Η μάνα μας για δυο πράγματα δε μιλούσε, την ερωτική της ζωή πριν παντρευτεί τον πατέρα μας και το κόμμα που ψήφιζε στις εκάστοτε εκλογές. Απ’ ότι καταλαβαίναμε με τον αδελφό μου, δεν ήταν πιστή σε μία παράταξη. Ευχόμασταν, βέβαια αυτή η “απιστία” να μην ίσχυε και στη σχέση της με τον πατέρα μας.
«Έλα, πες μας τι ψήφισες», της κολλάγαμε οικογενειακώς. Ούτε καν ο μπαμπάς ήξερε. Καλά αυτού δεν του πολυέδινε λογαριασμό ούτως ή άλλως. Πάντα ανένδοτη. Ούτε καν στις δημοτικές δεν το μαρτυρούσε.
«Η ψήφος είναι μυστική», διαλαλούσε επανειλημμένα.
Εμείς κάναμε κάθε φορά τις εικασίες μας και πότε την ανεβάζαμε φασιστόμουτρο, πότε κομμούνι, πότε οικολόγα ανάλογα με την εκλογική αναμέτρηση. Άγνωστο εάν πέφταμε μέσα ή όχι, καθώς η μάνα όλους τους κατηγορούσε. Την κυβέρνηση (την οποία μάλλον είχε ψηφίσει) που άλλα έταζε και άλλα έκανε, την αντιπολίτευση που από τον ασφαλή της χώρο μόνο κατηγορούσε χωρίς να προτείνει εφικτές λύσεις, τον απλό πολίτη που μέσω της ψήφου του έχει τους ηγέτες που του αξίζουν και πάει λέγοντας.
«Πολιτική ίσον το μη χείρον βέλτιστον. Καθείς πράττει κατά το δοκούν», πετούσε τα εκνευριστικά αρχαία της, σε μία εποχή που με τον αδελφό μου είχαμε μπει ολοταχώς στην εφηβεία και η βωμολοχία επικρατούσε στην επικοινωνία μας. Οι αρχαίες ρήσεις της μάνας μας έλειπαν! Περισσότερο θέλαμε να μάθουμε τι ψήφιζε ώστε να την ακυρώνουμε όταν το κόμμα της τα έκανε μαντάρα. Να αμφισβητήσουμε την κρίση της (και να της προκαλέσουμε νευρική κρίση) γιατί μας την έδινε που τις περισσότερες φορές είχε δίκιο στις τοποθετήσεις της σε ζητήματα παντός επιστητού.
Η μάνα δεν είχε ταμπού και ήταν αρκετά ανοιχτόμυαλη για την ηλικία της σε πολλά θέματα. Δεν την ενοχλούσε η διαφορετικότητα, μιλούσε σ’ εμάς ανοιχτά για το σεξ, τα ναρκωτικά, τα κουσούρια της κοινωνίας. Ήταν όμως επιφυλακτική εκ φύσεως ή εξ ιδίων βιωμάτων. Από μικρούς μας έλεγε ότι ο κόσμος δεν ήταν αγγελικά πλασμένος, να μην εμπιστευόμαστε κανέναν και να είμαστε πάντα υποψιασμένοι έως και καχύποπτοι για τις προθέσεις των άλλων.
«Φίλοι και κουμπάροι μου φάγαν το κεφάλι», έλεγε και ξανάλεγε. Η παρακαταθήκη της θυμοσοφίας της μάνας, εκτός από αρχαίες ρήσεις διέθετε και λαϊκές ρίμες. Έτσι ήταν η μάνα, πολυσχιδής. Και του σαλονιού και του αλωνιού. Θα μιλούσε ή στην καθαρεύουσα ή στη “γαλλική” άμα λάχει. Η μάνα πρέπει να είχε ζήσει πολλά, γιατί αυτά που έλεγε δεν ακούγονταν σαν αμπελοφιλοσοφίες αόριστες, αλλά σαν εμπειρίες ζωής, για τις οποίες δεν ανοίχτηκε ποτέ.
Αλλά είχε και αυτή τα κολλήματά της που μας σπάγαν κυριολεκτικά τα νεύρα στην εφηβεία μας. Υποστήριζε μετ’ επιτάσεως ότι στα ΕΠΑΛ πάνε όσοι βαριούνται να διαβάσουν, ότι τα μηχανάκια είναι επικίνδυνα, τα ηλεκτρονικά είναι του διαβόλου και μας απέτρεπε από όλα αυτά, ασχέτως εάν εμείς τα κάναμε στο τέλος. Κάθε ομηρικός καυγάς κατέληγε με την περιβόητη all time classic ατάκα «εγώ δε θα βγάλω αλήτες στην κοινωνία!». Υπήρχαν περίοδοι στην εφηβεία πλήρους ασυνεννοησίας με τη μάνα. Φτάσαμε στο σημείο να συμφωνούμε σε ένα μόνο πράγμα με τον μικρότερο αδελφό μου, η μάνα μας ήταν τρελή! Στην ηλικία μας βέβαια, η ίδια ήταν μια μικρή επαναστάτρια που προκαλούσε απανωτά εγκεφαλικά στους βασιλόφρονες / χουντικούς γονείς της, διαβάζοντας φόρα παρτίδα το κομμουνιστικό μανιφέστο του Μαρξ και Ένγκελς και κρατώντας υπό μάλης το Ριζοσπάστη. Αυτά τα μάθαμε από τη θεία μας. Εμείς τη θυμόμαστε ανελλιπώς να διαβάζει την Καθημερινή. Βγάλε λοιπόν άκρη!
Θυμόμαστε μέχρι σήμερα την άρνηση της να “μαρτυρήσει” την ψήφο της. «Η ψήφος είναι μυστική. Είναι σαν την παράνομη σχέση, δε βγαίνεις να την κάνεις βούκινο!», μας έλεγε όταν ήμασταν άντρες σχεδόν. Τώρα που είμαστε άντρες πια, θυμόμαστε αυτόν τον παραλληλισμό και ακολουθούμε φυσικά τη χρήσιμη αυτή συμβουλή της μάνας… κυρίως στο δεύτερο σκέλος της! Τελικά η μάνα δεν ήταν τρελή, σοφή ήταν κι ας είχε τα κολλήματά της.
Αναστασία Λαζαράκη