μύγες. Κάπου στο βάθος ένας κροταλίας ανήγγειλε πως είναι ο καταραμένος βασιλιάς αυτού του στάβλου.
«Λία, μείνε εκεί που είσαι» είπε ο πιστολέρο.
Η Λία συμφώνησε.
Ο Κάρτερ κάλυψε τη μύτη του. Βρήκε ένα φανάρι κρεμασμένο στον τοίχο κοντά στην πόρτα. Είδε τον πάγκο πιο πέρα και πήγε όσο του επέτρεπε το φως της ημέρας που έμπαινε από την ανοιχτή είσοδο. Ψαχούλεψε και ανακάλυψε σπίρτα. Άναψε ένα και μετά, με αυτό, άναψε το φανάρι. Έβγαλε το εξάσφαιρο και προχώρησε πιο βαθιά.
Ό,τι περίμενε ήταν εκεί. Νεκρά άλογα με μαύρη ή λευκή ή καφετιά χαίτη. Πεσμένα στο έδαφος, ανάμεσα σε ακαθαρσίες. Το δέρμα τους ήταν χλομό και εύθραυστο, σαν ζύμη που μπορείς να την πλάσεις όπως θέλεις. Οι μύγες ήταν εκεί και καλοπερνούσαν. Ο κροταλίας, επίσης, αν και κρυμμένος πίσω από το κουφάρι ενός άσπρου αλόγου. Κουνούσε την ουρά του και έβγαζε εκείνο τον ανατριχιαστικό ήχο, ένα κρου-κρου-κρου, που θύμιζε κάπως τη φωνή κορακιού. Λάσα κρεμασμένα σε γάντζους είχαν μετατραπεί σε παγίδες, αφού οι αράχνες έστησαν τους ιστούς τους ανάμεσά τους. Η ζέστη ενίσχυε τη μπόχα και ζάλιζε τον Κάρτερ, που ένιωθε να πνίγεται και να θέλει να κλάψει.
Είναι πολύ κλειστό, θυμήθηκε τα λόγια της Λία όταν είχαν συναπαντηθεί με το τραμ στο Jackson. Το είχε πει ορμώμενη από τα όσα είχε ακούσει για το Σπίτι των Sioux, όμως ο Κάρτερ θεωρούσε πως ταίριαζε σίγουρα σε τούτο το μέρος. Το οποίο οι θετοί γονείς του, τους οποίους ποτέ δεν κατάφερε να αγαπήσει, μπορεί και να είχαν λατρέψει έτσι όπως κατάντησε. Ένα μέρος που είχε βιώσει την Αποκάλυψή του. Έστω, ένα μέρος της Αποκάλυψης.
Ο Κάρτερ έκανε μεταβολή και περπάτησε με γρήγορο βήμα προς την έξοδο. Αφού έσβησε το φανάρι, βγήκε έξω, σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα. Έβηξε και έγειρε μπροστά, σαν να επρόκειτο να κάνει εμετό. Αν η Λία στεκόταν μισό μέτρο μακριά του, θα την κάλυπτε με τον όγκο του σώματός του. Σκέφτηκε ότι, αν τον έβλεπαν σε αυτή την κατάσταση οι εκπαιδευτές του, θα ήταν πολύ απογοητευμένοι μαζί του. Ολόκληρος μαντράχαλος να κάνει σαν παιδάκι που το έπιασε πονόκοιλος;
«Τι έγινε;» ρώτησε η Λία. «Πώς είναι τα άλογα; Μήπως είδες την μαμά;»
«Όχι, δεν την είδα. Λυπάμαι». Σκούπισε με την ανάστροφη του δεξιού του χεριού το στόμα του. Κοίταξε την Λία. «Λυπάμαι πολύ, Λία».
Η μικρή στράφηκε προς το στάβλο.
«Όχι» της είπε ο Κάρτερ. Γύρισε απότομα, έκλεισε την πόρτα, έπιασε την τάβλα και την μαντάλωσε στη θέση της. «Δεν πρέπει να μπεις εκεί μέσα».
«Γιατί;»
«Απλά δεν πρέπει να μπεις. Εμπιστεύσου με. Σε παρακαλώ». Από το μυαλό του πέρασε η σκέψη πως αυτός ο στάβλος έπρεπε να καεί. Να ολοκληρωθεί η Αποκάλυψη. Δεν υπήρχε τίποτα το καλό εκεί μέσα πια.
«Δεν έπρεπε να έρθουμε».
«Ναι, μάλλον έχεις δίκιο».
«Θα πάμε και στο μαντρί;»
Ο Κάρτερ έβγαλε το καπέλο του μάζεψε τον ιδρώτα του με το μαντήλι του. Ήθελε να πιει κάτι παγωμένο. Νερό –δυστυχώς, αυτό που κουβαλούσαν στα παγούρια τους είχε τελειώσει. Λεμονάδα. Ή μια μπίρα. Μεγάλο ποτήρι, όμως. Και βαθύ σαν πηγάδι. Να πίνει και μετά να το γεμίζει ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Μέχρι να του πει ο μπάρμαν ότι δεν έχει μείνει άλλο.
Αλλά αυτό αποκλειόταν. Πέραν του ότι έπρεπε να επιτελέσει το έργο που του ανατέθηκε, ο Κάρτερ είχε πολύ λίγα δολάρια και έπρεπε να κάνει το κουμάντο του σε όλες του τις δουλειές με αυτά. Εκτός αν τον κερνούσαν. Ή αν του χάριζαν κάνα φράγκο. Τότε θα μπορούσε να χαμογελάσει στον μπάρμαν και να του πει να κάνει τη δουλειά που πληρωνόταν να κάνει.
«Θα πάμε» απάντησε στην Λία. «Αλλά πάλι θα μπω εγώ πρώτος. Αν είναι όλα εντάξει» που δεν θα είναι, συμπλήρωσε στη σκέψη του, «θα σου πω να έρθεις κι εσύ».
Περπάτησαν ως το άλλο κτίσμα, που ήταν ίδια κατασκευή, ελαφρώς μικρότερη σε ύψος από το στάβλο. Ούτε τριάντα μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο.
Πάμε ξανά, είπε μέσα του ο Κάρτερ και έζησε μια παρόμοια εμπειρία με πριν. Σκοτάδι. Αποφορά. Νεκρά ζώα. Μύγες. Αράχνες. Αίματα. Μόνο που δεν υπήρχε κροταλίας. Αλλά, αντίθετα με το στάβλο, εδώ υπήρχε κίτρινο, ξινισμένο γάλα σε τσίγκινους κουβάδες. Επίσης, ούτε σε τούτο το κτίσμα βρήκε την κυρία Ο’ Κόνορ ή κάποιον άλλο άνθρωπο.
Ο Κάρτερ δεν είπε στην Λία να μπει ή να μην μπει στο μαντρί. Απλά βγήκε και το σφράγισε. Με το βλέμμα του, περιηγήθηκε στα άλλα ράντζα. Και στους ανθρώπους που στέκονταν τόπους-τόπους και παρατηρούσαν τον ίδιο και την Λία. Ποιοι ήταν; Στ’ αλήθεια, όμως; Ήξεραν τι είχε γίνει στην περιουσία των Ο’ Κόνορ; Ήξεραν πού βρισκόταν η μητέρα του κοριτσιού;
Δεν είναι καλοί. Ήθελαν να κάνουν κακό στον θείο Σον. Έτσι είχε πει η Λία.
Τι κάνουμε τώρα; αναρωτήθηκε ο Κάρτερ.
Η Λία δεν μίλησε. Τα κοκκινωπά μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπό της, ενώ το φόρεμά της είχε λερωθεί από την άμμο. Είχε να αλλάξει φορεσιά εδώ και πέντε μέρες. Ο Κάρτερ άκουσε πως το στομάχι της διαμαρτυρήθηκε. Όπως και το δικό του. Πεινούσαν και οι δύο. Και διψούσαν. Κάτι που θα τους έκανε ευάλωτους σε ένα πιθανό ταξίδι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Το θέμα ήταν πως δεν είχαν νερό ή τροφή. Απ’ όσο είχε προσέξει, ούτε στο σπιτικό των Ο’ Κόνορ είχε μείνει κάτι. Άρα, έπρεπε να βασιστούν σε άλλους για αυτά. Σε ανθρώπους της Silent Desert. Συγκεκριμένα, όπως το έβλεπε ο Κάρτερ, θα έπρεπε να πάνε στο σαλούν. Όπου, κανονικά, δεν θα έπαιρνε την Λία μαζί του, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει μοναχή της, ακόμα και αν την κλείδωνε στο σπίτι της. Αν η ίδια της η μάνα δεν τα είχε καταφέρει, τότε πιθανώς ούτε η μικρή θα τα πήγαινε καλύτερα σε περίπτωση που προέκυπταν μπελάδες.
Ο Κάρτερ είπε «Λία, πριν κάνουμε οτιδήποτε άλλο, πρέπει να φάμε και να πιούμε κάτι».
«Πού;»
«Στο σαλούν. Δε βρίσκω άλλη λύση».
«Δεν είναι σωστό. Η μαμά και ο θείος Σον έλεγαν πως δεν πρέπει να πάω στο σαλούν. Ούτε στο Σπίτι των Sioux. Αυτά τα δύο πρέπει να τα αποφεύγω».
«Θα είμαι εγώ μαζί σου. Μην ανησυχείς».
«Όχι, δεν πρέπει». Η Λία τον κοιτούσε με μάτια έτοιμα να δακρύσουν.
Ο Κάρτερ χαμογέλασε. Την πλησίασε, έσκυψε μέχρι που έφτασε στο ύψος της και της είπε «Θυμάσαι τότε που μείναμε σε εκείνους τους ανθρώπους με τα άλογα και έλειψα για λίγο το βράδυ;»
Η Λία ένευσε.
«Ήμουν ακριβώς απέξω και… μίλησα με κάποιους. Ήθελαν να κλέψουν, αλλά τους έπεισα να μην το κάνουν. Έχω τον τρόπο μου σε τέτοιες καταστάσεις. Πίστεψέ με, δεν έχεις να φοβάσαι κάτι».
Η Λία το σκέφτηκε. «Δεν τους έπεισες να μην πιάσουν τον θείο Σον» είπε.
«Όχι. Αλλά ο θείος σου έμπλεξε με τις Αρχές. Τον συνέλαβαν για βιαιοπραγία. Είμαι υποχρεωμένος να υπακούω τον Νόμο, Λία». Ακόμα και αν τον εφαρμόζει ένας δικαστής σαν τον Τέρνερ;
«Θέλω να φύγω».
«Δεν θα καταφέρουμε να πάμε πολύ μακριά, έτσι αδύναμοι που είμαστε. Χρειαζόμαστε φαγητό και νερό». Ο Κάρτερ δάγκωσε το κάτω χείλι του. «Μήπως ξέρεις κάποιον ή κάποια που να μπορούμε να πάμε για αυτά; Εννοώ, εφόσον δεν θέλεις να πάμε στο σαλούν;»
«Όχι! Όλοι είναι κακοί! Πάμε να φύγουμε!»
Ο Κάρτερ σιώπησε. Δεν είχε ξανακούσει την μικρή να φωνάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Είχε θυμωμένο ύφος τώρα. Οι γροθιές της σφιγμένες. Θα μπορούσε να χτυπήσει τον πιστολέρο, τέτοια αίσθηση έδινε.
Μετά, όμως, μαζεύτηκε και έτριψε την κοιλιά της. Πεινούσε. Τα χέρια της γυάλιζαν από τον ιδρώτα, όπως και το πρόσωπό της. Έριξε το βλέμμα της στο έδαφος και δεν μίλησε.
«Έλα, Λία» είπε ο Κάρτερ. «Ας επιστρέψουμε στα άλογα, τι λες;»
Εκείνη ένευσε και έφυγαν.