Μεσημέρι. Θα ήταν ίσως 3 ή 4 το απόγευμα. Δεν τον ένοιαζε και να κοιτάξει. Τι να το κάνει… Άλλο ένα μεσημέρι όπως όλα τα άλλα. Από μικρός είχε μάθει έτσι. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ο Μανώλης, κάθε μεσημέρι που γυρνούσε από το σχολείο η μητέρα του είχε ένα έτοιμο φαγητό στην κατσαρόλα, χωρίς γεύση, χωρίς μυρωδιά. Ένα απλό άνοστο φαγητό φτιαγμένο με δυο κούπες υποχρέωση και τρεις κουταλιές αδιαφορίας. Απλά για να υπάρχει φαγητό. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος. Ούτε και που κατάλαβε ποτέ ο Μανώλης τι δουλειά έκανε ο πατέρας του. Σε ένα γραφείο καθόταν και κατά τις 4 ήταν σπίτι. Η μαμά του στο σπίτι όλη μέρα. Γυρνούσε από το σχολείο μόνος, έβαζε να φάει και μετά καθόταν στον υπολογιστή του με τις ώρες. Ο πατέρας του έτρωγε και κοιμόταν. Η μαμά του γυρνούσε σαν τη σβούρα όλη μέρα. Συχνά έβγαινε έξω. Όσο εκείνη ήταν στο σπίτι όμως, ο Μανώλης το αισθανόταν το σπίτι πιο βαρύ. Πιο κρύο. Η μαμά του… Αχ η μαμά του. Δεν ήταν σαν τις άλλες μαμάδες. Δεν είχε μυρωδιά αγάπης. Δεν μύριζε κάτι οικείο αλλά κάτι ξένο. Έβλεπε τις άλλες μαμάδες να πηγαίνουν παρέα με τα παιδιά τους στο σχολείο και να τα παίρνουν το μεσημέρι και ζήλευε.
«Τι φαγητό μαγείρεψες μαμά;», ρωτούσαν οι φίλοι του.
«Μπιφτεκάκια με πατατούλες στο φούρνο. Θα φας και μετά θα κάτσουμε μαζί να διαβάσουμε, εντάξει;»
«Ναι μαμά».
Αυτήν ήταν η συζήτηση που άκουγε από όλα τα άλλα παιδάκια στο σχολείο. Ο Μανώλης όμως γυρνούσε μόνος του στο σπίτι. Κάποιες φορές η μαμά του δεν ήταν εκεί. Δεν ένιωσε ποτέ θαλπωρή από τους γονείς του. Μόνο πόνο, μόνο στεναχώρια. Οι γονείς του σαν δυο ξένοι στο σπίτι απλά συζούσαν και μάλωναν και ο Μανώλης ήταν πάντα στην μέση. Κάποιες μέρες ήταν αλλιώς. Πήγαιναν οι τρεις τους μια βόλτα ή ένα ταξίδι.
«Τελείωσαν οι κακές μέρες. Θα είναι όλα καλά από εδώ και πέρα» σκεφτόταν.
Ποτέ δεν ήταν καλός μαθητής ο Μανώλης. Δεν μπορούσε να διαβάσει μόνος του. Ήθελε να διαβάζει με τους γονείς του, όπως και τα άλλα παιδάκια. Δεν ήθελε να τον χτυπάνε όταν δεν τα κατάφερνε με τους βαθμούς. Ίσως αν τον διάβαζαν εκείνοι να ήταν αλλιώς.
Ο μπαμπάς του ήταν πάντα απόμακρος και αδιάφορος. Τον στεναχωρούσε αυτό αλλά δεν τον πονούσε. Η μαμά του τον πονούσε όμως. Με κάθε της λέξη. Κάθε φορά που σήκωνε το χέρι της, ο Μανώλης αναρωτιόταν,
«Γιατί; Γιατί με χτυπάς; Τι έκανα για να το αξίζω;»
Δεν πήρε ποτέ απάντηση ούτε δείγμα μετάνοιας ή αγάπης. Έτσι μεγάλωσε ο Μανώλης.
Έφτασε 18. Έφυγε για τον στρατό. Από την μια ήταν δύσκολα, αλλά από την άλλη ήταν καλύτερα από το σπίτι του. Ο καιρός πέρασε και γύρισε από τον στρατό, συνεχίζοντας την ρουτίνα του σαν να μην έλειψε μια μέρα. Άνεργος πλέον, όλη την ημέρα στον υπολογιστή. Το ξύλο συνεχιζόταν. Η έλλειψη αγάπης επίσης. Δεν είχε το κουράγιο να φύγει. Φοβόταν τα λεφτά.
Ώσπου έφτασε 22 χρονών. Έως εδώ ήταν. Αποφάσισε να βρει μια δουλειά και να φύγει από το σπίτι. Δεν τον ένοιαζε τι δουλειά θα έκανε. Τον ένοιαζε να φύγει από το σπίτι. Είχε κουραστεί πια σε αυτό το σπίτι. Δεν ήταν ποτέ καταφύγιο για εκείνον. Ακόμα και το δωμάτιο του δεν το ένιωθε δικό του. Δεν ήθελε να ξοδέψει τη ζωή του δίνοντας ευκαιρίες σε μια κατάσταση που δεν θα άλλαζε. Ήταν καιρός πια να πάρει τα κομμάτια του και να φτιάξει το παζλ πάλι από την αρχή. Και έτσι και έκανε. Βρήκε δουλειά, αρχικά σε μια εταιρεία κούριερ. Στο ταμείο ήταν. Απλή δουλειά με λίγα λεφτά αλλά δεν τον πείραζε. Είχε την ανεξαρτησία του, το σπιτάκι του, τη δουλίτσα του και με τους γονείς του πλέον τα τυπικά. Έβγαινε, περνούσε καλά και αν ποτέ κανένας φίλος του του έδινε καμιά καρπαζιά στην πλάτη δεν τον ένοιαζε. Δεν θυμόταν τις καρπαζιές της μαμάς του, τις σφαλιάρες, τις μελανιές, τις ζώνες. Την αγάπη όμως δεν κατάφερε να τη βρει. Τα χρόνια πέρασαν και όσες γυναίκες και να γνώρισε, δεν μπορούσε να αγαπήσει. Δεν ήξερε πώς.
Δεν είχε λάβει ποτέ αγάπη από μικρό παιδί. Έτσι κάθε φορά που μια γυναίκα τον αγαπούσε, εκείνος το ένιωθε ξένο. Το φοβόταν.
«Δεν το εμπιστεύομαι αυτό το συναίσθημα. Και αν κάποια στιγμή η αγάπη γίνει πόνος;» έλεγε στην ψυχολόγο του.
«Δεν είναι όλες οι γυναίκες σαν τη μαμά σου Μανώλη. Η αγάπη είναι το πιο ωραίο δώρο που μπορεί να σου δώσει κάποιος. Δέξου την, γιατί καλύτερα να αγαπήσεις και να πληγωθείς, παρά να μην αγαπήσεις καθόλου» έλεγε η ψυχολόγος του.
Ήταν πια 35 χρονών. 13 χρόνια που είχε φύγει από το σπίτι του. Πολλά χρόνια δούλεψε με τον εαυτό του ο Μανώλης. Δεν είχε την ανάγκη της ψυχολόγου πια. Κατάλαβε. Και έτσι πήρε την μαμά του τηλέφωνο.
«Δεν με νοιάζει πια το γιατί. Δεν με νοιάζει γιατί δεν με αγάπησες. Δεν θα σε αφήσω να με πονάς άλλο. Ξέχνα ότι είχες ποτέ παιδί. Αντίο…»
Ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση. Ένιωσε ελεύθερος. Πλέον θα ζούσε την ζωή του όπως οι περισσότεροι.
Από εκείνη την στιγμή, έψαχνε να βρει μια κοπέλα να αγαπήσει. Ώσπου μια μέρα του μίλησε ο φίλος του ο Αντώνης.
«Ρε συ Μανώλη, δεν έρχεσαι το βράδυ στο σπίτι; Έχουμε καλέσει με τη γυναίκα μου μια φίλη μας για φαγητό. Τριανταφυλλιά τη λένε. Είναι 28 και μόλις γύρισε Ελλάδα. Δούλευε στην Αίγυπτο χρόνια. Τώρα που το σκέφτομαι μπορεί και να ταιριάξετε».
Ο Αντώνης το είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Μανώλης όμως άφησε τον σπόρο της ελπίδας να φυτρώσει. Ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που άφησε την ελπίδα να φυτρώσει μέσα του. Τελευταία φορά η ελπίδα ήταν για τη μαμά του. Μήπως τελικά σταματήσει να τον πονάει.
«Δεν έχω και κάτι να χάσω. Θα έρθω!»
Βγήκε από την πολυκατοικία αργοπορημένος και έτρεξε να προλάβει το λεωφορείο. Δεν κοίταξε. Δεν πρόσεξε. Ούτε το φανάρι που ήταν κόκκινο, ούτε το αυτοκίνητο που ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα. Σωριασμένος πια στο κρύο τσιμέντο, που θυμίζει το κρύο πάτωμα όταν κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι για να μην τον πιάσει η ζώνη της μαμάς του. Εκεί, στα τελευταία του λεπτά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε σταματήσει ποτέ να αναρωτιέται. Πώς; Πώς γίνεται μανούλα να μην με αγάπησες ποτέ; Κάποτε ήμασταν δυο ψυχές σε ένα σώμα. Εγώ σε αγαπάω μαμά και τώρα που φεύγω θα σε περιμένω να γίνουμε πάλι δυο ψυχές. Αντίο μαμά…