«Σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών αποδίδεται η δολοφονία του γνωστού νονού της νύχτας, Αντώνη Περσίδη, γνωστός και ως Κοντός στους κύκλους της μαφίας…» Στο άκουσμα αυτής της είδησης, έπεσε απ’ τα χέρια της το ποτήρι που κρατούσε. Ζαλίστηκε, τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν, το πρόσωπό της άσπρισε ξαφνικά. Πήδηξε πάνω απ’ τα σπασμένα γυαλιά και το χυμένο καφέ και έτρεξε προς την τηλεόραση, δυναμώνοντας την ένταση.
«Η δράση του Περσίδη στη νύχτα ήταν γνωστή στις αρχές. Είχε εκτίσει αρκετά χρόνια φυλακή για ληστείες, παρεμπόριο, βομβιστικές επιθέσεις και εκβιασμούς. Ο γνωστός σκληρός της νύχτας, ιδιοκτήτης αρκετών νυχτερινών κέντρων, με την πλούσια επιχειρηματική δράση και το σκοτεινό βίο, άφησε την τελευταία του πνοή, όταν σήμερα έξω απ’ το σπίτι του, κυριολεκτικά γαζώθηκε από Καλάσνικοφ. Ο δράστης αναζητείται απ’ τις αρχές…».
Η Όλγα σχεδόν σύρθηκε μέχρι τον καναπέ και κάθισε, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτό που μόλις είχε ακούσει. Ο Αντώνης νεκρός! Άρχισε ν’ αλλάζει κανάλια στην τηλεόραση σαν μανιασμένη, σε μια προσπάθεια να μάθει κάτι παραπάνω, να δει τί έγινε, πώς έγινε… Το γιατί έγινε, μπορούσε να το φανταστεί.
Έβαλε απαλά το χέρι της στο λαιμό της, σ’ αυτή την ουλή που ήταν εκεί χρόνια, να της θυμίζει πως κάποτε λαβώθηκε προσπαθώντας να βγει από βαθιά σκοτάδια. Να της θυμίζει πως κάποιος, κάπου, κάποτε, της άπλωσε το χέρι και την τράβηξε έξω χωρίς να έχει τίποτα να κερδίσει. Να της θυμίζει πως και στο πιο βαθύ μαύρο, μπορεί να υπάρξει φως.
Ούτε 17 δεν ήταν όταν έφυγε απ’ το χωριό της στην Ουκρανία, όταν εκείνος ο γνωστός του πατέρα της, τους μίλησε για μια πολύ καλή δουλειά στην Ελλάδα. Τους μίλησε για μια εταιρία που έψαχνε οικιακές βοηθούς για πλούσια σπίτια των Αθηνών. Δεν το πολυσκέφτηκε η Όλγα, θα πήγαινε. Ο πατέρας της, μετά από εκείνο το ατύχημα, είχε καθηλωθεί στο κρεβάτι κι η μάνα της προσπαθούσε με μεροκάματα από εδώ κι από εκεί, να φροντίσει την ίδια και τα τρία μικρότερα αδέρφια της. Θα πήγαινε, θα δούλευε σκληρά και θα τους έστελνε χρήματα για ν’ αρχίσουν να ζουν ανθρώπινα, ν’ αρχίσουν να ορθοποδούν. Θα πήγαινε κι όταν τα κατάφερνε, θα τους έφερνε κι εκείνους στην Ελλάδα, να ζήσουν όλοι μαζί. Θα πήγαινε και κάποτε θα κατάφερναν να ζήσουν.
Πόσα χρόνια πέρασαν από εκείνη τη στιγμή που ο φίλος του πατέρα της, πέρασε απ’ το σπίτι να την πάρει για να την πάει στο λεωφορείο για το μεγάλο ταξίδι! Σαν τώρα τη θυμόταν τη στιγμή. Έσκυψε και φίλησε το χέρι του πατέρα της, που συγκινημένος της έδωσε την ευχή του κι αγκάλιασε σφιχτά τα αδερφάκια της και τη μάνα της που έκλαιγε με λυγμούς. Στο χέρι της κρατούσε μια μικρή, καφέ βαλίτσα με τα ρούχα της και λίγο φαγητό για το δρόμο. Στη διαδρομή μέχρι το σταθμό των λεωφορείων, ήταν αμίλητη κι άκουγε προσεχτικά τον φίλο του μπαμπά της να μιλά με ενθουσιασμό για τη νέα ζωή της, για τη μεγάλη ευκαιρία που της δινόταν.
Πόσα χρόνια πέρασαν κι ακόμη θυμόταν την πρώτη σφαλιάρα που έφαγε από εκείνον τον σκοτεινό τύπο, που της άρπαξε το διαβατήριο κι όλα τα χαρτιά της. Θυμόταν την στιγμή που την κλείδωσαν σ’ εκείνο το δωμάτιο, μ’ άλλα κορίτσια που έκλαιγαν κι εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Σ’ εκείνο το δωμάτιο, δολοφονήθηκαν όλα τα όνειρα κι οι ελπίδες τόσων κοριτσιών, που ξεκίνησαν για μια καλύτερη ζωή και βρέθηκαν στο πρώτο σκαλί της κόλασης. Γιατί αυτό το δωμάτιο ήταν μόνο το πρώτο απ’ τα πολλά που θ’ ακολουθούσαν, κάθε σκαλί και πιο χαμηλά, κάθε σκαλί και πιο κοντά στην φωτιά, κάθε σκαλί και πιο κοντά στο διάβολο. Σ’ ένα διάβολο στον οποίο θα δίνονταν θυσία για να γεμίσουν κάποιοι τις τσέπες τους…
Δεν ήξερε ποιος θεός έφερε τον Αντώνη στο δρόμο της, πριν προλάβουν να την βάλουν σ’ αυτόν τον λαβύρινθο της πορνείας και των ναρκωτικών, απ’ τον οποίο λίγοι καταφέρνουν να βγουν ζωντανοί. Δεν ήξερε ποιος θεός έφερε μπροστά της αυτόν τον άνθρωπο, πριν της κολλήσουν την ταμπέλα “Sold”. Ήξερε μονάχα πως απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, αυτός ο άνθρωπος που όλοι έτρεμαν, αυτός ο μαφιόζος, αυτός ο παράνομος, της άπλωσε το χέρι πριν πέσει στο γκρεμό.
«Αυτά είναι τα χαρτιά σου. Έχω γνωστούς που θα σε βοηθήσουν να μείνεις μόνιμα εδώ ή να γυρίσεις πίσω. Αυτά είναι λεφτά, για να καταφέρεις να επιβιώσεις λίγες μέρες, μέχρι να δεις τι θα κάνεις. Αυτή είναι η κάρτα από ένα ξενοδοχείο μου. Μπορείς να μείνεις εκεί και δεν θα πληρώσεις τίποτα, θα πάρω τώρα τηλέφωνο και θα ενημερώσω. Αυτό είναι το τηλέφωνό μου. Αν χρειαστείς κάτι θα με πάρεις. Και τώρα φύγε! Φύγε τρέχοντας από εδώ μέσα! Δεν είναι αυτός χώρος για παιδιά!».
Δεν γύρισε στην Ουκρανία, είχε δώσει μια υπόσχεση στην οικογένειά της και θα την τηρούσε. Δεν γύρισε κι ας έτρεμε για μέρες σαν ψάρι απ’ το φόβο της και δεν τολμούσε να ξεμυτίσει απ’ το ξενοδοχείο. Εκείνος δεν πήγε ποτέ στο δωμάτιό της, δεν της ζήτησε ποτέ τίποτα, απλά την έσωσε την τελευταία στιγμή.
Σύντομα έμαθε ποιος ήταν ο “κοντός”. Όχι απ’ τον ίδιο, αλλά απ’ όλους γύρω του που έσκυβαν το κεφάλι από σεβασμό και φόβο μπροστά του. Σύντομα έμαθε για όλη τη δράση του στη νύχτα, για όλες τις επιθέσεις, τις ληστείες, τους εκβιασμούς, τις βρώμικες επιχειρήσεις του. Σύντομα έμαθε για το μύθο γύρω απ’ το όνομά του και το μένος της αστυνομίας εναντίον του. Σύντομα έμαθε ότι αυτός ο άντρας που όλοι έτρεμαν, είχε μπέσα και λόγο τιμής, παρά τη βρώμικη δράση του. Αυτός ο άντρας έμπαινε μπροστά σ’ όλους αυτούς που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν παιδιά και γυναίκες και δεν δίσταζε να βγάλει το όπλο απ’ την τσέπη του για να τους υπερασπιστεί, ακόμη κι αν δεν είχε κανένα κέρδος απ’ αυτούς.
Αν δεν υπήρχε ο Αντώνης, η Όλγα θα ήταν μια ναρκομανής πόρνη σε κάποιο κακόφημο μαγαζί. Αν δεν υπήρχε ο Αντώνης, ίσως να μη ζούσε πια. Αν δεν υπήρχε ο Αντώνης, δεν θα είχε μπορέσει να φύγει τόσο μακριά απ’ τη βρωμιά και να καταφέρει να πιάσει μια κανονική δουλειά, να σταθεί στα πόδια της. Αν δεν υπήρχε ο Αντώνης, θα την είχε καταπιεί κι εκείνη αυτή η βιομηχανία ανθρώπων, που διαλύει σώματα και κατακερματίζει ψυχές στο βωμό του κέρδους. Αν δεν υπήρχε ο Αντώνης, θα ήταν ακόμη ένας αριθμός στις στατιστικές των θυμάτων του trafficking.
Ο εκτελεστής δεν θα βρισκόταν ποτέ και το ήξερε η Όλγα. Σ’ αυτούς τους κύκλους της νύχτας, τα στόματα μένουν ερμητικά κλειστά. Ένιωθε ένα μούδιασμα στο στόμα της, που έφτανε μέχρι την ψυχή της. Με τον Αντώνη είχαν πολλά χρόνια να μιλήσουν, αλλά ήξερε πως για εκείνη ήταν πάντα ένα τηλεφώνημα μακριά. Για εκείνη, αλλά και για πολλές άλλες γυναίκες, για όλους αυτούς τους ανθρώπους στους οποίους μπήκε μπροστά για να τους προστατεύσει. Και ήταν πολλοί…
Ο “κοντός” δολοφονήθηκε μαφιόζικα από κάποιον άνθρωπο της νύχτας, λόγω συμφερόντων. Όλα τα κανάλια μίλησαν με λεπτομέρειες για την παράνομη δράση του, ελάχιστοι όμως τόλμησαν να μιλήσουν για την άλλη όψη του νομίσματος. Γι’ αυτόν τον “κοντό” που έσωσε ανθρώπους, που βοήθησε αθόρυβα όποιον είχε ανάγκη, που έδωσε το χέρι σε όποιον ήταν αδύναμος. Γι’ αυτόν τον “κοντό” που το ανάστημά του, έφτανε πολύ πιο ψηλά από πολλών άλλων.
«Καλό ταξίδι Αντώνη…» ψιθύρισε η Όλγα και σκούπισε τα μάτια της.