,

Κυρ Μιχάλης

«Βόλτα με τα παιδιά!» φώναξε ο Μίλτος και καβάλησε το ποδήλατο του. Η μητέρα του, που διάβαζε στον κήπο, κούνησε το χέρι της για να τον χαιρετήσει. Ο πατέρας του στάθηκε με σταυρωμένα τα χέρια και επέστρεψε μέσα στο σπίτι.

«Βόλτα με τα παιδιά!» φώναξαν και τα δύο αδέρφια, ο Κώστας και ο Αποστόλης, όταν τους ρώτησαν οι γονείς τους πού πάνε. Τα κορίτσια τους περίμεναν ήδη στην πλατεία ενώ οι μητέρες τους έπιναν καφέ με τις κυρίες του συλλόγου. Ήταν μια συνηθισμένη ημέρα για τους μεγάλους στο χωριό, αλλά ξεχωριστή για τα παιδιά.

«Πάμε να πάρουμε τον Στάθη, γύρισε από την Αθήνα για τις καλοκαιρινές διακοπές», ανακοίνωσε ο Μίλτος μόλις όλη η παρέα συγκεντρώθηκε. Όπως και οι φίλοι του, αγαπούσε πολύ το καλοκαίρι, περισσότερο γιατί επέστρεφε ο ξάδερφός του από την Αθήνα. Ανυπομονούσαν να ξεκινήσουν τις καλοκαιρινές τους περιπέτειες. Του χρόνου θα πήγαιναν γυμνάσιο, εκτός από τα κορίτσια, την Δανάη και την Αθηνά, που είχαν ακόμα δύο χρονιές για να τελειώσουν το δημοτικό. Κατέβηκαν τους λόφους και σταμάτησαν στο ποτάμι να ξεκουραστούν. Τα κορίτσια ακουμπήσανε τα ποδήλατά τους στον κορμό μιας ελιάς και έπλεξαν πιο σφιχτά τα κοτσιδάκια τους.

«Το ακούς;» ρώτησαν ξαφνικά η μία την άλλη.

«Αγόρια, ελάτε!» φώναξε η Δανάη και άρχισαν να ακολουθούν τον παράξενο ήχο. Περπάτησαν κατά μήκος του ποταμού, χωρίζοντας το γρασίδι στα δύο.

«Εδώ, κοιτάξτε», είπε ο Κώστας δείχνοντας κάποια κλαδιά στο ποτάμι. Ο αδερφός του έσκυψε στα γόνατα, τραβώντας το τσουβάλι που ήταν μπλεγμένο ανάμεσα τους.

«Πρόσεχε, Αποστόλη», είπαν φοβισμένα τα κορίτσια. Τον κρατούσαν όλοι μαζί από την μπλούζα και έκατσαν στην όχθη να ανοίξουν το βρεγμένο τσουβάλι.

«Είναι μωρό; Τι όμορφο γατάκι! Τι κάνει μέσα στο τσουβάλι;»

«Όχι, είναι μεγαλωμένο. Κάποιος το πήρε από το μάνα του, το έβαλε στο τσουβάλι και το πέταξε στο ποτάμι για να πεθάνει».

«Τι λες, βρε Στάθη; Πού το ξέρεις;»

«Συμβαίνει συνέχεια στην Αθήνα. Δεν έχετε ζώα εδώ;».

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ανασήκωσαν τους ώμους.

«Όχι, δεν έχουμε τέτοια ζώα στο χωριό», είπε ο Μίλτος.

«Παράξενο που δεν έχετε».

Σιώπησαν ξανά.

«Και τώρα τί κάνουμε;»

«Θα σας πω. Πρέπει να το στεγνώσουμε και να το ταΐσουμε. Και να βρούμε κάποιον να το φροντίσει. Είναι ευλογημένο που τα κατάφερε».

Η Αριστέα το πήρε αγκαλιά και έτρεξε στο ποδήλατό της. Έλυσε το μαντήλι από το καλαθάκι της, το τύλιξε προσεκτικά και το έβαλε μέσα. Το γατάκι κούρνιασε κουρασμένο και αποκοιμήθηκε. Ήταν λίγων μηνών, πολύχρωμο ταρταρουγάκι.

Ξεκίνησαν να επιστρέψουν στο χωριό και με την κουβέντα αφαιρέθηκαν και ξεστράτισαν από το μονοπάτι. Το παλιό αρχοντικό αποκαλύφθηκε μπροστά τους, με τις ψηλές πύλες και τους αχανείς κήπους.

«Αυτό είναι ένα ωραίο μέρος για να ζει ένα γατάκι».

«Ωραία ιδέα, Αποστόλη, πάμε να μάθουμε ποιος μένει εδώ».

Φώναξαν μα κανένας δεν απάντησε. Έσπρωξαν την πύλη και περπάτησαν διστακτικά ανάμεσα στους θάμνους και τις τριανταφυλλιές. Στο μπαλκόνι ξεπρόβαλε ένας ηλικιωμένος κύριος και τα κοίταξε σαστισμένος. Στήριζε το βάρος του σε ένα ξύλινο μπαστούνι και φορούσε μαύρα ρούχα ενώ, το μούσι του ήταν μακρύ και ακατάστατο.

«Κύριε…», μουρμούρισε ο Κώστας. «Μπορείτε να μας βοηθήσετε; Βρήκαμε ένα γατάκι».

«Γατάκι; Για όνομα του Θεού!».

«Θα μπορούσατε να το μεγαλώσετε στους κήπους σας;» ξεροκατάπιε ο Μίλτος.

«Φύγετε αμέσως και μην ξανάρθετε εδώ με τέτοιο ζώο!» βροντοφώναξε και τα παιδιά έτρεξαν έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

«Τί παράξενος άνθρωπος. Καλύτερα που δεν αφήσαμε το γατάκι μας εκεί».

«Μην στεναχωριέσαι, Δανάη. Θα βρούμε μια λύση. Θα το κρύψουμε προσωρινά στο δεντρόσπιτο».

Τα παιδιά συμφώνησαν και υποσχέθηκαν να μην αποκαλύψουν σε κανέναν το μυστικό τους. Πήγαιναν και το φρόντιζαν όπως μπορούσαν και το τάιζαν με φαγητό που έπαιρναν κρυφά από τα σπίτια τους.

Πέρασε σχεδόν το καλοκαίρι, ώσπου εκείνο το πρωινό που μαζεύτηκαν στο δεντρόσπιτο, αλλά το γατάκι τους δεν ήταν εκεί.

«Πάει η Λίλη μας, την πήραν!», έκλαιγε η Δανάη και οι φίλοι της, την πήραν αγκαλιά να την ηρεμήσουν.

Ως το βράδυ την φώναζαν και την έψαχναν, μα ήταν άφαντη.

«Να δείτε που την πήρε εκείνος που μισεί τα ζώα!», έσφιξε τη γροθιά του ο Μίλτος. «Έμαθα ότι είναι πολύ κακός άνθρωπος».

«Ποιος; Ο παππούς στο μεγάλο σπίτι;»

Τα παιδιά στάθηκαν ξανά μπροστά από την πύλη του αρχοντικού. Κανένα δεν τολμούσε να κάνει το πρώτο βήμα. Μια κοπέλα ξεπρόβαλε από το σπίτι και περπάτησε ως την πύλη. Τα παιδιά μουρμούριζαν μεταξύ τους.

«Γειά σας, είμαι η Μαίρη», συστήθηκε η νεαρή κοπέλα. Φορούσε μοντέρνα και φανταχτερά ρούχα και τα κορίτσια ψιθύρισαν μεταξύ τους «δεν είναι από εδώ».

«Ψάχνουμε το γατάκι μας», βρήκε το θάρρος και είπε ο Στάθης.

«Γατάκι εδώ;» παραξενεύτηκε η Μαίρη. «Είναι αργά, θα σας ψάχνουν οι γονείς σας τέτοια ώρα».

«Θέλουμε τη Λίλη μας πίσω και θα φύγουμε», είπαν όλα μαζί.

«Αποκλείεται να είναι εδώ. Ο κυρ Μιχάλης δεν… Λυπάμαι για το γατάκι σας αλλά δεν είναι εδώ».

«Μαίρη!» ακούστηκε η βροντερή φωνή του κυρ Μιχάλη. Ξεπρόβαλε σκυθρωπός στο μπαλκόνι και παρατήρησε τα παιδιά που μιλούσαν με την εγγονή του.

«Σας παρακαλούμε κυρία, βοηθήστε μας. Εκείνος πρέπει να την πήρε».

«Παιδιά μου, δεν είναι εδώ. Γύρισα πριν λίγες μέρες από το Λονδίνο και όσο είμαι εδώ δεν έχω δει κανένα γατάκι. Ποτέ…», κράτησε την ανάσα της και το πρόσωπο της κοκκίνησε. «Ποτέ δεν θα υπάρξει γατάκι εδώ».

«Μόνο εσείς μένετε εδώ; Μήπως κάποιος άλλος είδε κάτι;»

«Όχι, μικρή μου, μόνο εγώ. Ο κυρ Μιχάλης, ο παππούς μου, ζει μόνος του. Δεν έχει άλλους συγγενείς εκτός από εμένα και τη μαμά μου που ζούμε πλέον στο εξωτερικό. Είχα μια αδερφούλα αλλά δεν ζει πια», απάντησε η Μαίρη.

«Την χάσατε όπως και εμείς την Λίλη;»

Η κοπέλα σκούπισε τα δάκρυα της και χαμογέλασε.

«Μακάρι να μπορούσα να σας βοηθήσω», απάντησε κοφτά.

«Ακούσατε κάτι;» ρώτησε ο Στάθης. «Σαν αυτοκίνητο ήταν. Πάμε να φύγουμε καλύτερα παιδιά, πριν βραδιάσει και άλλο».

Οι σειρήνες των πυροσβεστικών οχημάτων έσκισαν τη νύχτα στα δύο και όλο το χωριό ξεσηκώθηκε. Η φωτιά ερχόταν από τους λόφους. Οι αστυνομικοί που έφτασαν στο χωριό, έδιναν οδηγίες στους κατοίκους πώς να εκκενώσουν το χωριό, σε περίπτωση που πλησίαζε η φωτιά. Ο παπάς σήμανε τις καμπάνες και ήδη πολλοί κάτοικοι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν προληπτικά το χωριό. Οι υπόλοιποι μαζεύτηκαν στην πλατεία και συνομιλούσαν με τους πυροσβέστες που παρέμειναν σε αναμονή των εξελίξεων. Μια γειτόνισσα πλησίασε τη μαμά του Μίλτου και της είπε ότι άκουσε για μια νεαρή γυναίκα που μεταφέρουν στο νοσοκομείο με ελαφρά εγκαύματα. Της είπε ότι έμενε στους λόφους με τον παππού της.

«Χριστούλη μου, η δεσποινίς Μαίρη!», συλλογίστηκε ο Μίλτος και έτρεξε να βρει την παρέα του. Ένα περιπολικό σταμάτησε ξαφνικά στην πλατεία. Η πόρτα άνοιξε και ο κυρ Μιχάλης κατέβηκε συνοδεία αστυνομικών.

«Μηνά! Εμφανίσου!» πρόσταξε σφίγγοντας τα δόντια του. Τα γκρίζα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και τα μάτια του σκοτεινά και λυπημένα.

«Τον πατέρα σου φωνάζει;» ρώτησε ο Κώστας.

Ο Μίλτος ανασήκωσε τους ώμους απορημένος. Είδε τον μπαμπά του να στέκεται απέναντι από τον κυρ Μιχάλη και το αίμα του πάγωσε. «Μη του κάνεις κακό!» φώναξε.

«Αρκετά Μηνά. Βρήκαν το κομμάτι από το σακάκι σου που πιάστηκε στην πύλη. Ξέρουν ότι ήσουν εσύ!».

Όλοι κοίταξαν το σκισμένο σακάκι και μουρμούρισαν μεταξύ τους. Η γυναίκα του κόντευε να λιποθυμήσει. Οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες και ο Μίλτος έτρεξε κλαίγοντας στην αγκαλιά της μαμάς του.

«Ποτέ δεν κατάφερες να αποδεχτείς ότι δεν σου έδωσα το χέρι της κόρης μου. Και ήταν τέτοιος ο θυμός σου που δηλητηρίασες τον αγαπημένο μου γάτο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η μικρή μου εγγονούλα, η Ναταλίτσα…», τον βάσταξαν οι αστυνομικοί γιατί ο κυρ Μιχάλης μόνο στη θύμηση της σωριαζόταν. «Η Ναταλίτσα μου τον πήρε αγκαλιά και το δηλητήριο την σκότωσε και αυτήν. Δεν σου έδωσα την κόρη μου και μου πήρες την εγγονή. Ήταν δίκαιο; Πώς βάσταξε η ψυχή σου; Τώρα έκαψες το σπίτι μου, τους κήπους μου, κόντεψες να κάψεις και το χωριό σου, Μηνά. Τόσο πολύ με μισείς; Η μεγάλη μου εγγονή ήταν πάνω στο σπίτι και κοιμόταν, ίσα που πρόλαβε και βγήκε έξω! Αλλά δεν περίμενες ότι τέτοια ώρα ένας γέρος θα έκοβε βόλτα στους κήπους. Σε είδα! Τελείωσες!» χτύπησε το μπαστούνι του στο χώμα.

«Γιατί έβαλες την φωτιά;», ρώτησε απότομα ένας κάτοικος και οι αστυνομικοί ζήτησαν από τους υπόλοιπους να κάνουν ησυχία.

«Είδα τον γιο μου να πηγαίνει εκεί», μουρμούρισε με την ίδια απέχθεια όπως πάντα όταν θυμόταν αυτό το σπίτι.

Εκεί χάθηκε η χαρά του. Εκεί θα έχανε και ο κυρ Μιχάλης τη δική του. Αυτή η αγάπη του παππού για τον γάτο! Ο Μηνάς τον σιχαινόταν. Αλλά δεν περίμενε ότι το δηλητήριο ήταν τόσο δυνατό που θα σκότωνε και το παιδί. Τότε δεν τον είδε κανείς. Ο κυρ Μιχάλης έδιωξε την υπόλοιπη οικογένεια στο εξωτερικό και έζησε απομονωμένος από όλους και από όλα. Κανένα ζώο δεν γλύτωσε από την μανία του σε ολόκληρο το χωριό. Λένε ότι όποιος κάνει κακό στα ζώα είναι ικανός για όλα. Έτσι είναι.

«Πού είναι η Λίλη, η γατούλα μας;» φώναξαν σπαρακτικά τα κορίτσια.

Ο Μίλτος γύρισε το κεφάλι του προς τα παιδιά.

«Στο πηγάδι».

«Θα πάμε εμείς», είπαν οι πυροσβέστες.

«Δεν τους παίρνεις πίσω!», ξεστόμισε ο Μηνάς ενώ τον έβαζαν στο περιπολικό.

«Η τελευταία κουβέντα είναι του Θεού, εσύ να μην μιλάς άλλο», απάντησε ο κυρ Μιχάλης.

Η μικρή γατούλα γύρισε πίσω κρυμμένη στο σακάκι του πυροσβέστη. Όλα τα παιδιά άνοιξαν την αγκαλιά τους να την υποδεχτούν. Το πρώτο γατάκι του χωριού. Τόσα χρόνια μετά, ήρθε η ώρα να αποδοθεί η δικαιοσύνη και να καταλαγιάσει η φωτιά.

«Δεν έχω συγγνώμη να σας πω, δεν φτάνει…», ψέλλισε η μαμά του Μίλτου.

«Ξέρω ότι σας είχε στρέψει όλους εναντίον μου με διάφορες φήμες. Λυπάμαι που μάθατε την αλήθεια με αυτό τον τρόπο».

«Θα σας παρακαλούσα να μείνετε μαζί μας, με την εγγονή σας, μόλις επιστρέψει από το νοσοκομείο. Θα αναλάβουμε να φτιάξουμε και το σπίτι σας».

Συμφώνησαν όλοι και πλησίασαν τον κυρ Μιχάλη.

«Και θα θέλαμε πολύ την συντροφιά σας».

«Ευχαριστώ, θα ήθελα και εγώ πολύ την παρέα σας», απάντησε εκείνος.

Πήρε στην αγκαλιά του την μικρή γατούλα και τα παιδιά τον περικύκλωσαν με μια αγκαλιά, που δεν την είχε αισθανθεί τόσο μεγάλη και ζεστή ποτέ ξανά.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: