Ο Κάρτερ ρίχτηκε στο πλάι και πυροβόλησε. Η κάννη άστραψε. Τα μουγκρητά δυνάμωσαν. Όπλισε ξανά, ενώ πετούσε στην άκρη το κηροπήγιο και έπιανε και το δεύτερο εξάσφαιρό του. Πεσμένος στα γόνατα, σήκωσε τα χέρια. Προς όπου θεωρούσε ότι στεκόταν ο ίδιος πριν λίγο. Εκεί που υπέθετε ότι θα ήταν τώρα το τέρας. Ήθελε να πιστεύει ότι το μάτι του Fachan δεν ήταν δυνατό σαν της γάτας. Ότι δεν θα έβλεπε στο σκοτάδι. Γιατί, αν το μπορούσε, το πράγμα θα τέλειωνε σύντομα και ο Κάρτερ θα ήταν παρελθόν. Δε βάσιζε κάπου αλλού την ελπίδα του, πέραν από το πόσο ήθελε να ζήσει άλλη μια μέρα ή έστω μέχρι να ελευθερώσει την Βικτώρια Ο’ Κόνορ. Έτσι κι αλλιώς, δεν γνώριζε τίποτα για τον Fachan και την τύπισσα με το πράσινο φόρεμα.
Τα μουγκρητά συνεχίστηκαν, αλλά σε διαφορετικό τέμπο. Ήταν πιο ήπια. Και λιγότερο απειλητικά. Θύμιζαν κλάμα μωρού. Άρα τι, είχε όντως τραυματίσει τον Fachan;
Ο Κάρτερ περίμενε. Με τον κόκορα του κάθε όπλου έτοιμο να κινηθεί προς τα εμπρός και δύο σφαίρες να εκτοξευτούν στο άγνωστο. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του πού περίπου στεκόταν, πού μπορεί να ήταν ο Fachan και η τύπισσα και κατά πού έπεφτε το δωμάτιο απ’ όπου είχε ακούσει τη φωνή της Βικτώρια Ο’ Κόνορ. Όταν ρώτησε τη δαιμόνισσα αν ήταν η Ο’ Κόνορ και η πραγματική μητέρα της Λία είχε μιλήσει, ο Κάρτερ θυμόταν πως τα λόγια της ήρθαν από την ίδια πλευρά που είχε υψωμένο το εξάσφαιρο και όχι το κηροπήγιο. Δηλαδή, από τα αριστερά. Οπότε είχε την αίσθηση πως έπρεπε να κινηθεί πλάγια προς τα εκεί. Ίσως πέντε με επτά μέτρα. Μικρή απόσταση.
Αλλά με ποιο κόστος; Να προδώσει τη θέση του; Ίσως ακόμα και της κυρίας Ο’ Κόνορ; Μήπως, όμως, η δαιμόνισσα και ο Fachan ήξεραν πού είναι η Βικτώρια και απλά του έστηναν παγίδα; Μπορεί. Αλλά μπορεί και όχι. Όπως και να ’χε, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το τέρας. Συν ότι θα έδινε την ευκαιρία στον Fachan να τους αποκλείσει σε ένα στενό σκοτεινό δωμάτιο. Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια, που είχε πει και στην γυναίκα που του είπε για τον Ρόρι Κάβανα.
«Γαμώτο». Σκούπισε το πρόσωπό του με το μανίκι του αριστερού του χεριού, βγάζοντας από πάνω του ιδρώτα και σάλια.
Ο Fachan κλαψούρισε ξανά.
«FACHAN!» φώναξε η δαιμόνισσα. «FACHAN! FACHAN!»
Και τότε το ον επιτέθηκε στον Κάρτερ.
Εκείνος πυροβόλησε. Και με τα δύο εξάσφαιρα. Τρεις σφαίρες από το καθένα. Σύνολο μείον επτά σφαίρες, συνυπολογίζοντας και τη μία που είχε ρίξει αρχικά.
Τα ΓΚΝΤΟΝΓΚ δεν σταμάτησαν αυτή τη φορά.
Έκανε να βάλλει και τις υπόλοιπες σφαίρες, όμως κάτι τυλίχτηκε γύρω του σαν δαγκάνα τεράστιου σκορπιού. Τον σήκωσε στον αέρα και τον πέταξε κάπου. Ο Κάρτερ ένιωσε να πέφτει σε κάποιο έπιπλο ή κάτι τέτοιο, το οποίο υποχώρησε από το βάρος και την ορμή του κορμιού του. Την επόμενη στιγμή, κουτρουβάλησε δυο φορές, μέχρι που χτύπησε πάνω σε τοίχο.
Βόγκηξε.
«Που να σε πάρει, μπάσταρδε» έβρισε και γονάτισε, για να σηκωθεί.
«Σου είπα να φύγεις» είπε μια άλλη φωνή.
Ο Κάρτερ κοίταξε γύρω του. «Εσείς είστε, κυρία Ο’ Κόνορ;» ψιθύρισε.
«Ναι» του απάντησε στον ίδιο τόνο.
Με τους ανθρώπους αργεί. Σαν να θέλει να το ευχαριστηθεί όσο το δυνατόν πιο πολύ. «Είμαι εδώ για εσάς. Έχω φέρει την κόρη σας, τη Βίκυ».
«Πώς; Δεν έχω κόρη που να τη λένε Βίκυ. Λία την λένε την κόρη μου».
«Ωχ, ναι. Συγγνώμη. Τέλος πάντων».
«Μισό λεπτό, τι είπες; Την έφερες εδώ; Τρελάθηκες; Εγώ την έδιωξα. Για το καλό της. Μαζί με τον θείο της, τον…»
«Τον Σαμ».
«Ποιον Σαμ; Σον τον λένε».
«Εντάξει, εσείς είστε. Συγνώμη, αλλά έπρεπε να σιγουρευτώ». Ο Κάρτερ σηκώθηκε και ήρθε κοντά στην γυναίκα. «Με λένε Μαξ Κάρτερ. Είμαι πιστολέρο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Λούκυ Λουκ, κυρία Ο’ Κόνορ».
«Λούκυ Λουκ;»
«Ναι, ξέρω. Είναι ένας μύθος και τα λοιπά, και τα λοιπά… Ας μη σταθούμε σ’ αυτό. Πρέπει να σας πω ότι ένας δικαστής του Mississippi διέταξε να φέρω στην Silent Desert την κόρη σας».
«Γιατί να διατάξει κάτι τέτοιο;»
«Είναι μεγάλη ιστορία. Εν ολίγοις, ο αδερφός σας έμπλεξε σε καβγά και συνελήφθη για βιαιοπραγία. Ο δικαστής έκρινε ότι η Λία έπρεπε να γυρίσει σε εσάς. Είστε δεμένη, κυρία Ο’ Κόνορ;»
«Όχι».
Ο Κάρτερ παραξενεύτηκε. «Δεν είστε; Και γιατί μένετε εδώ; Προσπαθήσατε να φύγετε;»
«BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN!» ακούστηκε η δαιμόνισσα από το διπλανό δωμάτιο. Και μετά, ο Fachan απάντησε με τα μουγκρητά του.
«Δεν μπορώ να φύγω» είπε η Βικτώρια.
Ο Κάρτερ δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο κοντά της ήταν, οπότε όταν τον άγγιξε στο μάγουλο το αεράκι από τα λόγια της, ανατρίχιασε. «Γιατί; Λόγω των δαιμόνων;»
«Η Banshee, ο Fachan και ο Raw Head με έχουν εγκλωβίσει εδώ».
«Η Banshee είναι η δαιμόνισσα με το πράσινο φόρεμα;»
«Ναι».
«Τη γνώρισα. Δεν έχει και μεγάλο ρεπερτόριο. Όπως και ο Fachan. Ποιος είναι, όμως, ο Raw Head;»
«Δαίμονας των ινδιάνων. Οι άλλοι είναι δαίμονες που φοβούνταν οι αρχαίοι κέλτες».
«Τι; Τι σόι μπαστάρδεμα είναι αυτό;»
Η Βικτώρια δεν του απάντησε.
Γιατί ο Fachan και η Banshee ήρθαν στην πόρτα του δωματίου. Αποκλείοντας τη μοναδική είσοδο/έξοδο του. Η Banshee κρατούσε το κηροπήγιο που είχε πετάξει ο Κάρτερ. Τα κεριά έκαιγαν. Αναδείκνυαν τα τέρατα και τη φοβερή τους μορφή. Από το πρόσωπο της Banshee έτρεχε αίμα και από το στόμα του Fachan έτρεχαν σάλια και αίμα. Ειδικά, από το μάτι, που είχε κοκκινίσει. Ο πιστολέρο τον είχε τραυματίσει. Όχι θανάσιμα, αλλά του είχε κάνει λίγη ζημιά.
«Τώρα τι;» ρώτησε ο Κάρτερ. Γύρισε και κοίταξε την Βικτώρια. Στο λιγοστό φως, έμοιαζε σαν να μην είχε ζήσει ποτέ της στη Δυτική Αμερική. Όπως συνέβαινε και με τον Κάρτερ, έτσι και εκείνη δεν είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από την έκθεσή της στον ήλιο και το χρώμα του δέρματός της παρέμενε λευκό. Πάντως, ήταν όμορφη, με έναν παράξενο, μακάβριο τρόπο.
«Mitákuye Oyás’iŋ» είπε εκείνη και στράφηκε προς τον πιστολέρο. «Όλα σχετίζονται, κύριε Κάρτερ. Φύση και ψυχή. Θεοί και δαίμονες. Άνθρωποι και ζώα. Οράματα και αλήθειες. Ζωή και θάνατος».
Προς μεγάλη του έκπληξη, άκουσε μια βροντή να συγκλονίζει το Σπίτι. Το τελευταίο που περίμενε ήταν να βρέξει. Όμως, σκεπτόμενος του πού ήταν και τι έβλεπε, αποφάσισε πως η βροχή ήταν το λιγότερο περίεργο πράγμα που συναντούσε στην Silent Desert.
«BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN!» είπε η Banshee και ο Fachan τής απάντησε.
«Wačhékiya, κύριε Κάρτερ».
«Τι;»
«Ζήτα βοήθεια».
«Από ποιον;»
«BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN!»
«Από όποιον και όπου πιστεύεις, κύριε Κάρτερ. Εγώ αυτό κάνω. Ζητάω βοήθεια από τον Τζον. Τον άντρα μου».
«Μα είναι νεκρός».
«Όλα σχετίζονται, κύριε Κάρτερ. Όλα και όλοι».
«BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN! BANSHEE! FACHAN!»
Ο Κάρτερ προσπάθησε να σκεφτεί αν υπήρχε κάτι στο οποίο να πίστευε. Κάτι ή κάποιος. Δεν υπήρχε. Δηλαδή, όχι ακριβώς. Ήξερε πως σίγουρα ήθελε να υπάρχει. Αλλά ενέπιπτε στις συνθήκες που έλεγε η Βικτώρια; Δεν ήταν βέβαιος. Και…
Τότε από τα αριστερά του πετάχτηκε κάτι, που έπεσε πάνω του. Βρέθηκαν στο δάπεδο, ο Κάρτερ ανάσκελα να έχει χάσει το καπέλο του και να προσπαθεί να κρατήσει μακριά από το σώμα του έναν καραφλό τύπο με κουρέλια, πληγές στο ισχνό σώμα του και μακριά νύχια σαν του αετού. Ο δαίμονας προσπαθούσε να δαγκώσει τον Κάρτερ με τα δόντια του. Ήταν δυνατός, αν και δεν του φαινόταν.
«Ο Raw Head» είπε η Βικτώρια. «Νόμιζα ότι δεν ήταν πια σε αυτό το δωμάτιο».
«Βοήθησέ με» της φώναξε ο Κάρτερ.
Εκείνη δίστασε, αλλά τελικά έπιασε τον Raw Head από τη μέση και προσπάθησε να τον τραβήξει από τον πιστολέρο. Το μόνο που μπόρεσε ήταν να κόψει κομμάτια από το τσαλακωμένο πουκάμισο και το γιλέκο του δαίμονα, μαζί με λίγη σάπια σάρκα. Κατά τα άλλα, ο Raw Head δεν το κούνησε ρούπι. Αντίθετα, έφερε πιο κοντά το πρόσωπό του στον Κάρτερ. Λίγο ακόμα και θα ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τα δόντια του. Ήδη τα σάλια του και η βρομερή ανάσα του πονούσαν τον πιστολέρο, ενώ τα νύχια του τέρατος έγδαραν τα χέρια του Κάρτερ.
«Να σε πάρει!» έβρισε ο τελευταίος. Έφερε τα γόνατά του με τέτοιον τρόπο που να εμποδίζει τον Raw Head από το να πλησιάσει κι άλλο. Η Βικτώρια έσπευσε ξανά, πιάνοντας το δεξί χέρι του. Κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του Raw Head, ο οποίος την τίναξε στον τοίχο με μια απότομη κίνηση.
Η Βικτώρια πόνεσε.
Ο Raw Head στράφηκε πάλι προς τον Κάρτερ.
Μόνο και μόνο για να βρεθεί να αντικρίζει την κάννη του εξάσφαιρου.
Ο Κάρτερ πυροβόλησε το δαίμονα. Το Σπίτι συγκλονίστηκε από τον εκκωφαντικό θόρυβο, ενώ η φάτσα του πιστολέρο λούστηκε από κάποιο μαύρο, πηχτό πράγμα. Βλέποντας ό,τι απέμεινε από το κρανίο του Raw Head, ο Κάρτερ υπέθεσε πως ήταν το αίμα του.
Πέταξε από πάνω του το δαίμονα, που κύλησε προς τη ντουλάπα από την οποία είχε πεταχτεί. Βρήκε το καπέλο του, το φόρεσε. Κοίταξε τους άλλους. Παράλληλα, γέμισε τα όπλα του. Χωρίς να τα βλέπει. Δε χρειαζόταν. Άλλωστε, είχε κάνει αυτή την κίνηση εκατοντάδες φορές στο παρελθόν.
Ο Fachan και η Banshee δεν μετακινήθηκαν.
«Κυρία Ο’ Κόνορ;» είπε ο Κάρτερ. Αν και δεν το περίμενε, δεν ένιωθε να έχει χάσει την υπομονή του. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Επίσης, ο φόβος του είχε μετριαστεί αρκετά, για να μη νιώθει το δέος που τον είχε κατακλύσει νωρίτερα, στη θέα του Fachan.
«Ναι;»
«Τραυματιστήκατε;»
«Όχι. Είμαι καλά. Ευχαριστώ».
«Ωραία. Κλείστε τ’ αυτιά σας, σας παρακαλώ».
Η Βικτώρια το έκανε και ο Κάρτερ σήκωσε τα πιστόλια. Ξεκίνησε από χαμηλά και έφτασε μέχρι επάνω. Έριξε απανωτές όλες τις σφαίρες που είχε. Δώδεκα μπαμ. Όλα εύστοχα. Οι δαίμονες παραπάτησαν. Γιατί τουλάχιστον τρεις ριπές τούς πέτυχαν στα πόδια.
Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, ο Κάρτερ έκανε νόημα στην Βικτώρια και όρμησε προς τους δαίμονες, λέγοντας «Κυρία Ο’ Κόνορ, ακολουθήστε με».
Πρώτος ο Fachan και μετά η Banshee είδαν τη μια μπότα του πιστολέρο να τους δίνει ένα χτύπημα στο κέντρο του σώματός τους. Έπεσαν προς τα πίσω. Αφήνοντας λίγο ελεύθερο χώρο.
Ο Κάρτερ άδραξε την Βικτώρια από το μπράτσο και την έφερε μπροστά και πλάγια αριστερά. «Τρέξτε!» της είπε. Γύρισε μόνο μια φορά, όταν αντιλήφθηκε τη ζέστη να θεριεύει μέσα στο Σπίτι. Είδε με ικανοποίηση το κηροπήγιο να έχει πέσει στο δάπεδο και να το καίει. Κίτρινες φλόγες απλώνονταν στο σαπισμένο ξύλο και το κατέτρωγαν.
Ο πιστολέρο ακολούθησε την κυρία Ο’ Κόνορ. Εκείνη σκόνταψε, όταν έπεσε από πάνω τους μια καιόμενη τάβλα. Ο Κάρτερ τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της και συνέχισαν το τρεχαλητό. Δευτερόλεπτα πριν βγουν, προσγειώθηκε πάνω στον Κάρτερ ο Raw Head, που για δεύτερη φορά τον έριξε στο πάτωμα.
Η Βικτώρια σταμάτησε, αλλά ο πιστολέρο ούρλιαξε «ΤΡΕΞΤΕ! ΒΓΕΙΤΕ ΕΞΩ!»
Ο Raw Head, με ένα πρόσωπο εντελώς κατεστραμμένο, κατάφερε να ξεσκίσει το πουκάμισο και τα χέρια του Κάρτερ, τα οποία εκείνος έβαλε σαν ασπίδα για να μην υποστεί γδαρσίματα στο πρόσωπο. Ο Κάρτερ ένιωσε τις πληγές να τρέχουν άφθονο αίμα. Φώναξε από τους πόνους, ενώ τα εξάσφαιρα έπεσαν από τα χέρια του.
Ο δαίμονας έβγαζε μουγκρητά σαν του Fachan, τα οποία, όμως, υποσκάπτονταν από την καταστροφή του Σπιτιού των Sioux, το οποίο έπεφτε. Ο Raw Head σήκωσε και τα δύο χέρια με τα τεράστια νύχια του. Έτοιμος για ένα συντριπτικό χτύπημα.
Αλλά εκείνη τη στιγμή άλλη μια τάβλα έπεσε με γδούπο. Πέτυχε το δαίμονα στο πίσω μέρος του κρανίου του.
Ο Κάρτερ, που ένιωθε να πνίγεται από τους καπνούς, άδραξε την ευκαιρία. Έπιασε τον Raw Head με το ένα χέρι και του έριξε μια μπουνιά με το άλλο. Μετά, τον πέταξε στην άκρη. Σηκώθηκε και είδε τον Fachan και τη Banshee να στέκονται λίγα μέτρα παραπέρα. Και να τον κοιτάνε.
Έπιασε τα όπλα του και έτρεξε στην έξοδο.
Έπεσε στην άμμο και έβηξε. Πήρε βαθιές ανάσες. Χρειάστηκε λίγες στιγμές, για να συνειδητοποιήσει δύο πράγματα. Πρώτον, περισσότερο άγγιζε παρά έβλεπε το έδαφος. Γιατί είχε σκοτεινιάσει. Και δεύτερον, το έδαφος ήταν υγραμένο. Είχε βρέξει.
Πριν προλάβει να τα συλλογιστεί καλύτερα όλα αυτά, ο Κάρτερ άκουσε καραμπίνες να οπλίζονται.
«Άφησε τα όπλα σου στο έδαφος, κύριε Κάρτερ» είπε με τη γνώριμη φωνή του ο Ρόρι Κάβανα. «Άφησέ τα και σήκω, να αντιμετωπίσεις τη μοίρα σου σαν άντρας».