,

H λαθρεπιβάτισσα της (ζ)Ζωής

Η Ζωή με τον άντρα της και τα έφηβα παιδιά της , στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μετανάστευσε για μία καλύτερη ζωή. Μία αναπάντεχη εγκυμοσύνη ανέτρεψε πλήρως τα σχέδια της, βυθίζοντάς τη στην απελπισία. Το παιδί αυτό δεν το ήθελε. Οι αμβλώσεις ήταν παράνομες. Προσπάθησε να το ‘ρίξει’ σηκώνοντας βάρη και δουλεύοντας μέχρι εξαντλήσεως, αλλά το μωρό αυτό ήταν αποφασισμένο να γεννηθεί… έστω και λαθραία. Αυτό που ένιωθε η Ζωή στη συνέχεια δεν ήταν επιλόχειος κατάθλιψη, ήταν καθαρή αντιπάθεια, ίσως και μίσος γι’ αυτόν τον ‘εισβολέα’, το απρόσκλητο νέο μέλος της οικογένειας, τη νεογέννητη κόρη της.

Τα πρώτα χρόνια περνούσαν και το παιδί παρέμενε αβάπτιστο. Η επίσημη ένταξή του στην οικογένεια του Χριστού δεν αποτελούσε προτεραιότητα για τη Ζωή. Εξάλλου όνομα είχε, αφού στο εξωτερικό δηλώνεται στο νοσοκομείο μετά τη γέννηση. Την είπαν Ελένη.

Η φίλη της Ζωής, η Μαρία, που κρατούσε τη μικρή όταν δούλευε η μάνα της και υπεραγαπούσε το κορίτσι, έθιγε το ζήτημα συχνά πυκνά.

«Ζωή, το παιδί είναι τρεισήμισι χρονών. Πότε επιτέλους θα βαφτιστεί;»

«Κι αν βαφτιστεί, τι θα γίνει; Θα σωθεί ο σατανάς;»

«Τι λες βρε Ζωή. Το παιδί αυτό είναι ένας άγγελος».

«Άγγελος με κέρατα που ήρθε να με βασανίσει. Ας γίνονταν τότε οι εκτρώσεις κανονικά σε νοσοκομείο και θα σου ’λεγα εγώ πού θα ήταν τώρα. Αλλά στάθηκα άτυχη, βλέπεις. Μετά από 3 χρόνια έγιναν νόμιμες. Φοβήθηκα τότε να πάω σε τσαρλατάνο, μη πεθάνω. Αλλά μήπως και τώρα δεν πεθαίνω κάθε μέρα…»

«Είσαι σκληρή γυναίκα Ζωή», ψέλλισε η φίλη της.

Η αλήθεια ήταν πως της Ζωής δεν της ήρθαν ρόδινα τα πράγματα στην ξενιτειά. Αφότου γέννησε τη μικρή, ο άντρας της έπαθε εργατικό ατύχημα και δε μπορούσε να εργαστεί. Όλα τα βάρη της οικογένειας έπεσαν στους ώμους της. Δεν ήταν λίγες οι μέρες που ήταν αναγκασμένη να δουλεύει διπλοβάρδιες στο εργοστάσιο για να τα φέρει βόλτα. Πολλές φορές ξεσπούσε πάνω στον άντρα της και αυτός μη μπορώντας να προσφέρει τίποτα, τουλάχιστον δεν της πήγαινε κόντρα.

«Ήρθε και έφερε τη γρουσουζιά», έλεγε και ξανάλεγε αναφερόμενη φυσικά στη μικρή.

«Μη μιλάς έτσι. Αμαρτία. Τι φταίει η ψυχούλα αυτή;», τη συνέτιζε ο άντρας της.

«Για τις αμαρτίες που πληρώνω εγώ, ποιος νοιάζεται, ε;», αντέτεινε φουρκισμένη και συνάμα απελπισμένη η Ζωή.

Σε όλη της τη ζωή η Ελένη ήταν ο φταίχτης για όλα τα δεινά που έβρισκαν την οικογένεια. Η μητέρα της έβρισκε πάντα ένα λόγο να της προσάπτει τις ευθύνες. Εξαιτίας της η μαμά ήταν συνέχεια εξαντλημένη. Ο μπαμπάς εξαιτίας της ήταν αφηρημένος και χτύπησε. Η προίκα των αδελφών της εξαιτίας της αργούσε να ολοκληρωθεί, αφού με τον ερχομό της είχαν επιπλέον έξοδα.

Η Ελένη μεγάλωνε χωρίς αυτοπεποίθηση και αισθανόταν συνέχεια ενοχική. Καταφύγιο και παρηγοριά της ήταν τα βιβλία. Θυμάται κάτι που είχε διαβάσει στην εφηβεία της, για το μάθημα της έκθεσης, όταν ετοιμαζόταν για τις πανελλαδικές εξετάσεις. «Είμαστε υπεύθυνοι για τα πάντα εκτός από την ίδια την ύπαρξή μας». Τι έφταιγε λοιπόν η ίδια που γεννήθηκε; Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν γιατί, εφόσον ήταν ένα παιδί ανεπιθύμητο, δεν την έδωσαν για υιοθεσία. Η εξωσωματική ήταν σε πολύ άγουρο στάδιο τότε και ένα μωρό θα ήταν βάλσαμο για ένα άτεκνο ζευγάρι. Ήταν πεπεισμένη πως με θετούς γονείς θα γνώριζε τη στοργή και την αφειδώλευτη, ανόθευτη αγάπη, αφού θα ήταν ένα παιδί επιθυμητό. Το πρόβλημα της Ελένης αυτό ήταν, όχι τα υλικά αγαθά. Οι δικοί της δεν την άφησαν ποτέ νηστική, ρακένδυτη, απεριποίητη. Δεν της στέρησαν τα ψώνια, τις εξόδους, την εκπαίδευση. Ποτέ δεν τη χτύπησαν, ούτε την κακομεταχειρίστηκαν σωματικά. Απλά δεν τη λαχτάρισαν, δεν ήταν περήφανοι γι’ αυτήν, δεν της έδειξαν τρυφερότητα και ολοκληρωτική αγάπη. Την αγαπούσαν αναγκαστικά, επειδή ήταν μέλος της οικογένειάς τους, επειδή κυλούσε το ίδιο αίμα στις φλέβες τους, επειδή έτσι έπρεπε. Η μάνα της ποτέ δεν τη ντάντεψε, τα αδέλφια της ποτέ δεν την πείραζαν σαν στερνοπούλι που ήταν. Μόνο ο πατέρας της ξεχώριζε. Αυτός διέφερε. Την υποστήριζε και την καμάρωνε, αλλά κρυφά. Μία φορά τόλμησε να την παινέψει δημοσίως.

«Η Ελένη μου είναι κορίτσι διαμάντι και άριστη μαθήτρια. Θα φτάσει ψηλά μία μέρα να μου το θυμηθείτε», είπε ο μπαμπάς της γεμίζοντάς την χαρά. Τότε πήρε το λόγο η μάνα της και έσταξε το δηλητήριό της, που έμελλε να της ποτίσει την ψυχή.

«Θα σας πω εγώ τι είναι η Ελένη. Ένα τ- ί- π- ο- τ- α !». Γύρισε και έριξε μία διαπεραστική ειρωνική ματιά στην κόρη της. Η Ελένη έτρεξε προς το δωμάτιο ξεσπώντας σε λυγμούς. Κανείς δεν ήρθε να την παρηγορήσει.

Έτσι κυλούσαν τα χρόνια, στην Ελλάδα πια, αφού η μάνα της εν μία νυκτί αποφάσισε να τα μαζέψουν και να γυρίσουν στην πατρίδα. Ο μεγάλος της αδελφός είχε εν τω μεταξύ παντρευτεί και είχε εγκατασταθεί σε ένα από τα διαμερίσματα που είχαν αποπερατωθεί στη μικρή πολυκατοικία που έχτιζαν τόσα χρόνια. Το ζευγάρι με την Ελένη έμεινε σε ένα μικρό δυάρι, μισοτελειωμένο.

Ξαφνικά αποκόπηκε από το σχολείο, τις φίλες, το δωμάτιό της και ήρθε σε μία άγνωστη χώρα, χωρίς να ξέρει κανέναν και χωρίς προσωπικό χώρο. Έπρεπε να ανοίγει κάθε βράδυ μία ντιβανοκασέλα στην κουζίνα για να κοιμηθεί. Στο εξωτερικό είχε τουλάχιστον το ολόδικό της δωμάτιο, το καταφύγιο της με το γραφείο, τη βιβλιοθήκη, το πικάπ της. Η κουζίνα ήταν ένα κέντρο διερχομένων. Ποτέ όμως δε βαρυγκώμησε, απεναντίας προσαρμόστηκε αμέσως. Στο καινούργιο περιβάλλον, το νέο σχολείο, ακόμα και το άβολο στρώμα.

Βρήκε και ένα σύμμαχο, τη νύφη της, τη γυναίκα του αδελφού της. Η μάνα της δε τη χώνευε που ξελόγιασε τον κανακάρη της, ήταν ‘ξεβράκωτη’ χωρίς προίκα και το χειρότερο απ’ όλα, ενώ είχε αποκτήσει δύο εγγονές, καμία δεν έφερε το όνομά της! Επίσης η νύφη ήταν και γλωσσού! Βέβαια, το καινούργιο αντικείμενο βολής, δε σήμαινε ότι μαλάκωσε με την Ελένη.

Γύρω στα δεκαεφτά της, κρυφάκουσε μια συζήτηση που είχαν οι γονείς της.

«Και τι, να διώξουμε τέτοιο προξενιό; Αφού μας τη ζητάνε, να τη δώσουμε, να την ξεφορτωθούμε επιτέλους!».

«Τι παραλογάς ρε γυναίκα; Το κορίτσι είναι ακόμα μικρό. Θα σπουδάσει, αφού είναι πρώτη στα γράμματα».

«Μα…»

«Δεν ακούω κουβέντα. Πάει και τελείωσε!». Ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας πατούσε πόδι. Είχε πάρει τα πάνω του απ’ όταν επέστεψαν στην Ελλάδα. Έπαιρνε πια δύο συντάξεις, την κανονική και μία μικρή αναπηρική και η ψυχολογία του ήταν πολύ καλύτερη στην πατρίδα. Εξάλλου της Ζωής ιδέα ήταν να ξενιτευτούν τότε.

Την επόμενη χρονιά η Ελένη έδινε εξετάσεις.

«Μόνο αν περάσεις Αθήνα θα πας. Δεν πρόκειται να σε στείλω στου διαόλου τη μάνα, δεν έχω λεφτά για πέταμα», της επισήμανε η Ζωή σε μία ακόμα προσπάθεια να της κόψει τα φτερά.

Η Ελένη πέρασε σε σχολή της πρωτεύουσας και σε καλή σειρά.

«Μη νομίζεις ότι θα το παίζεις τώρα φοιτήτρια και θα τρως τα λεφτά μας. Θα βρεις δουλειά να τσοντάρεις στα έξοδα του σπιτιού. Τα αδέλφια σου δουλεύουν από μικρά παιδιά. Εσύ όλα έτοιμα τα βρήκες, αχάριστη», της ξεκαθάρισε η μητέρα της την ημέρα των αποτελεσμάτων. Αυτή τη συγκεκριμένη μέρα όμως, τα λόγια της μάνας της τα πήρε ο άνεμος. Ήταν τόση μεγάλη η χαρά της Ελένης που θα μορφωνόταν και θα κατάφερνε κάτι στη ζωή της, που τίποτα και κανείς δεν θα την επισκίαζε. Με τον καιρό εξάλλου ανέπτυξε μηχανισμούς άμυνας, διότι αλλιώς θα τρελαινόταν.

Το πρωί πανεπιστήμιο και το απόγευμα δουλειά. Με τον τρόπο αυτό πέρασαν τα φοιτητικά χρόνια. Τη Ζωή την έβλεπε ελάχιστες ώρες και ενώ της ακουμπούσε ατόφιο σχεδόν το μισθό της, η μητέρα της εξακολουθούσε να τη θεωρεί βάρος.

«Πρέπει να παντρευτείς. Τα χρόνια περνάνε. Στο τέλος θα μείνεις στο ράφι. Τα αδέλφια σου έχουν μεγάλα παιδιά κι εσύ τίποτε», γκρίνιαζε συνέχεια.

Η αλήθεια ήταν ότι η Ελένη δεν άντεχε άλλο την τοξικότητα και ήθελε να απομακρυνθεί από την οικογενειακή εστία. Μόλις τελείωσε τη σχολή αρραβωνιάστηκε έναν συμφοιτητή της και αμέσως μετά το φανταριλίκι παντρεύτηκαν. Έφυγαν για να ζήσουν μόνιμα στο νησί του. Δεν ήταν ούτε έρωτας, ούτε μεγάλη αγάπη. Ο γάμος αυτός ήταν μία λύση, ή τουλάχιστον έτσι της φαινόταν τότε.

Αμέσως σχεδόν συνειδητοποίησε ότι ήθελαν τελείως διαφορετικά πράγματα και η ζωή στο νησί δεν της ταίριαζε καθόλου.

«Δεν τα πάμε καλά με τον Μπάμπη. Θα χωρίσω», ανακοίνωσε στη Ζωή τρία χρόνια μετά. Ο πατέρας της είχε εν τω μεταξύ πεθάνει.

«Τι είπες μωρή;», έκανε σαν μαινόμενος ταύρος η μάνα της. «Τι παλαβομάρες είναι αυτές; Τι θα πει ο κόσμος; Να κάτσεις στ’ αυγά σου! Άκου εκεί χωρισμοί και αηδίες! Και να κάνεις κάνα παιδί. Γιατί δεν έχεις κάνει τόσα χρόνια; Τόσο άχρηστη είσαι;», ωρυόταν.

«Μαμά ο γάμος αυτός ήταν λάθος. Είμαι δυστυχισμένη!», αποκρινόταν απελπισμένα η Ελένη.

«Δε με νοιάζει τι είσαι! Καλά να πάθεις! Σου αξίζει παλιοθήλυκο! Μου ‘φαγες τη ζωή κακορίζικη! Μη νομίζεις ότι θα σε μαζέψω εδώ! Ευτυχώς που δε ζει ο πατέρας σου να δει τα ρεζιλίκια σου! Τι νόμιζες βρε ζώον ότι είναι ο γάμος; Εγώ πώς άντεξα τόσα χρόνια τόσα βάσανα και κακουχίες, ε; Με είδες να εγκαταλείπω και να τα παρατάω; Όλα τα ανέχτηκα, ακόμα και σένα!», παραληρούσε πια η Ζωή.

Η νύφη της και ο αδελφός της, ακούγοντας τη φασαρία κατέβηκαν να δουν τι συμβαίνει. Αυτός δεν έβγαλε μιλιά και πήγε κοντά στη μάνα του, ενώ η γυναίκα του υποστήριξε φανερά την Ελένη.

«Είχα καταλάβει ότι δεν ταιριάζετε. Μη στενοχωριέσαι, θα βρεις καλύτερο. Τι σου λείπει, όλα τα ’χεις», την παρηγόρησε η κοπέλα.

«Μυαλό της λείπει! Και αυτηνής και εσένα, χαζοβιόλα. Άντε ξεκουμπιστείτε και οι δύο, αδειάστε μου τη γωνιά. Και να ξέρεις, αν τυχόν και χωρίσεις, η πόρτα αυτή θα είναι κλειστή», είπε τον τελευταίο λόγο η Ζωή.

Η Ελένη πριν φύγει από το νησί, είχε καταθέσει αγωγή διαζυγίου. Ήταν αποφασισμένη να χαράξει καινούργια πορεία και αυτή τη φορά δε θα την εμπόδιζε κανένας. Είχε ψυχικά και ενεργειακά αποθέματα που ούτε η ίδια γνώριζε ότι διέθετε. Είχε κουραστεί πια να ζει στο περιθώριο του εαυτού της. Θα έπιανε τη ζωή από τα μαλλιά, όπως έκανε τότε που ήταν έμβρυο ακόμα και αρνιόταν πεισματικά να αποκολληθεί. Είχε γαντζωθεί γερά από τη (ζ)Ζωή και είχε έρθει λαθρεπιβάτισσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της όλος αυτός ο κόπος να πάει στράφι. Κανείς δεν θα της έκανε πια κουμάντο, αυτή κρατούσε το τιμόνι της ζωής και όχι η Ζωή.

Δύο χρόνια μετά την περιπέτεια αυτή, η Ελένη είχε ξαναπαντρευτεί και ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί. Οι σχέσεις της με την οικογένειά της είχαν διαρραγεί πλήρως. Επικοινωνία είχε αραιά και που μόνο με τη νύφη της. Ένα μήνα πριν γεννήσει, την πήρε να της πει ότι η μητέρα της ήταν βαριά άρρωστη. Οι γιατροί της έδιναν δύο μήνες. Η Ελένη έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Το μωρό είχε αναστατωθεί και κλωτσούσε με πολλή δύναμη. Η μάνα της ήταν άτρωτη, ήταν στυλοβάτης, παλικάρι, πώς της έτυχε τώρα αυτό; Δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή της η παλιά αδύναμη, ανασφαλής, ενοχική Ελένη.

Εσύ φταις και γι’ αυτό. Εσύ την έστειλες στον τάφο. Εσύ με τα καμώματά σου γρουσούζα, κακορίζικη.

Σε αυτή τη διελκυστίνδα τράβαγε και η νέα δυνατή, σίγουρη και απαλλαγμένη από τύψεις Ελένη.

Δεν ευθύνεσαι για την αρρώστια της μητέρας σου, ούτε θα απολογηθείς για τις επιλογές σου. Η ζωή είναι δική σου. Ανάκτησε την αυτοκυριαρχία σου, το μωρό σου σε χρειάζεται.

Η Ελένη γέννησε δύο εβδομάδες νωρίτερα. Το κοριτσάκι της βιαζόταν να προλάβει να γνωρίσει τη γιαγιά του. Η Ελένη εμφανίστηκε με το παιδί στο πατρικό της, μετά από συνεννόηση με τη νύφη της. Η μητέρα της φανερά καταβεβλημένη, ήταν στα τελευταία της αλλά είχε ακόμα διαύγεια.

«Μητέρα, έχετε επισκέψεις», την προειδοποίησε η νύφη της.

«Η Ελένη μου;», ρώτησε ενστικτωδώς και εναγωνίως η Ζωή με σβησμένη φωνή.

«Καλησπέρα μαμά. Σου έφερα να γνωρίσεις μια καινούργια ζωή, τη Ζωή», της είπε με δάκρυα στα μάτια η Ελένη και ακούμπησε απαλά την κόρη της στην αγκαλιά της γιαγιάς της. Η Ζωή φανερά συγκινημένη, φίλησε τη νεογέννητη εγγονή της και στράφηκε στη κόρη της. Με τρεμάμενη φωνή, ψιθυριστά σχεδόν της είπε:

«Να την αγαπάς, με όλη σου την ψυχή. Να της χαρίσεις το χάδι που σου στέρησα».

Η Zωή την αγκάλιασε τρυφερά.

«Σ΄ αγαπώ μαμά».

«Κι εγώ κορίτσι μου, κι εγώ…»

Ήταν τα πρώτα λόγια αγάπης που αντάλλαξαν οι δύο γυναίκες… και τα τελευταία.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: