, ,

Στην πόλη της Λία Ο’ Κόνορ – 3

Προηγούμενο

Ο Ταξιδιώτης και η Μικρή ήταν στη θέση τους και τους περίμεναν. Μόνο που πλέον είχαν τραβήξει εντελώς την προσοχή των ντόπιων, μιας και ο πιστολέρο είδε μερικούς άντρες και δυο γυναίκες και τρία πανομοιότυπα ξανθά αγοράκια να στέκονται κοντά στα άλογα και να τα περιεργάζονται, σαν να κοιτούσαν τον μπόγο ενός γυρολόγου που ήθελε να τους πουλήσει την πραμάτεια του.

«Γεια σας» είπε ο Κάρτερ και χαμογέλασε. Αλλά χωρίς να χαίρεται ή να αισθάνεται άνετα. Ήταν μια τυπική κίνηση, ενστικτώδης. Όπως το ότι έπιασε το αριστερό μπράτσο της Λία, δίχως να το σφίξει πολύ. Ίσα-ίσα, για να της δώσει το νόημα που ήθελε.

Εκείνη έμεινε ένα βήμα πίσω του, με τη σκιά του πιστολέρο να της προσφέρει μερική δροσιά. Κοιτούσε τους άλλους, σκεπτόμενη τα λόγια της μητέρας της και του θείου Σον.

Οι κάτοικοι δεν μίλησαν.

Δεν είναι καλοί. Ήθελαν να κάνουν κακό στον θείο Σον.

Τι κάνουμε τώρα;

«Ονομάζομαι Μαξ Κάρτερ» είπε ο Κάρτερ. «Είμαι πιστολέρο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Λούκυ Λουκ».

«Δεν υπάρχει ο Λούκυ Λουκ» είπε ένας μεσήλικας, με ένρινη φωνή. «Είναι ένας μύθος».

«Η υπηρεσία μου, όμως, υπάρχει». Ο Κάρτερ έδειξε το σήμα του. «Βλέπετε; Υποθέτω ότι θα έχετε δει τις αφίσες. Κυκλοφορούν σε κάθε πόλη. Πιθανώς, μία θα είναι κρεμασμένη και στο τοπικό γραφείο του σερίφη».

«Υπάρχει γραφείο του σερίφη. Δεν υπάρχουν αφίσες. Δεν υπάρχει σερίφης. Δεν υπάρχει ο Λούκυ Λουκ».

«Αμ…» έκανε ο Κάρτερ. «Εντάξει». Κοίταξε τον άντρα. Ήταν παχουλός, με κοιλιά που θα μπορούσε να είναι ένα τσουβάλι γεμάτο με άχυρα. Τα γένια του, όπως και τα μαλλιά του, ήταν λίγα και άσπρα, ενώ μια μεγάλη ελιά είχε φουσκώσει στο αριστερό του μάγουλο. «Είστε καλά, κύριε;»

«Δεν υπάρχει ο Λούκυ Λουκ. Δεν έχεις δουλειά εδώ» είπε εκείνος.

Οι άλλοι δεν μίλησαν.

«Με όλο το σεβασμό, κύριε, οφείλω να σας ενημερώσω πως σε κάθε Πολιτεία έχω δουλειά». Ο Κάρτερ, όπως κάθε μοναχικός πιστολέρο που είχε ορκιστεί να υπηρετεί τους πολίτες της χώρας του, είχε δικαιοδοσία να πηγαίνει παντού στις ΗΠΑ. Έτσι είχε βρεθεί και στο Jackson, στα πλαίσια της περιοδείας του από κάθε πολιτεία. Ήταν καθήκον του να πηγαίνει παντού στις ΗΠΑ και να αναλαμβάνει δύσκολες, συχνά επικίνδυνες αποστολές που του ανέθεταν είτε οι ίδιοι οι πολίτες, είτε κάποια Αρχή του τόπου, είτε ακόμα και η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Μπορούσε να κάνει τα πάντα, από το να φυλάξει ένα χωράφι για δύο μέρες, μέχρι να συνοδεύσει ένα κονβόι με τρόφιμα ή ακόμα και να κυνηγήσει αιμοσταγείς δραπέτες. Δεν είχε χρήματα, ενώ, αν του προσέφεραν διψήφιο αριθμό δολαρίων, μπορούσε να κρατήσει ένα ελάχιστο μονοψήφιο ποσό, και το υπόλοιπο ήταν υποχρεωμένος να το δώσει είτε σε ανθρώπους που τα χρειάζονταν, είτε να τα ταχυδρομήσει στην Ακαδημία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας του, προς ενίσχυσή της. Όχι ότι τα χρειαζόντουσαν εκεί πέρα ή στην Ακαδημία. Αν σκεφτόταν κανείς ότι τη βασική επιχορήγηση την είχε αναλάβει η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, από την εποχή του ιδρυτή της Υπηρεσίας, του ίδιου του Αβραάμ Λίνκολν, τότε θα μπορούσε να πει ότι είχε ήδη καλό προϋπολογισμό. Επίσης, σε κάθε πόλη, μικρή ή μεγάλη, υπήρχε ή ένα γραφείο ή έστω μια αφίσα για αυτήν, για τις υπηρεσίες που παρείχε και πως χρειαζόταν προσωπικό -με άλλα λόγια, όπως το σκεφτόταν ο Κάρτερ, όσοι πιστοί προσέλθετε.

«Εδώ όχι. Φύγε. Άσε την μικρή Ο’ Κόνορ και φύγε».

Η Λία κρύφτηκε πίσω από τον Κάρτερ. «Πάμε» του ψιθύρισε, σαν να συνωμοτούσαν.

Ο Κάρτερ είπε «Φοβάμαι πως αυτό δεν γίνεται, κύριε. Πρέπει πρώτα να βρούμε την μητέρα της». Χαμογέλασε κι άλλο. «Μήπως ξέρετε πού μπορούμε να τη βρούμε;»

Ο άντρας δεν μίλησε.

Ο πιστολέρο απευθύνθηκε στους άλλους. «Κάποιος; Κάποια; Τι, κανείς σας δεν ξέρει πού βρίσκεται η κυρία Ο’ Κόνορ;»

Δεν του απάντησαν.

Αλλά αλληλοκοιτάχτηκαν.

Δεν είναι καλοί, θυμήθηκε τα λόγια της Λία. Η αίσθηση της απειλής επανέφερε στο μυαλό του το Jackson. Εκεί ήταν που για πρώτη φορά του είχαν γεννηθεί η ιδέα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε στον Νότο, καθώς μετά την ενημέρωση του προς το τοπικό γραφείο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας ότι θα έμενε για περίπου μία εβδομάδα, του ανατέθηκε η υπόθεση της Λία Ο’ Κόνορ. Εκείνος, που μόλις είχε αρχίσει να ησυχάζει από ένα ταξίδι τριών εβδομάδων, έφυγε σφαίρα για το δικαστικό μέγαρο της Pascagoula Street, με τον Ταξιδιώτη να περπατάει στους δρόμους του Jackson και οι περαστικοί να δυσανασχετούν, θεωρώντας τον Κάρτερ κάποιον χωριάτη της κακιάς ώρας, που δεν είχε τρόπους και ήθελε να γυροβολάει στα μέρη τους με το ψωράλογο του, αντί να πάρει μια από τις άμαξες ή το τραμ. Γενικά, όπου πήγαινε αυτές τις μέρες στον Νότο υπήρχε μια εχθρική διάθεση απέναντί του. Εχθρική ή απαξιωτική. Σαν να ήταν κουνούπι. Ή κάτι πιο ενοχλητικό. Είχε παρατηρήσει θυμωμένες ματιές που πρώτα καρφώνονταν στο σήμα του και έπειτα τον ακολουθούσαν με επιμονή. Γυναίκες κάλυπταν το στόμα τους, καθώς περνούσε από δίπλα τους. Παράθυρα σφραγίζονταν, λες και ερχόταν καμιά φοβερή καταιγίδα.

Ήταν περίεργο. Υπήρχε καχυποψία προς το πρόσωπό του. Ή μήπως προς ό,τι αντιπροσωπεύω; είχε διερωτηθεί. Δεν ήξερε και όσες φορές πήγε να πιάσει κουβέντα με περαστικούς, τον απόπαιρναν ή απλά απομακρύνονταν από αυτόν. Ένας δύο άλλαξαν κατεύθυνση, για να μην τον συναντήσουν.

Τότε είχε νιώσει σαν να βίωνε μέρες του Εμφυλίου, χωρίς να τις έχει ζήσει όταν ήταν η εποχή τους. Στο γραφείο της Υπηρεσίας, του είπαν να έχει το νου του. Μόνο αυτό. Και να αναφέρει αν κάτι πήγαινε στραβά. Πραγματικά στραβά. Ήτοι να είχε το νου του μήπως μαγειρευόταν κάποια επανάσταση. Κάτι μεγάλο, εθνικών προδιαγραφών.

Η αίσθηση δεν άλλαξε στο δικαστικό μέγαρο της Pascagoula Street, όπου στους διαδρόμους που πέρασε, ο Κάρτερ αντιλήφθηκε ανθρώπους να σταματάνε τις συνομιλίες τους ή να μπαίνουν σε αίθουσες. Ή να αλλάζουν κουβέντα. Ένας κοστουμάτος -μάλλον δικηγόρος- που κάπνιζε έδειξε με το τσιγάρο του τον Κάρτερ και ο συνομιλητής του -που φορούσε πολύ πιο φτηνό κουστούμι- γύρισε, αλλά δεν είπε κάτι.

Ο Κάρτερ παραμέρισε προσωρινά αυτές τις σκέψεις και μίλησε ξανά προς τους άλλους. «Μήπως ξέρετε κάποιον ή κάποια που να γνωρίζει πού είναι τώρα η κυρία Ο’ Κόνορ;»

Μια γυναίκα έκανε ένα βήμα μπροστά. Είχε σοβαρό ύφος, μαλλιά στο χρώμα του χρυσαφιού και μπράτσα που θα μπορούσαν να σπάσουν τα κόκαλα ενός κριαριού. «Ξέρει ο Ρόρι Κάβανα» είπε.

«Εντάξει. Ποιος είναι αυτός; Και πού μπορώ να τον βρω;»

«Όχι! Όχι αυτός!» ψιθύρισε η Λία.

Ο Κάρτερ τής χάιδεψε τα μαλλιά. Ήθελε να την καθησυχάσει.

Η γυναίκα είπε «Στο σαλούν. Είναι δικό του. Είναι πάντα εκεί. Εκτός απ’ όταν δεν είναι».

«Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, λοιπόν. Τέλεια» σχολίασε ο Κάρτερ, που ακόμα σκεφτόταν και το φαγητό.

«Δεν ξέρω τι θα πει αυτό» είπε η γυναίκα.

«Αλήθεια; Μήπως ξέρετε το ‘Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια’;»

Η γυναίκα ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Αλλά δεν μίλησε.

«Τέλος πάντων. Θα πάμε με την Λία να βρούμε τον κύριο Κάβανα». Ο Κάρτερ έριξε μια ματιά προς τον άντρα που του είχε μιλήσει. Και μετά, ξανά προς τη γυναίκα. Και έπειτα, προς τους άλλους.

Σιγήν ιχθύος. Σαν να ήταν αόρατος. Σαν να μην είχε μιλήσει. Δεν αντέδρασαν ούτε στο ότι δεν θα τους άφηνε την Λία.

«Καλή σας ημέρα» είπε ο Κάρτερ και τους χαιρέτισε. Πριν, όμως, απομακρυνθούν, ρώτησε «Μήπως θα μπορούσε κάποιος ή κάποια να μου πει προς τα πού είναι το γραφείο του σερίφη;»

Του είπε η ίδια γυναίκα. Και συμπλήρωσε «Αλλά αυτός δεν είναι εκεί. Δεν υπάρχει σερίφης».

«Ναι, το κατάλαβα την πρώτη φορά. Σας ευχαριστώ, κυρία μου. Κύριοι. Παιδιά». Έπιασε τα γκέμια του Ταξιδιώτη και η Λία τα γκέμια της Μικρής. Πέρασαν ανάμεσα από το μικρό πλήθος και περπάτησαν την μικρή απόσταση ως το κτίσμα στον άλλο παράλληλο δρόμο, προς τα ανατολικά. Ήταν λίγο μεγαλύτερο από το μέσο σπίτι της Silent Desert, όμως πιο μικρό από το Σπίτι των Sioux. Η τζαμαρία απέξω ήταν λερωμένη με σκόνη, ενώ η ταμπέλα ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΣΕΡΙΦΗ είχε μισοσβηστεί. Στον τοίχο, απέξω, υπήρχαν ακόμα κολλημένες αφίσες με ανακοινώσεις και ζωγραφιές και ονόματα καταζητούμενων –αλλά τίποτα για την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Λούκυ Λουκ. Ο Κάρτερ, για το τυπικό της υπόθεσης, δοκίμασε την ξύλινη πόρτα και, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή υποχώρησε με θόρυβο. Είδε μερικά έπιπλα, χαρτιά, γραφική ύλη. Πολλή σκόνη που γυάλιζε από το φως του ήλιου. Έναν καλόγερο για παλτά και καπέλα. Μια ντουλάπα με την αλυσίδα να κρέμεται σα φίδι και ανοιγμένη κλειδαριά. Μια άλλη πόρτα με την επιγραφή ΚΕΛΙΑ. Προχώρησε και ερεύνησε. Κανένας. Μόνο αράχνες και ποντίκια και νεκρά ζωύφια. Και μια αψιά μυρωδιά σαπίλας και κλεισούρας. Δε βρήκε ούτε τα όπλα. Ούτε κάποιο έγγραφο. Τα συρτάρια είχαν μόνο σκόνη.

Το μέρος ήταν άδειο. Εγκαταλελειμμένο.

Βγήκε και είπε στην Λία ότι θα πήγαιναν στο σαλούν.

«Βρήκες κάτι;» τον ρώτησε.

«Δυστυχώς, όχι» απάντησε εκείνος.

Έξω από το σαλούν, άφησαν τα άλογα. Ο Κάρτερ κοίταξε τις μικρές καφετιές πόρτες, που άνοιγαν και προς τα μέσα και προς τα έξω. Έμοιαζαν με μισά παντζούρια. Δεν ακουμπούσαν στο έδαφος, ούτε έφταναν στο κούφωμα. Τα παράθυρα ήταν κλειστά, με τις ανοιχτόχρωμες κουρτίνες να καλύπτουν το εσωτερικό. Έξω, σε καρέκλες, κάθονταν έξι τύποι, διαφόρων ηλικιών, αλλά όχι μικρότεροι από τα σαράντα ή τριάντα πέντε. Κάπνιζαν, έπιναν και είχαν χαλαρωμένο το γιακά του πουκάμισου που φορούσαν, ενώ ο ιδρώτας κατέβαινε ποτάμι στο κεφάλι τους, κάτω από το bowler τους. Επίσης, κοιτούσαν τον Κάρτερ και την Λία, με συνοφρυωμένο ύφος.

Ο πιστολέρο είπε «Λία, μείνε κοντά μου, εντάξει;»

«Πρέπει να φύγουμε» του απάντησε.

«Μετά από ‘δω. Σ’ το υπόσχομαι».

Εκείνη δυσανασχέτησε. Αλλά τον ακολούθησε.

Πριν μπουν, ένας από τους άντρες τούς σταμάτησε. «Ποιος είσαι του λόγου σου, λεβέντη;»

Ο Κάρτερ συστήθηκε.

«Δεν υπάρχει ο Λούκυ Λουκ» είπε ένας άλλος.

«Η υπηρεσία μου, όμως, υπάρχει».

«Πρώτη φορά την ακούω».

«Κρίμα. Αλλά ούτε εγώ ξέρω τα πάντα. Οπότε…»

Οι άντρες δεν μίλησαν.

«Είναι μέσα ο κύριος Κάβανα;» ρώτησε ο Κάρτερ.

«Πάντα είναι μέσα. Είναι δικό του το σαλούν».

«Πάντα ήταν των Κάβανα, το σαλούν» έσπευσε να πει ένας τρίτος. «Αυτοί ξέρουνε από καλά ουίσκι. Πόσο πάγο να βάλουν. Πόσο ακριβώς είναι το σωστό διπλό ουίσκι».

«Κι όχι μόνο. Οι Κάβανα είχαν ανέκαθεν τις πιο όμορφες κυράδες. Τις πιο όμορφες και τις πιο ψηλομύτες –αλλά αυτό είναι εντάξει, δικαιολογείται. Γι’ αυτό, όπως μας έλεγαν και οι παππούδες μας, από πολύ παλιά -κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα από πότε υπάρχουν- οι Κάβανα κάνουν έξι με δέκα κουτσούβελα. Βέβαια, ο Ρόρι έκανε μόνο δύο τσούπρες, αλλά… καταλαβαίνετε τι εννοώ. Δεν είναι και αργά, όμως. Μπορεί να κάνει κι άλλα παιδιά. Έτσι κι αλλιώς, η κυρία Κάβανα αξίζει να της…»

«Εντάξει. Σας ευχαριστώ για τη βοήθεια».

Ο Κάρτερ και η Λία μπήκαν στο σαλούν, προτού συνεχίσουν οι άλλοι να απαριθμούν τα προτερήματα των Κάβανα. Στάθηκαν στην είσοδο/έξοδο, όπως έκανε ο πιστολέρο σε παρόμοιες περιπτώσεις, ένεκα που ο περισσότερος κόσμος που σύχναζε σε μέρη σαν κι αυτό δεν επρόκειτο να τα έχει καλά με κάποιον που είχε καρφιτσώσει ένα σήμα στο γιλέκο του. Κάτι που οδηγούσε σε διαξιφισμούς. Βρισιές. Ρίψεις αντικειμένων. Πυροβολισμούς. Μπουνιές. Και τα συναφή. Όχι κάθε φορά, αλλά η εμπειρία του έλεγε στον Κάρτερ πως θα έπρεπε να περιμένει μπελάδες όταν ήταν να περάσει την πόρτα ενός σαλούν. Γι’ αυτό και είχε την αριστερή πλευρά του κορμιού του προς το εσωτερικό και τη δεξιά προς τα έξω. Έχοντας κατά νου να αρπάξει πρώτα την Λία και να την καλύψει με το σώμα του, και μετά να υψώσει το εξάσφαιρο. Για να ρίξει δυο τρεις σφαίρες. Και να φύγουν, με την μικρή να αποτελεί παράλληλα έναν όσο το δυνατόν πιο δύσκολο στόχο. Απλά ήθελε να προφτάσει το κακό. Να δράσει έγκαιρα. Αν χρειαζόταν.

Αν υπήρχε μια λέξη που θα μπορούσε να περιγράψει το μέρος που λειτουργούσαν οι περιβόητοι Κάβανα, αυτή θα ήταν η κατήφεια. Ένας σκοτεινός τόπος, με κεριά σε κηροπήγια στα τραπέζια, σαν μοναδικό φωτισμό. Υπήρχε ένα πιάνο στην αριστερή πλευρά, κοντά στα δύο παράθυρα. Αλλά ήταν μοναχό του, παρατημένο. Ελάχιστοι πελάτες, που δεν πολυμιλούσαν, παρά κάπνιζαν και χαρτόπαιζαν ήσυχα-ήσυχα. Λες και ήταν παιδιά και τα είχαν βάλει τιμωρία, ένα πράμα. Δύο μαυροντυμένες γυναίκες, όχι πάνω από είκοσι χρονών, είχαν αναλάβει το ρόλο του σερβιρίσματος. Περιφέρονταν με το ένα χέρι στη μέση και το δίσκο ψηλά, γεμάτο ποτήρια. Ούτε αυτές έλεγαν πολλές κουβέντες, ενώ στο πρόσωπό τους υπήρχε κούραση, βαρεμάρα ή και τα δύο. Ένας τύπος ήταν πίσω από τον πάγκο. Φορούσε άσπρη ποδιά, ενώ η φαλάκρα του είχε απλωθεί στο κεφάλι του σα μαρμελάδα, την οποία απλώνεις σε μια φέτα ψωμί. Καθάριζε ποτήρια και έριχνε αυστηρές ματιές στους πελάτες. Ο Κάβανα, μάλλον. Είναι πάντα εκεί. Εκτός απ’ όταν δεν είναι. Μια σκάλα στην πέρα άκρη, δεξιά από τον πάγκο. Εκ πείρας, ο Κάρτερ υπέθετε πως θα οδηγούσε σε δωμάτια. Όχι πολύ καθαρά. Στα οποία θα κερδίζονταν μερικά έξτρα χρήματα. Με διάφορους τρόπους. Από εκείνους που συμπεριλάμβαναν ένα κρεβάτι στην τιμή που έπρεπε να πληρωθεί.

Επόμενο

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading