,

Δείπνο για τέσσερις

Μόλις δυο βδομάδες είχαν περάσει από τη λήξη της  πρώτης ανοιξιάτικης καραντίνας  λόγω πανδημίας, κι ο Γιώργος με την Ζέτα ανυπομονούσαν να βρεθούν επιτέλους με τους κολλητούς τους φίλους. Με τον Άρη και την Άννα ήταν αχώριστη τετράδα από τα φοιτητικά τους χρόνια. Μαζί στα ξενύχτια, μαζί στις εξεταστικές, στα πάρτι, στις εκδρομές, στα ζόρια και στις χαρές. Μέχρι που κουμπάριασαν κιόλας στο τέλος κι έδεσε ακόμα πιο πολύ το σιρόπι της νεανικής τους φιλίας.

Ο Γιώργος κι ο Άρης δύο πετυχημένοι, γοητευτικά γκριζαρισμένοι σαραντάρηδες δικηγόροι πλέον. Η σοβαρή και μετρημένη Ζέτα συμβολαιογράφος με γραφείο μεσοτοιχία με του άνδρα της, ο οποίος την πείραζε συχνά λέγοντάς της ότι είχε παραγίνει «καθώς πρέπει» και «μη μου άπτου» από τότε που έπιασε στα χέρια της την στρογγυλή σφραγίδα. Η Άννα, πραγματική καλλονή στα φοιτητικά της χρόνια, παρέμενε αιώνια έφηβη κι ονειροπόλα και διατηρούσε ακόμα εμφανή πάνω της τα σημάδια του νεανικού της θριάμβου. Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της στη νομική, άφησε τις αγορεύσεις και τα έδρανα των δικαστηρίων στον φιλόδοξο άνδρα της τον Άρη,  κι αυτή ασχολήθηκε με την μεγάλη της αγάπη που ήταν η φωτογραφία.

Το αποψινό δείπνο το περίμεναν και οι τέσσερις με μεγάλη ανυπομονησία. Επιτέλους θα ξανασυναντιούνταν μετά από δυο μήνες καταναγκαστικού εγκλεισμού. Όλα ήταν κανονισμένα στην εντέλεια από την προηγούμενη. Η κράτηση στο ακριβό ιταλικό εστιατόριο είχα γίνει στο όνομα του Άρη που σύχναζε εκεί και πριν την καραντίνα για διάφορα επαγγελματικά γεύματα. Είχε ζητήσει το πιο απομονωμένο τραπέζι για να είναι μακριά από τον κόσμο και να μπορούν να μιλούν  με την ησυχία τους . Οι αλλοδαπές νταντάδες είχαν ειδοποιηθεί από νωρίς και είχαν φτάσει για το απαραίτητο μπέιμπι-σίτινγκ στα παιδιά των ζευγαριών, που είχαν εξαγριωθεί από τους δυο μήνες υποχρεωτικού εγκλεισμού και τσακώνονταν ολημερίς μεταξύ τους γκρινιάζοντας δίχως έλεος.

Πρώτοι έφτασαν ο Γιώργος με τη Ζέτα. Κάθισαν στο τραπέζι που είχε κρατηθεί για αυτούς στο βάθος του εστιατορίου και περίμεναν τους φίλους τους αργοπίνοντας αμίλητοι ένα ακριβό ροζέ κρασί που τους πρότεινε ο σομελιέ του εστιατορίου αφού πρώτα τους πήρε με ύφος περισπούδαστο  ένα μικρό ιστορικό που αφορούσε τις γευστικές τους προτιμήσεις και τις νότες των αρωμάτων που τους ευχαριστούσαν περισσότερο στον ουρανίσκο.  Ο Άρης με την Άννα δεν άργησαν να εμφανιστούν κι αυτοί στην είσοδο απαστράπτοντες σαν να είχαν βγει από εξώφυλλο της γαλλικής Vogue,  κι αφού αναζήτησαν με το βλέμμα τους φίλους τους μέσα στην αίθουσα, κατευθύνθηκαν με συγκρατημένο ενθουσιασμό προς το μέρος τους μόλις τους είδαν. Οι συνθήκες της πανδημίας δεν επέτρεπαν φιλιά και εναγκαλισμούς οπότε οι άνδρες χαιρετήθηκαν με θερμά χαμόγελα κι ένα ελαφρύ χτύπημα στην πλάτη ενώ οι δυο γυναίκες έστειλαν η μια στην άλλη ένα πεταχτό φιλί στον αέρα.

Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά από την στιγμή που έφτασε το δεύτερο ζευγάρι στο εστιατόριο όταν έσβησαν τα φώτα. Στην αρχή πίστεψαν ότι επρόκειτο για κάποια στιγμιαία πτώση τάσης που θα επανερχόταν σε δευτερόλεπτα όμως τα λεπτά κυλούσαν και τα πάντα στο χώρο παρέμεναν εντελώς σκοτεινά. Ο σερβιτόρος δεν άργησε να πλησιάσει προς το τραπέζι τους για να τους ενημερώσει ότι μια βλάβη σε κάποιον υποσταθμό της ΔΕΗ είχε προκαλέσει την διακοπή ρεύματος στην περιοχή η οποία θα έπαιρνε αρκετή ώρα για να αποκατασταθεί. Παρόλα αυτά η κουζίνα του εστιατορίου λειτουργούσε κανονικά γιατί χρησιμοποιούσε υγραέριο οπότε θα μπορούσαν , εφόσον το επιθυμούσαν φυσικά, να απολαύσουν το γεύμα τους στο σκοτάδι. Η απόφαση να παραμείνουν λήφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες καθότι ο δίμηνος καταναγκαστικός εγκλεισμός τους είχε κάνει να θέλουν να μείνουν εκτός σπιτιού ανεξαρτήτως συνθηκών.

Ο Γιώργος έριξε πρώτος την ιδέα.

«Παιδιά τι λέτε να παίξουμε ένα παιχνίδι; Έτσι για να περάσει πιο διασκεδαστικά η ώρα μας στο σκοτάδι.»

«Έλα ρε Γιώργο, τι παιχνίδι; Άσε να πούμε λίγο τα νέα μας»  γκρίνιαξε ανόρεχτα η Ζέτα.

«Τι νέα βρε Ζέτα μου; Δυο μήνες μέσα στο σπίτι τη βγάλαμε. Που να τα βρούμε τα νέα;» την έκοψε ο Άρης.

«Για πες Γιώργο, τι λες να παίξουμε;» μπήκε στην κουβέντα και η Άννα.

«Λοιπόν, θα πούμε στον σερβιτόρο να μας φέρει τέσσερα διαφορετικά πιάτα χωρίς να μας πει τι είναι το καθένα. Θα τα δοκιμάσουμε και θα προσπαθήσουμε να αναγνωρίσουμε τα συστατικά τους κάνοντας γευστικούς συνειρμούς από το μακρινό κοινό παρελθόν μας. Ας πούμε πως θα προσπαθήσουμε να αναβιώσουμε στιγμές από τη φιλία μας μέσα από τις γεύσεις και τις μυρωδιές των πιάτων μας.»

«Πλάκα θα έχει! Ας παίξουμε!» απάντησαν με μια φωνή ο Άρης και η Άννα ενώ η Ζέτα συγκατένευσε κι αυτή τελικά, αν και απρόθυμα.

Η παραγγελία δόθηκε στον σερβιτόρο ο οποίος, από τον τόνο της φωνής του, φάνηκε αρχικά διστακτικός αλλά κατόπιν πείστηκε από τον ενθουσιασμό των μελών της παρέας να την εκτελέσει.

Πολύ σύντομα τα βήματα του σερβιτόρου ακούστηκαν να πλησιάζουν ξανά στο τραπέζι τους μαζί με τις μυρωδιές των φαγητών που γαργάλησαν διακριτικά τη μύτη τους. Τα πιάτα προσγειώθηκαν μπροστά από τους τέσσερις συνδαιτημόνες και το παιχνίδι ξεκίνησε.

Πρώτος πήρε το λόγο ο Γιώργος, ο οποίος οσμίστηκε για λίγο με προσήλωση το φαγητό που είχε μπροστά του κι έπειτα δοκίμασε μια μικρή μπουκιά μασώντας την με τα μάτια κλειστά.

«Γλυκό κόκκινο κρασί και δενδρολίβανο. Καλοκαίρι στην Αστυπάλαια. Δεύτερο ή τρίτο έτος στη σχολή ήμασταν. Την κανονίζαμε αυτή την εκδρομή από τον Μάιο. Τέλος Αυγούστου τελικά πήγαμε, θυμάστε; Γιορτή κρασιού στην πλατεία της Χώρας κι ένα υπέροχο κόκκινο γλυκόπιοτο κρασί έρεε άφθονο εκείνο το βράδυ. Καθόμασταν σε μια πεζούλα πίνοντας, γελώντας και κοιτάζοντας την ορχήστρα να παίζει ενώ μια ομάδα από ντόπιες γυναίκες  χόρευε παραδοσιακούς χορούς. Είμασταν είκοσι χρονών, μπροστά μας έστεκαν οι ανεμόμυλοι φωτισμένοι κι από κάτω το Αιγαίο απλωνόταν γαλήνιο. Την επόμενη μέρα πήγαμε για μπάνιο σε μια απόμερη παραλία γυμνιστών στη ρίζα ενός λόφου. Θυμάμαι τον ήλιο να καίει τα λευκά βότσαλα, τα τζιτζίκια να λαλάνε ασταμάτητα κι ένα ελαφρύ ανεπαίσθητο αεράκι να φέρνει στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά του δενδρολίβανου από τις γύρω πλαγιές.»

Παύση από όλους. Τους πήρε αρκετά δευτερόλεπτα να βγουν από το στιγμιότυπο του Γιώργου και να επιστρέψουν στο εδώ και τώρα. Δεύτερη στη σειρά του παιχνιδιού θέλησε να μπει η Άννα. Στα τυφλά δοκίμασε κι αυτή το φαγητό που είχε μπροστά της κι ύστερα περίμενε λίγο μέχρι η γεύση να μετουσιωθεί σε εικόνα.

«Ριζότο με σαφράν. Το σαφράν πάντα το μισούσα γιατί μου θύμιζε ιώδιο ή betadine. Βρίσκομαι σε μια ψυχρή αίθουσα χειρουργείου μόνη, φοβισμένη και κρυώνω πολύ. Όλα εκεί μέσα μυρίζουν ιώδιο και αντισηπτικό. Είμαι είκοσι ετών και είναι το φθινόπωρο που ακολούθησε εκείνο το καλοκαίρι στην Αστυπάλαια. Είμαι έγκυος από τον Άρη. Πέρασε λίγο διάστημα μέχρι να το ανακαλύψω, απέδιδα την καθυστέρηση στον άστατο κύκλο μου. Δεν σου είχα πει τίποτα τότε Ζέτα, σε κανέναν δεν το είχα πει εκτός από τον Άρη. Δεν γινόταν να το κρατήσουμε, θα καταστρέφαμε τις σπουδές μας, το μέλλον μας, τις ζωές μας. Ήμασταν ακόμα οι ίδιοι παιδιά, πώς θα μπορούσαμε να φέρουμε στον κόσμο ένα άλλο παιδί; Όταν ξύπνησα από την νάρκωση κι άνοιξα τα μάτια μου το μόνο που θυμάμαι είναι το φαρμακερό κρύο που ένιωθα μέσα μου και τη μυρωδιά από το ιώδιο να μου τρυπάει τα ρουθούνια. Από τότε μίσησα το σαφράν γιατί είχε τη μυρωδιά του θανάτου. Ακόμα και τώρα που έχουν περάσει πια τόσα χρόνια, όταν χτυπάνε τα παιδιά μου δεν τους βάζω ποτέ betadine στις πληγές. Έχω πάντα στο φαρμακείο  οξυζενέ που είναι άοσμο και που δεν ανασκαλίζει τις δικές μου πληγές.»

Σιωπή στο ακροατήριο. Ο Άρης πιάνει τρυφερά το χέρι της Άννας ενώ η Ζέτα ψάχνει μάταια να συναντήσει το βλέμμα της μέσα στο σκοτάδι. Σειρά έχει τώρα ο Άρης που αφήνει το χέρι της γυναίκας του και πιάνει το πιρούνι. Το φέρνει αργά στο στόμα του, γεύεται με περίσκεψη το φαγητό του και ξεκινά.

«Μπριζόλα στη σχάρα με σως μαυροδάφνης. Καρναβάλι στην Πάτρα, καλεσμένοι όλοι στο σπίτι εκείνου του Πατρινού συμφοιτητή μας που του κολλάγαμε βάζοντάς τον να λέει κάθε τόσο τη φράση ‘Αντώνη κοίτα το χιόνι που λιώνει’ για να του κάνουμε καζούρα για τον τρόπο που πρόφερε το νι και το λι. Οι τέσσερις μας στρυμωγμένοι σαν τις σαρδέλες στο ΚΤΕΛ μέχρι την Πάτρα και μετά είκοσι νοματαίοι στρωματσάδα στο σπίτι του Πατρινού. Θυμάστε εκείνη τη βραδινή παρέλαση των πληρωμάτων με τον αυτοσχέδιο φωτισμό που την βγάλαμε μέχρι τα μισά γιατί κάποια στιγμή σωριάστηκα στο πεζοδρόμιο από την πολλή μαυροδάφνη; Και μετά το τεράστιο  πάρτι στην κεντρική πλατεία όπου καταλήξαμε όλοι να παίζουμε μπουγέλα μέσα στο σιντριβάνι; Κι εκείνο το γαλακτομπούρεκο που είχε αφήσει η μάνα του Πατρινού στην κουζίνα να κρυώσει και το πρωί που σηκώθηκε βρήκε το ταψί αδειανό και μέσα είκοσι πιρούνια;»

«Αν θυμόμαστε λέει! Από τότε δεν έχω ξαναπιεί μαυροδάφνη. Μια βδομάδα έκανα να συνέλθω από το μεθύσι εκείνου το καρναβαλιού» λέει ζωηρά η Ζέτα που έχει έρθει τώρα η σειρά της. Δοκιμάζει με κλειστά τα μάτια και προχωρά στην περιγραφή.

«Ντομάτα και βασιλικός. Το γαμήλιο ταξίδι μας με το Γιώργο στη Ρώμη, δώρο των κουμπάρων μας για το γάμο μας. Το εστιατόριο στην Πιάτσα ντι Σπάνια που καθίσαμε για να πιούμε ένα κρασί και μαζί μας σέρβιραν μπρουσκέτες με ντομάτα και βασιλικό. Η υπόσχεση που είχαμε δώσει να πούμε ο ένας στον άλλον μια πικρή αλήθεια που δεν είχαμε πει ως τότε. Η δική μου αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα να βράζω ούτε αυγό. Η δική του ήταν αληθινά πικρή. Είχε ερωτευτεί την Άννα από την πρώτη μέρα που την είχε δει στη σχολή αλλά δεν είχε τολμήσει να της το πει. Κι ύστερα πρόλαβε ο Άρης και τα υπόλοιπα είναι ιστορία»

Ξαφνικά τα φώτα άναψαν και ο σερβιτόρος εμφανίστηκε ξανά με αναπτερωμένο ηθικό και ανανεωμένη διάθεση.

«Ελπίζω να σας άρεσαν τα πιάτα που διάλεξα για σας. Επιδόρπιο κανείς;»

 

Απάντηση


%d