«Θέλω τη μαμά μου», ξεφώνιζε ο μικρός αρνούμενος να φάει τον τραχανά του.
«Κι εγώ μαμά σου είμαι!», απάντησε κοφτά και θυμωμένα η γιαγιά του.
«Δεν είσαι εσύ μαμά μου. Η μαμά μου είναι στη δουλειά», απάντησε με στεντόρεια φωνή ο πιτσιρικάς.
«Καλησπέρα», είπε η Κλειώ μπαίνοντας στο σπίτι, διακόπτοντας τη στιχομυθία γιαγιάς και εγγονού. Ο μικρός χύθηκε στην αγκαλιά της γεμίζοντάς την φιλιά λες και είχαν περάσει μέρες να τη δει, ενώ στην πραγματικότητα μόνο λίγες ώρες ήταν.
«Α, ήρθες», απάντησε σαν βρεγμένη γάτα η γιαγιά.
«Όπως βλέπετε», αποκρίθηκε εξίσου λακωνικά και παγερά η Κλειώ και πήρε άρον άρον το μικρό να φύγουν.
«Να πεις του γιου μου ότι έχω βράσει χόρτα που του αρέσουν».
«Έχω φαγητό και τα χόρτα δεν ταιριάζουν», είπε τον τελευταίο λόγο η Κλειώ ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Μετά από μία ώρα άνοιξε την πόρτα ο άντρας της ο Στράτος, κρατώντας στο χέρι ένα τάπερ με χόρτα και ένα πιάτο με ψάρια τηγανιτά. Τελικά τον τελευταίο λόγο τον είχε η μάνα του, όπως πάντα εξάλλου.
Η Κλειώ αναγκαστικά ανέθεσε τη φύλαξη του γιου της στην πεθερά της όταν επέστρεψε στη δουλειά. Ήταν δημόσιος υπάλληλος, έκανε χρήση της άδειας ανατροφής και πήρε επιπλέον μία άνευ αποδοχών για να μείνει όσο γινόταν περισσότερο κοντά στο παιδί της. Κάποια στιγμή ήταν επιβεβλημένο να επιστρέψει. Ο άντρας της την έπεισε ότι η καλύτερη λύση ήταν το παιδί να το κρατάει η μάνα του.
«Πού να το τρέχουμε σε παιδικούς; Το χειμώνα θα κολλήσει όλες τις ιώσεις. Θα είναι ταλαιπωρία και για το μικρό και για μας. Η μάνα μου δεν κάνει τίποτα τα πρωινά. Θα τον προσέχει σαν τα μάτια της», ήταν τα τεκμηριωμένα του επιχειρήματα. Την έπεισε την Κλειώ και έτσι έβαλε με τη βούλα τη μέγαιρα στο σπίτι της.
Η Κλειώ είχε έρθει με απόσπαση στην επαρχία μετά από έναν επώδυνο χωρισμό. Είχε άμεση ανάγκη την αλλαγή περιβάλλοντος. Ήθελε να πάρει αποστάσεις από όλους και από όλα. Η περιοχή ήταν παραθαλάσσια και ο καθαρός αέρας της επαρχίας και οι χαλαροί ρυθμοί πίστευε ότι θα τη βοηθούσαν. Τον Στράτο τον γνώρισε μερικούς μήνες μετά σε κοινή παρέα. Της τον σύστησε η συνάδελφος και φίλη της από το γραφείο. Η έλξη ήταν αμοιβαία. Ο Στράτος βέβαια τσιμπήθηκε πιο πολύ. Η Κλειώ είχε όλο το πακέτο. Ήταν μορφωμένη, όμορφη, οικονομικά ανεξάρτητη, με καλούς τρόπους και φινέτσα. Καμία σχέση με κάτι τσόκαρα που κυκλοφορούσε και το παίζανε ‘κυρίες’. Σε λιγότερο από ένα χρόνο η Κλειώ ήταν έγκυος και παντρεμένη με το Στράτο, με αυτή τη σειρά.
Η πεθερά από την αρχή δεν την ήθελε. «Είναι ψηλομύτα, έχει έναν τουπέ…», ήταν η αντίδρασή της όταν ο Στράτος ζήτησε εντυπώσεις. Η αλήθεια ήταν ότι η κυρά Μαρίκα κατάλαβε ότι η λεγάμενη ήταν ζόρικη και δεν θα ήταν του χεριού της. Η αδελφή του η Αγγέλα ήταν εξίσου αρνητική για τους δικούς της λόγους. Η ίδια είχε παντρευτεί μικρή έναν αχαΐρευτο μεθύστακα και είχε δύο κόρες της παντρειάς. Ουσιαστικά ο αδελφός της τους συντηρούσε. Ήταν σίγουρο ότι ήθελε το Στράτο ανύπαντρο, για ευνόητους λόγους, και το επεδίωκε με κάθε τρόπο. Καμία δεν της γέμιζε το μάτι για τον αδελφό της. Όλες ήταν ακαμάτες και παλιοθήλυκα. Η Κλειώ, πριν ακόμα καταλάβει τον απαίσιο χαρακτήρα της μέλλουσας κουνιάδας της, μοιράστηκε μαζί της τα νέα της εγκυμοσύνης. Καθώς δεν είχε κοντά τη μητέρα και την αδελφή της, ούτε τις δύο κολλητές της φίλες, επένδυσε πολλά σε μία αδελφική και φιλική σχέση με την Αγγέλα. Μόλις η τελευταία άκουσε ότι η Κλειώ ήταν έγκυος, αντί να την αγκαλιάσει και να τη συγχαρεί, ξίνισε τα μούτρα της. «Τώρα αναγκαστικά θα σε παντρευτεί», ξεστόμισε και έφυγε φουρκισμένη. Η Κλειώ ομολογουμένως ταράχτηκε αλλά δεν ανέφερε το συμβάν στο Στράτο. Κανείς και τίποτα δεν ήταν ικανό να επισκιάσει τη χαρά της για τη ζωούλα που μεγάλωνε μέσα της.
Μάνα και κόρη δεν έδιναν δικαιώματα μπροστά στο Στράτο, απεναντίας ήταν πέραν του δέοντος διαχυτικές. Τα δηλητηριώδη βέλη τους τα έριχναν όταν ξεμονάχιαζαν την Κλειώ. Φυσικά ο Στράτος δυσκολευόταν να πιστέψει τις κατηγορίες της γυναίκας του για τη μάνα και την αδελφή του. Αφού γεννήθηκε το παιδί, τα πρώτα χρόνια κύλησαν σχετικά ομαλά, καθώς η Κλειώ ήταν σε άδεια. Βέβαια δεν έλειπαν τα παρατράγουδα, όπως όταν η πεθερά κατά το δοκούν μπούκαρε απροειδοποίητα στο σπίτι με το κλειδί της χωρίς τηλέφωνο, χωρίς κουδούνι, χωρίς τσίπα. Όταν η Κλειώ έθιξε πολύ διακριτικά το θέμα η Μαρίκα έγινε έξω φρενών. «Ξέρεις αυτό το σπίτι που εσύ βρήκες έτοιμο είναι δικό μου. Με τους δικούς μου κόπους και τις δικές μου στερήσεις κτίστηκε. Χάρις σ’ εμένα κάθεσαι με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και το ξύνεις όλη μέρα. Ντροπή σου να έχεις απαίτηση να χτυπάω και κουδούνι. Μας το παίζεις και μορφωμένη, δε φτάνει που σε μαζέψαμε». Η συμπεριφορά αυτή ήταν ένα μοτίβο που επαναλαμβανόταν σε καθημερινή βάση. Η Κλειώ κατάπινε με ιώβεια υπομονή τις προσβολές και τα ειρωνικά σχόλια, όταν το παιδί ήταν μικρό, για χάρη της οικογένειάς της.
Το ποτήρι ξεχείλισε όταν η Μαρίκα και η συμπλεγματική κόρη της άρχιζαν απροκάλυπτα να την κατηγορούν, με χυδαίες ενίοτε εκφράσεις, μπροστά στο παιδί, που εν τω μεταξύ είχε γίνει ολόκληρο αντράκι και άρχισε πια να καταλαβαίνει. Όταν δεν του έκανε τα χατίρια η Κλειώ, ξεσπούσε αυτό. «Καλά λένε η γιαγιά και η θεία ότι είσαι κακιά. Μακάρι να σηκωθείς να φύγεις. Εγώ είμαι αγόρι και χρειάζομαι τον μπαμπά μου. Με το μπαμπά θα κάτσω και τη γιαγιά. Κι αυτή μαμά μου είναι». Τα λόγια αυτά βέβαια ήταν της κάργιας. Η Κλειώ τότε έπαιρνε αμέσως το αγγελούδι της αγκαλιά και πνίγοντας τα αναφιλητά της, του έλεγε πόσο πολύ το αγαπούσε και πως δεν θα μπορούσε ποτέ να ζήσει μακριά του. «Η γιαγιά λέει να πας να μείνεις με το γκόμενο, αυτόν που σε έφερε με το αμάξι». Η Κλειώ έστυψε το μυαλό της. Ο ‘γκόμενος’ προφανώς ήταν ο άντρας της φίλης και συναδέλφου της, που την άφησε σπίτι μετά τη δουλειά τη μέρα που είχε το αμάξι της στο συνεργείο.
***
Η πεθερά της ταλαιπωρήθηκε με την υγεία της και απεβίωσε όταν το παιδί ήταν ακόμα στο δημοτικό. Δεν αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις τους πριν το θάνατό της. Η κουνιάδα της, αφότου χήρεψε, πήγε να ζήσει κοντά στην παντρεμένη κόρη της. Έχουν κόψει χρόνια την ‘καλημέρα’. Ο άντρας της ήταν μονίμως απών στις διενέξεις. Ποτέ δεν τη στήριξε και ποτέ δεν έβαλε φρένο στη μάνα και στην αδελφή του. Ζούνε τυπικά μαζί μέχρι το παιδί να ενηλικιωθεί. Πήρε καιρό να χτίσει η Κλειώ μία υγιή σχέση με το παιδί της και να αποβάλλουν την τοξικότητα στην οποία ζούσαν τόσα χρόνια. Ο γιος της τη λατρεύει και με το πέρασμα των χρόνων κατάλαβε ότι μάνα είναι μόνο μία.