Βρισκόμουν στο πάρκο της γειτονιάς, εκεί όπου έπαιζα παιδί. Ξαφνιάστηκα που την είδα, μα χάρηκα πολύ! Ήταν ολόκληρη μια αγκαλιά, όπως ήταν πάντα, σε όλη της τη ζωή… όμως κάτι με κρατούσε, σαν να μην έπρεπε να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω. Ήταν σοβαρή αλλά γεμάτη αγάπη. Το μειδίαμά της συγκρατημένο.
Η μέρα ήταν ολοφώτεινη, αλλά για κάποιον παράξενο λόγο το φως δεν ήταν εκτυφλωτικό. Τα χρώματα, ωστόσο, ήταν έντονα. Και τα μαλλιά της κατακόκκινα… Καθίσαμε στο μεγάλο άσπρο βραχάκι στη μέση του γρασιδιού για να τα πούμε. Κάναμε μια μεγάλη, πολύ σημαντική συζήτηση, που κράτησε πολλή ώρα. Νομίζω όμως ότι μιλούσε κυρίως εκείνη. Μου είπε πάρα πολλά πράγματα, καθοριστικής σημασίας. Κουβέντα δε θυμάμαι, ωστόσο. Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μου βρίσκονται ακόμα φυλαγμένα. Αλλά στο συνειδητό δεν έμεινε ούτε λέξη.
Θυμάμαι όμως καλά τη στιγμή που ήρθε η ώρα να φύγει. Ταράχτηκα… είχα τόσα να τη ρωτήσω και δεν θα προλάβαινα! Τη ρώτησα αυτό που με απασχολούσε περισσότερο. Ήταν ο πατέρας μου άρρωστος με πνευμονία. Τον είχα στο σπίτι του με οξυγόνο, μετά από πολυήμερη νοσηλεία. Πηγαινοερχόμουν συνεχώς, καθημερινά. Και τριάντα τηλέφωνα την ημέρα! Με τόσο μεγάλη συννοσηρότητα ανησυχούσα πολύ.
– Με τον μπαμπά τι θα γίνει;
– O μπαμπάς έχει δουλειές ακόμα.
Δεν ήθελα να φύγει. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά! Όμως ξαφνικά το βλέμμα της άλλαξε, σοβάρεψε, και μου απευθύνθηκε με το όνομά μου.
– Δε θα ξανάρθω. Θα τα πούμε στο τέλος.
Ποιος ξέρει τι όψη πήρε το πρόσωπό μου. Την είχα ανάγκη ακόμα. Πανικοβλήθηκα, στενοχωρήθηκα πολύ. Εκείνη το πρόσεξε. Με γλυκόπικρο χαμόγελο και μια θλίψη στα μάτια, μου μίλησε για τελευταία φορά. Μου είπε τέσσερεις λέξεις. Τέσσερεις λέξεις τελευταίες, που τις είπε σαν να μην τις πίστευε.
– Όλα θα πάνε καλά.
Αργότερα, έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ τι μου έλεγε όλη εκείνη την ώρα. Μάταια, δεν έπρεπε να θυμάμαι. Ήταν προσχεδιασμένο. Ό,τι μου είπε όμως, από αυτά που θυμόμουν, βγήκε αληθινό. Ο μπαμπάς μου έγινε καλά. Με βοήθησε με αυτά που ήρθαν στη ζωή μου όσο κανείς άλλος και πέρασε δεκάδες ακόμα, τρισχειρότερες περιπέτειες στην υγεία του. Τον έχασα εννιά χρόνια από την τελευταία φορά που την είδα.
Κι εκείνη πράγματι, από τότε δεν ξαναήρθε ποτέ στα όνειρά μου, ούτε μια φορά.
Τη μαμά μου θα την ξαναδώ στο τέλος.