,

Φιατάκι 127

Η αγαπημένη συνήθεια των γονιών μου ήταν τα Σαββατοκύριακα να παίρνουν το αμάξι και να πηγαίνουμε εκδρομές. Μονοήμερες ή διήμερες. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι και οι δύο, που τους πετάξανε μικρούς στον μεροκάματο, βγάλανε τ’ απωθημένα τους – όσα ελάχιστα προλάβανε – μόλις ο πατέρας μου πήρε σύνταξη. Ήταν στρατιωτικός και αυτό έγινε σχετικά νωρίς, εγώ πήγαινα ακόμα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Έτσι με φορτώνανε σαν υπέρβαρο σακ-βουαγιάζ στο πίσω κάθισμα και φεύγαμε. Οι ετοιμασίες και οι κουβέντες τους την παραμονή, μ’ αρέσαν πιο πολύ από την ίδια τη βόλτα. Τι θα πάρουν μαζί, πόσα τοστ, τι θα έχουν μέσα, καφέδες, αναψυκτικά, μπισκότα, τραπεζομάντηλα να στρώσουν κατάχαμα σε μια παχιά σκιά, ταπεράκια με φαγητά, ντομάτες πλυμένες από το προηγούμενο βράδυ, ελιές και αλατοπίπερο σε αλουμινόχαρτο, ένα μικρό θερμός με καφέ και άλλο ένα μεγαλύτερο με νερό. Αν βρίσκαμε και καμιά καλή μπουγάτσα στο δρόμο, το καλύτερο όλων. Πολλές φορές μaς συνόδευε και ένα φιλικό ζευγάρι με το δικό τους αυτοκίνητο.

Κάπως έτσι μια Κυριακή έιχαμε ξεκινήσει για τον Μπράλο, μέσω Ρίου – Αντιρρίου. Του παλιού, όχι της γέφυρας, δεν υπήρχε τότε! Πώς την έβρισκε η γενιά των γονιών μου ή μάλλον πώς ευχαριστιόταν ο οδηγός τη διαδρομή αφού κοιτούσε συνεχώς το δρόμο, μυστήριο! Υποθέτω πως η απόκτηση του αμαξιού, το θρυλικό Φιατάκι 127, και η βόλτα, ήταν πόθος ζωής, όχι δεδομένο όπως τώρα πια.

Στηθήκαμε λοιπόν για λίγο στην ουρά επιβίβασης και μας στοίβαξαν στο φέρυ μποτ, τσίμα – τσίμα, σαν χαλκομανίες! Νομίζω πρώτα πρέπει να αριστεύσουν στο τέτρις και μετά γίνονται παρκαδόροι στις παντόφλες. Την είχαμε κάνει αρκετές φορές τη διαδρομή αλλά πρώτη φορά μάς σφράγισαν κυριολεκτικά τόσο καλά, που εγώ και η μητέρα μου δεν προλάβαμε να βγούμε απ’ το αυτοκίνητο. Έτσι, αποφασίσαμε να κάτσουμε στριμωγμένες μέσα, ήταν άλλωστε για λίγο. Ξεκίνησε με μικρή καθυστέρηση το πλοίο, δεν πέρασαν δέκα λεπτά και πετάχτηκαν έξω απ’ το γκρι σκαραβαίο τους αλαφιασμένοι οι μπροστινοί μας. Σε λιγότερο από ένα λεπτό ντουμανιάσανε τα καθίσματα, μαύρος πυκνός καπνός παντού! Ανάμεσα στα σφηνωμένα αμάξια, προσπαθούσε ο πατέρας μου να τραβήξει τη μητέρα μου για να βγει από το παράθυρο του οδηγού και αυτή έσπρωχνε πρώτη εμένα, αφού καμία πόρτα δεν άνοιγε αρκετά. Αφρατούλα η μάνα μου, ίσα που χώραγε! Με ιδιαίτερο ζόρι, κυρίως γιατί είχε γίνει τόσο πολύ αποπνικτική η ατμόσφαιρα που δε βλέπαμε στο μισό μέτρο, βγήκαμε καβαλώντας καπό και προφυλακτήρες. Λαχταρώντας και ασθμαίνοντας, με έκαιγαν τα πνευμόνια μου σε κάθε ανάσα, καταφέραμε να σκαρφαλώσουμε τα κάγκελα για το πάνω διάζωμα. Ευτυχώς έτρεξε αμέσως με πυροσβεστήρες το πλήρωμα και όσοι είχαν πρόσβαση στ’ αμάξια τους, και σβήσανε εγκαίρως την φωτιά. Όπως αποδείχτηκε, η μπροστινή κυρία μην μπορώντας και αυτή να βγει, είπε να ανάψει το γκαζάκι να ζεστάνει το γάλα του παιδιού της μέσα στο αυτοκίνητο. Αποτέλεσμα, κάρβουνο το σαλόνι του αυτοκινήτου τους! Πάλι καλά που δεν έγινε έκρηξη γιατί θα ξεκίναγε άσχημα η εκδρομή με αναγκαστικό κολύμπι στις φλόγες, στην πανηγυριώτικη έκδοση του νέου… Πατρανικού!

Οι φυσιολογικοί άνθρωποι μετά από τέτοιο σοκ θα γυρνούσαν πίσω, στην ασφάλεια του σπιτιού τους. Εμείς όμως δεν ήμασταν και συνεχίσαμε! Κάναμε στάση για δεκατιανό, για καφέ της παρηγοριάς και βουρ για τα όρη, τ’ άγρια βουνά της Γκιώνας. Δεν ξανάκανα τη διαδρομή από τότε, αλλάξανε και οι δρόμοι, φαντάζομαι παραμένει γραφική. Τότε ήταν και ιδανική για ταινία τρόμου. Μέσα σε μισή ώρα, από την απόλυτη ηλιοφάνεια πέσαμε στην ομίχλη της κορυφής, αυτή που την κόβεις με το μαχαίρι, αυτή που δε βλέπεις πού αρχίζει και πού τελειώνει ο δρόμος. Ενίοτε και η ζωή σου! Ήταν τα πιο εφιαλτικά 30 λεπτά των ως τότε χρόνων μου! Είχα ανοίξει διάπλατα τα μάτια μου, μπας και διακρίνω την άσφαλτο, μέχρι που έτσουξαν απ’ το ζόρι. Μόλις όμως πήραμε την σωτήρια στροφή, σαν κουρτίνα ανασηκώθηκε η καταχνιά, άρχισε η κατάβαση και είδαμε πάλι το παρήγορο φως του ήλιου.

Ούτε ξέρω πού σταματήσαμε να τσιμπήσουμε για μεσημέρι. Είχα τόση λαχτάρα να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Αλλά μόνο εγώ. Εννοείται ο πατέρας μου ατάραχος! Καλαμπούρια με το άλλο ζευγάρι, πιστεύω και στο τρενάκι του τρόμου θα έμπαιναν όλοι, αρκεί να τους έλεγες πως θα το οδηγούσαν οι ίδιοι. Μην πω θα πλήρωναν όσο – όσο! Το θράσος τους ισοφάριζε την άγνοια κινδύνο, καθώς κάνανε πλάκα μεταξύ τους πως μπορεί και να τριτώσει για να ξορκίσουν την αναποδιά.

Έτσι και έγινε. Σε μια στροφή, την επονομαζόμενη φουρκέτα, την τέταρτη στην σειρά καθόδου, σκάει το λάστιχο. Φεύγει το φιατάκι από τη λωρίδα του και αφού δεν ερχόταν κανείς από την απέναντι μεριά, πάει ντουγρού στο γκρεμό. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, ποια ζωή να προλάβεις να δεις μπροστά σου, ειδικά όταν είσαι μόνο έξι ετών! Θυμάμαι πως είπα μέσα μου, βουτάμε, βοήθεια! Και ως εκ θαύματος, κάποιος εργολάβος που λίγες μέρες πριν εργαζόταν στον δρόμο, με άκουσε. Είχε ξεχάσει ένα ωραιότατο υψωματάκι από φρέσκο κατακόκκινο χώμα, ίσα για να πάει το αμαξάκι μας με την μούρη να καρφωθεί επάνω του. Μην ξαναπεί κανείς για κακοτεχνίες, μας έσωσε ο άνθρωπος με το παρατημένο «γήινο» μαξιλάρι του!

Μας πήρε κάνα πεντάλεπτο να συνέλθουμε και να ανοίξουμε τις πόρτες. Σταμάτησε ένα περαστικό αμάξι για συμπαράσταση, μαζί με το φιλικό ζευγάρι που ήταν λίγο πιο πίσω. Πρώτη φορά είδα τον πατέρα μου να τρέμει. Δεν ξέρω πώς κατάφερε ν’ αλλάξει λάστιχο και να οδηγήσει μέχρι το σπίτι μόνος του. Η μητέρα μου και εγώ μπήκαμε στο άλλο αυτοκίνητο. Όταν φθάσαμε πάντως, είχε συνέλθει τελείως. Το βράδυ εξιστορούσε στη μάνα μου πως είχε ξυπνήσει το πρωί με άσχημο προαίσθημα εξαιτίας ενός ονείρου, αλλά δεν ήθελε να μας το χαλάσει.

Και εννοείται μόλις ξημέρωσε η Τρίτη, αρχίσανε πάλι να συζητάνε για τη νέα τους εξόρμηση. Νομίζω, η γενιά μας από τύχη ζει. Δεν είχαν ανακαλύψει ακόμα το περιβόητο, η άγνοια σκοτώνει! Η έλλειψη επίγνωσης του κινδύνου ζούσε και βασίλευε, ευτυχώς αγκαζέ με την τύχη. Μαζί τους και εμείς!

 

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: