Είχε όλο το σπίτι δικό της! Έτσι ένιωθε κάθε πρωί, μόλις ο άνδρας της έφευγε για τη δουλειά. Το μικρό της κουκλίστικο βασίλειο. Αν ήταν στο χέρι της απλώς δε θα ξύπναγε τόσο νωρίς. Kατά βάθος ήταν χουζουρλού, μπορούσε να κάθεται στο κρεβάτι ως τις οχτώ, ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Αλλά ο καημένος ο Γιώργος, τη μόνη απαίτηση που είχε στις έξι που σηκωνόταν, ήταν να βρει φρεσκοφτιαγμένο καφέ. Δεν της στοίχιζε τίποτα να σηκωθεί 5 λεπτά νωρίτερα, για να του τον έχει έτοιμο στην εσπρεσιέρα. Μετά από μισή ώρα που έφευγε, αισθανόταν ανόητα ελεύθερη.
Άλλωστε είχε τόσα να κάνει! Σήμερα θα έφτιαχνε γεμιστά με κιμά. Είχε βρει και μια πολύ ωραία συνταγή για λεμονόπιτα, θα την στόλιζε τόσο όμορφα που θα του έκανε εντύπωση σίγουρα. Συχνά έφτιαχνε γλυκά, κάθε βδομάδα, αλλά επέμενε στα κλασσικά που προτιμούσε ο σύζυγός της. Από τον κήπο τους ήταν τα περισσότερα φρούτα και λαχανικά, δικός της κόπος και δική της ευχάριστη ασχολία. Της το είχε ξεκαθαρίσει με το που παντρευτήκανε, δεν ήταν ανάγκη να δουλεύει. Θα φρόντιζε αυτός για τα απαραίτητα και με το παραπάνω μάλιστα. Η ανταμοιβή του ήταν η ίδια να έχει τα πάντα στο σπίτι στην εντέλεια, όλα τακτοποιημένα και πεντακάθαρα στη φωλίτσα τους. Έριξε μια ματιά στο ψυγείο, ξανακοίταξε τη συνταγή και έκατσε να πιει τον καφέ της ενώ προγραμμάτιζε την μέρα της. Αν προλάβαινε θα έβαζε και σίδερο. Μόνο στο φαρμακείο δίπλα ήθελε να πεταχτεί μόλις ανοίξει, ένιωθε κάπως περίεργα, σαν πρησμένη. Υπολόγιζε πάντα στο σχόλασμα να βρίσκει ζεστό το φαγητό ο Γιώργος, γι΄ αυτό θα ξεκινούσε από το γλυκό. Απαιτούσε προσεχτικό σιρόπιασμα, έπρεπε να καραμελώσει τα λεμόνια πρώτα και μετά αρκετό χρόνο για να κρυώσει.
Όταν έριχνε τα γεμιστά στο φούρνο θα “έγλειφε” με την ηλεκτρική σαλόνι και καθιστικό. Περίμενε τα χαλιά αύριο πρωί, θα ξανασφουγγάριζε, αλλά να είχε κάνει τα πολλά. Ο Οκτώβρης ήταν ο μήνας που έπρεπε να ντύσει το σπίτι, είχαν αρχίσει οι πρώτες ψύχρες. Με το μυαλό της απορροφημένο στις σκέψεις της, μηχανικά έκανε τις δουλειές, σαν να χόρευε στον δικό της αόρατο ρυθμό, πάντα με το ραδιόφωνο να παίζει χαμηλά.
Τον λάτρευε τον άνδρα της, ήταν το στήριγμά της. Όταν πέθανε ο χήρος πατέρας της, ήταν ο μόνος δίπλα της, είχαν ήδη αρραβωνιαστεί. Η μονοκατοικία με τον κήπο ήταν η προίκα της. Η ίδια εξακολουθούσε να βλέπει τον εαυτό της σαν την κόρη του περιπτερά και εκείνος, τώρα πια, φτασμένος εργολάβος οικοδομών, είχε τρία γραφεία να επιβλέπει. Πριν είκοσι χρόνια, με το που άρχισε να χτίζει την πολυκατοικία δίπλα τους, την έβαλε στο μάτι. Ήταν ακόμα βοηθός βέβαια, κούκλος, τον είχε προσέξει και αυτή, αλλά δεν πίστευε ποτέ πως θα μετρούσε στα μάτια του.
Πηγαίνοντας το κολατσιό στον πατέρα της τα μεσημέρια, επιβράδυνε πάντα το βήμα της χαζεύοντας την οικοδομή, μέχρι που της χαμογέλασε πρώτη φορά ο πιο γλυκός μάστορας του κόσμου. Ο ήλιος τότε έλαμψε πιο δυνατά, έγινε ο πρώτος της έρωτας, το πρώτο της φιλί, η πρώτη της βόλτα, η πρώτη και τελευταία της αγάπη. Και όταν έχασε την μοναδική της οικογένεια, τον μπαμπά της καθώς αδέλφια δεν είχε, στάθηκε βράχος δίπλα της ο Γιώργος. Ανακαίνισε το παλιό σπίτι, παντρεύτηκαν, έφτιαξε το παλατάκι τους. Με τον καιρό, δεκαπέντε χρόνια έκλεισαν στεφανωμένοι πέρσι, είχε γίνει λίγο πιο αυστηρός μαζί της. Το πάθαιναν όλα τα πολυετή ζευγάρια, η καθημερινότητα από μόνη της, τους ρουτίνιαζε. Βαριόταν εύκολα, τον καταλάβαινε! Βλέπεις δεν ήταν καμία ιδιαίτερα μορφωμένη, πώς να στεκόταν δίπλα του, στις παρέες του, στις κουβέντες τους. Σπάνια έβγαιναν οι δυο τους, μόνο σε κοινωνικές υποχρεώσεις που δεν μπορούσαν να αποφύγουν. Δεν της στερούσε τίποτα όμως, πλήρωνε συνδρομητικές, on line θεατρικές παραστάσεις, πότε τα ΄βλέπαν παρέα, συνήθως όμως μόνη της. Αλλά τα σχολίαζε πάντα μαζί του. Αν έλεγε καμιά χαζομάρα τής έβαζε τις φωνές ή της άστραφτε και καμία, για το καλό της. Δε θα επαναλάμβανε το λάθος της, του χρωστούσε τη ζωή και την υπακοή της.
Για τα δύσκολα και τα εύκολα είχαν ορκιστεί στο σμίξιμό τους, και όταν ο Γιώργος της ήταν ευδιάθετος, της έκανε όλα τα χατίρια, την έκανε να νιώθει βασίλισσα!
Ούτε κατάλαβε πότε πήγε τρεις. Σε κάνα μισάωρο το πολύ, θα ήταν σπίτι ο αντρούλης της. Μηχανικά ευθυγράμμισε την πολυθρόνα και το τραπεζάκι του ακριβώς απέναντι από την τηλεόραση, έναν τελευταίο οπτικό έλεγχο και μπήκε να κάνει ένα βιαστικό ντους. Δεν ήθελε να τη βρει με την ποδιά και αχτένιστη! Έβαλε λίγο λιποζάν στα χείλη της και έκατσε στη γωνία της στον καναπέ. Κλεισμένη στο σπίτι, περίμενε πώς και πώς να φάνε μαζί και να της πει τα νέα. Ο άνδρας της είχε τη θέση του στο καθιστικό και αυτή δεξιά του στον τριθέσιο, να βλέπουν συνήθως ειδήσεις. Είχε ήδη σερβίρει το πιάτο της, της αρέσαν κρύα τα γεμιστά, ενώ του Γιώργου της ήταν ακόμα στο φούρνο για να διατηρείται ζεστό. Μοσχομύριζε το σπίτι, μαζί με το γλυκό άρωμα της λεμονόπιτας, θα ξετρελαινόταν μόλις άνοιγε την πόρτα.
Η ώρα πήγε τέσσερεις, πήγε πέντε, πήγε έξι. Αναγκαστικά έφαγε στο πόδι στην κουζίνα, ήξερε πως κανά δυο φορές τη βδομάδα καθόταν υπερωρίες ο Γιώργος. Δεν ήθελε να τον πάρει τηλέφωνο, μην τον ενοχλεί στη δουλειά.
Τρωγόταν με τα ρούχα της όμως! Στις επτά, δεν άντεξε άλλο και τον κάλεσε στο κινητό. Είχε βγει με τα παιδιά από το γραφείο, όλα εντάξει, τζάμπα ανησύχησε. Συνήθως Παρασκευή βρισκόταν με φίλους του, μπορεί κάποιος να είχε γενέθλια σήμερα και να ήθελε να τους κεράσει. Δε θα του κάνει κουμάντο αυτή, ούτε καν τον ρώτησε, έκλεισε βιαστικά!
Στις εννιάμιση άκουσε τη μηχανή του αυτοκινήτου. Κατάκοπος θα ήταν ο καημένος. Ξανατίναξε με το χέρι της το κάθισμα της μπερζέρας του, πάτησε πάλι το πετσετάκι και άνοιξε την εξώπορτα να τον προϋπαντήσει. «Κάνε άκρη, έπιασες όλο το διάδρομο, ρε γυναίκα». Τη χτύπησε στα ρουθούνια με το που πέρασε δίπλα της, η έντονη μυρωδιά του αλκοόλ. Η ίδια δεν έπινε, οπότε μόνο με την παρέα του μπορούσε να ευχαριστηθεί το ουίσκι του. Άνδρας ήταν, έπρεπε να ξεδίνει, δεν μπορούσε να κλειστεί στους τέσσερεις τοίχους όπως αυτή! Αυτός έφερνε τα λεφτά στο σπίτι, όφειλε να κάνει το κέφι του. Δεν ήταν παράλογος άλλωστε, κάνα χαστούκι της έριχνε πού και πού, για να την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Τους είπα δε θα πάω αύριο», της φώναξε, «φέρε μου νερό, κοράκιασα. Λύσσα ήταν το χοιρινό στην ταβέρνα».
Τσακίστηκε να του πάει το ποτήρι στο τραπεζάκι του. «Κλείσε την τηλεόραση, δεν μπορώ τη φασαρία. Όλη μέρα σπίτι, έκανες κάνα σιροπιαστό να φάμε ή χάζευες στο λάπτοπ;». Έτρεξε στην κουζίνα και περήφανη του έφερε ένα μεγάλο κομμάτι λεμονόπιτα με παγωτό. Μόλις δοκίμασε, «τι είναι αυτό το ξινό, ασορτί με τη μούρη σου; Πάρ΄ το από εδώ μην το βλέπω», το έσπρωξε αηδιασμένος, σκορπώντας πιάτο και περιεχόμενο κομμάτια στο πάτωμα. «Κάνα γλυκό απ΄ αυτά που ξέρεις για δεν έκανες; Άχρηστη σε όλα, δεκαπέντε χρόνια ένα παιδί δεν αξιώθηκες να μου κάνεις…» και της έριξε το πρώτο χαστούκι. Είχε κάνει κάθε είδους εξετάσεις, δεν της είχαν βρει τίποτα, άγχος είχε πει ο γιατρός. Να χαλαρώσει και όλα θα γίνουν. Δίκιο είχε ο άνδρας της, δεν ήξερε. Του φύλαγε για έκπληξη το θετικό τεστ που έκανε το πρωί αλλά έτσι βαρύς όπως επέστρεψε, δεν πειράζει, θα του έλεγε αύριο το χαρμόσυνο νέο, μόλις ξυπνούσαν. Γούρι, γούρι που έσπασε το πιάτο, έσπασε το κακό το μάτι.
Έσκυψε να τα μαζέψει και τον άκουσε, «βόηθα με να σηκωθώ να πάω να ξαπλώσω». Κρατώντας τα μισά κομμάτια στο ένα χέρι, δεν υπολόγισε καλά, κοντέψαν να γλιστρήσουν και οι δυο. Ευτυχώς στηρίχθηκε στην πολυθρόνα του. «Πάντα ατσούμπαλη ήσουν» και της αστράφτει άλλο ένα, πιο δυνατό, χάνει την ισορροπία της, χτυπάει πάνω στο τζάκι. «Άσε με, μόνος μου θα πάω να ξαπλώσω, για τίποτα δεν είσαι».
Την άλλη μέρα δεν είδε τι ώρα ήταν που άνοιξε τα μάτια του. «Ελένη, ρε Ελένη, σήκω φτιάξε μου ένα διπλό καφέ». Κανείς δεν σάλεψε δίπλα του. Ούτε ο ίδιος γύρισε πλευρό, πρέπει να τον ξαναπήρε καμιά ωρίτσα. Τελικά ξύπνησε οριστικά, σηκώθηκε, πλύθηκε, ένιωσε λίγο καλύτερα. «Ρε Ελένη, καφέ σου ζήτησα» της φώναξε, πηγαίνοντας προς το καθιστικό. Ταυτόχρονα κάποιος χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. «Θα πάω εγώ, τον καφέ φέρε μου εσύ. Και νερό. Και ντεπόν». Μόλις πλησίασε την πολυθρόνα του, την είδε. Κατάχαμα μπρούμυτα, το κεφάλι της καρφωμένο με το πρόσωπο στην κόχη του τζακιού. Το αίμα της είχε τρέξει στο μάρμαρο, είχε λερώσει τα πλακάκια, είχε βουτήξει μέσα του η κατακόκκινη πια, πεσμένη λεμονόπιτα.
Ξανά το κουδούνι… Η μόνη σκέψη που ήρθε στο θολωμένο του μυαλό καθώς πήγαινε ν΄ ανοίξει ήταν: Φέραν τα χαλιά, απρόσεχτη γυναίκα, ποιος θα τα καθαρίσει τώρα όλα αυτά;
Μαρίτσα Καρά