,

Η φωτιά

Το βλέμμα μου μαγνητιζόταν απ’ τη φωτιά. Η αψιά της μυρωδιά έκαιγε τα ρουθούνια μου και εισχωρούσε βαθειά στα πνευμόνια μου. Παρόλο που ήταν ακόμη χειμώνας, ένιωθα τη ζέστη να καψαλίζει το πρόσωπό μου. Φυσούσε ελάχιστα, ίσα που να θεριεύει τη φωτιά. Αποκαΐδια ξεπετάγονταν στο αέρα σα μαυροπούλια που χόρευαν ένα μυστικό χορό. Κόμποι ιδρώτα στεφάνωναν τα φρύδια μου και το χνούδι πάνω απ΄ τα χείλη μου. Θα μπορέσω να το κάνω; Πρέπει να το κάνω.

Ήταν ένα γλυκό χειμωνιάτικο βραδάκι. Με περίμεναν έξω απ΄ το φροντιστήριο των Αγγλικών. Ηταν όλοι εκεί. Ο Δημήτρης, ο Γιάννης, ο Τάσος ο ψηλός, ο Μανώλης και μερικά κορίτσια που χαχάνιζαν αναίτια. Και βέβαια ο Σταύρος με τα τσιράκια του. Ο αρχηγός. Αυτός πάντα με φόβιζε. Είχε κάτι το σατανικό το βλέμμα του. Ψυχρά ανέκφραστα μάτια χωρίς ανθρωπιά, χωρίς συμπόνοια. Δεν υπάρχουν κανόνες γι’ αυτόν, δεν υπάρχει τιμωρία. Όπως τις προάλλες, που αυτός και τα τσιράκια του ανάγκασαν τη Μαιρούλα να κατεβάσει το βρακί της έξω απ’ τις τουαλέτες του σχολείου. Και μετά την ψαχούλευαν και γέλαγαν. Δεν λύγισαν απ΄ τα δάκρυα του κοριτσιού, απλά γελούσαν και έλεγαν προστυχόλογα. Στο τέλος την απείλησαν ότι αν τους μαρτυρούσε θα της έκαναν τα ίδια στην κεντρική αυλή του σχολείου, να την βλέπουν και να την πιάνουν όλοι.

Φεύγοντας, με είδαν που τους παρακολουθούσα και τρόμαξα. Αλλά δεν μου είπαν τίποτα. Μόνο ο Σταύρος μου έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα σαν μαχαιριά. Αυτοί όλοι δεν με έκαναν παρέα στο σχολείο και πάντα έβρισκαν την ευκαιρία να με κοροϊδέψουν, να με πειράξουν. Εμένα και δυο – τρεις άλλους, όπως τη Μαιρούλα. Για διαφορετικούς λόγους τον καθένα, αλλά ένιωθα ότι εμείς οι τρεις – τέσσερις είμαστε τα έντομα στο μικροσκόπιό τους. Μου είπαν ότι θα πάνε να κάνουν μια παλιά Ινδιάνικη τελετή και να πάω μαζί τους. Πλάκα θα είχε, μου είπαν. Για μια στιγμή κολακεύτηκα. Μου έκανε εντύπωση που με κάλεσαν να πάω μαζί τους, αλλά γρήγορα σκέφτηκα ότι ίσως είναι η ανταμοιβή μου που δεν τους μαρτύρησα για το περιστατικό με τη Μαιρούλα. Έτσι, τους ακολούθησα. Εξάλλου αν δεν τους καταδεχόμουν ποιος ξέρει τι θα με περίμενε μετά. Πήγαμε στην άκρη του πάρκου που το σκοτάδι ήταν πιο πηχτό. Ο Σταύρος έβγαλε έναν αναπτήρα και άναψε φωτιά σε ένα κάδο απορριμάτων που ήταν εκεί. Η φωτιά θέριεψε αμέσως και όλοι μαζί γύριζαν γύρω απ΄τη φωτιά τραγουδώντας μονότονα:

«Πάει ο καπνός ψηλά,

πάει στα αστέρια,

πάει και ψάχνει τις ψυχές,

τις κόβει σα μαχαίρια,

θέλει φαΐ ο καπνός,

θέλει γλυκό,

θέλει κορμί και αίμα αγνό,

ποιος είναι ο τυχερός;»

Ξάφνου σταμάτησε ο κύκλος να γυρίζει και έμειναν όλοι ακίνητοι. Γύρισαν όλοι προς το μέρος μου. Προτού καλά – καλά προλάβω να καταλάβω τι γινόταν, ο Σταύρος με πλησίασε και με ένα σχοινί μου έδεσε τα χέρια και τα πόδια. Με σήκωσαν και με έβαλαν μπροστά στον κάδο με τη φωτιά. Όλοι άρχισαν να φωνάζουν «στη φωτιά… στη φωτιά…». Άκουγα στο αυτί μου τη φωνή του αρχηγού να ψιθυρίζει:

«Πρέπει να γίνει η θυσία. Πρέπει να πέσεις. Να πάρεις μαζί σου όλα τα μυστικά που ξέρεις. Όσα έχεις δει. Και αυτά που πρέπει και αυτά που δεν πρέπει. Πρέπει να πέσεις στη φωτιά. Να καούν οι αμαρτίες σου. Να καούν οι ανομίες σου. Κι αυτές που έκανες και αυτές που σκέφτηκες να κάνεις. Άντε, δείξε πως είσαι άντρας. Πέσε λοιπόν, τι περιμένεις;».

Έβλεπα τα πύρινα χέρια να ξεπετάγονται σαν να θέλαν να με τραβήξουν μέσα, να με καταβροχθίσουν. Και τι περίεργο, ένιωθα γαλήνιος. Ο λαιμός μου είχε ξεραθεί. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ούτε να φωνάξω. Ο μαύρος καπνός μου είχε φράξει το λαιμό. Τα μάτια μου θόλωσαν. Τα έκλεισα σφιχτά και για μια στιγμή είδα την εικόνα της μάνας μου να με περιμένει μάταια στο τραπέζι για το βραδινό. Άκουγα τις φωνές να απομακρύνονται «…θέλει κορμί και αίμα αγνό… ποιος είναι ο τυχερός;». Η φωτιά μου μούδιαζε το μυαλό και νάρκωνε τις αντιστάσεις. Ένιωσα να σηκώνω τεράστιους πέτρινους τοίχους γύρω μου και να απομονώνομαι. Αισθάνθηκα σαν να μην έχω βάρος και να υψώνομαι σιγά – σιγά προς τον ουρανό, σαν απειλητική σκιά, με ένα πύρινο σπαθί στο χέρι για να κατατροπώσω όλους τους κακούς. Με το πύρινο σπαθί. Φωτιά στη φωτιά. Θα μπορέσω να το κάνω; Πρέπει να το κάνω. Σαν σε όνειρο, άκουσα το διαπεραστικό ουρλιαχτό μιας σειρήνας να έρχεται από μακριά. Που όλο πλησίαζε, που όλο ερχόταν πιο κοντά, μέχρι που μου τρύπησε τα αυτιά και μου ξύπνησε τη σκέψη. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα την αλλόκοτη παρέα να προσπαθεί να τρέξει να κρυφτεί, να χαθεί μες στα σκοτάδια, αφήνοντας μόνο ποδοβολητά και πνιχτές κραυγές πίσω της. Ήθελα και εγώ να τρέξω, μα δεν μπορούσα.

Έμεινα εκεί να βλέπω τη φωτιά που είχε αρχίσει να κοπάζει. Δεν την ταΐσαμε και σιγά – σιγά άφηνε ανήμπορη τις τελευταίες της πνοές. Και ο καπνός, πιο μαύρος από ποτέ, σηκώθηκε και σκέπασε το πάρκο, σκέπασε τη πόλη, μαύρισε τις ψυχές των ανθρώπων και πήγε ψηλά ως τον ουρανό κι έσβησε τ’ αστέρια ένα – ένα.

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: