Η πόλη έβραζε, με τον ήλιο να καίει τα τσιμέντα. Οδηγούσα μέσα στην κίνηση με το κλιματιστικό χαλασμένο, κοιτώντας συνεχώς το ρολόι μου, γιατί στις 8.00 ακριβώς έπρεπε να είμαι στο κτηνιατρείο της φίλης μου της Έλσας για να μου παραδώσει τα κλειδιά, αλλιώς θα έχανε το αεροπλάνο της για Θεσσαλονίκη. Ένα Κτηνιατρικό Συνέδριο, σε συνδυασμό με έναν γοητευτικό συνάδελφο που θα τη συνόδευε, θα την απομάκρυνε από το ιατρείο της για τρεις ημέρες και είχα αναλάβει το καθήκον να προσέχω τα δύο γατάκια που φιλοξενούσε μέχρι να τους βρει οικογένεια.
Με την ψυχή στο στόμα πάρκαρα έξω από το ιατρείο. Η Έλσα με περίμενε με τα κλειδιά στο χέρι και τις τελευταίες οδηγίες «στα έχω όλα έτοιμα, άλλαζε το νερό τους συχνά, τον Γκρι να τον προσέχεις περισσότερο, είναι λίγο περίεργος. Φεύγω τώρα, τα λέμε σε τρεις μέρες, ό,τι θες πάρε τηλέφωνο, φιλιάαα!».
Μπήκα μέσα και η δροσιά από το κλιματιστικό ήταν σκέτη ευλογία. Προχώρησα στο πίσω μέρος όπου βρίσκονταν τα κλουβιά με τα γατάκια. Τα κοίταξα από μακριά και χαμογέλασα, ήρθε η ώρα να γνωριστούμε, σκέφτηκα, πού να ’ξερα…
Η Κιάρα, ένα χνουδωτό τιγράκι στο πρώτο κλουβί, με κοίταξε μάλλον αδιάφορα και γύρισε πλευρό για να συνεχίσει τον ύπνο της ως το επόμενο γεύμα. Στο δεύτερο κλουβί ο Γκρι με καθήλωσε. Τέτοια γάτα δεν είχα ξαναδεί, τουλάχιστον από κοντά. Μεγαλύτερος από το κανονικό, μια ολοστρόγγυλη χνουδωτή μπάλα με μια γούνα σκούρα γκρι, αλλά όχι ακριβώς. Έκανα στο πλάι για να πέσει επάνω του το φως και ξαφνικά η γούνα πήρε μια απόχρωση φωτεινού μπλε, που έμοιαζε σαν να αναδεύεται σε κάθε κίνησή του. Σηκώθηκε αργά και πλησίασε τα κάγκελα του κλουβιού του. Με κοίταξε στα μάτια κι εγώ έμεινα να κοιτάζω το βαθύ μπλε των δικών του ματιών, αλλά όχι μόνο το χρώμα, κάτι υπήρχε μέσα τους, ένιωσα να με διαβάζουν και να σκανάρουν τη σκέψη μου.
«Καλησπέρα Γκρι, τι κάνεις αγόρι μου;» και δεν είμαι σίγουρη αν το είπα ή αν απλά το σκέφτηκα.
«Ρίτσαρντ, για την ακρίβεια Σερ Ρίτσαρντ. Για τους φίλους Ρίκι».
«Ορίστε;» ψιθύρισα κάνοντας ένα βήμα πίσω. Μη χειρότερα, από πού ακούστηκε αυτό;
«Το δικό σας;».
Θεέ Μεγαλοδύναμε! Τι μου συμβαίνει; Να πιστέψω ότι μου μιλάει το γατί; Δεν είμαστε καλά, σύνελθε Μάρθα, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά!
Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και το βλέμμα του έλεγε ξεκάθαρα “περιμένω”.
«Μάρθα» ψέλλισα και ένιωσα ένα τσίμπημα φόβου.
«Μμμμμ, classy enough! Thank God!». Μάλιστα, τώρα μιλάει και Αγγλικά, θα μου στρίψει τελείως! «Τώρα άνοιξέ μου, πρέπει να επισκεφθώ την τουαλέτα και για να σε προλάβω, σου δηλώνω ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσω τη λεκάνη που έχουν βάλει δίπλα στην τροφή μου. Δεν έχετε ιδέα από υγιεινή, απορώ πως έχετε επιβιώσει ως είδος».
«Αν σου ανοίξω θα φύγεις και θα σε κυνηγάω» απάντησα μισό βήμα πριν την παράνοια.
«Δεν είμαι ηλίθιος αγαπητή μου, εδώ έχω όλες μου τις ανέσεις. Λοιπόν, θα ανοίξεις;».
Σαν υπνωτισμένη άνοιξα το πορτάκι και έκανα πίσω. Ο Γκρι, συγγνώμη, ο Σερ Ρίτσαρντ τεντώθηκε, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στο πάτωμα. Χαρτογράφησε για ένα δευτερόλεπτο το χώρο και κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη λεκάνη με τη φρέσκια άμμο. Άρπαξα το τηλέφωνο και κάλεσα την Έλσα. «Όλα καλά;» την άκουσα να μου φωνάζει μέσα στη φασαρία της αίθουσας αναμονής του αεροδρομίου. «Όλα μια χαρά! Τι εννοούσες όταν μου είπες ότι ο Γκρι είναι περίεργος;». «Α! Τίποτε σημαντικό, κάθε γάτα έχει το δικό της χαρακτήρα. Ο Γκριζάκος είναι λίγο πιο σνομπ από τις άλλες, αλλά όταν θέλει γίνεται πολύ επικοινωνιακός». Δεν έχεις ιδέα, μου ήρθε να της πω αλλά συγκρατήθηκα, «καλό ταξίδι Ελσάκι και να προσέχεις».
Ο Σερ Ρίτσαρντ, για τους φίλους Ρίκι, ήρθε προς το μέρος μου με νωχελικό βήμα και άρχισε να χαϊδεύεται στα πόδια μου. «Μιιιουυυχρρρ… και τώρα κατέβασέ μου ένα πατεδάκι από το ράφι, γιατί το βράδυ τρώω κάτι ελαφρύ και μέχρι να μου το σερβίρεις, εγώ θα ξαπλώσω στον μεγάλο καναπέ γιατί με βολεύει αφάνταστα! Ξάπλωσε κι εσύ στον άλλο αν θέλεις, λέω να σε φιλοξενήσω απόψε».
Εντελώς χαμένη με αυτά που συνέβαιναν, σωριάστηκα στον απέναντι καναπέ και τον παρακολουθούσα να τρώει το πατέ. Το μπλε γυαλιστερό τρίχωμά του επίδρασε πάνω μου σαν ηρεμιστικό και χωρίς να το καταλάβω, βυθίστηκα σε έναν ύπνο ήρεμο, χωρίς ενοχλητικά όνειρα.
Ξύπνησα δέκα ώρες αργότερα, ξεκούραστη όσο ποτέ άλλοτε και με υπέροχη διάθεση, μέχρι να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι και κυρίως με ποιον είχα περάσει το βράδυ μου. Η χθεσινοβραδυνή μου γνωριμία έπαιρνε το λουτρό του στον απέναντι καναπέ, με σχολαστικότητα και αυτοσυγκέντρωση. Θυμήθηκα την Κιάρα και πετάχτηκα να πάω κοντά της, σχεδόν το είχα ξεχάσει το καημένο το γατί, το φυσιολογικό. Όση ώρα τακτοποιούσα το φαγητό, το νερό και την άμμο της, περίμενα πότε θα αρχίσει κι αυτή να με καλημερίζει, αλλά ευτυχώς δεν συνέβη τίποτε. Αποδείχτηκε ένα κανονικό γατί σαν όλα τα άλλα. Όλα…;
Ο Ρίκι με περίμενε, έχοντας καταστρώσει το πρόγραμμα της ημέρας του και της δικής μου από ό,τι σύντομα θα καταλάβαινα.
«Καλημέρα Μάρθα, ετοιμάσου να πάμε σπίτι σου, νομίζω πως πρέπει να κάνεις ένα καλό μπάνιο με νερό, όπως το συνηθίζετε εσείς οι άνθρωποι. Δεν καταλαβαίνω πώς αντέχετε να κάνετε το λουτρό σας μία φορά την ημέρα, αδιανόητο!».
«Τι εννοείς να πάμε σπίτι μου; Εσύ θα μείνεις εδώ και θα έρθω πάλι το απόγευμα να σας ταΐσω».
«Μη γίνεσαι αγενής χρυσή μου! Μου χρωστάς μια καθωσπρέπει φιλοξενία, αυτό το ιατρείο μου διαταράσσει τα τσάκρα».
«Δεν έχω κλουβάκι να σε βάλω μέσα», έκανα ελιγμό για να εισπράξω ένα συγκαταβατικό βλέμμα. «Σου εξήγησα πως δεν είμαι ηλίθιος για να πάρω τους δρόμους μέσα στη λαύρα».
«Λουράκι όμως θα βάλεις οπωσδήποτε».
«Μπλε μαύρο – καρό, μόνο!»
Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και πήδηξε στη θέση του οδηγού. Κοίταξε με απορία το τιμόνι και μ’ ένα σάλτο μεταφέρθηκε στη θέση του συνοδηγού.
«Δεν μπορώ ακόμη να συνηθίσω τα ανάποδα αυτοκίνητα σας, αλλά μην αγχώνεσαι, προσπέρασέ το».
«Τι έχουν τα αυτοκίνητά μας, γιατί τα λες ανάποδα;»
«Στην Κορνουάλη έχουν το τιμόνι δεξιά όπως είναι το σωστό»
«Πού ξέρεις πώς είναι τα αυτοκίνητα στην Κορνουάλη;»
«Γιατί ξέρεις πού είναι το Φάληρο;»
«Γιατί είναι η πόλη μου»
«Το ίδιο λέμε, ξεκίνα».
«Είσαι από την Κορνουάλη;»
«Γέννημα θρέμμα, ο προπάππους μου φιλοξένησε στην έπαυλή του τον Τζον Λε Καρέ, μεγάλη ιστορία, θα έχουμε καιρό να στα διηγηθώ λεπτομερώς»
«Και πώς βρέθηκες εδώ;»
«Βάσει σχεδίου, αλλά δεν είναι ώρα ακόμη να το μάθεις».
Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος και ο Ρίκι πέρασε μέσα με το ύφος του ιδιοκτήτη των πάντων. Γύρισε και κοίταξε με νόημα τα μπολάκια που είχα πάρει από το ιατρείο. Είχαμε αρχίσει να συνεννοούμαστε με το βλέμμα, κροκέτες, νερό, λεκάνη με άμμο με άρωμα λεβάντας ήταν οι δικές μου δουλειές. Ανίχνευση χώρου και εντοπισμός της πιο άνετης πολυθρόνας οι δικές του.
Συμπεριφέρθηκε σαν γνήσιος τζέντλεμαν όση ώρα έκανα μπάνιο και έβαζα κάτι να φάω, αφού είχε κάνει κατάληψη στην πολυθρόνα μου απέναντι από το κλιματιστικό. «Νομίζω πως έχεις ανάγκη για διακοπές άμεσα», είπε και ήταν σαν να διάβαζε τη σκέψη μου. «Έχω μια ιδέα που νομίζω ότι θα τη βρεις εξαιρετική, θα σου κάνω την τιμή να στην πω, θα πάμε στην Κορνουάλη!»
Ε, αυτό πια πήγαινε πολύ! Δεν φτάνει που με είχε φέρει στο σημείο να αμφιβάλλω για την πνευματική μου υγεία, τώρα ήθελε να πάμε μαζί διακοπές!
«Νομίζω πως είμαι στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» του είπα, «από χθες μιλάω με μια γάτα και το θέμα δεν είναι ότι μιλάω, είναι ότι συνεννοούμαι! Και τώρα θέλεις να πάμε διακοπές μαζί; Δε νομίζεις πως οφείλεις να μου δώσεις κάποιες εξηγήσεις;».
«Όταν πάμε στην πατρίδα μου θα τα καταλάβεις όλα, στο υπόσχομαι. Τώρα ό,τι κι αν σου πω δεν θα με πιστέψεις. Εσύ φρόντισε για τα εισιτήρια και μία θέση για μένα! Δεν ταξιδεύω σκευοφόρο!»
Δέκα μέρες μετά και αφού η Έλσα καταχάρηκε όταν της είπα πως θα υιοθετήσω τον Γκρι, χωρίς να επεκταθώ σε λεπτομέρειες, ταξιδέψαμε με τον Ρίκι δίπλα μου μεν, σε κλουβί δε, παρά τα ξινά του μούτρα και την απεργία πείνας μισής περίπου ώρας όταν του ανακοίνωσα τα νέα.
Η Κορνουάλη ήταν ένα υπέροχο μέρος, μου έφτιαξε τη διάθεση! Μείναμε στο Τρούρο, την πρωτεύουσα, σε μια γραφική πανσιόν. Όλα καλά μέχρι εδώ! Φόρεσα στον Σερ Ρίτσαρντ το μπλε – μαύρο καρό λουράκι και βγήκαμε για καφέ, σε μια όμορφη πλατεία. Με πολλές γάτες παρόμοιες με τον Σερ της καρδιάς μου! Του το είπα παριστάνοντας ότι μιλάω στο κινητό για προφανείς λόγους. «Δεν είμαστε όλοι ίδιοι» μου είπε, «έχε υπομονή».
«Καλησπέρα! Τι καταπληκτικός γάτος! Πανέμορφος! Και τι μάτια!».
Σήκωσα στο βλέμμα μου ξαφνιασμένη για να αντικρίσω ένα όμορφο, χαμογελαστό πρόσωπο, πλαισιωμένο από ξανθά ανακατεμένα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Ίσως το πιο συμπαθητικό πρόσωπο που είχα δει στη ζωή μου. Ο ιδιοκτήτης του μου άπλωσε το χέρι σε μια πλατιά χειραψία.
«Είμαι ο Ρίτσαρντ! Δικό σας είναι αυτό το υπέροχο πλάσμα; Ολόιδιος η δική μου!»
«Χαίρω πολύ! Ρίτσαρντ είπατε; Ναι, δικός μου είναι, με συγχωρείτε δεν σας συστήθηκα, Μάρθα, είμαι Ελληνίδα».
«Χάρηκα πολύ Μάρθα! Δεν θέλω να το παρεξηγήσεις, αλλά Μάρθα λένε και τη γάτα μου. Θα ήθελες να βρεθούμε αύριο το πρωί για καφέ πάλι εδώ; Θα μου έδινε μεγάλη χαρά, θα φέρω και τη Μάρθα». Παρόλο που είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα, έγνεψα καταφατικά και κατάφερα να του χαμογελάσω.
«Και τώρα μικρέ σατανά οι δυο μας!». Είχαμε γυρίσει στο δωμάτιο, τραβώντας τον από το μπλε μαύρο – καρό λουρί του με μια μανία που έμελλε να την μετανιώσω σύντομα. «Λέγε τι σημαίνουν όλα αυτά! Ποιος είναι αυτός ο Ρίτσαρντ και τι θέλει από μένα; Λέγε γιατί δεν έχει πατέ απόψε».
«Όχι πατέ, όχι απαντήσεις», είπε ο κύριος «το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν» και άρχισε να γλείφει τις πατούσες του με επιμέλεια, στα όρια του ψυχαναγκασμού.
«Το πατέ κουνελιού είναι το αγαπημένο μου τελικά, μην ξεχάσεις αύριο να πάρεις μερικά να έχουμε. Τώρα λοιπόν άκουσέ με προσεκτικά. Ο Ρίτσαρντ, ο συνονόματός μου, είναι η αδελφή ψυχή σου. Όπως κι εμένα η Μάρθα, όχι εσύ χαζούλα, η γάτα του. Αποστολή μου ήταν να σας φέρω σε επαφή για να μπορέσω κι εγώ να βρω το άλλο μου μισό και να ζήσουμε όλοι μαζί, εσείς τη μία και μοναδική ζωή σας κι εμείς και τις εννιά που μας έδωσε ο Δημιουργός, πράττοντας ολόσωστα!
Στην Κορνουάλη υπάρχουν οι άλλες γάτες κι εμείς. Ξεχωρίζουμε από τις μπλε ανταύγειες στο τρίχωμά μας, που αλλάζουν αποχρώσεις στο φως του ήλιου. Κάθε μια από μας έχει κάπου στον κόσμο μια αποστολή, να βρει ανθρώπους που είναι αδελφές ψυχές και να τους φέρει σε επαφή, με την προϋπόθεση να έχουν υιοθετηθεί και οι δύο από γάτες της δικής μας κάστας. Σαν εμένα και τη Μάρθα. Όσο για τα ονόματα, κάνουμε αυτό που λέμε ταυτοποίηση ανθρώπου – γάτας, για να μην μπερδευόμαστε!».
«Για μένα ήρθες στην Ελλάδα Ρίκι;»
«Για σένα βέβαια! Δεν ήταν δα και δύσκολο, πήρα από πίσω ένα ζευγάρι Έλληνες τουρίστες που φυσικά δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη γοητεία μου και με πήραν μαζί τους. Από κει και πέρα ήταν θέμα χρόνου να σε ανακαλύψω ή να με ανακαλύψεις, όπως θέλεις πάρ’ το».
Το επόμενο πρωί κατέβηκα στην πλατεία για καφέ και παρόλο που ήταν πολύ νωρίς, βρήκα τον Ρίτσαρντ να με περιμένει έχοντας στην αγκαλιά του τη Μάρθα. Έμεινα να την κοιτάζω έκθαμβη! Ήταν ολόιδια ο Ρίκι μου, αλλά είχε μια διαφορετική γοητεία, καθαρά θηλυκή!
«Βγάλε μου αμέσως το λουρί!», άκουσα τον γαμπρό να με διατάζει από το ύψος της γάμπας μου, «θα με περάσει για φλώρο και θα την πληρώσεις εσύ!».
«Καλημέρα Μάρθα! Καλημέρα εεε… πώς τον λένε το γάτο σου, δεν μου είπες χθες».
«Καλημέρα Ρίτσαρντ, είστε συνονόματοι με το γάτο μου, αλλά νομίζω πως το ξέρεις ήδη».
«Σου το είπε ο ίδιος το όνομά του, έτσι δεν είναι;».
«Ναι, και η δική σου να υποθέσω; Δεν ένιωσες να τρελαίνεσαι;».
«Για πολλές μέρες αμφισβητούσα το μυαλό μου, μέχρι που αναγκάστηκα να τα πιστέψω όλα αυτά όταν μου εξήγησε. Όπως φαντάζομαι και ο δικός σου έκανε το ίδιο σε σένα».
Γυρίσαμε ταυτόχρονα να δούμε πού είχαν πάει τα ζωάκια μας και αυτό που είδαμε μας έκανε να κοιταχτούμε συνωμοτικά και να παραδεχτούμε επιτέλους πως όντως συμβαίνει! Μερικά βήματα πιο μακριά, ο Ρίκι και η Μάρθα είχαν ξαπλώσει στον ήλιο και έγλειφαν ο ένας τη γούνα του άλλου με απόλυτη αγαλλίαση. Και όσο συνέχιζαν, τόσο η γούνα τους έβγαζε αστραφτερές μπλε λάμψεις που έκαναν τους περαστικούς να τις κοιτάζουν με περιέργεια και να κοντοστέκονται να τις θαυμάσουν.
«Πόσο θα μείνεις στην Κορνουάλη Μάρθα;»
«Έλεγα για τρεις μέρες ακόμη, αλλά τώρα ίσως αλλάξω το πρόγραμμά μου»
«Θα σου πρότεινα να κάτσεις λίγο ακόμη, δεν είναι κρίμα να χωρίσεις ένα τόσο ευτυχισμένο ζευγάρι;».
Ο Ρίκι και η Μάρθα σηκώθηκαν, τεντώθηκαν και άρχισαν να απομακρύνονται δίπλα – δίπλα.
«Φεύγουν!» φώναξα στον Ρίτσαρντ.
«Μη φοβάσαι» μου απάντησε, «τον πάει στο σπίτι για πατεδάκι, αν θέλεις μπορούμε να τους ακολουθήσουμε. Θα σου μαγειρέψω τη σπεσιαλιτέ μου, ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα, τι λες;».
«Πάμε» είπα και σηκώθηκα την ώρα που ο Ρίτσαρντ έπιανε το χέρι μου μέσα στο δικό του. Μπροστά μας ο Ρίκι και η Μάρθα απολάμβαναν τη βόλτα τους, θα έπαιρνα όμως όρκο πως ο μικρός μου Σερ γύρισε το κεφάλι του και μου έκλεισε το μάτι, σα να μου έλεγε “εμένα να με πιστεύεις πάντα!”.
Ευγενία Α. Λίτσα