Ο οξύς ήχος του ζουρνά, που μπλεκόταν με το βαρύτερο ρυθμικό ήχο του νταουλιού, επιδείνωναν τον πονοκέφαλό της. Η Ερατώ καθόταν ασάλευτη, ευθυτενής με τα χέρια πλεγμένα πάνω στη γούβα των ενωμένων μηρών της και άψυχα υγρά μάτια. Δίπλα της μια ηλικιωμένη γυναίκα, με αυστηρό σμιλεμένο πρόσωπο καθόταν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, μα τα μάτια της ζωηρά σπίθιζαν και έτρεχαν γύρω – γύρω, αγκάλιαζαν με τρυφεράδα τους χορευτές, τους μουσικούς, τα παιδιά που παίζαν παραπίσω, τις μωρομάνες, τις κατατσακισμένες γυναίκες και τα παλικάρια όλων των ηλικιών. Τα παλικάρια τ’ αμούστακα που χαίρονταν και γλεντούσαν ξέφρενα την απίστευτη νίκη τους, κατεβάζοντας μεγάλες ποσότητες κρασιού. Τα παλικάρια, που τα μουστάκια τους είχαν καψαλιστεί συχνά σε μάχες και διατηρούσαν ακόμα τον αυθορμητισμό τους ανάμεικτο με την μετριοφροσύνη που δίνει η γνώση ότι η νίκη τους μετρούσε όσο ένας κόκκος άμμου στον αγώνα για την ελευθερία. Τα παλικάρια, που τα λευκά μουστάκια τους ήταν από χρόνια καβουρδισμένα από την κάψα του πολέμου, που ευχαριστούσαν τη μοίρα τους που ξεγέλασαν τον Χάρο γι’ ακόμα μια μέρα.
«Γιατί δε σηκώνεσαι να χορέψεις;» ρώτησε μαλακά η ηλικιωμένη την Ερατώ, γέρνοντας προς το μέρος της με τα μάτια στυλωμένα σ’ ένα ψηλό γεροδεμένο νεαρό άντρα, που δεν ξεκολλούσε το βλέμμα του από πάνω τους.
Η Ερατώ την κοίταξε ξαφνιασμένη. «Τι λες βάβα; Έχουμε πένθος!» σκλήρισε.
«Όλοι εδώ έχουν πένθος…» είπε αργά με έγνοια η γριά δείχνοντας με τα μάτια της ένα γύρο. «Μα σήμερα είναι μεγάλη μέρα!» συμπλήρωσε σε τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
«Ναι, είναι η μέρα που υπογράψαμε το θάνατό μας», ψιθύρισε η Ερατώ και στύλωσε το βλέμμα της στη φωτιά στο κέντρο του ανοιχτού χώρου.
Η ηλικιωμένη γυναίκα την κοίταξε έκπληκτη. Έκανε να μιλήσει, μα οι λέξεις σκάλωσαν, μόνο στένεψε τα μάτια και κοίταξε ερευνητικά το χλωμό πρόσωπο της εγγόνας της, με το μανταλωμένο στόμα, τα γυάλινα σαν χάντρες μάτια, τη βαθιά πρόωρη ρυτίδα πάνω από την αδρή μύτη της· η κοπέλα έμοιαζε με κέρινη κούκλα. Η γριά Ερατώ έπιασε το χέρι της εγγόνας της, με το ροζιασμένο παγωμένο της χέρι και της το έσφιξε.
«Το θάνατο μας τον έχουμε υπογράψει από τη μέρα που γεννηθήκαμε, μόνο που κανείς δεν ξέρει πότε θα ‘ναι! Σήκω να χορέψεις! Το πένθος και το γλέντι σ’ αυτή τη ζωή πάνε αντάμα!»
Η Ερατώ την κοίταξε κατσουφιασμένη.
«Δεν έχω όρεξη!».
«Θα σου ‘ρθει!» απάντησε σε αυστηρό τόνο η γριά γνέφοντας της να σηκωθεί. Η κοπέλα υπάκουσε και η ηλικιωμένη την κοίταξε επιδοκιμαστικά και της ψιθύρισε σοβαρή, «Κάνε με περήφανη!».
Η Ερατώ χώθηκε ανάμεσα στις ξαδέρφες της, τους έπιασε ανόρεχτα τα χέρια και άρχισε να σέρνει το βήμα της, μα το επικριτικό βλέμμα της γιαγιάς της την έκανε να ορθώσει το κορμί και να χορέψει με πιότερη χάρη. Τα χαρούμενα πρόσωπα στριφογύριζαν γύρω της, προσπαθούσαν να την παρασύρουν στην ανεμελιά τους, μα ‘κείνης η καρδιά ήταν βαριά. Η καρδιά της ήταν βαριά, το στομάχι της άδειο και το σπιτικό της ρημαγμένο από τους νιζάμηδες. Δεν μπορούσε λοιπόν να καταλάβει που το ‘βρίσκαν τούτο το κέφι όλοι τους. Κοίταξε τα πρόσωπα πιο προσεκτικά. Η θειά της, η Αγγελική, αδερφή της μάνας της, είχε χάσει δύο γιους μέσα σ’ ένα χρόνο. Ο άντρας της, που μόλις είχε καταφέρει να ξεπεράσει μια σοβαρή λαβωματιά, τώρα κειτόταν στην καλύβα θερμασμένος, όπως και οι δυό κόρες της κυράς Μοσχούλας, δίπλα της. Κι όμως οι δυο γυναίκες γελούσαν τρανταχτά κρατώντας την κοιλιά τους. Παραδίπλα η Βάσω, η μικρομάνα, βύζαινε ένα ανήσυχο μικρό, χτυπούσε ρυθμικά τ’ αδειασμένο της στήθος και σιγοτραγουδούσε, παρόλο που πριν ένα μήνα είχε μάθει για τον θάνατο του άντρα της σ΄ένα γιουρούσι στο Ανατολικό. Πώς λοιπόν είχαν όρεξη για γλέντι; Το βλέμμα της έπεσε πάνω στους αρματωμένους. Κάποιοι είχαν δεμένες με βαλσαμόπανα τις νέες πληγές τους από τη σημερινή μάχη, μα όλοι τους χαμογελούσαν πλατιά και έκαναν χωρατά ο ένας στον άλλον. Σήμερα ήταν τυχεροί, δεν θρήνησαν κανένα σύντροφό τους και τρεις χιλιάδες άντρες του Κιουταχή, υπό τις διαταγές του Βελή αγά, κείτονταν στο βαλτώδη λόγγο της λίμνης του Αγγελόκαστρου. Το καραούλι πέτυχε, έπιασαν τους Τουρκαλάδες στον ύπνο. Η ματιά της στάθηκε σ’ ένα όμορφο μπαρουτοκαπνισμένο πρόσωπο με μεγάλα μάτια, που έκαιγαν όμοια κάρβουνα. Ο Σίμος της χαμογέλασε ντροπαλά και της έκανε νεύμα με το κεφάλι του. Εκείνη τράβηξε το βλέμμα της ντροπιασμένη και κοίταξε κατά τη γιαγιά της που τη θωρούσε χαμογελαστή. Απορούσε η Ερατώ, τι δύναμη πρέπει να ‘χει κάποιος για ν’ αντέξει τόσο πόνο και πού τη βρίσκει; Η γιαγιά της, χήρα από νωρίς, μεγάλωσε έξι παιδιά μονάχη. Έξι παιδιά και μόνο ένα ζούσε ακόμα, ο πατέρας της. Αν ζούσε… σκέφτηκε και ανατρίχιασε. Αν πέθαινε και ο πατέρας της θα έμενε ορφανή. Η μάνα της δεν έκλεισε σαράντα μέρες που την γονάτισαν οι θέρμες κι όμως εκείνη χόρευε και γλεντούσε. Έκανε να αφήσει το χορό, μα το αυστηρό βλέμμα της γιαγιάς την απέτρεψε.
Ο Σίμος μην μπορώντας να τραβήξει το βλέμμα του από την Ερατώ, πήγε στη ζυγιά και τους έδωσε παραγγελιά. Ο ρυθμός άλλαξε και όλοι στήθηκαν να χορέψουν τον αντικριστό στο μικρό χώρο. Μπροστά από την Ερατώ που παραδομένη στις θλιβερές σκέψεις της έστεκε αμήχανα εκεί που την είχαν αφήσει οι ξαδέρφες της, στήθηκε ο Σίμος. Τα χλωμά μάγουλά της βάφτηκαν στο χρώμα της αγριοτριανταφυλλιάς μόλις τον αντίκρισε. Της άρεσε αυτός ο άντρας, που γέμιζε με γλυκόηχη μουσική τις νύχτες της παίζοντας την φλογέρα του. Της άρεσε το γάργαρο γέλιο του, τα έξυπνα πειράγματά του, τα μαύρα σαν κάρβουνα μάτια του, που την κοίταζαν τώρα σοβαρά και ερευνητικά. Ξαφνικά τον είδε να της πετά το μαντήλι του. Σάστισε. Απόμεινε ακίνητη να κοιτά μια το λευκό μαντίλι με το χρυσό περίτεχνο κέντημα στη μια γωνία, που κειτόταν πάνω στο πατημένο χώμα και φωτιζόταν από τις τρεμουλιαστές φλόγες της μεγάλης φωτιάς και μια τον Σίμο, που την κοιτούσε σοβαρός και κατακόκκινος. Πόσα και πόσα βράδια είχε ξενυχτήσει με τη σκέψη του. Πόσα και πόσα βράδια ακολουθούσε τον ήχο της φλογέρας του και προστατευμένη από το σκοτάδι τον πλησίαζε. Η καρδιά της της ούρλιαζε να σηκώσει το μαντήλι, μα η λογική της την σταμάταγε. Δάγκωνε αμήχανη τα χείλη της, τόσο που μάτωσαν. Ήταν εποχή αυτή για γάμους; Η Ελλάδα ξεσηκωμένη, οι Τούρκοι κατέκαψαν την Αιτωλία και πολιορκούν ξανά το Μεσολόγγι. Μια χούφτα γυναικόπαιδα, ανάμεσα τους και αυτή, κατέφυγαν στις νησίδες Δοκίμι, Λάμπρα και Συκιά, της λίμνης του Αγγελόκαστρου, για να σωθούν από την οργή των Τούρκων· προστατευμένα από τους βάλτους με τα τεράστια φράξα, τις σκλήθρες, τα πλατάνια, τους πυκνούς στοίχους καλάμια εκτεθειμένα στην ελονοσία και την πείνα. Κοίταξε τη γιαγιά της, που της έγνεφε ανήσυχη να σηκώσει το μαντίλι. Να σηκώσει το μαντίλι και ν΄αποδεχτεί την πρόταση γάμου. Να παντρευτεί εκεί, μέσα στο βάλτο, χωρίς την μάνα της και τον πατέρα της και ύστερα ο άντρας της θα φύγει, θα πάει εκεί που ορίζει η πατρίδα και θα πεθάνει και αυτός, αυτή θα μείνει μόνη, να τρέμει για τη ζωή των παιδιών τους. Και μια μέρα θα ορμούσαν οι Τουρκαλβανοί, θα της τα έπαιρναν και θα της τα σκότωναν, αν δεν τα σκότωνε πρώτα η πείνα ή ο πυρετός. Όχι, δε θα τ’ άντεχε. Δεν θα άντεχε να περάσει τόσο πόνο! Πισωπάτησε και εξαφανίστηκε τρέχοντας.
Ο Σίμος σάστισε και έμεινε αμήχανος να κοιτά κατά ‘κει που χάθηκε η Ερατώ. Έπειτα πάτησε το μαντήλι με το τσαρούχι του και στριφογυρίζοντας το πόδι του εκνευρισμένος, έκανε το μαντίλι ένα μικρό βρόμικο σβόλο, που κλότσησε πέρα και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η Ερατώ έριξε μερικά ξύλα στη μικρή φωτιά στη μέση της καλύβας, λίγο δεντρολίβανο για να διώχνει τα κουνούπια και χώθηκε κάτω από τις χοντρές υγρές βελέντζες. Δεν έκλαψε, δεν μπορούσε να κλάψει, δεν είχε πια δάκρυα. Δεν είχε ψυχή. Έτσι ένιωθε, άδεια. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν η τελευταία φορά που έκλαψε. Να ήταν σαν ‘χάσαν τη μικρή Σοφούλα ή το ζούδι, καθώς τον έλεγε ο πατέρας της, τον Μήλιο; Έχασε το μέτρημα στους θανάτους. Αναστέναξε και πέταξε από πάνω της το βαρύ σκέπασμα. Είχε ένα πλάκωμα στο στήθος, σαν να μην μπορούσε να πάρει ανάσα. Η εικόνα του Σίμου με τ’ αναψοκοκκινισμένα μάγουλα ήρθε στο νου της. Ήταν τόσο όμορφος! Η καρδιά της κλότσησε, μια κάψα χύθηκε σ’ όλο της το κορμί. Ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά και αναστέναξε, μα ευθύς αμέσως άκουσε μια οργισμένη φωνή μες στο μυαλό της να της ουρλιάζει να σταματήσει τις ανοησίες. Η αγάπη πονάει, μπήγεται ύπουλα σαν άγανο στην καρδιά και ακόμα κι αν το ξεριζώσεις, η πληγή μπορεί να κακοφορμίσει και να μην κλείσει ποτέ. Δεν έπρεπε να επιτρέψει να γίνει κάτι τέτοιο. Δεν ήταν αυτή για αγάπες.
Η κούραση και η πείνα την κατέβαλε. Μισονανουρισμένη από τους ήχους του γλεντιού και τον καπνό που γέμιζε την άτεχνη καλύβα, άκουσε το συρτό βήμα της γιαγιάς της να πλησιάζει. Την ένιωσε να σκύβει από πάνω της και να χαϊδεύει τα μαλλιά της ψιθυρίζοντάς της:
«Κλάψε, θρήνησε! Μόνο έτσι μπορείς να διώξεις το δηλητήριο του πόνου από την καρδιά σου! Κλάψε, θρήνησε! Ελευθέρωσε να ελευθερωθείς. Κλάψε, θρήνησε, μοιράσου τον πόνο σου. Μόνο έτσι ελαφρώνει. Η ζωή είναι μικρή και οι χαρές της λίγες, μην τις προσπερνάς, γέψου τες, σαν την μέλισσα να τις τρυγάς, όπου τις βρίσκεις. Παραδώσου στην αγάπη, ζήσε!».
Η Ερατώ ρίγησε, κάτι έκανε να πει μα ένας μεγάλος κόμπος της έκλεινε τον λαιμό. Απ’ έξω ακούστηκαν τρεχαλητά. Η πόρτα άνοιξε απότομα.
«Ερατώ, Ερατώ!», ακούστηκε στριγγιά η φωνή της ξαδέρφης της, της Ελπίδας.
Εκείνη ανασηκώθηκε και προσπάθησε να την ξεχωρίσει στο γεμάτο καπνούς χώρο, που φωτιζόταν από το αδύναμο φως της φωτιάς.
«Τι έγινε;» έκρωξε και η καρδιά της σπαρτάρησε ανήσυχη.
«Η βάβα, η βάβα!»
«Ε, τι;» ρώτησε μερωμένη.
«Η βάβα πέθανε!».
«Ποια βάβα;»
«Η δική σου, η βάβα Ερατώ!»
«Μη λες ανοησίες, πες της γιαγιά!» είπε και κοίταξε εκεί που ένιωθε την παρουσία της, μα εκεί δεν υπήρχε κανείς. Η Ερατώ έψαξε με το βλέμμα της ένα γύρο το καλύβι σαστισμένη.
«Έλα!» ούρλιαξε ανυπόμονα η Ελπίδα.
«Μα, μα…» τραύλισε η Ερατώ. «Μα τώρα μου μίλαγε!» ψέλλισε καθώς την τραβολογούσε από το χέρι η Ελπίδα.
Η μουσική είχε πάψει και οι γυναίκες είχαν κάνει ένα κύκλο γύρω από το σώμα μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Η αδερφή της Ερατούς, το Φροσάκι και ο μικρός αδερφός της, ο Μήτρος, οι μόνοι που της απέμειναν, έκλαιγαν μ’ αναφιλητά αγκαλιάζοντας το παγωμένο κορμί στη μέση του κύκλου. Ο Σίμος σοβαρός, μα φανερά λυπημένος, έσπασε τον κύκλο, σήκωσε από το χώμα το κοκκαλιάρικο κορμί και προσπέρασε την Ερατώ, που μόλις είχε φθάσει, κατευθυνόμενος προς την καλύβα τους. Η Ερατώ τον ακολούθησε μηχανικά, μην μπορώντας ακόμα να καταλάβει τι έχει συμβεί. Πίσω της ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Σαν έφθασαν στο μικρό προχειροφτιαγμένο καλύβι, ο Σίμος απέθεσε μαλακά το άψυχο σώμα στο κρεβάτι που του υπέδειξε το Φροσάκι και στάθηκε για λίγο αμήχανος παραπέρα.
«Ό,τι χρειαστείτε πέστε μου…» είπε μαλακά, σχεδόν ψιθυριστά, την ώρα που έμπαιναν οι υπόλοιπες γυναίκες μέσα. Έπειτα αποτραβήχτηκε και βγήκε.
Η Ερατώ στάθηκε πάνω από το ξαπλωμένο κορμί ξυλιασμένη και κοιτούσε το Φροσάκι, που το είχε αγκαλιάσει και έκλαιγε με λυγμούς. Τα γόνατά της δεν άντεξαν, λύγισαν. Γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι και κοίταζε γεμάτη τρυφεράδα το χλωμό, οστέινο πρόσωπο προσπαθώντας μάταια να διακρίνει σημάδια ζωής. Κράτησε το ένα το χέρι της γιαγιά της στο στήθος της και έψαξε ψηλαφητά για το άλλο. Το παγωμένο χεράκι ήταν κλειστό, το χάιδεψε και καθώς το ανοιγε μαλακά, ακούμπησε ένα ύφασμα. Κοίταξε κατά ‘κεί ξαφνιασμένη, τράβηξε το μικρό βρόμικο σβόλο και τον ξετύλιξε, φανερώνοντας το χρυσό ομορφοκεντημένο σχέδιο στη μια γωνία του. Το σαγόνι της πήρε να τρέμει ανεξέλεγκτο. Πνιγόταν, χρειαζόταν αέρα. Κάτι έσφιγγε το λαιμό της. Ήθελε να φωνάξει, μα δεν είχε φωνή. Ήθελε να κλάψει, μα δεν είχε δάκρυα. Ήθελε να θρηνήσει, μα δεν είχε ψυχή!
Οι γυναίκες γύρω της ξεκίνησαν το μοιρολόι. Στην αρχή σαν μουρμουρητό και έπειτα όλο και πιο δυνατό, γοερό. Οι ίδιες γυναίκες, που πριν λίγο γέλαγαν, χόρευαν και τραγουδούσαν τις χαρές της ζωής, τη φιλία, τον έρωτα και την αγάπη, τώρα αποχαιρετούσαν κλαίγοντας και θρηνώντας, μα και εγκωμιάζοντας τον γρήγορο και ανώδυνο θάνατο που είχε η βάβα Ερατώ.
Η Ερατώ, έπιασε μερικούς μεγάλους νοτισμένους από την υγρασία σβόλους χώμα και τους έτριψε πάνω από τον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Έπειτα άναψε το λουμίνιο προσεκτικά και τ’ απέθεσε στο μικρό καντηλάκι, μπροστά από έναν απλό ξύλινο σταυρό. Έκανε το ίδιο και στο διπλανό μνήμα της μητέρας της, όταν άκουσε το πρώτο καντήλι να τσιτσιρίζει. Αναστέναξε μοιρολατρικά, καθώς ανασηκωνόταν με δυσκολία. Με αργά βήματα απομακρύνθηκε από το μικρό νεκροταφείο, που κρυβόταν κάτω από την ομπρέλα μιας τεράστιας κλαίουσας.
Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη μπροστά στο μονόξυλο που φώλιαζε στο περιστοιχισμένο λιμανάκι με τα όμοια μπηγμένα δόρατα καλάμια και αθέατο σε όποιον δεν το γνώριζε. Κατευθύνθηκε προς ένα μικρό ξέφωτο παραδίπλα. Δεν είχε όρεξη να γυρίσει στο Δοκίμι.
Ο πατέρας της και οι άλλοι καπεταναίοι πηγαίνοντας προς το Μεσολόγγι, άφησαν πίσω μια μικρή φρουρά να τους φυλάει, στην οποία μετά την πρώτη νίκη εναντίον ενός μικρού εκκαθαριστικού Τουρκικού σώματος, προστέθηκαν μερικοί ακόμα αρματωμένοι, ανάμεσα τους και ο Σίμος. Ο Βελή αγάς θύμωσε πολύ και επιτέθηκε ξανά με όλους τους άνδρες του. Δεν είχαν περάσει ούτε τρεις μέρες από τη μεγάλη νίκη. Μια χούφτα άνθρωποι τα καταφέρανε. Θα έπρεπε να ήταν περήφανη, μα εκείνη δεν ένιωθε τίποτα. Ούτε περηφάνια, ούτε χαρά, ούτε θλίψη για τις ψυχές που χάθηκαν, ούτε φόβο για την οργή που θα ξεσπούσε πάνω τους. Μόνο τα λόγια της γιαγιάς γυρόφερνε συνεχώς στο νου της. Τρεις μέρες τώρα πρόσταζε τον εαυτό της κλάψε, θρήνησε!, μα τίποτα δεν γινόταν. Ούτε σταγόνα δεν κατάφερε να βγάλει. Την είχε ζήσει τόσες φορές αυτή τη διαδικασία που δεν της έκανε καμία εντύπωση, απλά ακολουθούσε μηχανικά το εθιμοτυπικό.
Κάθισε αναστενάζοντας σ’ ένα μικρό μισοσαπισμένο κορμό, ξεβολεύοντας μερικά βατράχια που πήδηξαν κοάζοντας στο υγρό έδαφος και κοίταξε γύρω της. Τεράστια φράξα, με φρεσκοαναστημένα δασιά φυλλώματα και λευκά σπαθωτά άνθη που άφηναν μια έντονη μυρωδιά, θρόιζαν γλυκά από πάνω της. Στους κορμούς των δέντρων τυλίγονταν αναρριχητικά φυτά. Κάπου – κάπου ανάμεσα στα φράξα, υπήρχε και μια σκλήθρα με τα πρασινωπά λουλούδια της να κρέμονται σα μακριές κορδέλες. Σ’ ένα μικρό τέλμα μπροστά της ολόλευκα τεράστια νούφαρα ξεπρόβαλλαν, ανάμεσα στα πλατιά σαν απλωμένα μαντήλια, φύλλα τους. Το τραγούδι των πουλιών μπλεκόταν στ’ αυτιά της. Κάτι τρόμαξε μερικές φαλαρίδες και βουταλίδια που τινάχτηκαν φρεανιασμένα πάνω από το κεφάλι της. Χαμογέλασε. Πώς γίνεται ένα μέρος τόσο αφιλόξενο και άγριο να ‘ναι τόσο όμορφο και μαγευτικό;
Ασυναίσθητα η Ερατώ τράβηξε το μαντήλι του Σίμου, που πια ήταν πεντακάθαρο και μοσχομυριστό, μέσα από τον κόρφο της. Το ξεδίπλωσε και κρατώντας το με τα δυό της χέρια, πέρασε τους αντίχειρές της πάνω από τα χρυσοκεντημένα ψιλά λουλουδάκια και γράμματα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Τα ‘χε καταστρέψει όλα! Κι όμως, ο Σίμος ούτε μια μέρα από αυτές δεν την είχε εγκαταλείψει. Βρισκόταν διακριτικά γύρω της, την βοηθούσε και αποσυρόταν πάλι διακριτικά. Βούλιαζε μέσα στη θλίψη όλο και πιο πολύ η Ερατώ. Τα λόγια της γιαγιάς της επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά, “Ζήσε, ζήσε”. Να ζήσει, πώς να ζήσει; Πού να ζήσει; Με ποιόν να ζήσει; Ο θάνατος ασφυκτική θηλιά στο λαιμό της. Η πίκρα είχε φωλιάσει στην καρδιά της σα νεροφίδα. Θέλει να ζήσει, μα πού να βρει τη δύναμη; Το κορμί της πονά, η ψυχή της πονά, η καρδιά της… Η καρδιά της ουρλιάζει! Έπεσε στα γόνατα ξέπνοη από την ορμή της κραυγή της, μα δεν ανακουφίστηκε. Μικρές σταγόνες νότισαν το μικρό μαντήλι. Σύντομα το κορμί της άρχισε να τραντάζεται από λυγμούς, το κλάμα της έγινε γοερό και άλλη μια πονεμένη της κραυγή έσκισε τον αέρα. Έσφιξε το μαντήλι και το έχωσε πάλι στο μέρος της καρδιάς. Ούρλιαζε, έκλαιγε, χτυπιόταν. Ήθελε να ζήσει! Να ζήσει, όλα αυτά που κάθε κοπέλα στην ηλικία της ονειρεύεται. Ήθελε να παντρευτεί τον άνθρωπο που αγαπούσε, να την ντύσει νύφη η μάνα της, να την πάει στην εκκλησιά ο πατέρας της, να ‘χει για παρανυφάκι τη Σοφούλα. Ο Μήλιος να ρίχνει κροτίδες μαζί με τους φίλους του. Και η γιαγιά η Ερατώ…
Ξαφνικά ένιωσε έναν τόσο οξύ πόνο στο κεφάλι της, που τινάχτηκε πίσω με δύναμη. Μια παγωμένη λεπίδα ακούμπησε στο λαιμό της. Τα δακρυσμένα της μάτια δεν μπορούσαν να διακρίνουν τη μορφή που στεκόταν από πάνω της. Κραύγασε από τον πόνο.
Ο μικρός Μήτρος από ώρα τριγύριζε μια ομάδα ανδρών που είχαν βγάλει και καθάριζαν τα όπλα τους σοβαροί, χωρίς τα συνηθισμένα πειράγματα και χωρατά. Το παιδί φαινόταν ανήσυχο και σβάρνιζε τα ξυπόλητα πόδια του, σηκώνοντας κουρνιαχτό. Το πρόσωπο του Μήτρου φωτίστηκε μόλις είδε τον Σίμο να σηκώνεται και να τον πλησιάζει.
«Τι έγινε Μήτρο, γιατί δεν παίζεις με τ’ άλλα παιδιά;» τον ρώτησε μαλακά μ’ ενδιαφέρον.
«Η Ερατώ…»
«Τι έπαθε η Ερατώ;» ρώτησε κοφτά με ταραχή ο Σίμος.
«Έφυγε πριν αρκετή ώρα να πάει στο νεκροταφείο…»
«Τι έκανε; Δεν είπαμε να μην φύγει κανείς μόνος αυτές τις μέρες; Πόση ώρα λείπει;»
Ο Μήτρος δε μίλησε, μόνο κοίταζε τα κοκκαλιάρικα, βρόμικα πόδια του. Ο Σίμος, χωρίς να πει άλλη κουβέντα, πήγε κατά το προφυλαγμένο λιμανάκι, έσυρε ένα μονόξυλο ως το νερό και πήδηξε επιδέξια μέσα. Το παιδί τον κοίταξε παρακαλεστικά από την όχθη.
«Δεν είναι καλή ώρα τώρα», είπε σοβαρός ο Σίμος καταλαβαίνοντας τις σκέψεις του παιδιού. «Μα σου υπόσχομαι ότι θα πάμε για ψάρεμα μια από αυτές τις μέρες. Πες στον καπετάνιο πού πάω», πρόσθεσε καθώς χωμόταν ανάμεσα στα ψηλά βούρλα. Ο μικρός του χαμογέλασε βεβιασμένα και έτρεξε να πάει να ενημερώσει τον Καπετάνιο.
Ο Σίμος πήρε να κωπηλατεί γρήγορα και να διασχίζει τα μαιανδρικά υδάτινα αυλάκια που σέρνονταν κάτω από τα δασιά φυλλώματα των πανύψηλων δέντρων. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Είχε ένα κακό προαίσθημα. Είχαν πει στις γυναίκες ότι ήταν επικίνδυνο να φύγουν από τον καταυλισμό, μέχρι να σιγουρευτούν ότι κανείς Τούρκος δεν είχε γλιτώσει και κρυφτεί μέσα στο δάσος και πριν λίγο η περιπολία τους ενημέρωσε ότι βρήκαν τα σημάδια παραβιασμένα, γι’ αυτό ετοιμάζονταν.
«Αγύριστο κεφάλι!» μουρμούρισε με τρυφεράδα.
Όσο αδύναμη και εύθραυστη έμοιαζε η Ερατώ, τόσο πείσμα και περηφάνια είχε αυτό το πλάσμα, με τα όμορφα θλιμμένα μάτια που ‘μοιάζαν με χάντρες από καφέ οψιδιανό. Αναστέναξε στη θύμησή της. Αχ και να μπορούσε να σφουγγίσει αυτή τη θλίψη από τα μάτια της και να δει τα χείλη της να γελάνε. Αχ και να μπορούσε να φιλήσει αυτά τα χείλη, που τα δάγκωνε κάθε φορά που είχε αμηχανία. Η απόρριψή της εκείνη τη νύχτα του έκαψε την καρδιά, χίλιες φορές να τον είχε τρυπήσει βόλι. Έπειτα θύμωσε με τον εαυτό του, ντράπηκε τους συντρόφους του, του φάνηκε πως τον κοιτούσαν κοροϊδευτικά.Μα ο θυμός του εξανεμίστηκε, μόλις είδε τη γιαγιά της να λυγίζει. Μόνη της απέμεινε η Ερατώ του, μόνη να μεγαλώνει τ’ αδέρφια της. Ξαφνικά, τινάχτηκε από τις σκέψεις του. Πλησίαζε τώρα το μικρό κρυφό λιμανάκι και του φάνηκε ότι άκουσε φωνές και κραυγές πόνου. Τέντωσε τ’ αυτιά του καθώς κωπηλατούσε με δύναμη.
«Δεν σου δείχνω!» ακούστηκε ξανά μια φανερά εκνευρισμένη φωνή και μια μικρή κραυγή πόνου ακολούθησε.
Δεν είχε πια καμία αμφιβολία, αυτή ήταν η φωνή της Ερατούς. Η καρδιά του σπαρτάρησε. Μια αντρική πνιχτή φωνή ακούστηκε να μιλά με θυμό. Παραμέρισε τα καλάμια και χώθηκε μέσα στο στενό λιμανάκι. Ένα μονόξυλο βρισκόταν εκεί. Άραξε δίπλα του, τράβηξε το καριοφίλι του και όρμησε χωρίς να το σκεφτεί, περνώντας άγαρμπα μέσα από το τείχος του καλαμιώνα, προς τα εκεί που ακούγονταν οι φωνές.
Ένας κοντός γεροδεμένος άντρας στεκόταν μπροστά από την Ερατώ. Τα στρατιωτικά ρούχα του, ξεσκισμένα και καταματωμένα, κρέμονταν άχαρα και ένας πρόχειρος επίδεσμος ήταν δεμένος σαν σαρίκι στο κεφάλι του. Ο άντρας κρατούσε σφιχτά την Ερατώ από τη μακριά κοτσίδα της και το μικρό μαχαίρι του ακουμπούσε στα πλευρά της.
«Εδώ θα σαπίσεις!», του φώναζε μανιασμένη η Ερατώ στα τουρκικά και προσπαθούσε να απελευθερώσει τα μαλλιά της.
«Άφησε την!» πρόσταξε ο Σίμος. Ο άντρας ξαφνιάστηκε, προσπάθησε να τραβήξει κοντά του την Ερατώ, μα ‘κείνη βρίσκοντας ευκαιρία, του έμπηξε τα δάκτυλά της στα μάτια του. Ο στρατιώτης ούρλιαξε από τον πόνο και πέταξε το μαχαίρι για να πιάσει τα μάτια του, μα πρόλαβε και την πλήγωσε.
Η Ερατώ ένιωσε την οργή της να ξεχειλίζει, αυτός ο άνθρωπος που βαστούσε τα μάτια του και έσκουζε από πόνο, ήταν η προσωποποίηση της δυστυχίας της και της απώλειας. Ήταν η προσωποποίηση του ίδιου του θανάτου. Του όρμησε, όμοια μαινάδα, χτυπώντας και κλοτσώντας τον, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει. Ο αιφνιδιασμένος άντρας στραβοπάτησε και βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω. Την ώρα που ετοιμαζόταν να πέσει πάνω του η Ερατώ, την τράβηξε τυλίγοντας τα χέρια του στην μέση της ο Σίμος. Η κοπέλα είχε αφηνιάσει, έκλαιγε, έβριζε και κλοτσούσε τον πεσμένο άντρα. Μάταια ο Σίμος προσπαθούσε να την ηρεμήσει και έτσι βρήκε ευκαιρία ο Τούρκος στρατιώτης να συρθεί μέσα στα ψηλά χόρτα και ν’ απομακρυνθεί. Ο Σίμος προσπάθησε να τον στοχεύσει με το όπλο του, κρατώντας με το άλλο του χέρι την αφηνιασμένη Ερατώ. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε, μα δεν τον πέτυχε. Ο άντρας απομακρυνόταν σκοντάφτοντας στις ρίζες, μπλεκόταν στις κληματσίδες και έπεφτε στις νερολακούβες.
«Είσαι καλά;» ρώτησε φανερά αναστατωμένος ο Σίμος την Ερατώ, μόλις χάθηκε ο άντρας από τα μάτια τους. Ο ήχος της τουφεκιάς την είχε συνέφερει και στεκόταν τώρα μουδιασμένη, σαστισμένη με τον εαυτό της.
«Καλά είμαι…» μουρμούρισε η Ερατώ και προσπάθησε να συμμαζευτεί. Ρούφηξε τη μύτη της, ίσιωσε τα ρούχα της και έκανε να φέρει τα χέρια της στο πρόσωπό της, μα μια έκφραση πόνου χαράχτηκε σ’ αυτό. Ο Σίμος χλώμιασε μόλις είδε το αίμα στα πλευρά της.
«Έχεις… έχεις χτυπηθεί», τραύλισε έντρομος, κοιτώντας τον κόκκινο λεκέ στο ρούχο που άπλωνε συνέχεια.
Η Ερατώ δεν του απάντησε, μόνο έσκισε το ρούχο πάνω από τη λεκάνη της, για να φανερώσει την πληγή. Μια οριζόντια χαρακιά εμφανίστηκε.
«Ευτυχώς δεν είναι βαθύ!», είπε φανερά ανακουφισμένος ο Σίμος, που είχε γονατίσει για να εξετάσει την πληγή. «Αλλά θα χρειαστείς ράμματα», πρόσθεσε λυπημένος. Η Ερατώ τράβηξε, χωρίς να το πολυσκεφτεί, το μαντήλι από τον κόρφο της, το έφερε πάνω στην πληγή και κάθισε στον κορμό εξαντλημένη. Εν τω μεταξύ ο Σίμος έψαχνε στην ασημένια παλάσκα του, που φύλαγε τα βόλια.
«Περίμενε, το βρήκα! Κάτσε να βάλω πρώτα το βαλσαμόπανο και μετά το πιέζεις με το μαντήλι», της είπε μαλακά. Έκανε να της πάρει τα χέρια, όταν είδε το χρυσό κέντημα με τ’ αρχικά του πάνω στο πανί. Τα μάγουλα του φλογίστηκαν, προσπάθησε να κρατήσει την φωνή του απαθή. Το μυαλό του είχε πάρει φωτιά, μα σκιαζόταν να πει αυτά που σκεφτόταν. Αν έκανε λάθος; Να ρεζιλευόταν πάλι;
«Να κρατάς τα δύο μέρη της πληγής κλειστά, να έτσι…», είπε πιέζοντας το δέρμα να κλείσει και ακούστηκε ψυχρός. Ο πνιχτός ήχος πόνου που έκανε η Ερατώ, τον έκανε να τραβήξει τα χέρια του σαν να τσουρουφλίστηκε.
«Συγγνώμη, δε, δε…» τραύλισε και το βλέμμα του γαντζώθηκε στο δικό της. Τον κοίταγε μ’ εκείνα τα υγρά μάτια και δάγκωνε τα χείλη της. Θόλωσε, δεν άντεξε, έγειρε και τη φίλησε γλυκά, τρυφερά, σα να φιλούσε αέρινο αγριοράδικο και φοβόταν μη σκορπίσει στο άγγιγμα της ανάσας του.
Η καρδιά της Ερατούς σκίρτησε, οι φόβοι της εξανεμίστηκαν, σαν τα σποράκια του κλέφτη πέταξαν μακριά.
«Την άλλη Κυριακή είναι καλά;» της ψιθύρισε.
«Για ποιο πράγμα;» τον ρώτησε μπερδεμένη η Ερατώ, μην μπορώντας ακόμα να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της.
«Για να παντρευτούμε…» απάντησε μαλακά, σχεδόν παρακαλεστικά, καθώς φιλούσε τα μαλλιά της.
«Έχω πένθος!» ψέλλισε ταραγμένη.
«Η θλίψη και το γλέντι σ΄αυτή τη ζωή πάνε αντάμα» της ψιθύρισε κάνοντας τη να ριγήσει και έγειρε και την ξαναφίλησε.
«Αντάμα λοιπόν θα πηγαίνουμε και εμείς», τον διαβεβαίωσε η Ερατώ.
***
«Άιντε μάνα! Πάμε!», έκανε παρακαλετά η Αγγέλα σέρνοντας τα φωνήεντα.
«Κάνε λίγη υπομονή, σε λίγο έρχεται ο πατέρας σου και θα πάμε αντάμα!»
«Αμάν πια! Τι πειράζει να πάμε λίγο νωρίτερα εμείς στην εκκλησιά και να έρθει και αυτός μετά; Θα σχολάσει!»
«Εμείς πάντα αντάμα πάμε», την έκοψε αυστηρά η μάνα της.
«Να πάμε εμείς, καλέ θειά, μόνες μας και έρχεστε και εσείς…», σιγοντάρισε πονηρά η ανιψιά της.
Η Ερατώ κοίταξε τα δυο κορίτσια. Η Μαριγούλα, η ανιψιά της, κοντούλα και κοκκαλιάρα, τώρα ξεκίναγε να πετά στήθος. Απ’ την άλλη η Αγγέλα, η μικρότερη κόρη της, ήταν πια ολόκληρη γυναίκα, ψηλή και όμορφη. Τα φουντωμένα της μάγουλά δεν της άφηναν καμία αμφιβολία για το λόγο της ανυπομονησίας της.
«Πώς και σας έπιασε τόση λαχτάρα για την εκκλησία; Άλλες φορές μαλλιάζει η γλώσσα μου να σας παρακαλώ να ετοιμαστείτε», τους είπε σε ερωτηματικό τόνο, μειδιώντας πονηρά.
«Απλά βαριόμαστε να περιμένουμε, καλέ θειά!» πετάχτηκε η Μαριγούλα.
«Βαριέστε ε;» τις πείραξε η Ερατώ, που τόση ώρα κοιτούσε έξω από το παράθυρο για τον Σίμο.
«Ε αφού βαριέστε, άιντε συρείτε μαζί με τον αδερφό σου και ερχόμαστε και εμείς!».
Τα κορίτσια δεν περίμεναν να τους το ξαναπεί, έσυραν τον απρόθυμο Μήλιο έξω και τράβηξαν κατά την παλιά εκκλησία, πάνω στο κάστρο του Αγγελόκαστρου. Η Ερατώ κοιτούσε, από το παράθυρο, τα παιδιά που ξεμάκραιναν. Τα σταύρωσε στον αέρα χαμογελώντας.
«Να ‘στε πάντα γερά και τυχερά!» ψιθύρισε. Μπροστά τους έβλεπε ένα κομμάτι της λίμνης. Ενάμιση χρόνο έζησε μέσα σ’ αυτή τη λίμνη, προτού καταφέρουν να φτάσουν στον Κάλαμο. Από εκεί, σαν ελευθερώθηκε η Αιτωλία από τον Τούρκικο ζυγό, ήρθαν και ρίζωσαν στο χωριό του άντρα της, το Αγγελόκαστρο. Τρία παιδιά και τρεις κόρες έκανε η Ερατώ και είχε κιόλας εφτά εγγόνια. Άναψε το καντήλι στο εικονοστάσι με αργές τελετουργικές κινήσεις και έκανε το σταυρό της. Σ΄ευχαριστώ Παναγία μου που μ΄αξίωσες να δω την πατρίδα μου ελεύθερη! Σ`ευχαριστώ για όλες τις χαρές… δεν πρόλαβε ν΄αποσώσει, η πόρτα άνοιξε και χύθηκε μέσα ο Σίμος.
«Ήρθα!» ανήγγειλε.
«Καλώς τον!» του χαμογέλασε η Ερατώ και πήρε το ταγάρι που κουβαλούσε.
«Πού είναι τα παιδιά;»
«Πάνε στην εκκλησία, δεν άντεχαν να περιμένουν».
«Χμ! Δεν άντεχαν εε;» είπε γελώντας κάτω από τα μουστάκια του ο Σίμος. «Καλό παιδί δε φαίνεται, Ερατώ μου, αυτός ο Δημητρός;» τη ρώτησε σοβαρεύοντας, καθώς πλενόταν βιαστικά.
«Έτσι φαίνεται…».
«Μακάρι να ‘χει καλή τύχη σαν τ’αδέρφια της…» μουρμούρισε την ώρα που άλλαζε ρούχα. «Και θα κάνουμε ένα γλέντι, τρικούβερτο, στο γάμο της!» πρόσθεσε ξαναβρίσκοντας το κέφι του την ώρα που φόραγε το σκούφο του.
«Το νου σου όλο στο γλέντι το ‘χεις!» του είπε πειράζοντάς τον η Ερασμία και του ίσιωσε την χιονάτη φουστανέλα. Ο Σίμος γέλασε καλόκαρδα.
«Άντε πάμε και ‘μεις, καρδερίνα μου;»
Εκείνη του γνέψε καταφατικά και κίνησαν αντάμα, ως συνήθως.