Κατέβασε το εξάσφαιρο. Δεν έριξε με το δεύτερο. Τι νόημα θα είχε, άλλωστε; Δεν θα έκανε καμιά διαφορά μια ακόμα ομοβροντία.
Είδε τον Ankοu να σηκώνει τα χέρια του και να τα φέρνει στο ύψος των ώμων, σαν να τον σταύρωναν. Ο δαίμονας φώναξε κάτι ακαταλαβίστικες λέξεις. Η γη άρχισε να τρέμει. Οι γυναίκες πίσω από τον Κάρτερ μαζεύτηκαν σε ένα κουβάρι.
Ο Κάβανα γέλασε. «Είσαι χαμένος! Ο Ankοu, εκτός από τις ψυχές των νεκρών, παίρνει μαζί του, στον θάνατο, όσους ζωντανούς τον βλέπουν».
«Τον είδες κι εσύ, Κάβανα» απάντησε ο Κάρτερ.
«Εγώ είμαι δούλος του. Δεν θα με…»
Ο Ankοu έπιασε το κεφάλι του Κάβανα, αναγκάζοντάς τον να σιωπήσει για πάντα. Τα μάτια του άντρα νέκρωσαν και κάτι σαν αερικό, μια οπτασία του Κάβανα, έφυγε από το σώμα του και χάθηκε μέσα στα μάτια του κουρελιασμένου προσώπου του Ankοu. Αυτός άφησε τον άψυχο Κάβανα και κινήθηκε προς τον Κάρτερ, που ετοιμάστηκε να παλέψει. Αλλά, με τα όπλα του άχρηστα απέναντι στο δαίμονα, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι. Δοκίμασε να τον χτυπήσει με τις γροθιές του, όμως ο Ankοu δεν ένιωσε τίποτα και τον γράπωσε από το λαιμό. Ο Κάρτερ αισθάνθηκε το σφίξιμο, τον αέρα που δεν έβρισκε δίοδο και τα πνευμόνια του που αγωνιούσαν και την καρδιά που χτυπούσε δυνατά, βλέποντας παράλληλα το σκοτάδι στις κόγχες του άλλου, και έπιασε τα χέρια του Καταραμένου Ιερέα, προσπαθώντας να απελευθερωθεί.
Τότε ο πιστολέρο είδε να υψώνονται από το νεκροταφείο κι άλλα παρόμοια αερικά και να έρχονται προς το δαίμονα. Διέκρινε ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά τους. Ήταν άνθρωποι διαφόρων ηλικιών, άντρες και γυναίκες, άλλοι που πέθαναν από φυσικά αίτια και άλλοι που ήρθαν αντιμέτωποι με τη μοίρα τους πιο νωρίς, απ’ όσο θα ήθελαν. Τους είδε να μαζεύονται σαν πιστοί που πάνε στην λειτουργία της ενορίας τους. Αλλά στο πρόσωπο του καθενός και της καθεμιάς ο Κάρτερ είδε φόβο. Έτρεμαν για το τι μπορεί να τους περίμενε στην άλλη πλευρά. Σε αυτή που κρυβόταν κάτω από τον Ankοu.
Έφταναν σε απόσταση αναπνοής από τον Κάρτερ και εισέρχονταν στις πύλες του δαίμονα. Έριχναν μια τελευταία ματιά στον πιστολέρο, λέγοντάς του έμμεσα πως θα τους ακολουθούσε κι αυτός, και χάνονταν.
Τα χέρια του Κάρτερ έπεσαν.
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, είδε να πλησιάζουν οι οπτασίες τεσσάρων αντρών που φορούσαν στολή. Ήταν ο μάρσαλ, ο σερίφης και οι βοηθοί του. Ο μάρσαλ χάθηκε πρώτος και οι άλλοι ακολουθούσαν.
Και θυμήθηκε τι του είχε πει η Βικτώρια.
Mitákuye Oyás’iŋ.
Όλα σχετίζονται.
Wačhékiya.
Ζήτα βοήθεια.
Και η εσωτερική φωνή μέσα του είπε Είναι ο μοναδικός τρόπος. Ο τελευταίος που απέμεινε.
Και ο Κάρτερ, κινούμενος και πάλι πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα ήλπιζαν ποτέ οι εκπαιδευτές του, έπιασε το αστέρι που είχε στη δεξιά τσέπη του γιλέκου του. «ΣΕΡΙΦΗ!» φώναξε και πέταξε προς αυτόν το αστέρι και ο Τζον Ο’ Κόνορ το έπιασε και έγινε ξανά ο σερίφης της Silent Desert. Από οπτασία, απέκτησε την ανθρώπινη υπόστασή του. Έπαψε να πετάει προς τον Ankοu και υλοποιήθηκε δίπλα του. Ήταν ένας ψηλός άντρας με κοντά μαύρα μαλλιά και μυώδες σώμα. «Σε ευχαριστώ, πιστολέρο» είπε με την ιρλανδική προφορά του.
Είδε τους άλλους, τους συναδέλφους του, να έρχονται και τους σταμάτησε. Άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τον αέρινο ώμο του καθενός, λέγοντας «Είστε οι βοηθοί μου. Ως σερίφης της πόλης, σας χρήζω ανθρώπους. Ελάτε να επαναφέρουμε τον Νόμο για μια τελευταία φορά».
Ο Ο’ Κόνορ πήρε το αστέρι και το έτεινε προς τους βοηθούς του με την παλάμη. Εκείνοι το ακούμπησαν και επανήλθαν στον πραγματικό κόσμο.
Όλοι μαζί πλησίασαν τον Ankοu.
«Έι, σκιάχτρο» φώναξε ο Ο’ Κόνορ.
Ο Ankοu άφησε τον Κάρτερ, ο οποίος έπεσε στο έδαφος, βήχοντας και παλεύοντας να πάρει ανάσα.
«Συλλαμβάνεσαι» συνέχισε ο σερίφης.
Ο δαίμονας σήκωσε τα χέρια του. Αλλά όχι για να παραδοθεί. Έδειξε τους τρεις αστυνομικούς, οι οποίοι άρχισαν να τρέμουν και να μην μπορούν να αρθρώσουν λαλιά. Τα χέρια και τα πόδια τους δεν τους υπάκουαν. Η εικόνα τους ξεθώριαζε. Ξαναγίνονταν οπτασίες.
Όχι! Πιστολέρο, πρέπει να κάνεις κάτι, είπε η άγνωστη φωνή.
Ναι, αλλά τι;
Όλα σχετίζονται.
Φύση και ψυχή.
Θεοί και δαίμονες.
Άνθρωποι και ζώα.
Οράματα και αλήθειες.
Ζωή και θάνατος.
Ο Κάρτερ έπιασε τα όπλα του. Σημάδεψε με το ήδη γεμάτο, ενώ γέμιζε και το δεύτερο. Πυροβόλησε τον Ankοu.
Ο οποίος και πάλι δεν πέθανε. Γύρισε για να αντιμετωπίσει τον Κάρτερ.
Αυτό που ήθελε ο πιστολέρο, δηλαδή. Γιατί πέταξε το άλλο εξάσφαιρο και ο σερίφης Τζον Ο’ Κόνορ το έπιασε στον αέρα. «Ευχαριστώ και πάλι» είπε και σημάδεψε και αυτός τον Ankοu.
Ο δαίμονας πλέον υφίσταντο επίθεση από δύο πλευρές. Από την ύπαρξη και την ανυπαρξία. Από έναν ζωντανό και από κάποιον επανήλθε για λίγο, αλλά που είχε πεθάνει.
Τα εξάσφαιρα άδειασαν σύντομα, όμως τη δουλειά τους την έκαναν. Ο Ankοu γονάτισε και οι ψυχές που είχε απορροφήσει άρχισαν να βγαίνουν από μέσα του. Όχι μόνο οι νεκροί της Silent Desert, αλλά και άλλοι, από έτερες περιοχές της Γης που τον είχαν επικαλεστεί. Ο Κάρτερ είδε με θαυμασμό οπτασίες ενδεδυμένες με ακριβά μεταξωτά ρούχα ή με πανοπλίες ή με χιτώνες και σανδάλια. Κοιτούσαν τον ίδιο και τους αστυνομικούς και έφευγαν για το μακρινό ταξίδι τους προς τα μέρη όπου κατάγονταν ή και όπου πέθαναν μια φορά κι έναν καιρό. Ο ουρανός γέμισε με ιπτάμενους, θολούς ανθρώπους, τους οποίους καθοδηγούσε πλέον το άστρο του λευκού βουβαλιού. H Wóȟpe.
Το άλογο του Ankοu χλιμίντρισε και ο Κάρτερ το είδε να τρέχει, σέρνοντας το κάρο του, και να αρπάζει με το στόμα του τον χιτώνα του και να τον πετάει πίσω στο κάθισμα. Και, έπειτα, έτρεξε προς την σκοτεινή έρημο και χάθηκε.
Η νύχτα έγινε πάλι το απόγευμα που ποτέ δεν είδε η Silent Desert. Ο ουρανός, γαλανός. Κάπου στη δύση ο ήλιος συνέχιζε το ταξίδι του.
Μετά από λίγο, η Βικτώρια και η Λία Ο’ Κόνορ σηκώθηκαν και πλησίασαν τον Τζον, με το κοριτσάκι να μένει ένα βήμα πιο πίσω από την μητέρα του, αβέβαιο για το πώς να αντιδράσει. Κοίταξε την Βικτώρια που έτρεμε, καθώς αγκάλιαζε και φιλούσε στο στόμα τον άντρα με τη στολή. Εκείνος της χαμογέλασε και την κράτησε κοντά του. Είχαν και οι δυο τα μάτια τους κλειστά, σαν να ονειρεύονταν.
«Μου λείπεις, Τζον» του είπε η Βικτώρια. Απομάκρυνε λίγο το πρόσωπό της και τον ατένισε. Χάιδεψε τα μαλλιά του κάτω από το καπέλο του και έκλαψε. «Θεέ μου, δεν πιστεύω πως είσαι εδώ. Δεν θέλω να φύγεις. Σε παρακαλώ, μη φύγεις».
Ο Τζον πήρε τα χέρια της Βικτώρια και τα φίλησε. Σκούπισε τα δάκρυα της γυναίκας του, σφίγγοντας τα δικά του χείλη, συγκρατώντας τα δικά του δάκρυα.
Τότε η ματιά του στράφηκε προς την Λία. «Ποια έχουμε εδώ;» ρώτησε.
Η Βικτώρια γύρισε κι αυτή. «Θεέ μου, τι χαζή που είμαι». Άπλωσε το χέρι της, ενώ παραμέριζε ελαφρώς, για να δει το κορίτσι τον Τζον.
Η Λία στεκόταν ακίνητη, σχεδόν χωρίς να βλεφαρίζει ή να αναπνέει.
«Λία, καλή μου» είπε η Βικτώρια. «Αυτός είναι ο Τζον. Ο μπαμπάς σου».
«Ο μπαμπάς μου;»
«Ναι».
«Γεια σου, Λία» είπε ο Τζον και έκανε δύο βήματα προς εκείνη. «Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που είμαι εδώ και σε βλέπω. Και που…» Κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να τρέμει και ο ίδιος.
«Λία».
Η Λία γύρισε.
Ο Κάρτερ την έπιασε απαλά από τους ώμους, γονάτισε δίπλα της και της είπε «Νομίζω πως πρέπει να αγκαλιάσεις τον πατέρα σου. Και νομίζω πως το θέλεις κι εσύ, έτσι δεν είναι; Γιατί είναι καλός, θυμάσαι;» Η φωνή και του ίδιου του πιστολέρο έμοιαζε έτοιμη να ραγίσει.
Η Λία ένευσε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και στράφηκε ξανά προς τον Τζον.
Για μια στιγμή, δεν έγινε κάτι.
Έπειτα, όρμησε στην αγκαλιά του, φωνάζοντας «Μπαμπά μου!»
«Σ’ αγαπώ, Λία μου» της είπε ο Τζον. «Λυπάμαι που δεν ήμουν κοντά σου. Που δεν ήμουν μαζί με εσένα και την μαμά και τον θείο Σον. Λυπάμαι».
«Μπαμπά, μη φύγεις. Σε παρακαλώ, μη φύγεις, μη φύγεις ποτέ».
«Κοριτσάκι μου».
Η Βικτώρια κοίταξε προς τον Κάρτερ. Για πρώτη φορά, τον έβλεπε κάτω από ειρηνικές συνθήκες, με φως, χωρίς δαίμονες να τους απειλούν. Ήταν καταπονημένος, αλλά η συγκίνησή του για τη στιγμή τον έκανε να χαμογελάει. «Ευχαριστώ» του είπε. «Ευχαριστώ».
«Δική μου η ευχαρίστηση, κυρία Ο’ Κόνορ».
«Λία» άκουσε τον Τζον να λέει. «Θέλω να ευχαριστήσεις και εσύ τον κύριο Κάρτερ. Χάρη σε αυτόν είμαι εδώ».
«Ναι, μπαμπά». Η Λία έσπευσε στον πιστολέρο και ο Κάρτερ δεν τα κατάφερε. Λύγισε. Δάκρυσε. Δεν μπόρεσε να αρθρώσει μιλιά. Και, όφειλε να το παραδεχτεί στον εαυτό του, δεν ήθελε να αφήσει την Λία να φύγει από κοντά του. Δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά να τον αγκαλιάζουν έτσι, με τόση αγάπη.
«Σε ευχαριστώ που μου έφερες τον μπαμπά μου» είπε η Λία.
Ο Κάρτερ δεν απάντησε.
Όταν μπόρεσε να ανοίξει τα μάτια του, είδε τον Τζον και τη Βικτώρια να συνομιλούν και κατάλαβε ότι η πιο δύσκολη στιγμή ερχόταν. Άφησε την Λία και της είπε «Πήγαινε στους γονείς σου, Λία».
«Εντάξει».
Ούτε η Βικτώρια, ούτε η Λία, μπόρεσαν να αποτρέψουν το αναπόφευκτο. Ο Τζον έπρεπε να φύγει. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο. Του ζήτησαν να μείνει κοντά τους, όμως τους είπε ότι δεν μπορούσε. Αλλά τους είπε ότι θα είναι μαζί τους. Όπου κι αν ήταν εκείνες, θα ήταν και αυτός. Επίσης, τις παρότρυνε να φύγουν από την πόλη. Δεν υπήρχε τίποτα εδώ, που να τις κρατάει. Ας πήγαιναν καλύτερα προς το Βορρά. Προς τη Νέα Υόρκη, ίσως. Γιατί τους επόμενους μήνες, μπορεί και τα επόμενα χρόνια, τα πράγματα θα ήταν ζόρικα στον αμερικανικό νότο.
Πριν φύγει, ο Τζον χαιρέτισε τον Κάρτερ και τον ευχαρίστησε για τρίτη φορά, που του έδωσε αυτή την ευκαιρία. «Ήθελα να σωθεί η πόλη μου από αυτό το Σπίτι και τους δαίμονές του. Κι εσύ, Μαξ Κάρτερ, με βοήθησες».
«Έκανα το καθήκον μου».
«Το ξέρω. Ξέρω, ακόμα, ότι δεν το έκανες μόνο επειδή σου είπαν να το κάνεις. Αυτή η αποστολή δεν ήταν σαν τις άλλες. Όχι για σένα. Έτσι δεν είναι, πιστολέρο;»
«Όχι. Δεν ήταν σαν τις άλλες αποστολές».
Ο Τζον χτύπησε φιλικά τον Κάρτερ στον ώμο. «Έχεις μακρύ δρόμο ακόμα στον αγώνα σου. Σε περιμένουν δύσκολες στιγμές. Γεμάτες με τέρατα. Ανθρώπινα και μη. Αλλά θα συναντήσεις και ευχάριστες εκπλήξεις».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Μην ανησυχείς, όμως. Θα τα καταφέρεις». Ο Τζον ένευσε. «Θέλω επίσης να ευχαριστήσω και τον άλλο κύριο της παρέας».
«Ποιον;»
«Τον κύριο που φεύγει».
Ο Κάρτερ στράφηκε και είδε μια σκιά να στέκεται αντίκρυ στον ήλιο. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της, αλλά ήταν σίγουρος πως ήταν ένας μοναχικός καουμπόι που κάπνιζε, πάνω στο άλογό του. Χαιρέτισε τον πιστολέρο και τον Τζον και γύρισε προς τη δύση.
«Ευχαριστώ» είπε κι ο Κάρτερ. Δεν ένιωθε πλέον την παρουσία του θρυλικού καουμπόι να έχει καταλάβει το σώμα του, αλλά ήξερε ότι είχε κάτι από τη δύναμή του.
Μετά, γύρισε και άκουσε τον Τζον να τον ρωτάει αν θα ήθελε να τον συνοδεύσει. Ο Κάρτερ τον ακολούθησε μέχρι το νεκροταφείο, όπου τον αποχαιρέτισε.
Βρήκε αργότερα τον Ταξιδιώτη και τη Μικρή. Και τα δύο άλογα χάρηκαν που τον είδαν. Συζήτησε με τις Ο’ Κόνορ. Τους είπε ότι θα περίμενε λίγες μέρες, μέχρι να έρθει κάποιο απόσπασμα, για να φέρει την τάξη σε τούτο το μέρος. Έπειτα, θα πήγαινε προς το Jackson, αφού έστελνε πρώτα γράμματα στην υπηρεσία του, για να δράσουν άμεσα. Εκείνες του είπαν ότι θα ακολουθούσαν τη συμβουλή του Τζον, όμως πρώτα ήθελαν να βρουν τον Σον, που ήταν φυλακισμένος. Ο Κάρτερ τις διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε να ελευθερωθεί και να τις βρει.
Η Κέιτι, που άκουσε τη συζήτηση, ανέφερε ότι θα ήθελε να φύγει κι αυτή, μαζί με την αδερφή της, τη Τζούλια, και την μητέρα τους –τις οποίες γνώρισε ο Κάρτερ και όφειλε να παραδεχτεί πως, σαν άνθρωποι, δεν είχαν καμία σχέση με τον Κάβανα. Δεν είχαν καμιά δουλειά στην Silent Desert. Αλλά θα χρειάζονταν βοήθεια, γιατί δεν ήξεραν πού να πάνε, πώς και τα λοιπά. Θα πείραζε τις Ο’ Κόνορ να τις ακολουθήσουν;
Φυσικά και όχι.
Μετά από τρεις μέρες, λίγο πριν φύγουν, ο Κάρτερ έδωσε δύο χρήσιμα αντικείμενα στη Βικτώρια. Αρχικά, ένα γράμμα για να το παραδώσει στις Αρχές της κοντινότερης πόλης. Και, δεύτερον, το αστέρι του Τζον Ο’ Κόνορ. Της είπε ότι ήταν τυχερό και θα ήταν καλύτερα να το κρατούσε εκείνη. «Ούτως ή άλλως, όλα σχετίζονται και πρέπει να ζητάμε βοήθεια από ό,τι και όποιον πιστεύουμε» ολοκλήρωσε τη σκέψη του. Τον ευχαρίστησαν, ενώ η Λία άργησε να τον αφήσει από την αγκαλιά της. Του ζήτησε να ξαναβρεθούν, γιατί ήταν φίλοι και είχε σώσει την μαμά της, και ο Κάρτερ της το υποσχέθηκε. Προτού την αποχωριστεί, της είπε «Ξέρω γιατί ο θείος σου έλεγε να προσέχουμε τους ινδιάνους. Χωρίς αυτούς και τους μύθους που επικαλούνται, δεν θα καταφέρναμε το παραμικρό σε τούτη την υπόθεση». Ευχήθηκε καλό κατευόδιο στις γυναίκες. Καθώς τις έβλεπε να φεύγουν, ένιωσε κάτι να σκιρτάει στην καρδιά του. Θα του έλειπε η Λία.
Ο Κάβανα είχε αποκτήσει ξανά την ζωή του. Αλλά δεν είχε τα λογικά του –αν τα είχε ποτέ. Ό,τι του έλεγε κάποιος το έκανε. Ήταν άβουλος. Ο Κάρτερ τον λυπόταν. Όμως, θα τον παρέδιδε στις Αρχές. Στους στρατιώτες που θα κατέφταναν. Όπως θα παρέδιδε και τους άλλους, όσους είχαν απομείνει στην πόλη. Θα εξηγούσε βέβαια ότι είχαν παραπλανηθεί, αλλά πως σίγουρα θα χρειάζονταν επιτήρηση για πολύ καιρό.
Όσο περίμενε και περιπολούσε, έμενε στο σπίτι που ανήκε κάποτε στους Ο’ Κόνορ, ενώ πήγαινε και στο γραφείο του σερίφη, το οποίο και καθάρισε από τις βρομιές. Είχε επισκεφτεί και την κατοικία των Κάβανα, όπου βρήκε το Diabolus invocantem, έναν κιτρινισμένο πάπυρο γραμμένο στα λατινικά. Δεν το διάβασε, παρά το πέταξε σε ένα τσουβάλι και έκτοτε τον φυλούσε σαν τα μάτια του.
Οι λίγοι εναπομείναντες κάτοικοι απέφευγαν τον Κάρτερ, φοβούμενοι μήπως τους κάνει κακό, αλλά αυτό άλλαξε στην πορεία. Όταν τον είδαν να αντιμετωπίζει μια ομάδα ληστών που ήρθε για να κλέψει, κατάλαβαν ότι ο Κάρτερ δεν θα τους έβλαπτε, παρεκτός αν του επιτίθονταν. Σιγά-σιγά, τον «αγκάλιασαν», όπως και τον Ταξιδιώτη. Του παρέδωσαν τα όπλα που είχαν πάρει και έπιναν μαζί του και του προσέφεραν δωρεάν γεύματα, τα οποία ο πιστολέρο δεχόταν, γιατί στις τσέπες του είχε μόνο σφαίρες και καπνό –δεν ήξερε πώς, αλλά κάποια στιγμή στις μάχες που είχε δώσει πρόσφατα έχασε και τα τελευταία του δολάρια. Μια μέρα, ο Κάρτερ, που δεν άντεχε την έλλειψη μουσικής, πρότεινε να φτιάξουν το πιάνο στο σαλούν και έτσι βάλθηκαν πέντε νοματαίοι να βρουν τι είχε χαλάσει και πώς να το επιδιορθώσουν. Σύντομα, βρέθηκε και κάποιος να παίζει και να ψυχαγωγεί τους θαμώνες με μουσική κάντρι.
Έτσι, η παραμονή του Κάρτερ εκεί ήταν πιο ευχάριστη απ’ ό,τι περίμενε.
Όταν ήρθαν οι στρατιώτες και ενημερώθηκαν για τα καθέκαστα, ο λοχαγός τους του παρέδωσε ένα τηλεγράφημα, το οποίο ήταν να φτάσει πριν από μήνες, αλλά το καράβι είχε αργήσει να ρίξει άγκυρα στην Νέα Υόρκη, λόγω θαλασσοταραχών που συνάντησε κατά την πορεία του. Ο Κάρτερ το διάβασε με ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον, αφήνοντας το τσιγάρο να σιγοκαίει στα χείλη του, και, αφού το τέλειωσε, σκέφτηκε πως δεν είχε μπει ποτέ του σε πλοίο. Και πως δεν είχε φύγει ποτέ από την Αμερική.
Όμως, ο Παλιός Κόσμος τον καλούσε.
Δια χειρός κάποιου που διατεινόταν ότι ήταν ο αδερφός του και λεγόταν Φάμπιαν Άσπελ.
Δεν ήταν δυνατόν να μην πάει να τον βρει.
Αλλά πρώτα, έπρεπε να κάνει κάτι άλλο.
Του πήρε λιγότερο από μήνα για να φτάσει στο Jackson. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του, συνάντησε πολλά στρατιωτικά αποσπάσματα. Είχαν αναπτυχθεί στον Νότο, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν τη συνωμοσία και την επερχόμενη εξέγερση. Δεν ήξερε κανένας τους για το τι ακριβώς είχε γίνει στην Silent Desert, πέραν από το ότι κάποιοι κάτοικοι προσπάθησαν να οργανώσουν το δικό τους κομμάτι της ανατροπής της κυβέρνησης των ΗΠΑ, αλλά είχαν αποτύχει χάρις σε κάποιον πιστολέρο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Λούκυ Λουκ.
Όταν έφτασε, ο Κάρτερ κατευθύνθηκε προς το δικαστήριο, το οποίο, όπως και η υπόλοιπη πόλη, είχε γεμίσει με στρατιώτες. Βρήκε ένα δικαστή που δεν είχε συλληφθεί και του εξήγησε τι θέλει. Ο δικαστής υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα και χαιρέτισε τον Κάρτερ, ο οποίος επισκέφτηκε τη φυλακή του Jackson.
Πριν ελευθερώσει τον Σον Ο’ Κόνορ, στάθηκε έξω από το κελί του δικαστή Τέρνερ, ο οποίος δε χαμογελούσε πια, ούτε φορούσε το ακριβό του κουστούμι. Ή, μάλλον, το φορούσε, αλλά πλέον είχε καταντήσει κι αυτό σαν τα μούτρα του ιδιοκτήτη του. Βρόμικο και κουρελιασμένο. Ο Τέρνερ δυσανασχέτησε. «Ήρθες να με δεις και να χαρείς;»
«Ήρθα να σου πω ότι δεν έχεις ούτε ιερό, ούτε όσιο, καμιά ηθική, που αφενός φυλάκισες έναν αθώο, ο οποίος απλά υπερασπιζόταν τον εαυτό του και την ανιψιά του, και αφετέρου που έστειλες αυτό το κοριτσάκι για να θυσιαστεί».
«Ήταν απαραίτητο. Τόσους άλλους είχα στείλει. Και μάλιστα, με συνοδεία στρατιωτών. Δεν μου ήταν δύσκολο. Η εξουσία μου ήταν αρκετή για να τους πείσω. Η περίπτωση της μικρής ήταν απλή. Έπρεπε να είναι, παρότι η Ο’ Κόνορ είναι λευκή και θα γίνονταν κάποιες πιο εκτενείς έρευνες αργότερα. Αν γίνονταν. Και, εφόσον ξεκινούσαν, θα υποσκάπτονταν, βέβαια, από την εξέγερση. Έτσι νόμιζα. Δε φαντάστηκα ότι θα εμπλεκόσουν εσύ». Αλλά είπε «Εντέλει, όμως, δεν κατάφερες κάτι, πιστολέρο. Απλά ανέβαλλες το αναπόφευκτο».
«Μη σε απασχολεί αυτό, Τέρνερ. Έχεις σοβαρότερα προβλήματα. Πας για εκτέλεση. Δεν ξέρω σε ποιον θεό πιστεύεις, αλλά ζήτα του να λυπηθεί την ψυχή σου».
Ο δικαστής κατέβασε το κεφάλι και έτριψε το πρόσωπό του. Όταν στράφηκε ξανά προς τον Κάρτερ, υπήρχε ελπίδα στα μάτια του. «Πέτυχε ο Κάβανα; Υπήρξαν όντως… δαίμονες στην Silent Desert;»
«Υπήρξαν. Αλλά όχι πια. Ξέρεις γιατί;»
«Γιατί τους σταμάτησες εσύ, να υποθέσω;»
«Όχι, εγώ απλά ήμουν ένας μεσάζοντας. Αυτοί που πραγματικά βοήθησαν στο να εξαφανιστούν οι δαίμονες του Κάβανα ήταν οι θεοί των Sioux. Το καταλαβαίνεις, Τέρνερ; Βλέπεις πόσο λάθος έχεις κάνει κι εσύ και τόσοι άλλοι σαν και του ελόγου σου;»
Ο Τέρνερ είπε «Αφού έγινε μια φορά, θα ξαναγίνει. Πιο σωστά. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό, Κάρτερ. Οι δαίμονες θα επιστρέψουν. Μπορεί να μη ζω εγώ, αλλά εσύ θα είσαι εδώ. Μάλλον. Αν δεν σε έχουν φάει σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, οι αληθινοί πατριώτες. Και ίσως δεις το μεγαλείο ενός άλλου κόσμου, μιας άλλης Αμερικής. Όπου οι άρχοντες είναι θεοί και οι δούλοι ταπεινοί θεληματίες». Χαμογέλασε, σαν άλλος Κάβανα. «Οι δαίμονες θα επιστρέψουν και θα τους χρησιμοποιήσουμε αναλόγως».
«Το ίδιο και τα πνεύματα των ινδιάνων, Τέρνερ. Θα έρθουν και αυτά. Πάντα ήταν και θα είναι εδώ, στην Αμερική. Και πάντα θα είναι κάποιος για να τα βοηθήσει να κάνουν το καθήκον τους. Τώρα πλέον ξέρουμε πώς μπορούμε να τα καλέσουμε. Να το θυμάσαι στην άλλη ζωή, Τέρνερ». Γύρισε να απομακρυνθεί, αλλά σταμάτησε και είπε «Δώσε τους χαιρετισμούς του σερίφη Τζον Ο’ Κόνορ, των βοηθών του και τους δικούς μου στον Ankοu, τον Καταραμένο Ιερέα, την Banshee, τον Fachan και τον Raw Head».
Έφυγε, ακούγοντας τον δικαστή να ουρλιάζει «ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ ΤΙΠΟΤΑ, ΚΑΡΤΕΡ! ΤΙΠΟΤΑ!»
Μετά από λίγα λεπτά, ο πιστολέρο και ο Σον Ο’ Κόνορ έβγαιναν από το μέγαρο της Pascagoula Street. Ανέβηκαν ο καθένας στη σέλα του αλόγου του -ο Κάρτερ είχε αγοράσει ένα ακόμα, στο μεταξύ- και άρχισαν να ιππεύουν προς την έξοδο της πόλης.
Επόμενος προορισμός τους, η Νέα Υόρκη.