Ο θείος Λάμπης δεν έκανε τίποτα χωρίς λόγο. Αυτός ο κατεργάρης γεράκος λάτρευε δύο πράγματα στην ζωή του, τον ανιψιό του, σαν ορκισμένος άτεκνος εργένης μέχρι το τέλος της ζωής του και την ρουλέτα, σαν γνήσιος τζογαδόρος. Μόνο που αυτή τη φορά φαίνεται πως αποφάσισε να τζογάρει πάνω στον ανιψιό του και η ρουλέτα άρχισε να γυρίζει.
Ουφφφ! Να πάρει η ευχή, σκέφτηκε απεγνωσμένα ο Θεόφιλος. Πιο εύκολο θα ήταν να το γκρεμίσω και να το χτίσω ξανά με τα χέρια μου πέτρα – πέτρα, παρά να το ανακαινίσω. Με μια γρήγορη ματιά σημείωσε στο μυαλό του πως τα κεραμίδια θέλουν σίγουρα άλλαγμα, τα πλακάκια πέταμα, το πάτωμα τρίψιμο, οι τοίχοι σίγουρα στοκάρισμα και βάψιμο και ούτε καν τόλμησε να αναρωτηθεί σε τι κατάσταση ήταν τα υδραυλικά και οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις. Κρίνοντας όμως από τα μέχρι τώρα διαπιστευτήρια, δεν περίμενε τίποτα καλό.
Κληρονόμος σου λέει μετά! Μα πόσο ανόητος ένιωθε εκείνη τη στιγμή, που απλά δεν αποποιήθηκε τα πάντα! Ήταν τόσο απλό! Μια φράση μόνο, “αποποιούμαι κάθε είδους κληρονομιά” και τώρα θα είχε ένα ήσυχο κεφάλι και ένα πρόβλημα λιγότερο. Δεν μπόρεσε όμως, δεν του το επέτρεψε η συνείδηση του. Καθώς ήταν άνθρωπος περισσότερο μάλλον της ηθικής παρά της πρακτικής οδού, είπε σχεδόν φωναχτά, ο θείος Λάμπης πάντα ήξερε τι και γιατί το κάνει και αν εκείνος έκρινε πως αυτό το ερείπιο πρέπει να βαραίνει τις πλάτες του γιού της αδερφής του, εκείνος θα σεβόταν την απόφαση του ως όφειλε. Κάπως έτσι τα δικαιολογούσε τουλάχιστον στο μυαλό του ο Θεόφιλος.
Την επομένη το πρωί το ξυπνητήρι χτύπησε στις έξι, πράγμα σπάνιο για εκείνον που δεν ξυπνούσε ποτέ πριν τις εννιά τα Σάββατα. Είχε να οργανώσει και να δρομολογήσει τόσα πολλά πράγματα. Στην πραγματικότητα δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Μετά από πολλή σκέψη, τρείς καφέδες και μια μίνι κρίση πανικού, αποφάσισε πως το καλύτερο είναι να απευθυνθεί σε κάποιο γραφείο ανακαινίσεων που θα τον βοηθούσε στο όλο εγχείρημα. Με τις γνωριμίες του και μερικά τηλέφωνα, τελικά τα κατάφερε και οι εργασίες κανονίστηκε να ξεκινήσουν από μέρα σε μέρα.
Αυτό ήταν το εύκολο κομμάτι. Το δύσκολο ήταν πως δεν ήξερε πόσο μακριά μπορούσε να φτάσει, δηλαδή όχι τόσο εκείνος αλλά η τσέπη του, που είχε αρχίσει να παραπονιέται υστερικά πως καταπατούνται τα όρια της.
Ο Θεόφιλος όμως δεν είχε σκοπό να λιποτακτήσει και αυτό όχι επειδή τον ενοχλούσε η ένδεια, απλά το πρώτο που του ήρθε ήταν πως αυτή ήταν πια η ώρα να ρισκάρει και να διεκδικήσει εκείνη την προαγωγή, που εδώ που τα λέμε την άξιζε και με το παραπάνω. Έτσι και έγινε. Με λίγο θάρρος και θράσος παραπάνω απ’ ότι συνήθιζε, παίζοντας τα όλα για όλα αναφώνησε «Προαγωγή ή παραίτηση!» σαν άλλος επαναστάτης του ’21 που φωνάζει «Ελευθερία ή θάνατος!». Ω του θαύματος! Πέτυχε! και μπορούσε πια να καμαρώνει πως ήταν ανώτερο στέλεχος ασφαλιστικής εταιρείας, με έναν αρκετά φουσκωτό μισθό, έξτρα μπόνους και εταιρικό αυτοκίνητο. Καθόλου άσχημα.
Πέρασαν περίπου δέκα μέρες και τα ξεχαρβαλωμένα τρύπια κεραμίδια είχαν ήδη αντικατασταθεί με νέα και τα ραγισμένα πλακάκια έδωσαν την θέση τους σε ένα όμορφο γυαλιστερό μάρμαρο με νερά. Κάπως έτσι αντικαταστάθηκαν και τα φθαρμένα τζίν και τα ξεχειλωμένα φανελάκια του Θεόφιλου, με όμορφα λινά κουστούμια που τόσο του πήγαιναν.
Ο Θεόφιλος γνώριζε καλά πως “τα ράσα δεν κάνουν τον παπά”. Στην περίπτωση του όμως δούλεψε μια χαρά, άλλωστε εκείνος ήταν από καιρό ένας “παπάς” που απλά του έλειπαν τα ράσα.
Σε τρείς μήνες το ετοιμόρροπο σπίτι που είχε δεχτεί σαν δώρο Δαναών, ήταν πια σχεδόν έτοιμο πέρα από κάποια μικρά μερεμέτια. Παντού μύριζες φρέσκα βερνικωμένες επιφάνειες και ακρυλικό χρώμα. Άν το “καινούριο” δεν ήταν όρος αλλά αίσθηση, κάπως έτσι θα ήταν.
Μόνο εκείνος ο κήπος δεν είχε δουλευτεί ακόμα, αυτό όμως το είχε ήδη τακτοποιήσει . Σε λίγο θα ερχόταν η υπάλληλος που θα του έστελναν από το φυτώριο της περιοχής, για να του παραδώσει τα πρώτα άνθη που θα φύτευε και τις γνώσεις της στην κηπουρική.
Το κουδούνι χτύπησε και ήταν η πρώτη φορά που συνέβη, πόσο όμορφα ακούστηκε στα αυτιά του για κάποιο λόγο. Ο Θεόφιλος άνοιξε την πόρτα σαν σπιτονοικοκύρης πια, στα πιο λαμπερά μάτια που αντίκρυσε ποτέ, στην κοπέλα από το φυτώριο. Το κορίτσι των λουλουδιών, όπως θα την φώναζε ακόμα και στα βαθιά γεράματα από εδώ και πέρα.
Ο Θείος Λάμπης πάντα ήξερε τι και γιατί το κάνει.