Το Σκοτεινό Εστιατόριο
(Οι τέσσερις αισθήσεις)
Ήμουν πάντοτε λάτρης των ιστοριών τρόμου και των σκοτεινών ψυχολογικών θρίλερ. Ψάχνω ταινίες γυρισμένες μέσα στο σκοτάδι και τις σκιές όπου κρύβονται τα αρρωστημένα μυστικά των πρωταγωνιστών και το απολαμβάνω κάθε μα κάθε φορά.
Δεν υπήρχε, λοιπόν, περίπτωση να μην ενδώσω στον πειρασμό να επισκεφθώ το νέο εστιατόριο της πόλης μου για το οποίο γινόταν συνέχεια λόγος τώρα τελευταία. Όλοι μιλούσαν γι’αυτόν τον ιδιαίτερο και εντελώς καινοτόμο χώρο μιας και, όπως είχε διαδοθεί, δεν διέθετε καθόλου φωτισμό! Καθόλου και πουθενά! Ζήτησα από τη φίλη μου την Εριέτα να με συνοδεύσει, δέχτηκε.
Το ταξί μας άφησε έξω από μία είσοδο από συμπαγές μέταλλο βαμμένο μαύρο και χρυσό, κρύσταλλο δεν υπήρχε πουθενά, ούτε φωτισμένη μαρκίζα. ‘Έβαλλα το χέρι στο πόμολο της πόρτας, την έσπρωξα και προχωρήσαμε μέσα. Ακούστηκε ένας ανεπαίσθητος τριγμός καθώς το βαρύ μέταλλο γύρισε στη θέση του απαλά. Και μετά σκοτάδι, απόλυτο, πυκνό, αδιαπέραστο… Άκουσα μια βαριά ανάσα δίπλα μου κι ένα χέρι να μου γραπώνει στο μπράτσο. «Φεύγουμε τώρα»! άκουσα την Εριέτα δίπλα μου αλλά πριν προλάβω να απαντήσω από κάπου ήρθε μια φωνή που μας καλωσόριζε.
- Καλησπέρα σας, καλωσήλθατε! Έχετε κάνει κράτηση φαντάζομαι, όνομα παρακαλώ;
Η φωνή ερχόταν από κάπου μπροστά μας και αριστερά αλλά δεν ήμουν σίγουρη.
- Με συγχωρείτε αλλά δεν σας βλέπω, που είστε; Η φωνή μου ακούστηκε δυνατότερη από το κανονικό, μάλλον το ανάποδο της αντίδρασης τη στιγμή που βγάζουμε τα γυαλιά μας όταν δεν ακούμε κάτι καλά.
- Ω! μα μην ανησυχείτε, εξάλλου ούτε εγώ σας βλέπω, ξέρετε το προσωπικό στο εστιατόριο μας έχει μια ιδιαιτερότητα, είμαστε όλοι τυφλοί!
Ψέλλισα το όνομά μου εντελώς αποπροσανατολισμένη και ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη μου να με σπρώχνει απαλά. Συνειδητοποίησα ότι κρατούσα την Εριέτα από το χέρι και την έσυρα μαζί μου αλλά σταμάτησα στο πρώτο βήμα. Δεν έβλεπα που πατούσα, δεν ήξερα αν υπήρχαν σκαλοπάτια ή πόρτες μπροστά μας. Η φωνή χωρίς πρόσωπο, που τώρα την άκουγα πίσω μου με ενθάρρυνε να προχωρήσω, «μη φοβάστε, προχωρήστε ευθεία» την άκουσα να λέει αμέσως πριν ακούσω ένα ελαφρύ σύρσιμο βαριάς κουρτίνας.
Δεν ξέρω αν τα μάτια μου είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στο σκοτάδι ή αν όντως η αίθουσα που υπήρχε πίσω από την κουρτίνα φωτιζόταν απειροελάχιστα από, το πολύ, τρεις πηγές φωτός από ισάριθμα κεριά που φαίνονταν να αιωρούνται στο χώρο, χωρίς ωστόσο να αποκαλύπτουν τίποτε από το περιβάλλον που βρισκόμαστε.
Προσπαθώντας να συνέλθω από το σοκ, άρχισα για πρώτη φορά να ακούω ανακατεμένους ήχους, ψιθυριστές ομιλίες, βήματα, σιγανά γέλια ανακατεμένα με αγχωμένες ανάσες. ‘Ένα χέρι στον ώμο μου και μια γυναικεία φωνή μας οδήγησε καθησυχαστικά σε ένα τραπέζι που δεν έβλεπα και τράβηξε τις καρέκλες. ‘Έβαλα μπροστά τα χέρια μου και κρατήθηκα από το τραπέζι για να καθίσω, το ίδιο μάλλον έκανε και η Εριέτα από την απέναντι πλευρά.
- Είστε έτοιμες να παραγγείλετε; Μην ανησυχείτε για το μενού, το λέμε προφορικά για προφανείς λόγους
‘Άκουσα τη φωνή πολύ κοντά μου και γυρνώντας νόμισα πως διέκρινα τη σιλουέτα της σερβιτόρας αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν όντως την έβλεπα ή ήταν δημιούργημα του μυαλού μου. ‘Ενιωσα τόσο άβολα όσο δεν είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου, ήμουν ανήμπορη να διαβάσω ένα κατάλογο, εντελώς ανίκανη, αν σκεφτούμε πως άνθρωποι με προβλήματα όρασης διαβάζουν επιστημονικά συγγράμματα με το σύστημα Μπράιγ.
‘Εσυρα το χέρι μου πάνω στο τραπέζι πολύ αργά και προσεκτικά, έπιασα μια κρύα επιφάνεια, στρογγυλή, στιλπνή στη μέση, κάτι ανάγλυφο στην περιφέρεια, το πιάτο μου. Ποτέ δεν είχα ψηλαφίσει ένα πιάτο, μου έφτανε που το έβλεπα. Το χέρι μου πήγε πιο δεξιά, κάπου σκόνταψε και μάλλον το ποτήρι μου βρέθηκε με ένα απαλό γδούπο στο πάτωμα, έκανα ζημιά αλλά δε φταίω, δεν ξέρω πως να λειτουργώ χωρίς φως.
Η σερβιτόρα πλησίασε πάλι να μας σερβίρει νερό στα ποτήρια, «έριξα το ποτήρι μου» της είπα, «μην ανησυχείτε, το έχω ήδη μαζέψει, ορίστε ένα άλλο, βάλτε τον αντίχειρά σας μέσα και όταν η στάθμη του νερού φτάσει στην άκρη του πέστε μου να σταματήσω». ‘Ενιωσα το νερό να ακουμπάει το δάχτυλό μου και ήξερα πως το ποτήρι μου είχε νερό. Χαμογέλασα μέσα στο σκοτάδι από ικανοποίηση, τελικά υπάρχουν τρόποι για όλα.
Με κάποιο μαγικό τρόπο άρχισα να χαλαρώνω και οι ήχοι γύρω μου να αποκτούν ευκρίνεια και ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Ξεχώριζα τον ήχο του πιρουνιού να ακουμπάει στο πορσελάνινο πιάτο και αμέσως μετά μια γουλιά κρασί να κατεβαίνει σε ένα φάρυγγα που προφανώς ανήκε στον άνθρωπο που καθόταν στο διπλανό τραπέζι. Αναρωτήθηκα αν άκουγε κι αυτός το νερό να κυλάει μέσα μου.
Πήρα βαθιά εισπνοή και για πρώτη φορά εκείνο το περίεργο βράδυ μύρισα πολλές ανακατεμένες μυρωδιές που όντως θύμιζαν χώρο με πολλούς ανθρώπους που απολάμβαναν το φαγητό τους. ‘Εντονη μυρωδιά από θαλασσινά πλησίαζε προς το μέρος μου και θυμήθηκα ότι είχα παραγγείλει λιγκουίνι με θαλασσινά λίγο πριν ακούσω τη σερβιτόρα να λέει «καλή σας όρεξη» και το πιάτο να προσγειώνεται μπροστά μου.
‘Εσκυψα ελαφρά προς το πιάτο και μύρισα όσα δεν έβλεπα. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η όσφρηση είναι εξίσου σημαντική με τις υπόλοιπες αισθήσεις μας, μεγάλο λάθος! Παρόλο που δεν έβλεπα το πιάτο μου μπόρεσα να φανταστώ την εικόνα του, τα χρώματα των θαλασσινών, το χρώμα της σάλτσας, το πως οι γαρίδες και οι αχιβάδες μισοκρύβονταν μέσα στα μακαρόνια.
‘Εψαξα το πιρούνι μου προσέχοντας μην το ρίξω κι αυτό στο πάτωμα, με το ένα χέρι άγγιξα την άκρη του πιάτου και με το άλλο βύθισα το πιρούνι μέσα. Τα κατάφερα! ‘Ετρωγα αργά, προσεκτικά, με υπολογισμένες κινήσεις αλλά κανονικότατα! Και τη γεύση μου την ένιωθα οξυμένη, πιο εκλεπτυσμένη, σαν ο αντιπερισπασμός της όρασης να υποβάθμιζε τις άλλες αισθήσεις που θεωρούμε δευτερεύουσες.
Δεν είδα τους ανθρώπους στα διπλανά τραπέζια, δεν ξέρω πως ήταν ντυμένοι, πως σήκωναν το ποτήρι τους, τι μορφασμούς έκαναν όταν έτρωγαν, αλλά τους άκουσα, τους μύρισα, ένιωσα την παρουσία τους μέσα στο σκοτάδι, ήταν μια αναπάντεχη εμπειρία το Σκοτεινό Εστιατόριο.
Δεν ξέρω αν θα ξαναπάω ποτέ, είμαι σίγουρη όμως ότι θα ελαττώσω τις ταινίες τρόμου για ένα διάστημα!